Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Απόστολος και Ευαγγέλιο της Κυριακής 19-10-2025

 



Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Ὀκτωβρίου 2025, Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ζ΄ 11-16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συν­επορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογε­νὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐ­τῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσ­ελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀν­εκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔ­δω­­κεν αὐτὸν τῇ μη­τρὶ αὐ­­τοῦ. ἔλαβε δὲ ­φό­­­βος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγον­τες ὅτι προ­φή­της μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Συμπόνια στὸ πένθος

Μιὰ ὀδυνηρὴ σκηνὴ μᾶς περιγράφει τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Μιὰ πομπὴ ἀνθρώπων συνοδεύουν ἕνα νεκρὸ μέσα σὲ φέρετρο γιὰ νὰ τὸν ἀποθέσουν στὸ κοιμητήριο τῆς πόλεως Ναῒν τῆς Γαλιλαίας. Ὁ νεκρὸς μάλιστα εἶναι νέος στὴν ἡλικία καὶ ἐπιπλέον μονάκριβο παιδὶ γιὰ τὴ μάνα του, ἡ ὁποία εἶναι ἤδη χήρα· δύο φορὲς πενθούσα. Ὁ πόνος της εἶναι ἀβάστακτος. Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς σημειώνει ὅτι «ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ». Δηλαδή, κοντὰ στὴ μάνα βρίσκεται πολὺς κόσμος ἀπὸ τὴν πόλη. Δὲν τὴν ἀφήνουν μόνη στὸ πένθος της. Τὴ συνοδεύουν καὶ παρακολουθοῦν μὲ συμπόνια τὴν κηδεία. Ἀσφαλῶς, ἡ παρουσία τοῦ πλήθους εἶναι μιὰ παρηγοριὰ γιὰ τὴν πονεμένη χήρα μάνα· μιὰ μικρὴ συμπαράσταση.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ προσφέρουμε κι ἐμεῖς παρηγοριὰ σὲ πενθοῦντες ἀδελφούς μας. Μὲ τὴ διακριτικὴ παρουσία μας στὸ πένθος τους ἐκφράζουμε τὴ συμπόνια μας, τὴν κατανόησή μας, τὴ διάθεσή μας νὰ προσφέρουμε κάθε δυνατὴ βοήθεια. Ὁ πόνος τοῦ θανάτου ἑνὸς προσ­φιλοῦς προσώπου εἶναι πάντοτε μεγάλος. Ὅμως ἡ παρουσία ἀδελφῶν πνευματικῶν στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πένθους τὸν μαλακώνει. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ὑπογραμμίζει ὅτι «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν» (Ἰακ. α΄ 27). Δηλαδή, γνώρισμα τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θρησκείας εἶναι αὐτό: νὰ ἐπισκέπτεται ὁ ἄνθρωπος τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες, γιὰ νὰ τὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὰ προστατεύει στὴ θλίψη τους.

2. Ὁ Ἐξουσιαστὴς τοῦ θανάτου

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς Μαθητές του καὶ πλῆθος κόσμου πορεύονται πρὸς τὴ Ναΐν. Στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως συναν­τοῦν τὴ νεκρικὴ πομπή. Ὁ ὀδυρμὸς τῆς μάνας σχίζει τὴ σιωπή. Ὁ Κύριος τότε ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτὴν καὶ τῆς λέει ἕναν παράδοξο λόγο: «Μὴ κλαῖε». Μὴν κλαῖς. Ἡσύχασε. «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν κλαίει στὴν κηδεία τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της;», θὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅμως ἔχει σημασία. Γνωρίζει καλὰ τὸ θαῦμα ποὺ πρόκειται ν᾿ ἀκολουθήσει. Εἶναι λοιπὸν σὰν νὰ τῆς λέει: «Μὴν κλαῖς, διότι ὁ γιός σου σὲ λίγο θὰ ζεῖ».

Ὅπως καὶ ἔγινε. Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια ἄγγιξε τὸ φέρετρο, ἀπευθύνθηκε στὸν νεκρὸ νέο καὶ τὸν διέταξε ἐπιτακτικά: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Νεαρέ, σὲ σένα ὁμιλῶ, σήκω ἐπάνω! Καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη πρὸς ἔκπληξη ὅλων σηκώθηκε τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ. Ὁ δὲ Κύριος τὸ παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ἔμφοβοι τότε οἱ παρευρισκόμενοι δόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγαν ὅτι μεγάλο Προφήτη ἔστειλε στὸν λαό του.

«Μὴ κλαῖε». Αὐτὸ τὸν λόγο λέει καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος: «Μὴν κλαῖς, ἡσύχασε, διότι ὁ ἄνθρωπός σου δὲν χάθηκε γιὰ πάν­τα. Ὁ χωρισμὸς εἶναι προσωρινός». Εἶναι ἀσφαλῶς φυσικὸ καὶ ἀνθρώπινο νὰ πενθοῦμε, νὰ πονοῦμε, ἴσως καὶ νὰ κλαῖμε κάποτε γιὰ τὴν ἀπώλεια κάποιου ἀγαπημένου προσώπου. Ὅσο ὅμως κι ἂν μᾶς πονεῖ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπό μας, δὲν ἀπελπιζόμαστε «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13)· ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν. Δὲν ἀφήνουμε τὴ λύπη νὰ μᾶς παραλύει, ἢ νὰ μᾶς ὠθεῖ σὲ ὀλιγοπιστία καὶ γογγυσμὸ κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἢ σὲ δυσ­πιστία γιὰ τὴ θεία Πρόνοιά του, διότι ὁ Κύριος εἶναι ὁ Ἐξουσιαστὴς τοῦ θανάτου.

Μέχρι τὴ συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ τὸν νεκρὸ νέο τῆς Ναῒν ὁ θάνατος ὑπῆρξε θηρίο ἀδάμαστο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μπροστά του ὑποτάσσονταν ὅλοι· βασιλεῖς καὶ στρατιῶτες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί. Προκαλοῦσε φόβο, θλίψη, ταραχὴ καὶ μόνο ἡ σκέψη του. Στὴν πύλη τῆς Ναῒν ὅμως ἀναμετρήθηκε ὁ θάνατος μὲ τὴ Ζωή· μὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Αὐτοζωή. Ὁ δὲ Κύριος ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. «Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον θάνατος, ἀλλὰ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου ἔχει», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Μᾶλλον καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἔχει ἀφαιρεθεῖ. «Οὐκέτι γὰρ οὐδὲ θάνατον αὐτὸν προσαγορεύομεν, ἀλλὰ κοίμησιν καὶ ὕπνον» (ΕΠΕ 3, 252). Διότι δὲν τὸν ὀνομάζουμε πλέον θάνατο, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνο.

Ὁ ἐξουσιαστικὸς λόγος τοῦ Κυρίου στὸν νεκρὸ νέο εἶναι ἕνα προανάκρουσμα τῆς ὁριστικῆς συντριβῆς τοῦ θανάτου. Ἕνα προοίμιο τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Οἱ πιστοὶ πλέον ἔχουμε ἐλπίδα. Ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι οἱ κεκοιμημένοι μας συνεχίζουν νὰ ζοῦν καὶ ὅτι θὰ ἔλθει κάποτε ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν κι ἐκεῖνοι καὶ ὅλοι μας. Ὁμολογοῦμε μάλιστα τὴ βεβαιότητά μας αὐτὴ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλον­τος αἰῶνος». Διατηροῦμε δὲ ζωντανὴ μέσα μας τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καὶ τὴν προσδοκία τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Ὀκτωβρίου 2025, ΙΘ΄ Ἐπιστολῶν (Β΄ Κορ. ια΄ 31 – ιβ΄ 9)

31 ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 32 ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρού­ρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαρ­γάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

ιβ΄ 1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκα­λύψεις Κυρίου. 2 οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπα­γέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώ­πῳ λαλῆσαι. 5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκό­λοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σα­τᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπε­ραίρωμαι. 8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

31 Θά σᾶς πῶ πράγματα πού ἴσως σᾶς φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλά ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου μας Ἰη­σοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογημένος στούς αἰ­ῶ­νες, γνωρίζει ὅτι δέν λέω ψέματα. 32 Στή Δαμασκό ὁ διοικητής πού εἶχε διορισθεῖ ἀπό τόν βασιλιά Ἀρέτα φρουροῦσε τήν πόλη τῶν Δα­μα­σκη­νῶν, ἐπειδή ἤθελε νά μέ συλλάβει. 33 Κι ἀπό κάποιο παράθυρο μέ κατέβασαν κάτω μέσα σέ δικτυωτό καλάθι, μέσα ἀπό κάποιο ἄνοιγμα τοῦ τείχους τῆς πόλεως, καί ξέφυγα ἀπό τά χέρια του.

ιβ΄ 1 Νά σᾶς μιλήσω λοιπόν καί γιά ἄλλους διωγμούς μου, δέν μέ συμφέρει νά καυχιέμαι. Σταματῶ λοι­πόν γι’ αὐτό νά μιλῶ γιά τούς διωγμούς καί τούς ἄλ­λους κόπους μου. Θά ἀναφερθῶ ὅμως σέ ὀπτασίες καί ἀπο­καλύψεις πού μοῦ χάρισε ὁ Κύριος. 2 Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο πού βρίσκεται σέ στενή σχέ­ση καί ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος αὐ­­τός πρίν ἀπό δεκατέσσερα χρόνια ἁρπάχθηκε καί ἀνυ­­ψώθηκε μέχρι τόν τρίτο οὐρανό, ὅπου διαμένουν οἱ ἀγγε­λικές δυνάμεις. Δέν γνωρίζω ὅμως ἐάν ἦταν μέ τό σῶ­μα του τήν ὥρα ἐκείνη ἤ ἦταν σέ ἔκσταση, ἔξω ἀπό τό σῶμα του. Ὁ Θεός ξέρει. 3 Καί γνωρίζω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (εἴτε μέ τό σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπ’ τό σῶμα του, μόνο μέ τήν ψυχή του, δέν γνωρίζω, ὁ Θεός γνωρίζει) 4 ἁρπάχθηκε καί μεταφέρθηκε στόν Παράδεισο κι ἄκουσε λόγια πού κανένας ἄνθρωπος δέν ἔχει τή δύναμη νά τά πεῖ, κι οὔτε ἐπιτρέπεται νά τά ξεστομίσει λόγῳ τῆς ἱερότητός τους. 5 Γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόν θά καυχηθῶ. Δέν εἶναι ὁ συνηθισμένος Παῦλος αὐτός, ἀλλά ἄλλος Παῦλος, στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔδωσε πολλές χάριτες. Γιά τόν ἑαυτό μου ὅμως δέν θά καυχηθῶ παρά μόνο γιά τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς μου, ὅπου φανερώνεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλά καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ πού δέν μ’ ἀφήνει νά καταρρεύσω. 6 Μόνο γιά τίς ἀσθένειές μου αὐτές θά καυχηθῶ κι ὄχι γιά τίς ἐπιτυχίες καί τή δράση μου. Διότι ἐάν θελή­σω καί γι’ αὐτά νά καυχηθῶ, δέν θά εἶμαι ἄμυαλος καί ἀνό­η­τος, ἐπειδή θά πῶ τήν ἀλήθεια. Δυσκολεύομαι ὅμως νά καυχηθῶ, γιά νά μή μοῦ λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο πού βλέπει ἤ ἀκούει ἀπό μένα. 7 Καί ἐξαιτίας τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἀποκαλύψεων ἐπέ­­­τρε­ψε ὁ Θεός καί μοῦ δόθηκε ἀγκαθωτό ξύλο στό σῶ­μα, ἀρρώστια ἀθεράπευτη, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιά νά μέ χτυπᾶ στό πρόσωπο καί νά μέ ταλαιπωρεῖ, γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι. 8 Γιά τόν πειρασμό αὐτό τρεῖς φορές παρακάλεσα τόν Κύριο νά μοῦ τόν ἀπομακρύνει. 9 Ἀλλά ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: Σοῦ εἶναι ἀρκετή ἡ χάρις πού σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενής καί μέ τήν ἐνίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα καί θαυμαστά. Μέ πολύ μεγάλη εὐχαρίστηση λοιπόν θά καυχιέμαι περισσότερο στίς ἀσθένειές μου, γιά νά κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου