Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Ὁ Κοσμολαΐτης

 


Μικρά διηγήματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ἕνα καιρὸν ὁ πατήρ του ἦτον εὐκατάστατος ἔμπορος εἰς τὸν Πειραιᾶ, ὕστερον ἦλθον δυστυχίαι, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε. Ἀλλὰ καὶ ἂν διετηρεῖτο ἔκτοτε τὸ μαγαζί, εἶναι ζήτημα ἂν ὁ Στέλιος θὰ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξακολουθήσῃ ἐπωφελῶς τὸ ἔργον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του. Εἶχε μάθει ὀλίγα κολλυβογράμματα. Ἔτρεφε καλογηρικὰς κλίσεις, ἐφοίτα εἰς τοὺς ναούς, εἶχε συλληφθῆ ἀπὸ τὸ πνευματικὸν ἀμφίβληστρον τοῦ ἱερομονάχου Μεθοδίου, ὅστις ἡσύχαζε κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἔν τινι μονυδρίῳ ἐπί τινος λόφου, ἐγγὺς τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Στέλιος εἶχε γίνει ὁπωσοῦν καλὸς διαβαστὴς εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας. Ἐσείετο ὅλος ὅταν ἐδιάβαζε τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας. Ὅταν ἔψαλλε τὸν μικρὸν Πολυέλεον (ψαλμὸν τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ στίχοι λήγουσιν εἰς τὴν φράσιν «ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ», καὶ ἐντεῦθεν ὠνομάσθη «πολυέλεος» καὶ τὸ πολυλάμπαδον τὸ κρεμάμενον εἰς τὸ μέσον τοῦ ναοῦ, τὸ ὁποῖον καὶ σείουσι καθ᾽ ἣν ὥραν ψάλλεται ὁ ρηθεὶς ψαλμός) εἷς ὅστις ἤθελε νὰ κάμῃ τὸν ἀστεῖον ―διότι δὲν λείπουν καὶ τὴν ὥραν τῆς ἀκολουθίας ἀκόμα τοιοῦτοι πειρασμοὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ― ἔλεγε: «Μὴν κουνᾶτε τὸν πολυέλεο· κουνιέται ὁ Καλοχεράκης».
Ὅταν κατεχώριζε καμμίαν μικρὰν διατριβὴν εἰς ἐφημερίδα, ὑπέγραφε: «Στυλιανὸς Καλοχεράκης, δημοσιογράφος». Ἐπὶ μίαν σελήνην εἶχεν ἐκδώσει εἰς Πειραιᾶ ἐφημερίδα «Ὁ Θρίαμβος», θρησκευτικήν, πολιτικὴν καὶ ἐμπορικήν.
Τέλος ὁ Στέλιος ἐφάνη ὅτι ἔμελλε μίαν ἡμέραν νὰ φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ του, εἰς τὸν πρόσκαιρον τοῦτον κόσμον. Κάποιος ἔκπτωτος ἡγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχεν ἔλθει εἰς τὰς Ἀθήνας. Οὗτος δὲν εἶχε τὰς στενὰς ἰδέας ἐκείνων τῶν αὐστηρῶν μοναχῶν, τῶν μὴ ἐξελθόντων ποτὲ ἀπὸ τὸ Ὄρος, οἵτινες συνηθίζουν ν᾽ ἀποθαρρύνουν σκληρῶς πάντα νέον προσερχόμενον μὲ πόθον ὅπως ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸν σχῆμα.
«Ἡμεῖς, παιδί μου, ποὺ μᾶς βλέπεις ἐδῶ, εἴμεθα μετανοημένοι ποὺ ἤρθαμε, ἔτσι βρεθήκαμε κ᾽ ἡμεῖς. Τώρα εἶναι εἰς παρακμὴν τὸ μοναχικὸν τάγμα. Ἄχ! τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα, παιδί μου, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα… Βλέπεις τὸν Καλόγηρον, πῶς τὸν ἔχουν ζωγραφίσει καρφωμένον εἰς τὸν Σταυρόν, εἰς ὅλους τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν, εἰς τὸ Ὄρος!… Σῦρε πίσω στὸν κόσμο, παιδί μου. Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ! Εἰς ὁδὸν εἰρήνης, τέκνον μου».
Ἀλλὰ δὲν ἐφρόνει οὕτω καὶ ὁ πρῴην καθηγούμενος, ὁ ἐλθὼν εἰς Ἀθήνας. Οὗτος εἶχε φιλοδοξίαν ἐπαινετὴν νὰ κάμῃ προσηλυτισμὸν διὰ τὸ Τάγμα. Εὑρίσκοντο τότε δέκα ἢ δώδεκα νέοι τρέφοντες, ὅπως ἐφαντάζοντο τοὐλάχιστον, κλίσιν εἰς τὴν καλογηρικήν, ὅπως αὐτοὶ τὴν ἐνόουν. Πρὸς τούτοις δὲν ἦτο ἀνάγκη οὔτε διδαχῆς οὔτε πειθοῦς μεγάλης. Ἦσαν προθυμότατοι, κ᾽ εὐκόλως ἐσχετίσθησαν μὲ τὸν πρῴην ἡγούμενον. Τὸν ἄλλον μῆνα, ὅλη ἡ ἀγέλη ἐμβαρκαρίσθη μὲ ἱστιοφόρον ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ, καὶ ἠκολούθησε τὸν ἱερομόναχον εἰς τὸν Ἄθωνα.
Ἐπῆγαν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Σιμμένου (Ἐσφιγμένου), εἰς τὴν βορειοτέραν ἐσχατιὰν τῆς χερσονήσου. Ὤ! μεγάλη δοκιμασία ἦτο δι᾽ αὐτούς. Τόσον ἐπάγωσαν ἅμα ἔφθασαν ἐκεῖ, τόσον ἐτρόμαξαν ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον τῶν θρησκευτικῶν συνάξεων, ἀπὸ τὴν ἀκριβῆ τάξιν τοῦ κοινοβιακοῦ βίου, ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τῶν προσώπων ἐκείνων τῶν γηραιῶν μοναχῶν, ὥστε ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, ὅπως ὁ ἴδιος διηγεῖτο ἀργότερα, εἰς τόσην ἀθυμίαν ἔφθασεν, ὥστε τοῦ ὑπέβαλεν ὁ διάβολος εἰς τὸν νοῦν νὰ ριφθῇ ἀπὸ τὴν «ἁπλωταριάν», τὸν ὑψηλὸν ἐξώστην τοῦ μοναστηρίου, καὶ αὐτοκτονήσῃ…
Τὸν ἄλλον μῆνα σχεδὸν ὅλοι, οἱ ἕνδεκα, ἐμβαρκαρίζοντο πάλιν ἀπὸ ἕνα μεσημβρινὸν ὅρμον, τὴν Δάφνην, κ᾽ ἐκουβαλοῦντο πίσω εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἷς καὶ μόνος ἔμεινε κ᾽ ἐφόρεσε τὸ μοναχικὸν σχῆμα, ἀλλ᾽ οὗτος, διὰ νὰ παρηγορηθῇ, ἐπανέκαμψε μετ᾽ ὀλίγον εἰς τὰς Ἀθήνας, κ᾽ ἐζήτει θέσιν νεωκόρου εἰς ἕνα τῶν ἐνοριακῶν ναῶν.
Ὅσον διὰ τὸν Καλοχεράκην, οὗτος εἶχεν ὑπάγει μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τρέφων ἀνωτέραν φιλοδοξίαν. Εἶχε μεταβῆ ἐκεῖ, ὡς αὐτὸς ἔλεγεν, ὑπὸ τὸν ρητὸν ὅρον νὰ διορισθῇ ἀμέσως γραμματεὺς τοῦ μοναστηρίου. Δὲν εἶναι πιθανὸν ὁ πρῴην ἡγούμενος νὰ τοῦ ὑπέβαλε τοιαύτην ἰδέαν, ἴσως μόνον τὴν ἄφησε νὰ τρέφεται καὶ δὲν τὴν ἐπολέμησε φανερά.
Οὕτω πως γίνονται εἰς τὸν τόπον μας ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ παζάρια. Ἀλλ᾽ ὁ Καλοχεράκης, ὅσα κολλυβογράμματα κι ἂν ἤξευρεν, ἦτο πολὺ ἀμφίβολον ἂν θὰ ἐλάμβανε ποτὲ τοιοῦτον ὀφφίκιον εἰς Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ἂν ἐπὶ εἰκοσαετίαν ὅλην ἔμενε μονάζων ἐκεῖ. Τοιοῦτον δὲ ἀξίωμα ἐπιζητῶν, ὡμοίαζε μᾶλλον μὲ τὸν Γλαύκωνα τοῦ Ἀρίστωνος, ὅστις ἐφιλοδόξει νὰ ἄρξῃ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, χωρὶς νὰ ἔχῃ μελετήσει ποτὲ μήτε τὰ πολιτικά, μήτε τὰ οἰκονομικὰ καὶ τὰ στρατιωτικὰ πράγματα… Καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἱκανώτεροι τοῦ Καλοχεράκη, θ᾽ ἀπεκρούοντο, ἐὰν μάλιστα κατήγοντο ἐκ τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος.
*
* *
Ἐπέστρεψε λοιπὸν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Κράτους μας. Διήρχετο τὸν βίον ἐν ρᾳστώνῃ. Ἐσύχναζεν εἰς τὰ ἐξωκκλήσια. Ἐβοήθει τοὺς ἱερεῖς εἰς τὰς λειτουργίας. Ἔκτοτε ἀνελάμβανεν ἐργολαβικῶς ἱεροπραξίας. Ἐπεσκέπτετο τὰς οἰκίας τῶν «εὐλαβητικῶν», ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ὅσοι ἐσύχναζον εἰς θρησκευτικὰς συνάξεις. Ἐδέχετο πολλάκις περιποιήσεις, γεύματα, κλπ. Κάποτε εἰσέπραττε συνδρομάς, κατ᾽ ἐντολὴν ἢ ἄνευ ἐντολῆς. Πότε ἔμενεν εὐχαριστημένος καὶ συχνότερον ἀπεγοητεύετο. Ὁ κὺρ Μικέλης ὁ Βάλθης, ἐντόπιος οἰκοκύρης, σεβάσμιος πρεσβύτης, ὅστις τὸν ἐτίμα διὰ τῆς φιλίας του, τὸν ἐπαρηγόρει συχνά, ἅμα τὸν ἔβλεπε στενοχωρημένον.
―Ὑπομονὴ καὶ φόρτσο γινάτι*! τοῦ ἔλεγε.
Ὁ Καλοχεράκης περισσότερον ἐφουρκίζετο ὅταν ἤκουε τὴν φράσιν αὐτήν. Ἀλλ᾽ ὁ κὺρ Μικέλης τοῦ ἐξήγησεν ὅτι «γινάτι» δὲν σημαίνει ὀργὴ ἀλλὰ θυμός, ὅτι ἀδύνατον νὰ ἔχῃ τις ὑπομονὴν ἐὰν δὲν ἔχει «φόρτσο γινάτι», δηλ. ἰσχυρὸν θυμόν.
― Πρέπει νὰ μάθῃς νὰ σηκώνῃς πειρασμό, τοῦ ἔλεγε.
Ὁ Καλοχεράκης συνέβαινε νὰ λαμβάνῃ μικρὰς προκαταβολὰς ἐκ πέντε ἢ ὀκτὼ δραχμῶν πρὸς τέλεσιν λειτουργίας ἢ παννυχίδος, διὰ νὰ φροντίσῃ νὰ εὕρῃ παπάν, νὰ λάβῃ πρόνοιαν διὰ τὰ κηρία, διὰ τὸ πρόσφορον, τὴν ἀρτοκλασίαν κτλ. Εἶτα τὴν τεταγμένην ἡμέραν, ἐγίνετο ἄφαντος, χωρὶς μήτε ν᾽ ἀποδώσῃ, μήτε νὰ χρησιμοποιήσῃ πρὸς τὸν σκοπὸν τὰ χρήματα. Ἔστελλε δὲ τότε γράμμα παραπονετικὸν πρὸς τοὺς ἐντολεῖς καὶ τοὺς προπληρώσαντας γράφων ὅτι αὐτὸς «ἔκαμε τόσους κόπους», κτλ. Ἐγίνετο ἀόρατος κ᾽ ἐβράδυνε πλέον νὰ ἐμφανισθῇ.
Μίαν χρονιάν, εἰς τὰ 189… ὁ Εὐαγγελισμὸς ἦτο τὴν Δευτέραν τοῦ Πάσχα. Ἐπρόκειτο εἰς ἓν παρεκκλήσιον νὰ γίνῃ παννυχίς, τὴν Δευτέραν ἐξημέρωμα. Ἡ κ. Π…, ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ ναΐσκου, εἶχε καλέσει εἰς δεῖπνον ἐν τῇ οἰκίᾳ της τὴν ἑσπέραν τοῦ Πάσχα δύο ἄλλους ἐκ τῶν μελλόντων νὰ συμμετάσχωσι τῆς παννυχίδος καὶ τὸν Καλοχεράκην. Ἀφοῦ ἐτίμησαν καλὰ τὸ πασχάλιον δεῖπνον κατέβησαν εἰς τὸν ναόν, διὰ νὰ ἀρχίσουν τὴν ἀκολουθίαν. Ἀλλ᾽ ὁ Καλοχεράκης ἔγινεν ἄφαντος «γαλλικῷ τῷ τρόπῳ» χωρὶς νὰ τοὺς ἀποχαιρετίσῃ κ᾽ ἐπῆγε νὰ κοιμηθῇ. Εἶχε φάγει καὶ πίει πολὺ καλά.
Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν ἐφρόντισε νὰ γράψῃ οὔτε παραπονετικὸν γράμμα. Εἰς τὴν ἐπιστολογραφίαν ἄλλως πολὺ διέπρεπεν. Εἰς τοὺς ἀποδημοῦντας κατὰ καιροὺς ἐξ Ἀθηνῶν, ἐκ τοῦ μικροῦ κύκλου τῶν «εὐλαβητικῶν», ἔγραφε μακρὰς ἐπιστολάς, εἰς τέσσαρας κόλλας χάρτου, μὲ ἀραιὰ καὶ μεγάλα γράμματα. Ἤρκει νὰ πληρώσῃ τις τὰ ταχυδρομικὰ καὶ νὰ προσφέρῃ τὸ γεῦμα.
Εἰς τὰ δοκίμια ταῦτα ἐγίνετο ὁ ἴδιος Συναξαριστής, καὶ μετήρχετο ὕφος Ἀγαπίου τοῦ Κρητός. «Λοιπόν, ἀδελφέ, παρακαλῶ τὴν ἀγάπην σας νὰ μᾶς ἐνθυμῆσθε, καὶ ἡμεῖς δὲν παύομεν νὰ ἐνθυμούμεθα τὴν λογιότητά σας. Καὶ νὰ εἶσθε φιλάδελφος, μεταδοτικός, πρᾷος καὶ ἐλεήμων… Τώρα εἰς τὸ μέρος ὅπου διατρίβετε, νὰ κάμετε οἰκονομίαν, ἐπειδὴ ὅλα εἶναι εὐθηνὰ εἰς τὰς ἐπαρχίας…
»Ἀλλὰ περιμένομεν τὴν ἀγάπην σας, διὰ νὰ γίνῃ μικρὰ παράκλησις εἰς τοὺς ἀδελφούς (χάριν τῶν ἀγνοούντων, σημειοῦμεν ὅτι παράκλησιν ἐνόει τὸ γιουβέτσι), νὰ πίωμεν καὶ μερικὰ κρασοβόλια…»
*
* *
Ἀπὸ δεκαετίας, ὁσάκις ἐγίνετο λόγος περὶ ἡλικίας, ἔλεγεν ὅτι ἦτο τριάκοντα ὀκτὼ ἐτῶν. Ἐξυραφίζετο δὶς τῆς ἑβδομάδος, καὶ εἶχε λευκὸν μύστακα. Φαίνεται ὅτι τοῦ εὑρίσκετο κάπου κανὲν ξυράφιον, ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς πατρικῆς εὐπορίας.
Ἔλεγεν ὅτι εἶχε δύο κατοικίας, μίαν εἰς τὴν πόλιν, καὶ μίαν εἰς τὴν ἐξοχήν. Συχνὰ ἐγίνετο ἄφαντος καὶ πάλιν ἀνεφαίνετο. Ἔλεγεν ὅτι ἔξω εἰς τὰ Σεπόλια τὸν εἶχε βάλει νὰ κατοικήσῃ εὔπορός τις φίλος του. Ἂν ἐπλήρωνε νοίκι ἄδηλον.
*
* *
Δευτέραν ἀπόπειραν νὰ καλογηρέψῃ ἔκαμε τῷ 188… Ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ εἰς μίαν βορεινὴν νῆσον, ὅπου ὑπῆρχεν ἡγούμενος κάποιος Ἁγιορείτης, ἄνθρωπος μὲ φήμην.
Ὁ κὺρ Μικέλης τοῦ εἶπε:
― Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ κεῖνα τὰ μέρη… Πῆγες καὶ στὸ Ὄρος καὶ τί κατάλαβες; Ἐσὺ εἶσαι γιὰ τὴν Μονὴν τῶν Κλειστῶν, γιὰ τὸ ὄρος τῶν Ἀμώμων (δηλ. τὸν Πάρνηθα), γιὰ κανένα μέρος ἐδῶ σιμά… Νά ᾽σαι ὁ μισὸς στὸ μοναστήρι κι ὁ μισὸς στὴν Ἀθήνα… Εἶσαι φτιασμένος νὰ ζῇς σὰν κοσμοκαλόγερος… εἶσαι κοσμολαΐτης* καὶ τίποτε παραπάνω…
Ὣς τόσον ὁ Στέλιος δὲν τὸν ἄκουσε κ᾽ ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τῆς εἰρημένης νήσου. Ἔμεινεν ἐκεῖ τρεῖς ἢ τέσσαρας μῆνας, ὅσον νὰ παρέλθῃ ὁ χειμών.
Εἶχε συστηθῆ ἐκεῖ εἰς ἕνα παπάν, ἀπό τινα γνώριμον ἐν Ἀθήναις. Κατέβαινε συχνὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἐπήγαινεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ παπᾶ, νὰ κάμῃ κονάκι. Βλέπων ὅτι ὁ ξενίζων εἶχε δύο παπαδοποῦλες ἡλικιωμένες, νόστιμες πολύ, μετ᾽ ἀδιακρισίας ἠρώτησε:
― Γιατί δὲν παντρεύεται καμμιὰ ἀπ᾽ αὐτές; Γιατί δὲν τὶς παντρεύετε;
Οὐδεμία ἀπάντησις τοῦ ἐδόθη.
Οἱ δύο παπαδοποῦλες ὅμως ἐσιώπων περιφρονητικῶς.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ παπὰς ἔκλεισε τὴν θύραν του εἰς τὸν ξένον, ὅστις εἶχεν ἔλθει εἰς τὸν τόπον διὰ νὰ καλογερεύσῃ, κι ἀργοποροῦσεν εἰς τὸ χωρίον τὴν νύκτα, ἐφαίνετο δὲ νὰ πολυπραγμονῇ περὶ πραγμάτων κοσμικῶν.
*
* *
Ἀφοῦ ἐξεχείμασε καλὰ ἐπέστρεψεν εἰς τὰς Ἀθήνας ὁ Καλοχεράκης. Εὐθὺς τότε ἀπετάθη εἴς τινα γνώριμόν του, ἐκ τοῦ κύκλου τῶν εὐλαβητικῶν, ὅστις ἔτυχεν ἐργαζόμενος παρὰ τῷ γραφείῳ ἐφημερίδος… Ἐζήτει παρ᾽ αὐτοῦ νὰ βάλουν εἰς τὴν ἐφημερίδα τὸν πάτερ Συνέσιον, τὸν ἡγούμενον τοῦ Κοινοβίου, ὅπου εἶχε παραχειμάσει ὁ Καλοχεράκης, δῆθεν ὡς καταχραστήν. Ὁ φίλος του τὸν ἠρώτησε ἂν εἶχε πάγει ἐκεῖ διὰ νὰ καλογερεύσῃ, ἢ διὰ νὰ θεατρίσῃ τοὺς καλογήρους. Ὁ Καλοχεράκης ἀπήντησεν ὅτι ἤθελε νὰ «διορθώσῃ τὰ πράγματα».
Ὁ ἄλλος τὸν ἠρώτησε πάλιν ἂν νομίζῃ ὅτι ἔλαβε θεόθεν τοιαύτην ἐντολὴν καὶ ἂν θεωρῇ τὸν ἑαυτόν του ἱκανὸν νὰ διορθώνῃ τοὺς ἄλλους.
― Μάλιστα, ἤρχισεν ὁ Καλοχεράκης. «Παιδεύετε τοὺς ἀτάκτους…»
Ὁ ἄλλος τὸν διέκοψε λέγων ρητῶς ὅτι «δὲν τὰ συνηθίζει αὐτά, οὔτε ἀνακατεύεται». Ὁ Καλοχεράκης ἠθέλησε κάτι νὰ εἴπῃ ἀκόμη, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ἔκαμε χειρονομίαν ἀνυπομονησίας καὶ τὸν ἄφησε.
*
* *
Βλέποντες οἱ φίλοι, ὅτι ὁ Καλοχεράκης ἐξηκολούθει νὰ ξυραφίζεται ἀκόμη καὶ νὰ μὴ λέγῃ τὰ χρόνια του, ἄρχισαν νὰ τὸν πειράζουν. Ἀφοῦ ἐπὶ τέλους ἡ καλογηρικὴ δὲν τὸν εἵλκυεν ὁριστικῶς, καλὸν θὰ ἦτο ν᾽ ἀποφασίσῃ νὰ ᾽μβῇ στὸν κόσμον καὶ νὰ γίνῃ «παπὰς μὲ τὴν παπαδιά». Εἶπαν εἰς μίαν γερόντισσαν νὰ τοῦ εὕρῃ μίαν ἡλικιωμένην, ἡ ὁποία νὰ εἶναι «εὐλαβητικιὰ» καὶ νὰ θέλῃ νὰ γίνῃ παπαδιά.
―Ἂν ἔχῃ καὶ κανένα μπ… καμωμένο ὣς τώρα κρυφά, δὲν πειράζει, κυρα-Ρήνη…
― Τί λές, χριστιανέ μου! ἀνέκραξεν ἡ ἀγαθὴ γερόντισσα.
― Μά, τί νὰ πῶ κ᾽ ἐγώ… Τόσες εὐλαβητικὲς ποὺ ἀγαποῦν τὰ θεῖα, καὶ νὰ μὴ τὸν παίρνῃ καμμιὰ τὸν φίλον μας τὸν Στέλιο… Μὰ καμμιὰ δὲν θὰ θέλῃ νὰ γίνῃ παπαδιά!
Ὁ Στέλιος ἀλήθεια διέπρεπε καὶ εἰς τὸ νὰ ἐκφωνῇ λόγους ἐπικηδείους εἰς τοὺς νεκροὺς δι᾽ ὅσους δὲν ἦτο εὔκολον νὰ εὑρεθοῦν ἄλλοι ρήτορες. Εἶχε τῷ ὄντι πολὺ τὸ ρητορικόν, εἰς τὴν στάσιν καὶ τὴν ἀπαγγελίαν, καὶ εἰς ὅλον τὸ ἄτομόν του. Τὸ ὕφος δὲν διέφερε πολὺ ἀπὸ τὸ τῆς ἐπιστολογραφίας, εἰμὴ ὅτι εἶχε πλείονας ὀνομαστικὰς ἀπολύτους καὶ ἀνακόλουθα. «Τὸ λοιπὸν ἀκούσατε, εὐλογημένοι χριστιανοί, πῶς ἡ μακαρῖτις αὐτή, ἡ ἀείμνηστος νεκρά, ἔχουσα φόβον Θεοῦ καὶ ἀνατρέφουσα τὰ τέκνα της ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου, ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ πληρώσῃ τὸ κοινὸν χρέος. Προπέμποντες γοῦν ἡμεῖς αὐτὴν σήμερον, μέλλει νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη· καὶ ἂς εἴπωμεν ὅλοι ἐν εὐλαβείᾳ καὶ φόβῳ Θεοῦ τό: Αἰωνία ἡ μνήμη τρίς…»
Τοιούτους ἐπικηδείους εἶχε πολλοὺς εἰς τὸ θυλάκιόν του ὁ Στέλιος, ἤρκει νὰ εἶναι βέβαιος, ὅτι θὰ ἔβγαινε κάτι τι, ἔστω καὶ δίδραχμον ἢ ὀλιγώτερον… Ἀλλὰ δὲν ἦτο ρήτωρ μόνον διὰ τοὺς νεκρούς. Ἦτο καὶ διὰ τοὺς ζῶντας.
Εἰς τὰς ἐκλογὰς τοῦ 189… ἐχώθη ὅλος μέχρις ἀγκώνων καὶ γονάτων, καὶ ἠγωνίσθη τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖον εἰς τοὺς λόγους του ὠνόμαζεν, ὅπως καὶ αἱ ἐφημερίδες τοῦ κόμματος, «τὸν εὐγενέστατον τῶν ἀγώνων». Ἐγύριζεν ἀπὸ καφενεῖον εἰς καφενεῖον καὶ ἠγόρευε. Μίαν μάλιστα φοράν, ὡς διηγεῖτο ὁ ἴδιος, παράδοξον πρᾶγμα τοῦ συνέβη. Ἀπὸ τὴν συγκίνησιν, ἀπὸ τὴν ρητορικὴν τὴν πολλήν, ἄνευ ἄλλης αἰτίας, ἐνῷ ἐδημηγόρει ἐντὸς καφενείου, ἔξαφνα, χωρὶς νὰ τὸν σπρώξῃ τις, ἔπεσε κάτω καὶ ἔμεινεν ἐπὶ ὥραν ἀναίσθητος… Ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι εἶχε φάγει ἓν γρονθοκόπημα ἀπὸ ἕνα κουτσαβάκην ἀντιφρονοῦντα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ. Ὅταν τὸν ἀνήγειραν καὶ ἦλθεν εἰς τὰς αἰσθήσεις του, δὲν ἐνθυμεῖτο πλέον ἐκ ποίας ἀφορμῆς εἶχε πέσει κάτω.
Εὐτυχῶς, τὸ κόμμα ἐνίκησε, καὶ ἦλθεν εἰς τὰ πράγματα. Εἰς τὸν Καλοχεράκην εἶχαν ὑποσχεθῆ μίαν θέσιν καλήν, ἀλλὰ δὲν τοῦ τὴν ἔδωκαν. Ὁ κὺρ Μικέλης τὸν ἐπαρηγόρει καὶ πάλιν.
―Ὑπομονὴ καὶ φόρτσο γινάτι!
*
* *
Δὲν διέπρεπε μόνον εἰς τὰς ἐκλογὰς τῶν βουλευτῶν ὁ Στέλιος. Δεινὸς ἦτο καὶ εἰς τὰς ἐκλογὰς τῶν ἡγουμένων.
Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἐγίνετο ἄφαντος ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας, καὶ δὲν ἤρχετο νὰ εὕρῃ τοὺς φίλους του, νὰ καπνίσῃ ναργιλέν, καὶ νὰ συζητήσῃ πολιτικὰ καὶ θρησκευτικά, μαζὶ μὲ τὸν Μικέλην καὶ τοὺς λοιπούς. Ἀργότερα συνέβη νὰ μάθουν οἱ φίλοι ὅτι ὁ Καλοχεράκης διέτριβεν ἐπὶ ἡμέρας εἰς τὴν ἱερὰν μονὴν Π.
Ὁ ἴδιος εἶχεν εἴπει ὅτι εἶχεν ἐκεῖ ἕνα αὐτάδελφον μοναχόν.
Τὴν ἑβδομάδα τοῦ Πάσχα εἰς τὰ 19… ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ ἐκλογὴ ἡγουμένου εἰς τὴν πλουσίαν ἐκείνην Μονήν. Τοῦ τέως ἡγουμένου, ὅστις εἶχε κατηγορηθῆ διὰ καταχρήσεις ἀλλ᾽ ἀπηλλάγη, δι᾽ ἔλλειψιν ἀναμαρτήτου ὅστις νὰ βάλῃ τὸν πρῶτον λίθον, εἶχε λήξει ἡ θητεία. Ὑποψήφιοι ἦσαν ὁ ἴδιος πάλιν καὶ εἷς ἄλλος ἀντίπαλός του. Ἡ ἐκλογὴ ἔμελλε νὰ γίνῃ τὴν Κυριακὴν τοῦ Θωμᾶ.
Τὴν Δευτέραν τοῦ Πάσχα ὁ Στέλιος ἀπεχαιρέτισε τοὺς φίλους του, καὶ τοὺς εἶπε φανερά, αὐτὴν τὴν φοράν, ὅτι πηγαίνει εἰς τὴν μονὴν τῆς Π., ὅτι θὰ ἐργασθῇ διὰ τὴν ἐκλογήν, ὅτι εἶναι σφόδρα ὑπὲρ τοῦ πρῴην ἡγουμένου, καὶ ὅτι ἡ ἐκλογή του θεωρεῖται βεβαία.
Προσέθηκε πολλὰ ὑπὲρ τοῦ πρῴην ἡγουμένου, λέγων ὅτι εἶναι χρηστὸς καὶ ὅσιος, καὶ ὅτι οἱ ἐχθροί του τὸν εἶχαν συκοφαντήσει. Ἂς ὄψεται ἡ πολιτική!
Οἱ φίλοι εὐχήθησαν ἁπλῶς καλὴν ἐπάνοδον εἰς τὸν Στέλιον, καὶ οὐδὲν ἄλλο εἶπον. Ἦλθεν ἡ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Τὴν πρωίαν τῆς ἐπιούσης ὅλαι αἱ ἐφημερίδες ἀνέγραψαν τὰ τῆς ἐκλογῆς τῆς προτεραίας, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ταύτης. Ἡγούμενος ἐξελέχθη ὄχι ὁ πρῴην, ἀλλ᾽ ὁ ἀντίπαλός του.
Ὁ Καλοχεράκης δὲν ἐφάνη οὔτε τὴν Δευτέραν, οὔτε τὴν ἐπιοῦσαν. Μόνον μεσούσης τῆς ἑβδομάδος ἐπαρουσιάσθη, φαιδρός, εὔθυμος, καὶ προθυμότατος νὰ κεράσῃ τοὺς φίλους.
― Πῶς ἄργησες;… Ἀκόμα ἐπάνω ἤσουν; τὸν ἠρώτησεν ὁ κὺρ Μικέλης.
― Βέβαια… ἔμεινα νὰ ἑορτάσω τὰ νικητήρια.
― Πῶς!!; Ἐσὺ ἤσουν μὲ τὸν ἀποτυχόντα!
― Σφαχτὰ καὶ σπληνάντερα καὶ κοκορέτσια καὶ κρασοβόλια ἄφθονα! ἐξηκολούθησεν ἔνθους ὁ Καλοχεράκης, χωρὶς ν᾽ ἀπαντήσῃ ἀπ᾽ εὐθείας εἰς τὴν παρατήρησιν τοῦ φίλου του. Τὸ κάψαμε! Μὴν ἐρωτᾷς!…
― Μά! δὲν ἤσουν μὲ τὸν ἀποτυχόντα; ἐπανέλαβε καὶ πάλιν ὁ Μικέλης.
―Ὅταν ἐπῆγα ἐπάνω, καὶ εἶδα τὰ πράγματα, ἀπήντησε θαρραλέως ὁ Καλοχεράκης, ἀμέσως ἐκατάλαβα τί ἔτρεχε… Γλυτώσαμε τὸ μοναστήρι τριακόσιες χιλιάδες δραχμές… Δάση, βοσκαί, λατομεῖα, ὅλα ἤθελε νὰ τὰ κάμῃ γυαλιὰ-καρφιὰ ὁ πρῴην. Ἦτον τοῦ διαβόλου φάμπρικα!… κ᾽ ἐμεῖς τοῦ τὴν καταφέραμε.
Καὶ ἄρχισε νὰ δίδῃ πλείονας ἐξηγήσεις, ἐξ ὧν οἱ ὁμιληταί του ἓν μόνον ἐνόησαν, ὅτι ὁ Καλοχεράκης τὰ εἶχε γυρίσει ὀλίγον πρὸ τῆς ἐκλογῆς, ἢ ἐπάνω εἰς τὴν ἐκλογήν, ἢ καὶ μετ᾽ αὐτήν.
― Καὶ τί μποροῦσες νὰ κάμῃς ἐσύ! Μήπως εἶχες ψῆφο; εἶπεν ὁ ἄλλος φίλος, ὅστις δὲν εἶχεν ὁμιλήσει ἀκόμη.
―Ἐγώ;… ψήφους, ὄχι ψῆφο!… καὶ χωριστὰ ὁ ἀδελφός μου, ποὺ ψηφίζει κιόλα…
Εἰς τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας ὁ Καλοχεράκης ὑπεστήριξεν εἰς τὸν κὺρ Μικέλην, ὅτι ἐπερίμενε νὰ διορισθῇ εἰς θέσιν ἔμμισθον, εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Μονῆς.
*
* *
Μετά τινας ἑβδομάδας ὁ Στέλιος διωρίζετο ὡσεὶ «κουνακτσὴς»* ἢ ἐπιστάτης εἰς ἓν μετόχιον τῆς Μονῆς ἐντὸς τῆς πόλεως.
Ἡ ὑπηρεσία του συνίστατο εἰς τὸ νὰ μὴ κάμνῃ τίποτε. Κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἔγινε πλέον ἀκριβοθώρητος, κ᾽ ἐπροφασίζετο ὅτι εἶχε πολλὰς «ὑποδοχὰς» καὶ φασαρίαν πολλὴν εἰς τὸ Μετόχι.
Πρὶν παρέλθουν δύο μῆνες ἐπαύθη ἀπὸ τὴν θέσιν.
―Ἦτο ἑπόμενον, ἐξήγησε τότε εἰς τοὺς φίλους του. Ἀφοῦ διὰ κάθε θέσιν τοῦ Μοναστηριοῦ ὑπάρχουν εἴκοσι, τριάντα ἀπαιτηταὶ ὑποψήφιοι… Παραπάνω ἀπὸ ἕνα μῆνα ἢ πέντε ἑβδομάδες δὲν μένει κανεὶς στὴν θέσιν· ἀμέσως τὸν παύουν διὰ νὰ ἔλθῃ ἄλλος. «Σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου καὶ οὐδέποτέ τινος».
―Ἔ! τί νὰ γίνῃ; Ὑπομονὴ καὶ φόρτσο γινάτι, τοῦ εἶπεν ὁ κὺρ Μικέλης. Τί ἔχασες ἐσύ; Κοσμολαΐτης ἤσουν καὶ κοσμολαΐτης ἔμεινες.
(1903)
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Σαν σήμερα...19 Μαρτίου

 Σαν σήμερα

Τα σημαντικότερα γεγονότα της 19ης Μαρτίου


1279: Η νίκη των Μογγόλων στη Μάχη του Γιαμέν τερματίζει τη δυναστεία των Σονγκ στην Κίνα.
1831: Η τράπεζα Σίτι Μπανκ της Νέας Υόρκης, γίνεται η πρώτη τράπεζα, που ληστεύεται στην ιστορία των ΗΠΑ. Οι δράστες αφαίρεσαν 245.000 δολάρια.
1895: Οι Γάλλοι κινηματογραφιστές και εφευρέτες Ογκίστ και Λουί Λιμιέρ δημιουργούν την πρώτη ταινία τους, με τίτλο «Έξοδος από το εργοστάσιο Λυμιέρ» (La sortie des usines Lumière), που αποτυπώνει την έξοδο των εργατών από το εργοστάσιό τους.
1903: Το αμερικανικό Κογκρέσο επικυρώνει τη Συνθήκη της Κούβας. Οι ΗΠΑ κερδίζουν τις ναυτικές βάσεις στις περιοχές Γκουαντανάμο και Μπαχία Χόντα.
1915: Φωτογραφίζεται για πρώτη φορά ο Πλούτωνας, δίχως, όμως, να αναγνωριστεί ως πλανήτης.
1916: Πραγματοποιείται η πρώτη εναέρια πολεμική επιχείρηση των ΗΠΑ, όταν 8 αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφη απογειώνονται για να συνδράμουν στην επιχείρηση σύλληψης του Μεξικανού επαναστάτη Πάντσο Βίλα.
1917: Το αμερικανικό ανώτατο δικαστήριο αποφασίζει ότι οι εργαζόμενοι στο σιδηρόδρομο πρέπει να δουλεύουν 8 ώρες την ημέρα.
1920: Οι ΗΠΑ αρνούνται για δεύτερη φορά να επικυρώσουν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών με αποτέλεσμα να μη συμμετέχουν στην Κοινωνία των Εθνών.
1932: Εγκαινιάζεται η γέφυρα του Σίδνεϊ.
1936: Γεννιέται στην Ελβετία η ηθοποιός και σύμβολο του σεξ τη δεκαετία του 60, Ούρσουλα Άντρες, η οποία έκανε το ντεμπούτο της στην ταινία του Τζέιμς Μποντ «Dr No», στο πλευρό του Σον Κόνερι.
1939: Καθιερώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το «δεκαήμερο φτήνιας» στα καταστήματα της χώρας.
1947: Η εθνική μας ομάδα μπάσκετ επικρατεί στην Κωνσταντινούπολη της αντίστοιχης τουρκικής με 34-30, πετυχαίνοντας την πρώτη εκτός έδρας νίκη της.
1954: Μεταδίδεται για πρώτη φορά από την τηλεόραση η απονομή των βραβείων Όσκαρ. Την ίδια μέρα ο Τζόι Τζιαρντέλο ρίχνει νοκ άουτ τον Γουίλι Τόρι στον έβδομο γύρο στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν, στην πρώτη έγχρωμη τηλεοπτική μετάδοση αγώνων πυγμαχίας.
1960: Μεταφέρονται στην Ελλάδα από την Αγγλία τα οστά του μεγάλου ποιητή Ανδρέα Κάλβου.
1964: Κατά την πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου της Βουλής, 33 βουλευτές της Ένωσης Κέντρου αρνούνται ψήφο στον υποψήφιο του κόμματός τους Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου δηλώνει: «Εγίναμεν χλεύη των ηττημένων» και προχωράει στη διαγραφή του Ηλία Τσιριμώκου και του Σάββα Παπαπολίτη.
1975: Γίνεται η ταφή του Αριστοτέλη Ωνάση στον Σκορπιό, δίπλα στον γιο του Αλέξανδρο.
1981: Τρεις εργάτες σκοτώνονται και πέντε τραυματίζονται κατά τη διάρκεια δοκιμών στο διαστημικό λεωφορείο Κολούμπια.
1982: Σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα ο 25χρονος, Ράντι Ρόουντς, στιχουργός και κιθαρίστας με τους «Quiet Riot» και τον Όζι Όζμπορν.
1983: Δολοφονείται μέσα στο γραφείο του ο εκδότης της εφημερίδας «Βραδινή» Τζώρτζης Αθανασιάδης. Δύο μέρες μετά, την ευθύνη ανέλαβε με προκήρυξή της η οργάνωση «Αντιστρατιωτική Πάλη». Αλλά την επόμενη μέρα με προκηρύξεις της στην «Αυγή» και στην «Ελευθεροτυπία» η οργάνωση «Αντιστρατιωτική Πάλη» κατήγγειλε ως «προβοκάτσια» την «ανάληψη ευθύνης» και διαχώρισε πλήρως τη θέση της από τη δολοφονία.
1998: Η κυβέρνηση εξαγγέλλει πρόγραμμα εξυγίανσης της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Μεταξύ άλλων, προβλέπεται η εξοικονόμηση 50 δισεκατομμυρίων δραχμών ετησίως, η εκμετάλλευση των θυγατρικών της επιχειρήσεων και των μη αεροπορικών δραστηριοτήτων της (τροφοδοσία, επίγεια εξυπηρέτηση, έλεγχος των αεροπλάνων), η μεταφορά της έδρας της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας στη Θεσσαλονίκη, η εκμετάλλευση του αεροδρομίου των Σπάτων και η ανανέωση του στόλου των αεροπλάνων.
2000: Ολοκληρώνεται το 5ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κολύμβησης που διεξάγεται στην Αθήνα.
2003: Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους διατάσσει την επίθεση κατά του Ιράκ.
2004: Ένα σουηδικό αεροσκάφος που είχε καταρριφθεί από ρωσικό το 1952 ανασύρεται από την θάλασσα της Βαλτικής.
2004: Η Άννα Ψαρούδα Μπενάκη γίνεται η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Βουλής από συστάσεως του ελληνικού κράτους.
2009: Ο ελληνικής καταγωγής Αμερικανός ναύαρχος Τζέιμς Σταυρίδης διορίζεται ανώτατος διοικητής των Νατοϊκών δυνάμεων στην Ευρώπη.
2010: Πεθαίνει η Καλλιόπη Παΐσιου, παρουσιάστρια του ραδιοφώνου της ΕΡΤ, η φωνή που έλεγε την ώρα στον ΟΤΕ επί πολλές δεκαετίες.
2013: Η Βουλή των Αντιπροσώπων στην Κύπρο καταψηφίζει το νομοσχέδιο για το κούρεμα των καταθέσεων, λόγω της τραπεζικής κρίσης, που προήλθε από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων. Κατά τάχθηκαν οι 36 βουλευτές του ΑΚΕΛ, του ΔΗΚΟ, της ΕΔΕΚ, του ΕΥΡΩΚΟ, ο βουλευτής των Οικολόγων και ο ανεξάρτητος βουλευτής Ζαχαρίας Κουλίας, ενώ οι 19 βουλευτές του ΔΗΣΥ ψήφισαν αποχή.

Γεννήσεις

1813 - Ντέιβιντ Λίβινγκστον, Σκωτσέζος ιεραπόστολος και εξερευνητής
1821 - Ρίτσαρντ Φράνσις Μπάρτον, Βρετανός εξερευνητής, διπλωμάτης και συγγραφέας
1872 - Αλεξάνδρα Κολλοντάι, Ουκρανή κομμουνίστρια
1873 - Μαξ Ρέγκερ, Γερμανός συνθέτης και οργανίστας
1900 - Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί, Γάλλος φυσικός και χημικός, βραβείο Νόμπελ Χημείας 1935
1905 - Άλμπερτ Σπέερ, Γερμανός αρχιτέκτονας και εθνικοσοσιαλιστής πολιτικός
1933 - Φίλιπ Ροθ, αμερικανός συγγραφέας. (Αμερικανικό Ειδύλλιο, Παντρεύτηκα έναν κομουνιστή, Ανθρώπινη Κηλίδα)
1936 - Μπίρτε Βίλκε, Δανή τραγουδίστρια
1952 - Τζόζεφ Ουρουσεμάλ, Πρόεδρος της Μικρονησίας
1955 - Μπρους Γουίλις, Αμερικανός ηθοποιός
1958 - Δημήτρης Κουφοντίνας, Μέλος της οργάνωσης 17 Νοέμβρη
1967 - Μιχάλης Μπλέτσας, Έλληνας επιστήμονας της πληροφορικής και εφευρέτης
1979 - Χρήστος Πατσατζόγλου, Έλληνας ποδοσφαιριστής
1987 - Μίλος Τεόντοσιτς, Σέρβος μπασκετμπολίστας

Θάνατοι

1286 - Αλέξανδρος Γ', βασιλιάς της Σκωτίας
1687 - Ρενέ Ρομπέρ Καβελιέ ντε λα Σαλ, Γάλλος εξερευνητής
1721 - Πάπας Κλήμης ΙΑ΄
1900 - Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, Ελληνίδα ζωγράφος του 19ου αιώνα
1914 - Τζιουζέπε Μερκάλι, Ιταλός ηφαιστειολόγος
1933 - Τόμμυ Σόλομον, ο τελευταίος πραγματικός Μοριορί
1950 - Έντγκαρ Ράις Μπάροους, Αμερικανός συγγραφέας, δημιουργός του ήρωα της ζούγκλας Ταρζάν
1987 - Λουί ντε Μπρολί (ή ντε Μπρέιγ), Γάλλος φυσικός, βραβείο Νόμπελ 1929
http://www.newsbeast.gr
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτή των Αγίων Χρυσάνθου και Δαρείας

 


Τη μνήμη των Αγίων Χρυσάνθου και Δαρείας τιμά σήμερα, 19 Μαρτίου η Εκκλησία μας.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Χρύσανθος και Δαρεία έζησαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού (243 - 284 μ.Χ.). Ο Άγιος Χρύσανθος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ήταν υιός επιφανούς ειδωλολάτρου, του Πολέμωνος.
Όμως κατηχήθηκε στην χριστιανική πίστη από κάποιο Χριστιανό και βαπτίσθηκε. Όταν ο πατέρας του πληροφορήθηκε το γεγονός, τον φυλάκισε και, για να τον αποσπάσει από την χριστιανική πίστη, του έδωσε για γυναίκα του την ωραία Δαρεία, η οποία καταγόταν από την Αθήνα και ήταν ειδωλολάτρισσα.
Αντί όμως να προσελκύσει η Δαρεία τον σύζυγό της Χρύσανθο στην ειδωλολατρία, συνέβη το αντίθετο.Πίστεψε κι αυτή στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Τότε τους κατήγγειλαν στον ύπαρχο Κελερίνο, ο οποίος τους παρέδωσε στον τριβούνο (διοικητή τάγματος) Κλαύδιο.
Το μαρτύριο άρχισε. Αλλά η καρτερία και η επιμονή των μαρτύρων εξέπληξε τον Κλαύδιο, ο οποίος μαζί με την σύζυγό του Ιλαρία, τους υιούς του Ιάσονα και Μαύρο και τους στρατιώτες του πίστεψε στον Χριστό.
Στην συνέχεια έριξαν τους Αγίους Χρύσανθο και Δαρεία μέσα σε λάκκο και τους ενταφίασαν ζωντανούς. Ήταν το έτος 283 μ.Χ.
Απολυτίκιο:
Ήχος α'. Της ερήμου πολίτης.
Tην σύμπνουν ξυνωρίδα των μαρτύρων τιμήσωμεν, Χρύσανθον αγνείας το άνθος και Δαρείαν την πάνσεμνον, τη πίστει ενωθέντες γαρ σεπτώς, εδείχθησαν του Λόγου κοινωνοί, εναθλήσαντες νομίμως υπέρ αυτού και σώζουσι τους ψάλλοντας· δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι' ημών πάσιν ιάματα.
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Εορτάζοντες την 19ην του μηνός Μαρτίου

 Εορτάζοντες την  19ην του μηνός Μαρτίου


 

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ και ΔΑΡΕΙΑ

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΛΑΥΔΙΟΣ ο Τριβούνος, ΙΛΑΡΙΑ ή σύζυγος του, τα παιδιά τους ΙΑΣΩΝ και ΜΑΥΡΟΣ και οι μαζί μ' αυτούς θανατοθέντες ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΓΧΑΡΙΟΣ

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΟΔΩΡΟΣ ο Πρεσβύτερος και ΜΑΡΙΑΝΟΣ ο Διάκονος

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ο Τορναράς

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Καραμάνος ή Κασσέτης

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΕΚΤΟΣ

 

Αναλυτικά

 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ και ΔΑΡΕΙΑ
ΟΙ Άγιοι αυτοί έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Νουμεριανού (284). ο Χρύσανθος, γιος ειδωλολάτρη άρχοντα της Αλεξανδρείας (του Πολέμωνος), κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από ένα χριστιανό επίσκοπο. Ή πληροφορία αυτή εξόργισε πολύ τον πατέρα του, πού προσπάθησε με πολλούς τρόπους να τον μεταπείσει. Μάταια όμως. Τότε, με τη βία του δίνει σύζυγο μια Ελληνίδα ειδωλολάτρισσα κόρη, τη Δαρείο, με την ελπίδα ότι θα επηρεάσει και θα επαναφέρει το γιο του στην ειδωλολατρία. 'Αλλά ο Χρύσανθος είχε και αυτός το σχέδιο του. Στις συζητήσεις πού είχε με τη σύζυγο του, κατάφερε τελικά να την πείσει ότι ή αλήθεια βρίσκεται στη χριστιανική πίστη, επαληθεύοντας τα λόγια του Κυρίου μας, πού είπε: "Κάγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς έμαυτόν"1. Δηλαδή, αν εγώ υψωθώ δια του σταυρού από τη γη και αναληφθώ στους ουρανούς, θα ελκύσω προς τον εαυτό μου όλους, όχι μόνο τους Ιουδαίους, αλλά και τους Έλληνες ειδωλολάτρες, πού θα πιστέψουν σε 'μένα. Πράγματι, ή Ελληνίδα ειδωλολάτρισσα Δαρεία, ελκυόμενη από το ηθικό άρωμα της χριστιανοσύνης, πού τόσο στόλιζε το σύζυγο της, μόνη της παρακάλεσε και τη βάπτισαν χριστιανή. Συμφώνησαν τότε να μείνουν και οι δύο παρθένοι και επιδόθηκαν στη χριστιανική Ιεραποστολή. Στο τέλος, μάλιστα, υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για το άγιο έργο τους. 1. Ευαγγέλιο Ιωάννου, ιβ' 32.


Απολυτίκιο. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θειας πίστεως, τη έπιγνώσει, πάσαν έλιπες, πατρώαν πλάνην, και Χριστώ κατηκολούθησας Χρύσανθε, ω και προσάγεις Δαρείαν την πάνσεμνον, και συν αυτή τον αγώνα έτέλεσας. Μεθ' ής πρέσβευε, δοθήναι τοις σε γεραίρουσι, πταισμάτων ίλασμόν και μέγα έλεος.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΛΑΥΔΙΟΣ ο Τριβούνος, ΙΛΑΡΙΑ ή σύζυγος του, τα παιδιά τους ΙΑΣΩΝ και ΜΑΥΡΟΣ και οι μαζί μ' αυτούς θανατοθέντες ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
Ό Κλαύδιος ήταν Τριβουνος στο αξίωμα στα χρόνια του βασιλιά Νουμεριανου (283-84). Σ' αυτόν παρέδωσε ο έπαρχος Κελαρίνος τους Αγίους Χρύσανθο και Δαρεία, για να τους τιμωρήσει. Άλλ' όταν είδε ότι το Άγιο ζευγάρι έμενε αβλαβές από τα βασανιστήρια, πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε μαζί με τη σύζυγο του Ίλαρία και τα παιδιά του Ιάσονα και Μαύρο. Καθώς επίσης, το ίδιο έπραξαν και οι στρατιώτες της φρουράς του. Τότε, τον μεν Κλαύδιο, αφού του έδεσαν ένα ογκόλιθο στο σώμα τον έριξαν στη θάλασσα και έτσι βρήκε ένδοξο μαρτυρικό τέλος. Τους δε γιους του, μαζί με τους στρατιώτες τους αποκεφάλισαν. Ή μητέρα τους Ίλαρία, παρέλαβε τα λείψανα τους και τα έθαψε. Σε μια από τις επισκέψεις της στον τάφο τους, την συνέλαβαν οι στρατιώτες του έπαρχου και την έσυραν για να τη θανατώσουν. Ή Ίλαρία τους παρακάλεσε να την αφήσουν πρώτα να προσευχηθεί, και έτσι κατά τη διάρκεια της προσευχής εξέπνευσε. ΟΙ υπηρέτριες της παρέλαβαν το σώμα της και το έθαψαν στον τάφο των γιων της. Σύμφωνα με άλλη παράδοση πέθανε με αποκεφαλισμό.


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΓΧΑΡΙΟΣ
Καταγόταν από τη χώρα των θυσάνων και συγκεκριμένα από την πόλη Βιλλασάτη (ή κατ' άλλους Βιθλαπάτη ή Βιλλαπάτη). ΟΙ γονείς του τον είχαν αναθρέψει στη χριστιανική πίστη και διακρινόταν για το ανδρικό παράστημα και την ωραιότητα του. Όταν ήλθε στη Ρώμη, κίνησε την προσοχή των ανακτορικών για το έξοχο παρουσιαστικό του και το σπινθηροβόλο πνεύμα του. Αυτό δε έφθασε μέχρι τον Διοκλητιανό, πού τον προσέλαβε κοντά του και τον έκανε συγκλητικό. ΟΙ τιμές όμως και ή βασιλική εύνοια, έκαναν τον Παγχάριο ν' αρνηθεί το Χριστό. Όταν το έμαθαν αυτό ή μητέρα του και ή αδελφή του, λυπήθηκαν πολύ. Του έγραψαν τότε μια συγκινητικότατη επιστολή, πού τον ικέτευαν να επανέλθει στην πίστη του Χρίστου, έστω και με θυσία της ζωής του. Ευτυχώς ή επιστολή, επανέφερε το νεαρό Παγχάριο στον εαυτό του. Κατάλαβε το ολίσθημα στο οποίο έπεσε, και το ρεύμα της μετανοίας κατέκλυσε την ψυχή του. Τότε χωρίς καθυστέρηση, ομολόγησε μπροστά στους ανακτορικούς την χριστιανική πίστη. ο Διοκλητιανός, υπόθεσε στην αρχή ότι ο Παγχάριος υπέστη κάποια διανοητική τρέλα. 'Αλλ' όταν πείστηκε για την σοβαρότητα του πράγματος, εξοργισμένος, διέταξε και αποκεφάλισαν τον Παγχάριο.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΟΔΩΡΟΣ ο Πρεσβύτερος και ΜΑΡΙΑΝΟΣ ο Διάκονος
Μαρτύρησαν αφού τους έκλεισαν ερμητικά μέσα σε μια σπηλιά.


Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ο Τορναράς
Ό νεομάρτυρας αυτός συναναστρεφόταν πολύ με Τούρκους και ήλεγχε την πίστη τους. Κάποια μέρα όμως, οι Τούρκοι, με φθονερά κίνητρα, τον πίεσαν να γίνει Τούρκος. Επειδή ο Δημήτριος δεν θέλησε, τον έφεραν στον κριτή και ψευδομαρτύρησαν ότι δήθεν έβρισε την πίστη τους. ο δε κριτής διέταξε να τον δείρουν ανελέητα, μέχρι να γίνει Τούρκος. Οι Τούρκοι τότε τον βασάνισαν με μεγάλη σκληρότητα, αλλά βλέποντας την αμετάθετη γνώμη του Δημητρίου, και με απόφαση του κριτή τον αποκεφάλισαν το 1564 και έτσι έλαβε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.


Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Καραμάνος ή Κασσέτης
Ό νεομάρτυρας Νικόλαος Καραμάνος ήταν έγγαμος και ζούσε στη Σμύρνη, και όταν κάποτε βρέθηκε σε κατάσταση θυμού είπε ότι θα γίνει Τούρκος. Μόλις άκουσαν αυτό οι εκεί παρευρισκόμενοι Τούρκοι τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στον κριτή. Ανακρινόμενος ο Νικόλαος, αρνήθηκε να γίνει Τούρκος, παρά τα βασανιστήρια πού ακολούθησαν και παρά τις πιέσεις της μητέρας του και της συζύγου του. Τότε ο κριτής διέταξε και του έκαναν περιτομή με τη βία, άλλ' ο Νικόλαος συνεχώς διακήρυττε ότι είναι χριστιανός. Ακολούθησαν για 36 συνεχείς ολόκληρες ήμερες φρικτά βασανιστήρια, πού κατέπληξαν και αυτούς ακόμα τους ξένους στη Σμύρνη. Μεταξύ αυτών και τον Ιησουΐτη Vabois, πού έγραψε και το μαρτύριο του Αγίου. Τελικά, αφού ο Νικόλαος έμεινε σταθερός στην πίστη του, άπαγχονίστηκε στις 19 Μαρτίου 1657, στη Σμύρνη, Μ. Πέμπτη και ώρα 9 το πρωί, σε ηλικία 34 χρονών. Το λείψανο του Άγιου, αφού το έδεσαν με ένα ογκόλιθο, το έριξαν στη θάλασσα. Άλλα κάποιος Λατίνος, πού βρισκόταν στη Σμύρνη, το έβγαλε και το πήγε στην Ευρώπη. Στους Συναξαριστές ή μνήμη του Αγίου αναφέρεται την 6η Δεκεμβρίου.


Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΕΚΤΟΣ
Λανθασμένα αναφέρουν τη μνήμη του αυτή τη μέρα, ορισμένοι Συναξαριστές. Ή κυρίως μνήμη του συγκεκριμένου Άγιου Ανεκτού είναι στις 10 Μαρτίου, μαζί μ' αυτή του Αγ. Κοδράτου και των λοιπών μαζί μ' αυτόν μαρτυρησάντων Αγίων.
 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Τρίτη 19/3

 

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Τρίτη 19/3

Βροχές και σποραδικές καταιγίδες αρχικά στα δυτικά και προοδευτικά σχεδόν στο σύνολο της χώρας. Τοπικά έντονα φαινόμενα. Χιόνια στα βόρεια ορεινά. Άνεμοι με εντάσεις έως 6 μποφόρ στα πελάγη.

Πιο αναλυτικά, την Τρίτη 19 Μαρτίου 2024 αρχικά βροχές θα εκδηλωθούν στη Δυτική Ελλάδα και καταιγίδες κυρίως στα Επτάνησα. Προοδευτικά τα φαινόμενα θα επεκταθούν στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής χώρας και σε περιοχές της Κρήτης, ενώ μέχρι το βράδυ θα επηρεάσουν και τα περισσότερα νησιωτικά τμήματα του Αιγαίου. Χιόνια θα πέσουν στα βόρεια ορεινά. Από αργά το απόγευμα και κυρίως κατά τις βραδινές ώρες τοπικά έντονα φαινόμενα αναμένονται στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, στη Χαλκιδική, στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, στις Σποράδες, στην Εύβοια, στις Κυκλάδες και πιθανώς σε περιοχές της ανατολικής ηπειρωτικής χώρας .

Η θερμοκρασία θα κυμανθεί στη Δυτική Μακεδονία από 2 έως 14 βαθμούς, στην υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα από 2 έως 18-19, στην Ήπειρο από 6 έως 16, στη Θεσσαλία από 5 έως 20 βαθμούς, στα υπόλοιπα ηπειρωτικά από 6 έως 20-21 βαθμούς, στα Επτάνησα από 8 έως 16 και στα νησιά του Αιγαίου από 6 έως 19 βαθμούς, ενώ στην Κρήτη οι μέγιστες θα φτάσουν τοπικά στους 22-23 βαθμούς Κελσίου.

Οι άνεμοι θα πνέουν στο Αιγαίο από δυτικές διευθύνσεις με εντάσεις που θα φτάνουν τα 4 μποφόρ στα βόρεια πελάγη και τα 6 μποφόρ στα νότια πελάγη. Από τις απογευματινές ώρες οι άνεμοι στο Βόρειο Αιγαίο θα στραφούν σε βόρειους και το βράδυ θα ενισχυθούν στα 6-7 μποφόρ. Στο Ιόνιο θα πνέουν βορειοδυτικοί άνεμοι με εντάσεις έως 5 μποφόρ.

Στην Αττική περιμένουμε λίγες νεφώσεις οι οποίες προοδευτικά θα αυξηθούν δίνοντας μετά το μεσημέρι βροχές και ενδεχομένως σποραδικές καταιγίδες. Τη νύχτα προς Τετάρτη ενδέχεται να εκδηλωθούν τοπικά έντονα φαινόμενα στα βόρεια και ανατολικά. Οι άνεμοι θα πνέουν από δυτικές διευθύνσεις με εντάσεις 2-4 μποφόρ. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 11 έως 19-20 βαθμούς.

Στη Θεσσαλονίκη περιμένουμε λίγες νεφώσεις οι οποίες προοδευτικά θα αυξηθούν δίνοντας τις απογευματινές ώρες παροδικές βροχές ή καταιγίδες. Οι άνεμοι θα πνέουν από βορειοδυτικές διευθύνσεις με εντάσεις έως 4 μποφόρ και μετά το μεσημέρι τοπικά 5 μποφόρ. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 9 έως 18 βαθμούς.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος την Τετάρτη στο Βόιο...


 

Από τον ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε./Περιοχή Κοζάνης-Π/Κ Γρεβενών ανακοινώνεται ότι :

Tην Τετάρτη 13.03.2024 θα γίνει διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος από ώρα 08:00 έως 14:30 στις εξής περιοχές και οικισμούς του δήμου ΒΟΪΟΥ: οικισμός Δραγασιάς.

Ζητούμε, την κατανόηση των καταναλωτών και θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η επανατροφοδότηση θα γίνει χωρίς προειδοποίηση ενδεχομένως και νωρίτερα.

Γι’ αυτό τα δίκτυα και οι εγκαταστάσεις πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν συνέχεια ρεύμα.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.

Απόστολος Παπασίμος

Αναπληρωτής Προϊστάμενος Π/Κ Γρεβενών

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Τὰ Κρούσματα

 


Μικρά διηγήματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Γενικὸν προσκύνημα τῶν κυμάτων, καθολικὴ σύναξις ὅλων τῶν βρυχηθμῶν τῶν ἀνέμων καὶ ὅλων τῶν ἀλαλητῶν τῶν καταιγίδων, ἦτον ὁ ὀρφνὸς καὶ φαλακρός, ὁ ὑψίνωτος τῆς πέτρας πάγος. Παλάτιον τῆς ἐρημίας καὶ τῆς σιγῆς, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ὁ πελώριος βράχος ὁ βορεινός, ὁ θαλασσόπληκτος, ἐπάνω τοῦ ὁποίου ἦτο κτισμένον ποτὲ τὸ παλαιόν, τὸ κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον. Δὲν ὑπῆρχε κῦμα τοῦ θρᾳκικοῦ πελάγους καὶ τῶν κόλπων τῆς Χαλκιδικῆς, δὲν ὑπῆρχε κῦμα ἐξωσμένον ἐκ τῆς Μαύρης Θαλάσσης καὶ τῆς Προποντίδος, διωγμένον ἀπὸ τοὺς κόλπους καὶ διϋλισμένον διὰ τῶν πορθμῶν, ἀποπτυσμένον ἀπὸ τοὺς ἀφροὺς τοῦ πελάγους καὶ ἐξερευγμένον ἀπὸ τὰ ἀβόλιστα βάθη τοῦ πόντου, τὰ κάτωθεν τοῦ πολιοῦ, καταπληκτικοῦ Ἄθωνος, τὸ ὁποῖον νὰ μὴν ἤρχετο νὰ φιλήσῃ τὰ κράσπεδα τοῦ ἀμαυροῦ τιτανείου βράχου.
Ἀνέτεινεν ἐπάνω τῆς θαλάσσης εἰς ὕψος ἔμπληκτον, πλῆρες ἰλίγγου καὶ σκοτοδίνης, καὶ ἦτο ποτὲ καλιὰ πλήρης ψυχῶν καὶ φωνῶν, καὶ τώρα ἦτο ἔρημος πλήρης ἐρειπίων. Καὶ δύο μεγάλοι αἰγιαλοὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἁπλώνονται, κάτω, εἰς τὰ θεμέλια δύο φοβερῶν κρημνῶν. Ὁ εἷς σπαρμένος μὲ βράχους κομμένους εἰς σχήματα πρανῆ καὶ κωνοειδῆ, ὡς λείψανα παλαιᾶς γιγαντομαχίας σωζόμενα εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, στρωμένος μὲ χαλίκια λευκά, ἐρυθρά, μαργαρώδη, ἐπίχρυσα, καὶ μὲ ἄμμον φαιάν, στίλβουσαν· καὶ ἡ ἄμμος κυρτοῦται διὰ μιᾶς, καὶ ὁ βυθὸς ἀποτόμως βαθύνεται· ὁ κολυμβητής, ἂν ἤθελε τολμήσει νὰ ἐπιβῇ εἰς τὸ κῦμα, ἕλκεται πρὸς τὴν σύρτιν τὴν βαθεῖαν, τὴν λευκὴν καὶ πρασινίζουσαν καὶ γαλανήν, τὴν οὖσαν λίκνον τοῦ μικροῦ Τρίτωνος καὶ παστάδα τῆς μελαγχολικῆς Σειρῆνος, ὅπου ἀφρὸς καὶ πόντος, ὅπου κῦμα καὶ ἄβυσσος, φαιδρῶς παίζουσι ποικίλην καὶ ἐνίοτε φοβερὰν παιδιάν.
Δεξιὰ πρὸς ἀνατολὰς ἀντικρύζει ὁ μέγας βράχος, εἰς δέκα πρυμνησίων ἐναέριον ἀπόστασιν μὲ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη τὴν λευκὴν καὶ κυρτήν, ὅπου φαντάσματα καὶ δαίμονες, σπανίως ὁρατοί, δὲν παύουν νὰ κυλίωσι παμμεγέθεις λίθους, ἀπὸ τὴν σάραν* καὶ τὸν κρημνὸν τὸν εὐόλισθον. Κάτω εἰς τὴν βάσιν τοῦ κρημνοῦ, μίαν σπιθαμὴν πρὸ τῆς ἅλμης τοῦ κύματος, ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς προβλῆτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Τὸ πρωὶ πολλάκις πλησιάζουν ἀπὸ τοῦ πελάγους ψαράδες μὲ τὴν βάρκαν, διὰ νὰ πίουν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ βαρέλια. Καὶ τὸ νερὸν ὅλην τὴν ἡμέραν μένει ψυχρὸν καὶ παγωμένον μέσα εἰς τὰ βαρέλια, κατὰ Ἰούλιον μῆνα, ὑπὸ τὰς φλεγούσας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀπὸ τὰς ὁποίας ψήνονται πεταλίδες καὶ πορφύραι καὶ ὀστρείδια ἐπάνω τοῦ μικροῦ φατνώματος τῆς πλώρης τῆς βάρκας.
Πλὴν ἀνίσως, τὴν νύκτα, οἱ ψαράδες, ἀπόκοτοι, τολμήσουν νὰ πλησιάσουν διὰ νὰ ὑδρευθοῦν εἰς τὴν δροσερὰν βρύσιν τὴν μαγικήν, κάτω εἰς τὰ κράσπεδα τῆς ἀκτῆς, ἐπὶ τῆς προβλῆτος χθαμαλῆς πέτρας, τότε βρόντος καὶ πάταγος ριγηλὸς ἀντηχεῖ ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ἄνωθεν, καὶ λίθοι καὶ βράχια τρομακτικὰ κυλίονται κατερχόμενα κατὰ τῶν κεφαλῶν τῶν ψαράδων… Τότε μόλις οὗτοι προφθάνουν νὰ κάμουν τὸν σταυρόν των καὶ νὰ τραπῶσιν εἰς φυγήν… Οἱ λίθοι ἐκεῖνοι θὰ ἦσαν ἱκανοὶ καὶ αὐτομάτως νὰ κυλίωνται ἀπὸ τὸν κρημνὸν ἐκεῖνον… πόσῳ μᾶλλον ὅταν ἀόρατοι δυνάμεις δαιμονίων τοὺς ὠθοῦσι προσκολλώμενοι εἰς τὸ ὀλισθηρὸν τῆς ἀκτῆς, ὅπως συνήθως προσκολλῶνται εἰς τὸ ἀσθενὲς μέρος, εἰς ἔρωτας καὶ μίση, ἐξάπτοντες τὸ πάθος εἰς φλεγμονήν, καὶ τρέποντες τὴν ὀργὴν εἰς λύσσαν…
Ἀριστερόθεν τοῦ γιγαντιαίου βράχου τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, πρὸς δυσμάς, ἄλλος αἰγιαλὸς ἀπρόσιτος, ἄνορμος ἁπλώνεται. Δὲν φαίνεται ἐκεῖ στρῶμα κομψῶν χαλικίων καὶ ἄμμου στιλπνῆς οὔτε εἶναι ὁρατὴ τῆς θαλασσίας νύμφης ἡ παστάς, ὁ θάλαμος τῆς Νηρηίδος. Πέλαγος βαθὺ ἕως τὴν ἀντικρινὴν στερεὰν ἁπλοῦται, καὶ μονόχορδος ὑμνῳδὸς δὲν παύει νὰ τὸ ὀργώνῃ ὁ ἄνεμος, ὁ Ἀργέστης. Καὶ κατέμπροσθεν, ὀλίγον βορειοδυτικῶς εἰς τὸν βράχον τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ἀπεσπασμένοι, βαπτισμένοι εἰς τὸ κῦμα δύο βράχοι παντέρημοι ἀνακύπτουσι. Κάτω εἰς τοὺς πόδας τούτων, εἰς τὰ ἄντρα τὰ θαλάσσια καὶ τὰς σπιλάδας τὰς θαλασσογλύπτους, ἐκεῖ βόσκουσι καὶ λοξοπατοῦσι τὰ θαυμασιώτερα πετροκάβουρα καὶ παγούρια τοῦ κόσμου, μὲ τὰ ἐρυθρὰ προέχοντα ὡς κλαδωτὰ αὐγά των, ψηνόμενα, ψάλλοντα μελῳδικῶς εἰς τὴν ἀνθρακιάν, μεγάλα, εὔχυμα τὴν γεῦσιν. Κ᾽ ἐπάνω εἰς τοὺς δύο ἐκείνους ὑψηλοκρήμνους σκοπέλους, ὅστις θὰ ἐτόλμα ποτὲ ν᾽ ἀναρριχηθῇ, διὰ νὰ συλλέξῃ ἂν δύναται ἐξαίσια λάχανα καὶ θαυμασίας ἀγριοκράμβας, ὀφείλει νὰ ζωσθῇ καλῶς μὲ χονδρὸν σχοινίον περὶ τὴν μέσην, νὰ προσδέσῃ τὸ ἓν ἄκρον εἰς τὸν χονδρὸν κορμὸν τοῦ γηραιοῦ θαλασσίου θάμνου, τοῦ προσφυομένου ἐπὶ τῆς ὀφρύος τοῦ βράχου, εἶτα ν᾽ ἀναρριχηθῇ εἰς τὸ μέτωπον τοῦ κρημνοῦ ἀργὰ καὶ μὲ ἄκραν προφύλαξιν, καὶ πάλιν βέβαιος δὲν θὰ εἶναι ἂν θὰ εὐτυχήσῃ νὰ κατέλθῃ σῷος καὶ ὑγιὴς ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο, ὅπου οἱ γλάροι θρηνωδῶς κρώζοντες περιίπτανται περὶ τὰς γωνίας τοῦ βράχου καὶ τὰς ἐξοχάς, περὶ τὸ μέρος ὅπου κρύπτεται ἡ φωλεά των, εἰς τὴν θέαν τοῦ ξένου ἐπιδρομέως.
Εἶναι τόσον πολύτιμα τὰ ἀγριολάχανα τοῦ θαυμασίου ἐκείνου βράχου, ὥστε ποτὲ δὲν ἀγοράζονται ἀντὶ ὁσουδήποτε ποσοῦ χρημάτων… Μόνον πληρώνονται ἢ μὲ ἀγάπην καὶ μὲ φιλίαν, ἢ ἐνίοτε μὲ κεράσματα, εἰς τὸν ἀφωσιωμένον κουμπάρον μας, τὸν Τζενεγόν, ἢ κάποτε καὶ μὲ ψήφους, ὅταν ἐπίκεινται ἐκλογαί… ἐπειδὴ ὁ κουμπάρος Τζενεγὸς εἶναι λίαν βαθέως ἀφωσιωμένος εἰς τοὺς φίλους του, καὶ τότε μόνον θὰ σὲ φιλέψῃ «λάχανα θαλασσινά», ὅταν εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ δώσῃς ψῆφον εἰς τὸ «κόμμα μας».
Ὀλίγον ἀπωτέρω, πρὸς νότον τῶν δύο βράχων, εἰς τὸ μέσον τοῦ πόντου, πάντοτε σχεδόν, ἐν γαλήνῃ καὶ ἐν τρικυμίᾳ, ἀκούεται μία ὀρχήστρα, ἥτις ἔχει πάντοτε «δικό της σκοπό», καθὼς λέγουν. Εἶναι μία ὕφαλος, ἥτις καλεῖται κοινῶς Καλαφάτης. Διά τινος ὀπῆς ἐκβλύζει ὑποβρυχίως τὸ νερόν, εἶτα ἀναπηδᾷ καὶ ἀποτελεῖ κρότον ὅμοιον μὲ τὸν τῆς «ματσόλας»* ἢ ξυλίνης σφύρας τοῦ καλαφάτη, ―ἢ τοῦ «διανάκτου», ὅπως λέγουν εἰς τὸν Β. Ναύσταθμον,― ἐπὶ τῶν πλευρῶν ἐπισκευαζομένου πλοίου. Ἡ ματσόλα ἢ ἡ σφῦρα αὐτὴ δὲν παύει, ἡμέραν καὶ νύκτα, ἀκούραστος, ἀκοίμητος ν᾽ ἀκούεται. Κατ᾽ ἄλλους ὁ Καλαφάτης ὠνομάσθη οὕτω μετ᾽ εἴρωνος εὐφημισμοῦ, ὡς καλαφατίζων τάχα τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα θὰ ἐξέπιπτον σιμὰ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν του ― οἱονεὶ εἰς τὸ «Καρινάγιο» του.
Ὅλον τὸ παλαιὸν χωρίον ἦτον ἐρείπιον, ἁπλωμένον ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ γίγαντος, τοῦ μὲ τοὺς πόδας θαλασσωμένους βράχου. Μέρος αὐτοῦ εἶχε κατεδαφίσει ὁ χρόνος, μέρος οἱ ἄνθρωποι. Πότε οἱ ἴδιοι πρῴην κάτοικοι τῶν παλαιῶν οἰκιῶν, συχνότερον τὰ τέκνα των, πότε οἱ μαστόροι, οἱ κτίσται, κατ᾽ ἐντολὴν ἢ ἄνευ ἐντολῆς, ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ παλαιὰ κτίρια ὅ,τι στερεὸν εἶχον ταῦτα, τὴν ξυλείαν τῆς στέγης, πόρτες, παράθυρα, πολλάκις τοῦβλα καὶ κεραμίδια, βιαζόμενοι ἐκ τῆς ἀχρηματίας, ἐπειδὴ ἡ «ξύντροφος πενία» ἐμάστιζε καὶ τότε δεινῶς τὸ ἑλληνικόν, καὶ μάλιστα τοὺς κατοίκους τῆς νήσου, μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, κατόπιν τοῦ φοβεροῦ Ἀγῶνος ― τὰ μετεκόμιζον δὲ διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης εἰς τὴν πολίχνην τὴν νεόκτιστον, πρὸς νότον, ἀπέχουσαν δρόμον τριῶν ὡρῶν. Ἀλλ᾽ ὅμως ἡ θεια-Μαχὼ τὸ Φαλκάκι, ἠγάπα τὸ παλαιὸν χωρίον της, τὸ μέρος ὅπου εἶχε γεννηθῆ κι αὐτὴ ἕνα καιρόν, ὅταν τὸ χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, περὶ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀγῶνος, καὶ ὅπου διῆλθε τὰ προσφιλῆ εἰς πᾶσαν μνήμην ἔτη τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Διὰ τοῦτο ἐφρόντισε μὲ κάθε τρόπον νὰ διατηρήσῃ τὸ παλαιὸν σπιτάκι, τὴν φωλεὰν τῶν γονέων της, τὴν κοιτίδα αὐτῆς τῆς ἰδίας. Μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ καθαριότητα, καὶ μὲ συχνὰ ἀσβεστώματα, εἶχε κατορθώσει νὰ διασώσῃ τὴν μικρὰν αὐτὴν γωνίαν, ὅπου ἤρχετο ἐνίοτε νὰ λάβῃ ἀναψυχὴν καὶ νὰ κοιμηθῇ τὴν νύκτα, συνήθως ὁμοῦ μὲ τὴν μητέρα της, ἢ μὲ συντροφίαν ἄλλων γυναικῶν.
Ὁ μικρὸς οἰκίσκος, μία ἐπάνοδος εἰς τὸ παρελθόν, μία ὀπὴ διὰ τῆς ὁποίας ἔβλεπέ τις τὰ περασμένα ὡς εἰς πανόραμα, ζωντανὴ ἀνάμνησις μέσα εἰς τὴν τέφραν τῆς λήθης, ὀρθὴ σκοπιὰ μεταξὺ κοιμωμένων σωμάτων, ἔκειτο πλησίον εἰς τὸν σωζόμενον τότε ὡραῖον ναΐσκον τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας, πέριξ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχον καὶ δύο ἢ τρεῖς οἰκίαι ἀκόμη διατηρούμεναι, ἀπὸ ἄλλας γυναῖκας, ζηλωτρίας τοῦ παρελθόντος. Ὁ ναΐσκος, ἑορτάζων τὸ Σάββατον τοῦ Ἀκαθίστου, ἦτον εὐπρεπής, κ᾽ ἐδέχετο συχνὰ τὸν φόρον τῆς εὐλαβείας αὐτῶν τῶν οἰκοκυράδων, ὅστις διετήρει καὶ τὰς σωζομένας τριγύρω μικρὰς οἰκίας, ὅπως καὶ ἄλλων γυναικῶν.
Ἡ Μαχὼ τὸ Φαλκάκι ἔφθασεν ἐνωρίς, περὶ δύσιν ἡλίου, τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός, κρατοῦσα τὸ καλαθάκι της, τὸ ὁποῖον περιεῖχεν ἄρτον, ἐλαίας χαμάδας, ὀλίγα κυδώνια καί τινας τομάτας. Εἶχεν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν πόλιν τὸ πρωί. Ὅλην τὴν ἡμέραν διῆλθεν εἰς τὸν ἐλαιῶνα συλλέγουσα ἐλαίας, εἶτα τὰς ἔβαλεν εἰς σάκκους, καὶ δι᾽ ἡμιόνου τὰς ἔστειλεν εἰς τὰ ἐλαιοτριβεῖα τῆς πόλεως. Ὁ ἐλαιὼν ἦτο πολὺ πλησίον εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον, ἀπεῖχε δὲ πολὺ ἀπὸ τὴν σημερινὴν πολίχνην. Ἐπειδὴ ἔμελλε καὶ τὴν ἐπιοῦσαν νὰ ἐξακολουθήσῃ τὴν αὐτὴν ἐργασίαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα, ἦλθεν εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον, διὰ ν᾽ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας καὶ διανυκτερεύσῃ, ὅπως ἐνίοτε συνήθιζεν, εἰς τὸν ἐρημικὸν οἰκίσκον της, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν τὸ πρωὶ εἰς τὸν ἐλαιῶνα.
Ἡ Μαχὼ τὸ Φαλκάκι συνωδεύετο εἰς τὴν ἐκδρομὴν αὐτὴν ἀπὸ τὸν υἱόν της τὸν Φάλκον, παιδίον δεκατριῶν ἐτῶν. Ὁ μικρὸς μάγκας εἶχεν ἀκούσει πολὺ συχνὰ ἀπὸ παιδία μεγαλύτερα ἀπ᾽ αὐτὸν παμπόλλας διηγήσεις περὶ φαντασμάτων τὰ ὁποῖα ἔβγαιναν τακτικὰ τὴν νύκτα εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον, ἐν μέσῳ τόσων ἐρειπίων, ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν ὑψηλόν, τὸν μὲ θαλασσωμένα τὰ σκέλη γίγαντα, ὅπου ἡ ἠχὼ τῶν κυμάτων, τὰ ὁποῖα ἐχόρευε μαινόμενος ὁ βορρᾶς νύκτα καὶ ἡμέραν, ἀντήχει εἰς τὰ καθίσματα τῶν βράχων, κάτω, εἰς τὰ ἄντρα τὰ θαλάσσια.
Τὰ φαντάσματα ταῦτα, στοιχειά, ἐξωτικά, λογιῶν-τῶν-λογιῶν κρούσματα* δὲν ἔπαυαν νὰ ἐμφανίζωνται τὴν νύκτα, νὰ ἐπισκέπτωνται μελαγχολικῶς τὰ ἐρείπια, νὰ περιφοιτῶσιν εἰς τὰς κατεδαφισμένας οἰκίας, αἵτινες ἐστέγασαν ποτὲ ζωὰς καὶ ψυχάς, καὶ τώρα ἐκάλυπτον μυστήρια ἄγνωστα ὑπὸ τοὺς σωροὺς τῶν λίθων. Ἑκάστη παλαιὰ οἰκία εἶχε τὸ ζῴδιόν της. Τὸ ζῴδιον τοῦτο ἐλάμβανε τὴν μορφὴν ἐκείνου τοῦ σφαγίου, τὸ ὁποῖον εἶχε θυσιασθῆ κατὰ τὴν θεμελίωσιν τῆς οἰκίας τῆς κτιζομένης ἑκάστοτε, μετὰ τὸν ψαλέντα ἁγιασμόν. Ἐὰν τὸ σφαγὲν ζῷον ἦτο πετεινός, ὁ πετεινὸς ἔβγαινε συχνὰ τὴν νύκτα, ἐξαφνίζων τοὺς ἐνοίκους, ἐνόσῳ ἡ οἰκία ἦτον ὀρθία ἀκόμη, καὶ ἐξακολουθοῦσε καὶ τώρα νὰ βγαίνῃ παραπονετικῶς, λαλῶν μὲ φωνὴν θρηνώδη ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια. Ἐὰν τὸ θυσιασθὲν ἦτο ἀρνίον, ἓν πρᾶγμα λευκόν, πρᾷον, ἥμερον, ὁμοιάζον μὲ ἀρνίον, δὲν ἔπαυε νὰ βγαίνῃ ἀκόμη γύρω εἰς τὰ θεμέλια τῆς οἰκίας, βελάζον θλιβερῶς. Ἐὰν τὸ θῦμα ἦτο μοσχάριον, ἕνα βοϊδάκι μικρόν, μαυροκόκκινον ἐπαρουσιάζετο τριγύρω εἰς τὰ ἐρείπια. Ἐμούγκριζε μὲ σιγανὴν φωνήν, καὶ πολλάκις, ἐνόσῳ ἡ οἰκία ἐκατοικεῖτο, τὸ μούγκρισμά του προεσήμαινε κακὸν διὰ τοὺς οἰκοκυραίους.
Ὅλ᾽ αὐτὰ τὰ διηγοῦντο οἱ μάγκες ὅπως τὰ εἶχον ἀκούσει ἀπὸ τὰς προμήτοράς των, καὶ μάλιστα τὰ ἀβγάτιζαν* κ᾽ οἱ ἴδιοι μὲ τὴν παιδικὴν ψευδομανίαν των. Καὶ τώρ᾽ ἀκόμη πολλοὶ τὰ ἔβλεπον. Αὐτὴ ἡ Μαχὼ εἶχε διηγηθῆ ἄλλοτε εἰς τὸν υἰόν της, τὸν Φάλκον, ὅτι εἶδε μὲ τὰ μάτια της, ἕνα μεσημέρι, νεράιδες νὰ χορεύουν, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ὅπου εὑρίσκετο, μίαν φοράν, ὅταν ἦτο μικρὰ κόρη ἀκόμη, καταντικρύ, ἐπὶ τῆς κρημνώδους ἀκτῆς τοῦ Κουρούπη. Ἐκεῖ ἐπάνω, εἰς τὸν κρημνόν, ἔβλεπε τὶς νεράιδες, ἕνα πλῆθος λευκοφορεμένων γυναικῶν, ποὺ ἦσαν πιασμέναι εἰς χορόν, κ᾽ ἐχόρευαν «στὸν καλό τους καιρό», κ᾽ ἐτραγουδοῦσαν.
― Καὶ τί τραγούδι ἔλεγαν, μάννα; ἠρώτησεν ἡ μικρὰ Τσιτσώ, ἐννέα ἐτῶν παιδίσκη, τὴν μητέρα της.
―Ἔλεγαν, κορίτσι μου: «Ἀκοῦτέ μας· μιλᾶτέ μας· ἡμεῖς, καλὲς κυράδες…»…
―Ἤθελα κ᾽ ἐγὼ νὰ τό ᾽βλεπ᾽ αὐτό, μάννα, εἶπεν ὁ Φάλκος.
―Ὁ Θεὸς νὰ μὴ σ᾽ ἀξιώσῃ, παιδάκι μου. Ἐγὼ ἔπεσ᾽ ἄρρωστη στὸ κρεβάτι, ποὺ τὸ εἶδα, κ᾽ ἐπιάστηκε σαράντα μέρες ἡ γλῶσσά μου.
― Καὶ δὲ μοῦ λές, θειά, ὑπέλαβεν ὁ ἀνεψιός της, ὁ Σταμάτης τὸ παπαδόπουλο, ἕνας ἄλλος μάγκας ὁμήλικος σχεδὸν μὲ τὸν Φάλκον, ποῦ τὸν ηὗραν τὸν τόπο, γιὰ νὰ χορέψουν; Ἀπάνω ἐκεῖ, στὸν κρημνό, στὴν σάρα, πῶς δὲ γλιστροῦσαν νὰ πέσουν;
― Αὐτὲς εἶναι νεράιδες, παιδάκι μου, καὶ πατοῦν στὸν ἀέρα, ἀπήντησεν ἡ Μαχώ.
Τὴν διήγησιν διὰ τὶς νεράιδες ποὺ χόρευαν τὴν ἐπεβεβαίωσε καὶ ἡ γρια-Φαλκίτσα, ἡ μητέρα τῆς Μαχῶς, μία γραῖα κοντὴ καὶ κυρτή, ὁμοία μ᾽ ἕνα κουβαράκι. Αὐτὴ εἶχεν ἰδεῖ στὸν καιρόν της πολλὰ ἀπίστευτα πράγματα.
Ὁ Φάλκος διὰ πρώτην φορὰν εὕρισκε τὴν εὐκαιρίαν αὐτήν, νὰ διανυκτερεύσῃ εἰς τὸ Ἔρημο Χωριό, χωρὶς νὰ εἶναι πολὺς κόσμος, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου θὰ ἦτον ἱκανὴ νὰ διώξῃ τὰ στοιχειά. Εἶχε μεγάλην περιέργειαν μεμειγμένην μὲ μεγαλύτερον φόβον, νὰ ἔβλεπε στοιχειά.
Διὰ νὰ λάβῃ ὀλίγον θάρρος, εἶχεν ἐρωτήσει τὴν μάμμην του ἂν ὅλα τὰ φαντάσματα κάμνουν κακὸν εἰς ὅσους τὰ ἰδοῦν, καθὼς εἶχαν κάμει ἄλλοτε οἱ νεράιδες εἰς τὴν μητέρα του. Ἡ γραῖα τοῦ ἀπήντησε ὅτι εἶναι καὶ στοιχειὰ ἀβλαβῆ καὶ ἀκίνδυνα, καὶ μάλιστα τὰ ζῴδια τῶν σπιτιῶν ὡρισμένως δὲν κάμνουν ποτὲ κακόν.
Μόλις εἶχαν φθάσει, καὶ ἤρχισε νὰ νυκτώνῃ. Ἡ Μαχὼ ἐπίστευεν ὅτι θὰ εὕρισκεν εἰς τὸ Ἔρημο Χωριὸ δύο ἢ τρεῖς ἄλλας γυναῖκας μαζὶ μὲ ἄλλα τόσα παιδία ἢ κοράσια, αἵτινες διενυκτέρευον ἀπὸ ἡμερῶν εἰς τὸν τόπον, διὰ τὸν αὐτὸν λόγον καὶ ἡ Μαχώ. Ἠσχολοῦντο τὴν ἡμέραν εἰς τὴν συλλογὴν τοῦ ἐλαιοκάρπου, κ᾽ ἐπειδὴ τὸ παλαιὸν χωρίον εὑρίσκετο σιμὰ εἰς τὰ κτήματά των, μὴ θέλουσαι νὰ κοιμῶνται εἰς τὸ ὕπαιθρον, καὶ διότι ἔπιπτεν ἄφθονος δρόσος καὶ ὑγρασία τὴν νύκτα, καὶ διότι ἦσαν γυναῖκες, χάριν εὐκολίας κατήρχοντο καὶ διενυκτέρευον αὐτόθι, εἰς τὰς δύο ἢ τρεῖς σωζομένας μικρὰς οἰκίας, διὰ ν᾽ ἀναλάβουν ἐνωρὶς τὴν ἐργασίαν τὴν ἐπαύριον.
Ἤλπιζε λοιπὸν ἡ Μαχὼ νὰ εὕρῃ συντροφιάν, καθόσον δὲν θὰ εὐχαριστεῖτο νὰ μείνῃ μόνη της μὲ τὸ παιδίον τὴν νύκτα εἰς τὸ ἔρημον μέρος, ὅπου «κροτίζει* ὁ τόπος», ἀπὸ τὰς τόσας παλαιὰς ἀναμνήσεις καὶ τὰ τόσα στοιχειά. Ἀλλ᾽ ἡ Μαχὼ ἐγελάσθη. Αἱ γυναῖκες εἶχον τελειώσει πρὸς τὸ παρὸν τὴν πρώτην συλλογὴν τῶν ἐλαιῶν, καὶ δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ εἶχον ἐπιστρέψει τὸ βράδυ εἰς τὴν πολίχνην.
Ἡ Μαχὼ δὲν εὗρε ψυχὴν εἰς τὸ Ἔρημον Χωρίον. Ἐνύκτωνεν ἤδη, ἡ πανσέληνος ἦτον περασμένη, καὶ ἡ σελήνη θ᾽ ἀνέτελλε δύο ἢ τρεῖς ὥρας νύκτα. Ἄλλως, ὁ Φάλκος ἐπεθύμει νὰ διανυκτερεύσῃ εἰς τὸ ἄγριον μέρος, κ᾽ ἐπέμενε νὰ μείνωσιν. Ἤθελε νὰ κάμῃ κι αὐτὸς τὸν ἀνδρειωμένον εἰς τὸν ἐξάδελφόν του Σταμάτην, ―ὅστις συνήθως ἔκαμνε τὸν ἄφοβον μεταξὺ ὅλων τῶν παιδίων,― καὶ νὰ ἔχῃ νὰ τοῦ διηγῆται ὅτι εἶδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, εἰς τὸ Ἔρημο Χωριό, καὶ «δὲν ἵδρωσε τὸ μάτι του».
Ἡ Μαχὼ ἔκαμε τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν κ᾽ ἔμεινεν. Ἐν πρώτοις, ἄναψε τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας. Ἦτον μία μεγάλη εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, ἀρχαϊκή, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, μὲ πρόσωπον τὸ διπλάσιον τοῦ φυσικοῦ, μὲ μεγάλους, πολὺ μεγάλους ὀφθαλμούς, καὶ μὲ τὸν Χριστόν, ἓν βρέφος μὲ παμμεγίστην κεφαλήν, φοροῦν χιτῶνα ἐπίχρυσον, φωτεινόν, «τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον».
Εἶτα ἄναψε φωτιὰν εἰς τὸ στενόν, μεταξὺ δύο ἐρειπίων, ἀντικρὺ τοῦ ναΐσκου, καὶ κατέμπροσθεν εἰς τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου της. Ἔψησε καφὲ διὰ τὸν Φάλκον της, τὸν καλομαθημένον, εἶτα ἐμαγείρευσε φαγητὸν ἀπὸ τομάτες καὶ κρόμμυα μὲ λάδι. Ἀφοῦ ἔφαγαν, ἐκλείσθησαν εἰς τὸν οἰκίσκον διὰ νὰ κοιμηθοῦν.
Ἡ Μαχὼ ἦτον κουρασμένη, καὶ δὲν ἄργησε ν᾽ ἀποκοιμηθῇ. Ὁ Φάλκος ὅμως ἔκαμε τὸν ψόφιον καταρχάς, κι ἄρχισε νὰ ροχαλίζῃ. Ἅμα ἐνόησεν ὅτι ἡ μητέρα του εἶχεν ἀποκοιμηθῆ, ἐσηκώθη, κι ἄνοιξε τὴν πόρταν. Θὰ ἦτον κρῖμα, ἐφαντάζετο, νὰ μὴν ἀπολαύσῃ αὐτὸ τὸ θέαμα, τὸ πρωτοφανὲς δι᾽ αὐτόν, ἂν καὶ δὲν ἤξευρε καλὰ πῶς νὰ τὸ παραστήσῃ· τὴν νύκτα τὴν μυστηριώδη καὶ σιγηλήν, τὸν ἄπειρον οὐρανόν, τὴν ἀχανῆ θάλασσαν, ὑψηλά, ἄνωθεν τοῦ ἐρήμου μαγικοῦ βράχου. Καὶ ἦτον, ἐπὶ τέλους, πιθανὸν νὰ ἴδῃ καὶ κανὲν φάντασμα…
Ἐρρίγησεν. Ἂς ἔλειπαν τὰ φαντάσματα! Καθὼς ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὕπαιθρον ὁ Φάλκος, καταρχὰς ἐστράφη ὀπίσω πρὸς τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου τὴν ὁποίαν ἀφῆκεν ἀνοικτήν, καὶ ἠκροᾶτο διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὴν ἀναπνοὴν τῆς μητρός του κοιμωμένης. ᾘσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ἔχῃ συντροφιὰν τὴν πνοὴν τῆς μητρός του… Εὐτυχῶς ἡ μήτηρ του τοῦ εἶχεν ἀφήσει καὶ ἄλλην συντροφιάν, τὴν φωτιὰν τὴν ὁποίαν εἶχε θρέψει μὲ ξύλα πολλὰ καὶ κουτσοῦρες ἐπίτηδες, καὶ ἀφοῦ τὴν περιώρισε μεταξὺ πλακῶν καὶ λίθων, μακρὰν παντὸς ξηροῦ χόρτου ἢ θάμνου χλωροῦ ἢ ρίζης δένδρου, εἶπεν ὅτι τὴν ἀφήνει «γιὰ συντροφιὰ» καὶ δὲν τὴν ἔσβησε. Τώρα, ὅσον προέβαινεν ἡ νύξ, ὁ βρόμος τοῦ πυρὸς καὶ ἡ λάμψις τῶν καιόντων δαυλῶν, καὶ τὸ θάλπος τὸ ὁποῖον διέχυνεν ἡ ἀνθρακιά, ἦτο πράγματι ἀνεκτίμητος παρηγορία, εἰς τὴν ἐρημίαν ἐκείνην, ἀναμέσον τῶν τόσων ἐρειπίων.
Καθὼς ἐξῆλθεν ὁ Φάλκος ἔξω, εἰς τὸ ὕπαιθρον, ἀντικρὺ τῆς θύρας τοῦ οἰκίσκου εἶδε νὰ φαίνεται ἕνα μαῦρον πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε παρατηρήσει ἀφ᾽ ἑσπέρας. Τοῦτο ὡμοίαζε πολὺ μὲ γραῖαν μαυροφόραν καθημένην εἰς τὸ σκότος, ἥτις τὸν ἐκοίταζε μακρόθεν. Ἐπειδὴ ᾐσθάνετο φόβον, καὶ ἤθελε μὲ κάθε τρόπον νὰ διώξῃ τὸν φόβον ἀπὸ μέσα του, ἔλαβεν ἕνα δαυλόν, ἐπῆγε κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τὸ πρᾶγμα τὸ μαῦρον, καὶ τὸ ἐψηλάφησε κ᾽ ἐβεβαιώθη ὅτι ἦτο μαῦρον κούτσουρον ρίζης πάλαι ποτὲ ὑπάρξαντος δένδρου, τὸ ὁποῖον εἶχε καῆ, καὶ ἦτον ὡς καψάλα. Παραπέρα ἐκεῖ ἵστατο ἓν πρᾶγμα ὄρθιον, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ὡς ἄνθρωπος μὲ τὸν ἕνα βραχίονα ἄνω ἁπλωμένον. Κρατῶν τὸν δαυλὸν ἐπλησίασε, καὶ εἶδε καλά, κ᾽ ἐβεβαιώθη ὅτι αὐτὸ ἦτο κορμὸς ἀγριοσυκῆς ξηραδιάρας, τῆς ὁποίας τὰ φύλλα ἐφαίνοντο νὰ εἶχον φαγωθῆ ἢ μαδηθῆ προσφάτως, καὶ τὸ ἕνα κλωνάρι ἦτο σπασμένον, κ᾽ ἔγερνε κάτω, τὸ δὲ ἄλλο, εὑρισκόμενον εἰς τὴν θέσιν του, ἔτεινε πέραν ὁριζοντίως.
Ἐκεῖ δίπλα, εἶδε τὴν ἀνταύγειαν τῶν κανδηλίων τοῦ ἐκκλησιδίου, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀνάψει ἐνωρὶς ἡ μήτηρ του. Ὁ Φάλκος προέκυψε κ᾽ ἐκοίταξε διὰ τῆς ὑάλου τοῦ παραθύρου. Εἶδε τὴν σκιὰν καὶ τὸ ἱερὸν θάμβος τῶν εἰκόνων καὶ τῶν θυρίδων καὶ τῶν γωνιῶν, τὰς ἀμαυρὰς μορφὰς τῶν Ἁγίων, ὠσφράνθη τὸ μεικτὸν ἄρωμα τοῦ κηρίου, τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ θυμιάματος, κ᾽ ἐκοίταξεν ἐπὶ μακρόν, εἰς τὸ φρῖσσον φῶς τῶν πυρσῶν τῆς κανδήλας, τὰ μεγάλα ὄμματα τῆς Παναγίας, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο νὰ τὸν προσβλέπουν μετ᾽ ἀύλου θωπείας καὶ ἐπιεικίας βασιλοπρεπῶς, μέσον τῶν ὑάλων τοῦ παραθύρου. Ἔκαμε ταχέως δύο σταυροὺς καὶ ἀπεμακρύνθη.
Ἡ ἰαχὴ τῶν κυμάτων ὑπόκωφος, μονότονος, ἀνήρχετο ἀπὸ τὰ θεμέλια τῶν βράχων, ἀπὸ τὰ θαλάσσια ἄντρα. Ὁ οὐρανὸς ἄνω ἐσελάγιζεν ἀπὸ ἄστρα, καὶ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὴν ἀνταύγειαν τῶν ἄστρων ἐφαίνετο νὰ γυαλίζῃ τὸ πέλαγος φρῖσσον, καὶ ἡ ἀκτὴ τοῦ Κουρούπη ἄσπριζεν ἀπέναντι, μελαγχολική, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐχόρευον οἱ νεράιδες τὸ μεσημέρι, ἐνῷ τὴν νύκτα ἔπιπτον μετὰ κρότου οἱ λίθοι, τοὺς ὁποίους ἐκύλιον τὰ δαιμόνια, φυγαδεύοντα τοὺς τολμῶντας νὰ πλησιάσουν εἰς τὴν βρύσιν ἁλιεῖς… Ζέφυρος λεπτός, εὐώδης, δρόσος ζωηφόρος ἔπνεεν. Ὁ Φάλκος ᾐσθάνετο κάτι ὡς ἐλαφρότητα, ὡς διάθεσιν πρὸς πτῆσιν, τὴν ὁποίαν ποτὲ δὲν εἶχε δοκιμάσει εἰς τὸ χωρίον του, ὅταν ἐκυλίετο μέσα εἰς τὰ ποτόκια* καὶ τ᾽ αὐλάκια τῶν λιθοστρώτων στενῶν δρομίσκων, παίζων ὁμοῦ μὲ τ᾽ ἄλλα παιδία.
Ἀνάμεσα εἰς τὸν ρόχθον ἐκεῖνον τῶν θαλασσῶν, ξεχώριζε κάτι ὡς δοῦπος, ὡς κτύπος σφύρας, μονότονον καὶ ρυθμικόν, ἐπίμονον ὅπως τὸ ᾆσμα τοῦ τέττιγος καὶ τὸ λάλημα τῶν στρουθίων. Ὁ Φάλκος, ὅσον καὶ ἂν ἐβασάνιζε τὸν νοῦν του, δὲν ἐνόει τί πρᾶγμα ἦτον ὁ συνεχὴς ἐκεῖνος κρότος.
Ἀνυπόμονος ἐπανῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν διὰ νὰ ἐρωτήσῃ τὴν μητέρα του. Τὴν ἔσεισε διὰ νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ.
― Μητέρα, τί πρᾶμα εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ κάνει τὰκ τάκ, στὴ θάλασσα, κάτω; Μὴν εἶναι κανένα στοιχειό;
Ἡ Μαχὼ ἐσάλευσεν, ἔτριψε τὰ μάτια της καὶ εἶπεν:
― Εἶν᾽ ὁ Καλαφάτης, παιδί μου.
Κ᾽ ἔκαμε νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν.
― Καὶ τί πρᾶμα εἶν᾽ ὁ Καλαφάτης; ἐπανέλαβεν ὁ Φάλκος.
Ἡ Μαχὼ ἐχασμήθη, ἔκλεισε τὰ μάτια, καὶ δὲν ἀπήντησεν. Ὁ Φάλκος ἐπέμεινε.
― Πές μου, μητέρα, τί εἶν᾽ ὁ Καλαφάτης; εἶπε σείων τὸν ὦμον τῆς κοιμωμένης.
― Ὁ Καλαφάτης, εἶπε μετὰ κόπου ἡ Μαχώ, εἶναι μιὰ ξέρα κάτω στὸ γιαλό, ποὺ τὴν λὲν ἔτσι… Κοιμήσου, παιδί μου.
Ἡ Μαχὼ δὲν εἶχεν ἐννοήσει ὅτι ὁ υἱός της ἔλειπεν ἀπὸ πλησίον της, καὶ ὅτι εἶχεν ἐπανέλθει τώρα ἔξωθεν. Ἐνόμισεν ὅτι, πλαγιασμένος πλησίον της εἶχεν ἀκούσει τὸν κρότον τῆς ὑφάλου.
Πάραυτα ἀφοῦ εἶπε τὸ «Κοιμήσου, παιδί μου» ἀπεκοιμήθη πάλιν, ὁ δὲ Φάλκος καὶ πάλιν ἔσπευσε νὰ ἐξέλθῃ.
Μεσονύκτιον ἦτον ἤδη, καὶ ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει πρὸ πολλοῦ. Ὁ Φάλκος, ὅταν ἐξῆλθε τὸ δεύτερον ἔξω, ἔρριψε ξύλα εἰς τὴν φωτιάν, διὰ νὰ μὴ σβήσῃ, ἐπειδὴ μεγάλως τὸν ἔτερπε καὶ τὸν ἐγοήτευε τὸ πῦρ, εἰς τὴν σιγὴν καὶ τὴν γαλήνην τῆς νυκτός, εἰς τὸ μέσον τῶν ἐρειπίων.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ὁ Φάλκος ἤκουσε λάλημα πετεινοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν ἐφαίνετο νὰ εἶναι ἀπὸ πολὺ πλησίον, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ μακρόθεν. Ἂν δὲν ἔπλεε καμμία βρατσέρα ἢ καμμία γολετίτσα τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸ πέλαγος, ὀλίγον ἀνοικτὰ ἀπὸ τὴν ἀκτήν, ἡ ὁποία θὰ ἔτυχε νὰ ἔχῃ ὀρνιθῶνα εἰς τὸ κατάστρωμά της, τὸ λάλημα πιθανὸν νὰ ἤρχετο ἀπὸ τὸ καλύβι μιᾶς ποιμενίδος, τῆς Κοκκινίτσας λεγομένης, τὸ ὁποῖον δὲν ἀπεῖχε πολύ, εὑρισκόμενον ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀντικρύζον μὲ τὸ Ἔρημον Χωρίον.
Ὁ Φάλκος ἐνθυμήθη τὰς διηγήσεις τῶν παιδίων, τὰς παραδόσεις ὅσας εἶχον παραλάβει ἀπὸ τὰς γραίας προμήτορας σχετικῶς μὲ τὰ «ζῴδια» τῶν οἰκιῶν, τὰ ἐμφανιζόμενα κάποτε τὴν νύκτα.
Τότε, ἂν καὶ ἡ μάμμη του τὸν εἶχε βεβαιώσει ὅτι τὰ ζῴδια ταῦτα δὲν ἠδύναντο νὰ βλάψουν, ᾐσθάνθη ἀληθῆ τρόμον, ἔτρεξεν, εἰσῆλθεν εἰς τὴν θύραν ἔσωθεν, ἔκαμε τὸν σταυρόν 〈του〉 κ᾽ ἐπλάγιασε πλησίον τῆς μητρός του.
― Μητέρα, εἶπεν ἔντρομος· ἄκουσα ἕναν πετεινό… εἶναι τὸ ζῴδιο τοῦ σπιτιοῦ μας!
Ἡ μήτηρ του δὲν ἀπεκρίθη, ἐκοιμᾶτο βαθιά.
― Πές μου, μητέρα, ἐπανέλαβεν ὁ Φάλκος, σείων αὐτὴν διὰ νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ ―ἐπειδὴ ᾐσθάνετο τώρα μεγαλυτέραν ἀνάγκην συντροφιᾶς, καὶ πρὸ πάντων τῆς ἀνθρωπίνης ὁμιλίας― πές μου, τί πρᾶμα εἶχαν σφάξει ὅταν τὸ ἔχτισαν αὐτὸ τὸ σπιτάκι; Δὲν ἔσφαξαν πετεινό;
Ἡ Μαχὼ ἐξύπνησε, καὶ ἀνεσηκώθη ἐπὶ τῆς μαλλίνης τσέργας*, ἐφ᾽ ἧς ἦτο πλαγιασμένη.
― Τί ἔχεις, παιδί μου, καὶ δὲν κοιμᾶσαι; εἶπε. Δὲν ἔχεις ὕπνο;
― Ὄχι, ὄχι… εἶπεν ὁ Φάλκος. Ἄκουσα ἕναν πετεινό.
― Ποῦ τὸν ἄκουσες;
―Ἐδῶ ἔξω.
― Στὸ καλύβι τῆς Κοκκινίτσας θὰ λάλησε… Ἔχει ἕνα σωρὸ πετεινάρια… Θέλεις νὰ σοῦ ἀγοράσω ἕνα αὔριο καὶ νὰ σοῦ τὸ σφάξω τὴν Κυριακή;…
―Ἀκοῦς ἐκεῖ; Μακάρι…
― Καλά, Φαλκάκι μου. Κοιμήσου τώρα, καὶ μεθαύριο, σὰν πᾶμε κάτω, ἐγὼ θὰ σὲ φιλέψω πετεινό…
Τώρα ὁ Φάλκος ᾐσθάνετο νυσταγμόν, τὸν ὁποῖον τὸ πρὶν εἶχε νικήσει ἡ περιέργεια. Καὶ πάλιν θὰ ἐπεθύμει νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ ἐξέλθῃ, πλὴν ἤρχισε νὰ ζαλίζεται καὶ νὰ ναρκοῦται ἀπὸ τὴν ἔφοδον τοῦ ὕπνου. Τοὐναντίον, ἡ μήτηρ του, ἀφοῦ εἶχε μισοχορτάσει τὸν ὕπνον, ἐξενύσταξε, κ᾽ ἔμεινεν ἀνακαθισμένη καὶ συλλογισμένη, σιμὰ εἰς τὸ προσκέφαλον τοῦ Φάλκου της.
Μετ᾽ ὀλίγον εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ὁ Φάλκος, ἡ δὲ μήτηρ του, καθισμένη καθὼς ἦτον, καὶ στηρίζουσα μὲ τὴν χεῖρα κεκυφυῖαν τὴν κεφαλήν, ἤρχισε νὰ νυστάζῃ πάλιν καὶ νὰ λαγοκοιμᾶται.
Καὶ οἱ δύο μετ᾽ ὀλίγον ἐξύπνησαν ἀπὸ ἕνα κρότον καὶ μίαν ἀλλόκοτον φωνήν.
Ἔξωθεν τῆς θύρας των ἠκούετο ὡσὰν ἕνα μούγκρισμα.
― Μπ! μοῦ! βοῦ! μοῦ! μποῦ! μοῦ!
Ὁ Φάλκος ἀνετινάχθη. Ἡ Μαχὼ ἐξαφνίσθη εἰς τὸν ἐλαφρὸν ὕπνον της.
― Παναγία μου! τί εἶναι;
Εἰς τὴν ἐπιφώνησιν τῆς Μαχῶς, ἀπήντησε καγχασμός, ὅστις ὅμως οὐδόλως καθησύχασε τὴν γυναῖκα.
Πολλὰ φαντάσματα τῆς νυκτός, καθὼς καὶ οἱ νεράιδες τὴν ἡμέραν, εἶχον ἀκουσθῆ κατὰ καιροὺς ὑπὸ πολλῶν νὰ γελοῦν θορυβωδῶς.
Ἀλλ᾽ ὁ Φάλκος, παραδόξως, μέσα εἰς τὸν φόβον του ἐγέλασε.
―Ἂν εἶναι στοιχειό, εἶπε, θὰ μοιάζῃ μὲ τὸν ἐξάδελφό μου τὸν Σταμάτη…
Τῷ ὄντι εἶχεν ἀναγνωρίσει τὴν φωνὴν καὶ τὸν γέλωτα τοῦ ὁμήλικος ἐξαδέλφου του.
― Βρὲ παιδί, παλάβωσες, θὰ τοὺς σκιάξῃς… θὰ κοπῇ τὸ αἷμά τους, ἀπήντησε φωνὴ ἔξωθεν εἰς τὸν ἀκουσθέντα καγχασμόν.
Δεύτερος γέλως ἀντήχησεν, εἶτα δροσερά, νεανικὴ φωνὴ εἶπε:
― Δὲν τὰ φοβοῦμαι τὰ στοιχειὰ ἐγώ, θεια-Μαχώ.
Ὁ Φάλκος ἤνοιξε τὴν θύραν.
Ὁ Σταμάτης ἐφάνη εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν γρια-Φαλκίτσα, τὴν μάμμην του καὶ μάμμην τοῦ Φάλκου, μητέρα δὲ τῆς Μαχῶς.
Ἡ γρια-Φαλκίτσα, κοντὴ καὶ κυρτή, συμμαζωμένη, ἔβλεπε καλὰ τὴν νύκτα, καθὼς ἔκυπτε πρὸς τὴν γῆν, εἶχε γερὰ πόδια, κ᾽ ἐπάτει μὲ βῆμα ἐλαφρόν.
Ὁ Σταμάτης ἀφῆκε κραυγὴν θριάμβου.
― Καλῶς σᾶς ηὕραμε!… Γιὰ χατίρι σας, κόντεψαν νὰ μᾶς φᾶνε τὰ στοιχειά!
Ὁ Φάλκος ἠρώτησε τὴν μάμμην του:
― Ξέρεις νὰ μοῦ πῇς μαννού*, τὸν καιρὸ ποὺ ἔκτιζαν αὐτὸ τὸ σπίτι, τί εἶχαν σφάξει στὰ θεμέλια;… Μὴν ἔσφαξαν πετεινό;… Γιατὶ ἄκουσα ἕναν πετεινὸ νὰ μιλῇ, πολληώρα…
Ἡ γρια-Φαλκίτσα ἀπήντησεν εὐθύμως:
―Ἀκοῦς ἐκεῖ! Τί ἄλλο θὰ ἔσφαξαν ἀπὸ πετεινό, παιδί μου… καλὰ ἐξεφάντωσαν ἐκεῖνοι μὲ τὸν πετεινό, τὸν μικρὸν ἐκεῖνο. Μακάρι νὰ εἴχαμε κ᾽ ἐμεῖς ἕνανε!
― Τώρα τὸν εἶχα μελετήσει, μάννα, καὶ τοῦ ἔταξα τοῦ γυιοῦ μου ἕνα πετεινάρι, εἶπεν ἡ Μαχώ…
― Καὶ τί νὰ μᾶς κάμῃ ἕνα πετεινάρι, θειά, εἶπεν ὁ Σταμάτης, ποὺ ἔχουμε κι ἄλλους δικούς μας κάτω στὸ χωριό; Μισὸ μοναχὰ θέλω ἐγὼ στὸ μερδικό μου…
― Θὰ πάρω δυὸ ἀπ᾽ τὴν Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει νὰ μοῦ δίνῃ, εἶπεν ἡ Μαχώ.
Εὐθὺς τώρα ἡ γρια-Φαλκίτσα ἤρχισε νὰ διηγῆται πῶς καὶ διατί ἦλθε, μαζὶ μὲ τὸν ἔγγονόν της, εἰς τοιαύτην ὥραν.
― …Σὰν εἴδαμε, πλιό, παιδάκι μ᾽, πὼς ἀργήσατε, καὶ καταλάβαμε πὼς ἤθελε κοιμηθῆτε στὸ χωριὸ τὸ δικό μας πλιό, καὶ θὰ ἤσαστε μοναχοί σας, γιατὶ ἡ Διόμαινα καὶ ἡ Μπάλαινα κ᾽ ἡ γειτόνισσά μας τὸ Γηρακὼ εἶχαν φύγει νωρίς, γιατὶ δὲν εἶχαν ἄλλες ἐλιὲς νὰ μαζέψουν, πλιό, κ᾽ ἦρθε τὸ Γηρακώ, ἡ γειτόνισσα, καὶ μᾶς εἶπε πώς, νὰ τό ᾽ξερε, ἤθελε καθίσει στὸ χωριό μας, γιὰ νὰ σᾶς κάμῃ συντροφιά (χωριό της ὠνόμαζεν ἡ γραῖα τὸ παλαιὸν Ἔρημον Χωρίον) καὶ τῆς κακοφάνηκε ποὺ δὲν τό ᾽ξερε, γιὰ νὰ καθίσῃ· σὰν τ᾽ ἄκουσε κι ὁ Σταματάκης, αὐτὸ τὸ ἁιόπαιδο, δὲν ἤθελε νὰ βασταχθῇ, κ᾽ ἐφοβέριζε νὰ κινήσῃ νὰ ᾽ρθῇ στὸ χωριὸ μεσάνυχτα, μοναχός του· σὰν ἐβγῆκε τὸ φεγγάρι, κ᾽ ἐβλέπαμε νὰ περπατοῦμε, πλιό, γιὰ νὰ μὴν κινήσῃ νά ᾽ρθῃ μοναχός του ὁ Σταματάκης, ὁ ἀπόκοτος, κ᾽ ἔχω δυὸ καημούς, καὶ γιὰ τ᾽ ἐσᾶς καὶ γιὰ τ᾽ αὐτόνε, εἶπα κ᾽ ἐγώ, ἂς κινήσουμε νὰ πᾶμε, τώρα ποὺ βγῆκε τὸ φεγγάρι, πλιό… Κ᾽ ἔτσ᾽ ἤρθαμε.
Εἶχαν ἔλθει ψηλὰ ἀπὸ τὴν ράχιν, ἀπὸ τὰ Καλύβια τοῦ βουνοῦ, ὅπου εἶχαν μείνει νὰ διανυκτερεύσουν, ἡ γραῖα κι ὁ ἔγγονός της. Ἀπὸ τὸ πρωὶ εὑρίσκοντο εἰς τὴν μάνδραν, εἰς τὸ βουνόν. Εἶχαν ὑπάγει διὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ δύο βοσκοὺς κολλήγας των ὀλίγα καθυστερούμενα, εἰς μυζῆθρες καὶ τραχανάν, προερχόμενα ἀπὸ ἀντισπόρους καὶ ἀπὸ ἐνοίκια βοσκῶν. Τὸ βράδυ, αἱ τρεῖς γυναῖκες, αἵτινες εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν γειτονιὰν τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ἐπιστρέφουσαι εἰς τὴν πολίχνην ἐπέρασαν ἀπὸ τὰ Καλύβια, καὶ ἡ Φαλκίτσα γνωρίζουσα ὅτι ἡ κόρη της ἡ Μαχὼ εἶχε πρόθεσιν νὰ μείνῃ εἰς τὸ Ἔρμο Χωριὸ τὴν νύκτα ἐκείνην, ἐξηγήθη μὲ τὰς τρεῖς γυναῖκας, αἵτινες ἐξέφρασαν λύπην διότι δὲν τὸ ἤξευραν νὰ μείνουν χάριν συντροφιᾶς. Τότε, σὰν ἐνύκτωσε, ὁ Σταμάτης, τ᾽ ἁγιόπαιδο, καθὼς τὸν ἐπωνόμαζεν ἡ μάμμη του, ἐσήκωσεν ἐπανάστασιν, ἀπαιτῶν νὰ ὑπάγουν ὁμοῦ εἰς τὸ Παλαιὸν Χωρίον, ἄλλως ἠπείλει ὅτι θὰ ἐπήγαινε αὐτὸς ἢ μόνος ἢ μὲ δύο βοσκόπουλα, τὰ ὁποῖα θὰ ὡδήγουν τὰ μικρὰ κοπάδια τους πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο.
Ἡ γραῖα ἐνέδωκε, καὶ ἅμα τῇ ἀνατολῇ τῆς σελήνης ἀνεχώρησαν ὁμοῦ.
Ὁ Σταμάτης τώρα ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὸν ἐξάδελφόν του τὸ πῶς ἐγέλασε τὰ δύο βοσκόπουλα, τὰ ὁποῖα εἶχαν σχεδιάσει νὰ τὸν «σκιάξουν», καὶ ματαιώσας τὰ σχέδιά των, τὰ ἔσκιαξεν αὐτός, ἀντὶ νὰ τὸν σκιάξουν ἐκεῖνα.
― …Τὰ μυρίστηκα ἐγώ, ποὺ ἤθελαν νὰ κρυφτοῦν κάτω στὸ ρέμα, δίπλα στὸ δρόμο μας… τοὺς ἄκουσα ποὺ μουρμούριζαν οἱ δύο τους: «― Βρὲ σὺ Στάθη, καημένε, νά, μὲ τὴν κάπα νὰ στήσῃς ὁλόρθη τὴν κουκούλα, καὶ τὰ μανίκια τῆς κάπας νὰ τὰ σηκώσῃς ψηλά, νὰ φαίνεται σὰ στοιχειό. ― Ποῦ, βρὲ σύ, Γιάννη; τοῦ λέει, ὁ ἄλλος. ― Νά, κάτω, στὰ σκίνια ἐκεῖ… κ᾽ ἐγὼ νὰ κάνω τὸ βοϊδάκι, τάχα, νὰ μουγκρίζω… κι ἀπέκει, σὰ λακήσουν, τοὺς παίρνουμε μὲ τὰ κοτρώνια». Σὰν τά ᾽κουσα, καλά, νὰ σᾶς δείξω ἐγώ!… Λέγω τῆς γριᾶς νὰ καθίσῃ στὴν ἄκρη, νὰ βαστᾷ τὸν ἀνασασμό της, καὶ νὰ μὲ καρτερῇ, κ᾽ ἔφτασα… «― Ποῦ πᾷς; ― Σιώπα!» Παίρνω τὸ μονοπάτι, στὴν πέρα πάντα… Κατὰ τὰ σκίνια αὐτοί, κατὰ τὰ πρινάρια ἐγώ… Τοὺς βλέπω ἀντίκρυ ποὺ παραμόνευαν κρυμμένοι. Μιὰ πετριά· δεύτερη πετριά· κ᾽ ἐχώθηκα στὰ κλαριὰ μέσα… Ξαφνίζονται, γυρίζουν νὰ ἰδοῦν πόθεν ἔρχονται οἱ πετριές, σηκώνομαι, τοὺς βάζω στὸ κοντό, τοὺς ἀρχινῶ μὲ τὰ βράχια… Κατὰ τὰ σκίνια αὐτοί, κατὰ τὰ πρινάρια ἐγώ… Τό ᾽κοψαν κουμπούρι*… κ᾽ ἐλάκησαν, κι ἀκόμα λακοῦν… πίστεψαν πὼς ἦτον στοιχειὸ ποὺ τοὺς κυνήγησε. Τρέχω, ηὗρα τὴ μαννού μου, καὶ τὸ βάλαμε στὰ πόδια γιὰ δῶ. Καὶ νά μας, ἤρθαμε… Ἄ! δὲν φοβοῦμαι τὰ κρούσματα, θεια-Μαχώ!
Κι ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ὁ Σταμάτης τὸ παπαδοπαίδι, τ᾽ ἁγιόπαιδο, ἥρπασε τὴν φλάσκαν τὴν γεμάτην νερόν, καὶ τὴν ἄδειασε σχεδὸν ὅλην διὰ νὰ ξεδιψάσῃ… Εἶτα ἐξηπλώθη πρηνής, παρὰ τὸ κατώφλιον τῆς θύρας, καὶ ἤρχισε νὰ ροχαλίζῃ ἀκόμη πρὶν κοιμηθῇ.
(1903)
Read more » Διαβάστε Περισσότερα