Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ: Απέκδυση του παλαιού – ένδυση του νέου «εν Χριστώ» ανθρώπου

 

«Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» εἶναι ἕνας ὑπέροχος βαπτισματικός ὕμνος τῆς πρωτοχριστιανικῆς καί ὄχι μόνο Ἐκκλησίας, πού εἶναι παρμένος ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου[1] καί συνδέεται ἄμεσα μέ τή σημερινή προτροπή του, νά ἀποβάλλει ὁ καθένας τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἐνδυθεῖ τό νέο «ἐν Χριστῷ».

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποβάλλει τόν παλαιό ἄνθρωπο μέ τό βάπτισμά του, ἀλλά, ὅταν, ὅμως, μετά τό βάπτισμα ἁμαρτάνει καί ἁμαρτάνει, πιά, ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ, τότε, μέ τή μετάνοια-ἐξομολόγηση, γίνεται καί πάλι καθαρός. Τό πάθος στήν πνευματική ζωή εἶναι μιά φλεγμονή, ἕνα ἀπόστημα πού πρέπει νά ἀνοίξει. Πνευματικό νυστέρι εἶναι ἡ ἐξομολόγηση.

Στή σημερινή ἀποστολική περικοπή ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζει, ἀκριβῶς, τήν κατάσταση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου: «Ἀπονεκρώστε, λοιπόν, ὅ,τι σᾶς συνδέει μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν· τήν πορνείαν, τήν ἠθική ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία». Συνεχίζοντας τί ὑπογραμμίζει ὁ μέγας Ἀπόστολος; «Τώρα ὅμως πετάξτέ τα ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας: τήν ὀργή, τό θυμό, τήν πονηρία, τήν κακολογία καί τήν αἰσχρολογία. Μή λέτε ψέματα ὁ ἕνας στόν ἄλλον». Αὐτός εἶναι ὁ παλαιός ἄνθρωπος.

Πρώτη προτροπή καί σύσταση τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἡ νέκρωση τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ποιά μέλη; Ἀπονεκρώστε, λέει, τά μέλη πού ἐπιθυμοῦν τίς σαρκικές ἀπολαύσεις καί ἡδονές. Αὐτή ἡ κακή ἐπιθυμία εἶναι ἡ πηγή κάθε ἁμαρτίας.

«Καθένας μπαίνει σέ πειρασμό ἀπό τή δική του ἐπιθυμία. Αὐτή τόν παρασύρει καί τόν ἐξαπατάει» (Ἰακ. 1, 14-15). Ὅταν αὐτή ἡ ἐπιθυμία δέν προληφθεῖ, γίνεται πάθος· «ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία αὐτή συλλαμβάνει τό κακό καί γεννάει τήν ἁμαρτία» (Ἰακ. 1, 15). Τότε ὁ ἄνθρωπος, μεθυσμένος ἀπό τό πάθος καί τή δίψα γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς κακῆς ἐπιθυμίας, εἶναι ἕτοιμος νά καταπατήσει τήν τιμή, τίς ἀξίες, ἀλλά καί τή λογική του ἀκόμη. Αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ πάθους. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος διαρκῶς ὑπογραμμίζει: «Ἀπονεκρώστε, λοιπόν, ὅτι σᾶς συνδέει μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν».

Φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία: Αὐτές οἱ τρεῖς λέξεις συνοψίζουν τά πάθη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου· ἐφόσον ἡ ἁμαρτία, «ὁλοκληρωθεῖ, φέρνει τό θάνατο» (Ἰακ. 1, 15). Μέχρι ἐδῶ εἶναι τό πρῶτο μέρος τοῦ ἀγώνα τῆς ἀποβολῆς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἀποβάλλει κάτι παλιό, πρέπει νά ντυθεῖ κάτι καινούργιο. Τό νέο ἄνθρωπο τόν ντυθήκαμε μέ τό βάπτισμα· ἀπαιτεῖται, ὅμως, ὁ χιτώνας αὐτός νά παραμένει, ἐσαεί, λευκός. Γι’ αὐτό στήν πτώση, μετά τό βάπτισμα, τό ρύπο τόν ξεπλένει τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐξομολόγησης.

Ὁ Χριστός μέ τό αἷμα του μᾶς χάρισε ἔνδυμα πού εἶναι ὑφασμένο μέ τά νήματα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ὁ ἄνθρωπος ντυμένος τήν ἀρετή δοξάζει τόν Κύριό του καί ἔτσι θά ἀντιδοξασθεῖ «ὅταν ὁ Χριστός φανερωθεῖ, πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή μας».

[1] Γαλ. 3, 27.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ- "ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ".

 


Μικρά διηγήματα από τα «Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ»
– Ἔλα συχάστε, διαβολάκια!
– Γιαννάκη Γιαννακάκη – κομάτι κρεατάκι…
Εἰς μεγάλην στενοχωρίαν εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκης, ὁ γιὸς τοῦ κὺρ-Νικόλα τοῦ μυλωνᾶ. Ὅπου ἐγύριζε τὰ μάτια του, ὅπου ἅπλωνε τὰ χέρια του δὲν ἐπίανε ἄλλο ἀπὸ Καλικαντζάρους. Ἦταν τόσοι δὰ κοντοί, σὰν ἕνα καρύδι καὶ εἶχαν τὰ γένια μακριὰ καὶ τὰ πόδια τους τράγινα καὶ ἕνα μυτερὸ ψηλὸ σκοῦφο εἰς τὸ κεφάλι τους. Ἐσκέπαζαν ὅλο τὸ πάτωμα τοῦ μύλου· βελόνι νὰ ἔριχνες δὲν θὰ ἔπεφτε χάμω.
Ὁ γιὸς τοῦ μυλωνᾶ ἔψηνε εἰς τὴν σούβλα χοιρινὸ καὶ ξίγκι καθὼς ἔσταζε εἰς τὰ κάρβουνα ἔβγαζε καπνὸ καὶ πεντοβολοῦσε, ποὺ ἦταν νὰ λιγώνεται κανείς. Τὰ διαβολάκια φυσικὰ λιχούδικα δὲν ἠμποροῦσαν νὰ κρατηθοῦν καὶ τὰ μικρὰ σὰν καρδαμόσπορος μάτια τους, ἄναβαν ὅπως τὰ κάρβουνα τῆς θράκας. Ἐκεῖνα τουλάχιστον ἐρουφοῦσαν τὸ λίπος· μὰ οἱ Καλικάντζαροι;
– Γιαννάκη, Γιαννακάκη – κομμάτι κρεατάκι! ἐζητιάνευαν ἀδιάκοπα, κολλώντας ἀπάνου εἰς τὸν Γιαννάκη σὰν τσιμπούρια.
– Ἔλα, συχᾶστε διαβολάκια· τοὺς ἔλεγε καλοπιαστὰ ἐκεῖνος.
Καὶ κάθε τόσο γιὰ νὰ τὰ ξεφορτώνεται, ἔβγαζε ἀπὸ τὴ σούβλα μισοψημένο κομμάτι κρέας καὶ τὸ ἔριχνε στὸ σωρό! Ἐκεῖνοι χιμοῦσαν, πατεῖς με πατῶ σε ἀπάνω εἰς τὸ κομμάτι, οὔρλιαζαν, ἐχτυπιόνταν, δαγκώνονταν συναμεταξύ τους, ὥσπου τὸ κομμάτι ἐχώνευε εἰς τὴν ἀχόρταγη κοιλιὰ μερικῶν. Οἱ ἄλλοι δυσαρεστημένοι ἐρίχνονταν πάλι εἰς τὸν Γιαννάκη τὸν τσίμπαγαν, τὸν ἔκρυβαν ὁλόκορμον. Καὶ ἐκεῖνος ἐπέταε ἄλλο κομμάτι καὶ ὕστερα ἄλλο ὥσπου ἡ σούβλα ἐκόντευε νὰ μείνῃ δίχως κρέας καὶ ὁ γιὸς τοῦ μυλωνᾶ θεονήστικος.
Ὁ πατέρας του ἀρρώστησε ξαφνικὰ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μύλο τὴν αὐγή. Ὁ Γιαννάκης ἔμεινε στὸ πόδι του νὰ τελειώσῃ τ᾿ ἁλέσματα. Κάθε στιγμὴ φόρτωμα ξεφόρτωμα. Ἀπὸ τὶς πλάτες τοῦ γαϊδάρου ἔσερνε τὸ σιτάρι στὴ σκάφη τοῦ μύλου καὶ ἀποκεῖ πάλι, ζεστὸ τὸ ἀλεύρι τὸ ἔριχνε στὸ σακὶ καὶ τὸ ἐφόρτωνε ξανὰ εἰς τὶς πλάτες τοῦ ζώου. Ὅλη τὴν ἡμέρα δὲν ἧβρε μία στιγμὴ νὰ ἡσυχάσῃ τὸ παιδί. Οὔτε νὰ φάῃ καλὰ καλὰ δὲν μπόρεσε ὥσπου νύχτωσε. Καὶ τώρα ποὺ ἐπίστευε πὼς ἐτελείωσαν πιὰ τὰ βάσανά του, πλάκωσαν οἱ Καλικάντζαροι καὶ ἤθελαν παιχνίδια.
Μπρὲ ὄρεξη ποὺ τὴν εἶχαν! Μὰ καὶ γιατί νὰ μὴν ἔχουν; Μήπως δούλεψαν ποτέ τους; Ἐκόπιασαν στὴ ζωή τους γιὰ τὸ καρβέλι; Κάθονται ὅλη τὴν ἡμέρα ξαπλωμένοι στὶς σπηλιές, χορταίνουν μὲ τὶς σαῦρες καὶ τὰ φίδια ποὺ τοὺς στέλνει ἡ τύχη καὶ βγαίνουν τὴ νύχτα νὰ παιγνιδίζουν καὶ νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Καλὸ κι αὐτό!
Καὶ ὁ Γιαννάκης ἐβασάνιζε τὸ μυαλό του μὲ τί τρόπο θὰ πείσῃ τὰ διαβολάκια νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ φάῃ.
– Νὰ σᾶς πῶ, ρὲ παιδιά· τοὺς εἶπε μαλακά.
– Νὰ μᾶς πῇ ὁ ἄγουρος ὁ κολοκυθομάγουλος!… Νὰ μᾶς πῇ ὁ ἄγουρος ὁ κολοκυθομάγουλος! ἐβάβιζαν ἀμέσως ὁμόφωνα οἱ Καλικάντζαροι.
Καὶ συνάχτηκαν γύρω του, ἀνέβηκαν εἰς τὰ γόνατά του, ἐσκάλωσαν εἰς τοὺς ὤμους του· ἄλλοι κρεμάστηκαν ἀπὸ τὰ μουστάκια καὶ τὸ κοντὸ γουνάκι του, καὶ γιὰ μία στιγμὴ τὸν σκέπασαν ὅλον σὰν ἥμερο γατάκι οἱ ποντικοί. Χαχάνιζαν μεταξύ τους σὰν χῆνες· τὸν τσιμποῦσαν στὰ γυμνὰ τάχα γιὰ νὰ τὸν χαϊδέψουν· τὸν δάγκωναν τάχα γιὰ νὰ τὸν φιλήσουν καὶ τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς! ἔτριζαν καὶ πορδοκοποῦσαν ξαδιάντροπα, ποὺ ἔκαμαν τὸ μύλο νὰ βρομάῃ σκορδίλας.
Καὶ παπᾶς θὰ γένεις Κώστα – ἔτσι τὸ φέρε ἡ κατάρα· ἐσκέφτηκε ὁ Γιαννάκης. Ἔτσι ποὺ βρέθηκε ὁλομόναχος μέσα στὸ μύλο, ὅλα ἔπρεπε νὰ τὰ ὑποφέρῃ. Τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ. Ἔπειτα ἤξερε καλὰ πὼς οἱ Καλικάντζαροι, μόνον τὰ Δωδεκαήμερα γυρίζουν εἰς τὴ γῆ καὶ θέλουν νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλον τὸν ἄλλο χρόνο βρίσκονται κάτω εἰς τὰ βαθειὰ καὶ τ᾿ ἄπατα καὶ πριονίζουν τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς ποὺ βαστάῃ τὸν κόσμο, μὲ τὴν κακὴ πρόθεση νὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο. Πριονίζουν πριονίζουν ὡς τὰ Δωδεκαήμερα καὶ δὲν ἀπομένει παρὰ μία φλούδα. Τότε ὅμως τὸ ἀφήνουν καὶ βγαίνουν εἰς τὴ γῆ γιὰ νὰ χαροῦν τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχουν ἀπὸ τὸν Παντοδύναμο νὰ πειράξουν τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ξέρουν πὼς ἅμα γυρίσουν πάλι, θὰ εὕρουν τὸ Δέντρο θρεμμένο καὶ φτοὺ κι ἀπὸ τῆς ἀρχῆς.
Μὰ τὸ ἀφήνουν· γιατὶ ἡ χαρά τους νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους εἶναι πολὺ μεγάλη. Μὰ πόσο θὰ εἶναι ἡ βασιλεία τους ἀκόμη; συλλογίζεται ὁ Γιαννάκης. Αὔριο θ᾿ ἁγιάσουν τὰ νερὰ καὶ μὲ τὸ χάραμα τὰ δαιμόνια θὰ φύγουν φοβισμένα γιὰ νὰ κρυφτοῦν πάλι εἰς τὶς σπηλιές τους. Ὧρες ἔχουν ἀκόμα. Καὶ αὐτὲς τὶς ὧρες πρέπει νὰ κάμει τρόπο νὰ τὶς περάσῃ ὅσο μπορέσῃ καλύτερα μαζί τους.
– Μὰ ῾συχᾶστε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ! λέει μὲ χαμόγελο, πιάνοντας μερικοὺς ἁπαλὰ γιὰ νὰ τοὺς ξεκολλήσῃ ἀπὸ πάνω του.
– Ἔλα, λέγε…
– Καθίστε πρῶτα χάμου.
Ἀκούστηκε ἕνα δυνατὸ φάπ! σὰ νὰ ἔσκασε καμιὰ φούσκα γεμάτη ἀέρα καὶ ὅλοι οἱ Καλικάντζαροι βρέθηκαν κατάχαμα. Καὶ ἐκεῖ ποὺ περίμεναν περίεργοι νὰ τὸν ἀκούσουν, ὁ γιὸς τοῦ μυλωνᾶ σοβαρὸς ἔβγαζε ἀπὸ τὴ σούβλα τὸ κρέας κι ἔχαφτε ζεστὰ καυτὰ τὰ κομμάτια.
– Ἔλα, θὰ μᾶς πεῖς; εἶπαν πολλοὶ ἀνυπόμονα.
– Μωρὲ θὰ μᾶς πῇς! εἶπε θυμωμένα καὶ ὁ Μπάκακας.
Αὐτὸς ὁ Μπάκακας εἶναι ἕνα γεροντάκι μὲ ἄσπρη γενειάδα, μακριὰ ὅσο δύο ὀργιὲς καὶ ἀπὸ κάθε τρίχα της κρέμεται καὶ ἕνα καλικαντζαρόπουλο, ὅπως εἰς τὰ ψιλὰ κλωνιὰ οἱ κουρμᾶδες. Ὅταν περιπατῇ καὶ σέρνεται ἡ ἄσπρη γενειάδα του εἰς τὸ χῶμα, καθὼς πηδοῦν τὰ Καλικαντζαρόπουλα ἀπάνω, θαρρεῖς πὼς πηδοῦν τὰ ψάρια στὴν ἀπόχη. Κρατοῦσε εἰς τὸ χέρι του ἕνα λιανὸ ραβδὶ – τὸ σκῆπτρο του – καὶ μ᾿ ἐκεῖνο ἐγινόταν σεβαστὸς εἰς τοὺς συντρόφους του. Ὁ Γιαννάκης ἐκατάλαβε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ παίξῃ γιὰ πολὺ μὲ τὸν παμπόνηρο Μπάκακα καὶ ἠθέλησε νὰ μιλήσῃ. Μὰ δὲν μπόρεσε γιατ᾿ ἦταν μπουκωμένος καὶ βιαζότανε νὰ καταπιῇ τὸ κρέας ποὺ τοῦ ζεμάτισε τὸ στόμα. Καὶ ὅσο ἐβιαζόταν τόσο ἐκιντύνευε νὰ πνιγῇ καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια του σὰν τάλαρα.
Τὸ γεροντάκι κατάλαβε κι ἔγνεψε μὲ θυμὸ εἰς τὴ συντροφιά. Ἐκεῖνοι χύθηκαν σὰν μανιασμένοι ἀπάνω στὴ σούβλα, ἅρπαξαν τὰ κρέατα, τὰ σκόρπισαν κατάχαμα καὶ ἄρχισαν νὰ τὰ κλωτσοπατοῦν μὲ πεῖσμα.
– Τρίτσι πρίτς… τρίτσι πρὶτς … ἔκαναν κοιτάζοντας μὲ γέλια καὶ χάχανα τὸ Γιαννάκη.
Ὡστόσο ὁ μυλωνᾶς κάτι ἔφαγε καὶ ἂν δὲν ἐχόρτασε κάπως ἐκράτησε τὴν πείνα του. Γιὰ τοῦτο δὲν τὸν ἔμελλε καὶ πολύ. Θύμωσε ὅμως περισσότερο γιὰ τὰ βρομερὰ παιγνίδια τους καὶ ἀπάνω εἰς τὸ θυμό του, ἅρπαξε ἕνα δαυλὶ ἀναμμένο καὶ τὸ ἔριξε ἀπάνω στὰ διαβολάκια.
Τρίτσι πρίτς!… τρίτσι πρίτς!… τρίτσι πρίτς!
Ἐσκόρπισαν ὅλοι ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν κοπάδι πρόβατα ποὺ βλέπουν τὸ λύκο. Οἱ Καλικάντζαροι φοβοῦνται τὴ φωτιά. Δὲν ξέχασαν ἀκόμα τὸ τί τοὺς ἔκαμε ἡ πονηρὴ γριά, λίγο παραμπρὸς σὲ μερικοὺς ἀπ᾿ αὐτούς. Τοὺς ξεγέλασε, τοὺς ἔκλεισε εἰς ἕνα μικρὸ βουτσὶ καὶ τοὺς ἔκαψε ὁλοζώντανους. Καὶ γιατί αὐτό; Γιατὶ τ᾿ ἀναθεματισμένα πῆγαν καὶ ντρόπιασαν τὴν κόρη της στὸν ὕπνο. Τὴν γκάστρωσαν κι ἀπὸ τότε εἶναι τὰ καλικαντζαρόπουλα στὸν κόσμο…
Ὡστόσο ὁ Γιαννάκης ἄρχισε νὰ σκέπτεται εἰς τὰ σοβαρὰ πῶς νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ δαύτους. Ἡ νύχτα πῆρε δρόμο· σὲ λίγο θὰ ξημέρωνε παραμονὴ τῶν Φώτων καὶ ἔπρεπε νὰ πάῃ τὸ ἅλεσμα σπίτι του, γιὰ νὰ ζυμώσουν τὰ ψωμιά. Μὰ πῶς νὰ κάμῃ νὰ ξεφύγῃ τὰ δαιμόνια;
– Παιδιά, χορεύουμε; ρώτησε ξαφνικὰ πηδώντας ὀρθός.
– Ναί, χορεύουμε! εἶπαν ὅλοι πρόθυμα.
Καὶ ἄρχισαν νὰ κινοῦν τὰ ἀραχνένια πόδια τους, ἄλλοι νὰ σηκώνουν ψηλὰ τὰ χέρια, νὰ φωνάζουν βραχνά, νὰ σφυρίζουν κι ἕνας μικρὸς ἅρπαξε ἀπὸ κάπου ἕνα κουρέλι καὶ τὸ κουνοῦσε γιὰ μαντίλι τάχα.
– Ὄχι μέσα· εἶπε ὁ Γιαννάκης. Ἔξω, στὸ φεγγαράκι.
– Ναὶ ἔξω! ἐσυμφώνησαν ὅλοι.
Καὶ κοπαδιαστὰ ἐχύθηκαν ἔξω καὶ γέμισαν τὴν αὐλὴ τοῦ μύλου. Τὸ φεγγάρι ἦταν εἰς τὸ μεσουράνημα· τὰ ἄστρα τῆς αὐγῆς ἕνα μὲ τὸ ἄλλο φαίνονταν λαμπρὰ εἰς τὸν ὁρίζοντα. Ὁ ἀγέρας ποὺ ὅλη τὴ νύχτα φυσοῦσε ἄγριος καὶ κουνοῦσε τὰ δέντρα, ἐσάρωσε κάθε σύγνεφο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Μακριὰ φαίνονταν τὰ βουνὰ ποὺ ἔκλειαν ὁλόγυρα τὸν πλατὺ κάμπο. Τὰ φύλλα τῶν δέντρων λουσμένα γυάλιζαν μὲ τὴν αὐγινὴ δροσιά.
Οἱ Καλικάντζαροι μὲ τὸ γιὸ τοῦ μυλωνᾶ χόρευαν καὶ χόρευαν. Οἱ στριγκὲς φωνές τους γίνονται ἕνα μὲ τὰ νυχτοπούλια καὶ τὰ τριζόνια.
– Μωρὲ παιδιά· τ᾿ ἄλογο φρουμάζει· εἶπεν ὁ Γιαννάκης ξαφνικά. Νὰ ἰδῶ μία ματιὰ κι ἔφτασα.
Ἐμπῆκε βιαστικὰ εἰς τὸ μύλο, ἐφόρτωσε δύο σακιὰ ἀλεύρι στὸ ἄλογο, μπῆκε σ᾿ ἄλλο σακὶ κι ἔπεσε ἀπανογώμι εἰς τὸ σαμάρι. Ντί! τὸ ζῶο καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἄλλη πόρτα, παίρνοντας τὸ δρόμο τοῦ χωριοῦ.
Ὡστόσο οἱ Καλικάτζαροι εἶχαν τόση ὄρεξη γιὰ χορό, ποὺ δὲν ἐπρόσεξαν καθόλου πὼς ἔλειπε ὁ μυλωνᾶς. Ἕνας μὲ τὸν ἄλλον ἔμπαιναν μπροστὰ καὶ χόρευαν διαβολεμένα κι ἐτραγουδοῦσαν δυνατά:
– Χορεύ᾿ ἡ λάσπη κι ἡ σβουνιὰ
κι ἡ γιδοκακαρέτζα·
χορεύει τὸ παλιόσκουτο
μὲ τὴν παλιανδρομίδα!…
– Μωρ᾿ ὁ μυλωνᾶς τί ἔγινε; ἔξαφνα ὁ Μπάκακας.
– Ναί, ὁ μυλωνᾶς! ποῦ εἶν᾿ ὁ μυλωνᾶς! ἐρώτησαν καὶ οἱ ἄλλοι μεταξύ τους.
Μερικοὶ ἔτρεξαν ἀμέσως εἰς τὸ μύλο, ἔφεραν γύρα ὅλα τὰ σακιά, ἔψαξαν εἰς τὴ σκάφη, κοίταξαν τὸ βαρδάρι, χώθηκαν καὶ κάτω ἀπὸ τὴ μυλόπετρα· μὰ πουθενὰ Γιαννάκης.
– Ἔφυγε! εἶπαν κοιτάζοντας ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀπορία καὶ ὀργή.
– Τί νὰ κάνουμε;
– Νὰ τὸν φτάσουμε· ἐπρόσταξε θυμωμένος ὁ Μπάκακας.
Εἰς τὴν στιγμὴν ἐχάθηκαν ὅλοι σὰν ἀνεμοστρόβιλος ἐμπρός, πατῶντες τὴ λάσπη μὲ φωνὲς καὶ θόρυβο, σὰν κοπάδι τσακάλια ποὺ βαβίζουν. Σὲ λίγο πρόφτασαν τὸ ἄλογο τοῦ Γιαννάκη ποὺ πήγαινε εἰς τὸ χωριὸ μὲ τὸ κανονικὸ βῆμα του. Τριγύρισαν ὅλοι τ᾿ ἄλογο καὶ κοίταξαν ν᾿ ἀνακαλύψουν τὸ μυλωνᾶ.
– Νά τό ᾿να πλευρό, νά καὶ τ᾿ ἄλλο, νά καὶ τ᾿ ἀπονογώμι· μὰ ὁ μυλωνᾶς ποῦ εἶναι; ἐρωτοῦσαν μεταξύ τους ἀγαναχτισμένοι.
– Πίσω θά ᾿μεινε· εἶπε ὁ Μπάκακας. Ἀμέσως τὸ ᾿βαλαν ὅλοι πίσω μὲ σουρητά, τριποδίζοντας σὰν ἄγρια πουλάρια. Ἔψαξαν ὅλο τὸ δρόμο ὡς τὸ μύλο, τοὺς τράφους καὶ τὰ βάτα, σήκωσαν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη· μὰ δὲν ἀπάντησαν πουθενὰ τὸ Γιαννάκη. Ἐγύρισαν τότε πάλι κοντὰ εἰς τὸ ἄλογο, ποὺ ἐπήγαινε ἥσυχα τὸ δρόμο του καὶ ἄρχισαν μὲ περισσότερο πεῖσμα τὸ ψάξιμο.
– Νά τὸ ᾿να πλευρό, νά καὶ τ᾿ ἄλλο, νά καὶ τ᾿ ἀπονωγόμι· μὰ ὁ κερατᾶς ὁ μυλωνᾶς ποῦ ᾿ναι; ἔλεγαν συναμεταξύ τους.
– Μπροστὰ πάει· φώναξε πάλι θυμωμένος ὁ Μπάκακας.
Τώρα ἔτρεξαν ὅλοι μπροστά, ἔψαξαν ὅλο τὸ δρόμο ὡς τὰ πρῶτα σπίτια τοῦ χωριοῦ.
* * *
Ὡστόσο ὁ Γιαννάκης χωμένος εἰς τὸ σακὶ καὶ μ᾿ ὅλο του τὸ φόβο, δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὰ γέλια, ὅσο ἔβλεπε τὰ τρεχάματα τῶν Καλικατζάρων. Κάποτε σήκωνε φοβιχτὰ τὸ κεφάλι καὶ κοίταζε ἀνυπόμονα ἐμπρὸς νὰ ἰδῇ τὸ χωριό του. Τέλος κάτω ἀπὸ τὸ πρῶτο γλυκοχάραμα τὸ εἶδε ἀριστερά, μὲ τὶς πολλὲς μουριές του καὶ τὰ ἄσπρα σπιτάκια του.
– Ξύλα κούτσουρα δαυλιὰ καυμένα! ἐφώναξε ἀμέσως μὲ ὅλη του τὴ δύναμη.
Οἱ Καλικάτζαροι ἐγύρισαν καὶ εἶδαν κι ἐκεῖνοι τὸ χωριό. Κρύος φόβος τοὺς κυρίεψε ἀμέσως καὶ στάθηκαν γιὰ κάμποση ὥρα ἄφωνοι, ἄλαλοι ὅπου βρισκόταν καθένας, σὰν καρφωμένοι. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ χωριὸ τὸ πρῶτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ – Κουκούκου!…
– Πάμετε! εἶπε πικραμένος ὁ Μπάκακας, ὅταν εἶδε τὸ Γιαννάκη καθισμένον ἀπάνω εἰς τὸ ἄλονό του νὰ τοὺς περιγελᾶ. Δὲν εἶναι πιὰ δουλειὰ στὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι μᾶς πέρασαν.
Καὶ σηκώνοντας τὸ ραβδί του ψηλὰ σὰ σημαία μπῆκε μπροστὰ καὶ οἱ ἄλλοι τὸν ἀκολουθοῦσαν φωνάζοντας:
Φεύγετε νὰ φεύγουμε
γιατ᾿ ἔφτασ᾿ ὁ τουρλόπαπας
μὲ τὴν ἁγιαστήρα του
καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του.
Μᾶς ἔβρεξε, μᾶς ἅγιασε
καὶ μᾶς καψοκώλιασε!…
Τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς!

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Σαν σήμερα... 19 Ιανουαρίου

 Σαν σήμερα 

Τα σημαντικότερα γεγονότα της 19ης Ιανουαρίου


1764: Γίνεται η πρώτη αναφορά για χρήση επιστολής - βόμβας. Ο δανός ιστορικός Μπόλε Λούξντορφ γράφει στο ημερολόγιό του ότι ο συνταγματάρχης Πόουλσεν δέχθηκε ένα πακέτο στο σπίτι του και όταν το άνοιξε αυτό εξερράγη και τον τραυμάτισε.
1806: Οι Βρετανοί καταλαμβάνουν το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στην Αφρική.
1827: Mάχη του Διστόμου: 600 μαχητές από το Σούλι και τη Λιβαδειά υπό τους Νότη Μπότσαρη και Δράκο νικούν στο Δίστομο 2.500 Tούρκους του Kιουταχή.
1903: Ανακοινώνεται η διοργάνωση του πρώτου ποδηλατικού γύρου της Γαλλίας, με την ονομασία «Τουρ ντε Φρανς».
1920: Η αμερικανική Γερουσία ψηφίζει κατά της συμμετοχής των ΗΠΑ στην Κοινωνία των Εθνών.
1941: Το υποβρύχιο «Πρωτεύς» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Μιχαήλ Χατζηκωνσταντίνου βυθίζει στην Αδριατική το ιταλικό οπλιταγωγό «Σαρδηνία». Την ίδια μέρα διεξάγεται συνάντηση κορυφής των δυνάμεων του Άξονα στην Αυστρία. Ο Χίτλερ συμφωνεί να παράσχει βοήθεια στους Ιταλούς, στο πόλεμο στη Βόρεια Αφρική και ανακοινώνει στο Μουσολίνι την πρόθεσή του να άρει το βαλκανικό αδιέξοδο. Οι προθέσεις του γερμανού δικτάτορα ωθούν το Μουσολίνι στην ανάληψη επιθετικής δράσης εναντίον των Ελλήνων.
1946: Οι Αμερικανοί συστήνουν το Διεθνές Στρατοδικείο της Άπω Ανατολής για να δικάσει τους Ιάπωνες εγκληματίες πολέμου.
1947: Ναυτική τραγωδία στο νότιο Ευβοϊκό, «ο ελληνικός Τιτανικός»: Το ατμόπλοιο «Χειμάρρα», με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα που εκτελεί το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη - Πειραιάς, βυθίζεται μεταξύ Νέων Στύρων και Αγίας Μαρίνας, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο τουλάχιστον 383 άτομα. Ανάμεσά τους πολλά γυναικόπαιδα, πολιτικοί κρατούμενοι και χωροφύλακες συνοδοί.
1949: Ο βασιλιάς Παύλος αναθέτει στο Θεμιστοκλή Σοφούλη το σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
1952: Διοργανώνεται πανσπουδαστικό συλλαλητήριο στην Αθήνα υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
1965: Τη διάλυση της Νεολαίας Λαμπράκη δια της δικαστικής οδού «εφόσον αποδειχθεί η εξάρτησής της από το ΚΚΕ» εξαγγέλλει ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου.
1997: Ο Γιάσερ Αραφάτ επιστρέφει στη Χεβρόνα ύστερα από 30 χρόνια και πανηγυρίζει την αποχώρηση και του τελευταίου Ισραηλινού από την πόλη αυτή της Δυτικής Όχθης.
2003: O Νίκος Μαγγίτσης είναι ο πρώτος Έλληνας που φτάνει στο Νότιο Πόλο. Μαζί με δύο Αμερικανούς διήνυσαν απόσταση 250 χιλιομέτρων, με θερμοκρασία που έφτανε τους -50 βαθμούς Κελσίου, και ύψωσε στο νοτιότερο σημείο του πλανήτη τις σημαίες της Ελλάδος και των Ολυμπιακών Αγώνων.
2010: Ανακοινώνεται ότι τα θύματα της νέας γρίπης στη Ελλάδα έφτασαν τα 100.

Γεννήσεις

399 - Πουλχερία, Βυζαντινή αυτοκράτειρα
1544 - Φραγκίσκος Β', βασιλιάς της Γαλλίας
1736 - Τζέιμς Βατ, Σκωτσέζος εφευρέτης
1809 - Έντγκαρ Άλαν Πόε, Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής
1813 - Χένρι Μπέσεμερ, μηχανικός και εφευρέτης
1839 - Πολ Σεζάν, Γάλλος ζωγράφος
1851 - Γιάκομπς Κάπτεϊν, Ολλανδός αστρονόμος
1913 - Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, αρχιεπίσκοπος της Κύπρου
1920 - Χαβιέ Πέρεζ ντε Κουέγιαρ, πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ
1921 - Πατρίτσια Χάισμιθ, συγγραφέας
1923 - Τζίν Στέιπλετον, Αμερικανίδα ηθοποιός
1939 - Φιλ Έβερλι, τραγουδιστής
1942 - Γιώργος Χατζηνάσιος, Έλληνας συνθέτης
1942 - Μάικλ Κρόφορντ, ηθοποιός και τραγουδιστής
1943 - Τζάνις Τζόπλιν, διάσημη τραγουδίστρια των μπλουζ και ροκ
1946 - Ντόλι Πάρτον, Αμερικανίδα τραγουδίστρια της κάντρι μουσικής, συνθέτης και ηθοποιός
1947 - Έλενα Ναθαναήλ, Ελληνίδα ηθοποιός
1949 - Ρόμπερτ Πάλμερ, τραγουδιστής και κιθαρίστας
1955 - Σάιμον Ρατλ, Βρετανός μαέστρος
1980 - Άρβυντας Ματσιγιάουσκας, Λιθουανός μπασκετμπολίστας
1980 - Τζένσον Μπάτον, Βρετανός Παγκόσμιος Πρωταθλητής της Φόρμουλα 1
1983 - Ουτάντα Χικάρου, τραγουδιστής και συνθέτης
1983 - Ίσμαελ Μπλάνκο, Αργεντίνος ποδοσφαιριστής

Θάνατοι

1828 - Αλέξανδρος Υψηλάντης, στρατιωτικός και αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας
1847 - Τσαρλς Μπεντ, επικεφαλής εξερευνητικών αποστολών των ΗΠΑ, που είχαν φθάσει ως το Νέο Μεξικό
1878 - Χένρι Βίκτορ Ρεγκώ, Γάλλος φυσικός επιστήμονας και χημικός
1975 - Τόμας Χαρτ Μπέντον, σπεσιαλίστας της τοιχογραφίας
1997 - Πολ Τσόγκας, Αμερικανός γερουσιαστής και διεκδικητής του προεδρικού χρίσματος των Δημοκρατικών
1997 - Τζέιμς Ντίκι, Αμερικανός ποιητής και μυθιστοριογράφος
1998 - Καρλ Πέρκινς, κιθαρίστας
2000 - Μπετίνο Κράξι, πρωθυπουργός της Ιταλίας
2000 - Χέντι Λαμάρ, ηθοποιός
2007 - Χραντ Ντινκ, αρμενικής καταγωγής Τούρκος δημοσιογράφος και συγγραφέας
http://www.newsbeast.gr
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτή του Οσίου Μακαρίου του Αιγυπτίου.

 

 

Τη μνήμη του Οσίου Μακαρίου τιμά σήμερα, 19 Ιανουαρίου, η Εκκλησία μας.
Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος γεννήθηκε το 301 μ.Χ. σε κάποιο χωριό της Άνω Αιγύπτου και έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.).
Σε ηλικία 30 χρόνων αποσύρθηκε στην έρημο της Νιτρίας και στη Συρία, όπου παρέμεινε για εξήντα ολόκληρα χρόνια και απέκτησε μεγάλη φήμη για τον ασκητικό του βίο και τις άλλες θαυμαστές αρετές του. Επειδή, παρά το νεαρό της ηλικίας του, προέκοπτε στις αρετές ονομάσθηκε «παιδαριογέρων».
Στην έρημο γνώρισε τον Μέγα Αντώνιο του οποίου έγινε μαθητής. Σε ηλικία 40 ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και λόγω της ενάρετης ζωής του αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θεραπείας των ασθενών και της προφητείας. Λέγεται ότι συνεχώς επικοινωνούσε με τον Θεό «και μάλλον τω πλείονι χρόνω προσδιατριβείν Θεώ ή τοις υπ’ ουρανόν πράγμασιν».
Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος υπήρξε γέννημα θρέμμα της ερήμου. Για να είναι, λοιπόν, απερίσπαστος και να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον Θεό, έσκαψε ο ίδιος και άνοιξε μια υπόγεια στοά, που άρχιζε από το κελί του και είχε μήκος εκατό περίπου μέτρα. Στην άκρη της στοάς διεύρυνε τον χώρο και διαμόρφωσε ένα σπήλαιο. Έτσι είχε την δυνατότητα όταν προσέρχονταν σε αυτόν πολλοί άνθρωποι και τον ενοχλούσαν, να κατεβαίνει στη στοά, χωρίς να τον παίρνουν είδηση και μέσω αυτής να πηγαίνει στο σπήλαιο και να κρύβεται, ώστε να μην μπορεί να τον βρει κανένας.
Κάποτε πήγε και συνάντησε τον Άγιο Μακάριο ένας αιρετικός, που είχε μέσα του δαιμόνιο και ισχυριζόταν ότι δεν είναι δυνατό να γίνει ανάσταση νεκρών. Ο Άγιος τότε, προκειμένου να τον πείσει, ανέστησε ένα νεκρό. Έλεγε δε ότι υπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Από αυτά, το ένα πολεμά τους ανθρώπους, παρασύροντάς τους σε πάθη τερατώδη και ακατονόμαστα, ενώ το άλλο, το οποίο ονομάζεται και «αρχικό», δημιουργεί στις ψυχές των ανθρώπων διάφορες κακοδοξίες και πλάνες. Αυτούς, μάλιστα, τους δαίμονες του δεύτερου τάγματος, τους ξεχωρίζει ο Σατανάς και τους αποστέλλει στους μάγους και στους αιρεσιάρχες.
Επίσης, κάποτε ένας μαθητής του Οσίου έκλεβε τα πράγματα φτωχών ανθρώπων και, παρά τις συμβουλές του, δεν διόρθωνε το πάθος του αυτό. Με το προορατικό του λοιπόν χάρισμα ο Όσιος, προείπε ότι θα ξεσπούσε η οργή του Κυρίου εναντίων του. Και πραγματικά, ο μαθητής του προσβλήθηκε από μια φοβερή αρρώστια, την ελεφαντίαση. Το δέρμα του σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε και ζάρωσε.
Είναι προς πνευματική μας ωφέλεια να αναφέρουμε και ένα άλλο θαυμαστό γεγονός που συνέβη με τον Όσιο Μακάριο: κάποτε εκεί που περπατούσε στην έρημο βρήκε ένα κρανίο. Ήταν κάποιου που είχε διατελέσει ιερέας των ειδώλων. Μόλις ο Μακάριος πλησίασε και τον ρώτησε, άκουσε να του λέει ότι με τις προσευχές του ένιωθαν κάποια μικρή ανακούφιση στον πόνο τους, οι βρισκόμενοι στην κόλαση, όταν τύχαινε ο Όσιος και προσευχόταν υπέρ αυτών.
Ο Όσιος Μακάριος σε προχωρημένη ηλικία εξορίσθηκε σε νησίδα του Νείλου από τον Αρειανό Επίσκοπο Αλεξανδρείας Λούκιο και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 90 ετών το έτος 391 μ.Χ
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 19 Ιανουαρίου 2025

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 19 Ιανουαρίου 2025- των Δέκα Λεπρών

 Ευαγγ. Ανάγνωσμα-των Δέκα Λεπρών  : ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ

(ΛΟΥΚ.ΙΖ´ 12-19)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ ᾿Ιησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· ᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ᾿Αναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς ἔμπαινε ὁ ᾿Ιησοῦς σ’ ἕνα χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροί· στάθηκαν λοιπὸν ἀπὸ μακριὰ καὶ τοῦ φώναζαν δυνατά· «᾿Ιησοῦ, ἀφέντη, ἐλέησέ μας!» Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε· «Πηγαίνετε νὰ σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καὶ καθὼς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα. ῞Ενας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸν Θεό, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· «Δὲν θεραπεύτηκαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιὰ ποῦ εἶναι; Κανένας τους δὲν βρέθηκε νὰ γυρίσει νὰ δοξάσει τὸν Θεὸ παρὰ μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καὶ σ’ αὐτὸν εἶπε· «Σήκω καὶ πήγαινε στὸ καλό· ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε».

1. ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΑΣ

Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται προκειμένου νὰ καταπολεμήσουμε τὴν ἁμαρτία εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὁ ἀσθενὴς νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ἀσθένειά του, προκειμένου νὰ τὴν καταπολεμήσει. Ὁ ἄρρωστος ποὺ δὲν καταλαβαίνει τὴν ἀδυναμία του, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὰ ἀπαραίτητα φάρμακα γιὰ τὴ θεραπεία του. Ἀντίθετα αὐτὸς ποὺ συνειδητοποι­εῖ τὴν ἀσθένειά του, ζητᾶ βοήθεια ἀπὸ τὸ γιατρὸ καὶ εἶναι πρόθυμος νὰ ἀκολουθή­σει τὶς ὁδηγίες του.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ δέκα λεπροί, ἐπειδὴ ἀκριβῶς γνώριζαν ὅτι εἶναι ἀκά­θαρτοι, στάθηκαν μακριά, «πόρρωθεν», καὶ ζήτησαν βοήθεια ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ χωρὶς νὰ τολμήσουν νὰ Τὸν πλησιάσουν. Κι ὅμως, ὁ Χριστὸς ἦταν τόσο κοντά τους! Διότι, ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός, «ἐγγὺς Κύ­­ριος τοῖς συντετριμμένοις τὴν καρδίαν καὶ τοὺς ταπεινοὺς τῷ πνεύματι σώσει» (Ψαλμ. λγ΄ [33] 19). Ὁ Κύριος εἶναι κοντὰ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν συντετριμμένη καρ­διὰ­ καὶ θὰ σώσει ὅσους ἔχουν ταπεινὸ φρόνημα.
Αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὴ δική μας ζωή.Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας γεν­νᾶ στὴν ψυχή μας τὴν ταπείνωση καὶ τὴ μετάνοια. Ἀλήθεια, ἐμεῖς ἔχουμε συν­ειδητοποιήσει πόσο ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε, ἢ δικαιολογοῦμε σὲ ὅλα τὸν ἑαυτό μας; Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει ὅτι «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν» (Α΄ Ἰω. α΄ 8),δηλαδὴ ἐὰν ποῦ­με ὅτι δὲν ἔχουμε καμία ἁμαρτία, ἐξαπα­τοῦ­με τὸν ἑαυτό μας. Ἂν πάλι ἀντιλαμβα­-νό­­­μα­στε πόσο πολὺ ἔχει μολύνει τὸ ἐσω­τε­ρι­κό μας ἡ ἁμαρτία, τότε δὲν θὰ πλη­­­­σιά­ζου­με τὰ ἅγια Μυστήρια πρὶν καθα­ρί­σου­­με τὴν ψυχή μας. Διότι ἂν ἕνας λε­πρὸς ­φαίνεται ἀποκρουστικὸς στὰ μάτια μας, πολὺ περισσότερο δυσώδης καὶ ἀ­­­κάθαρτος εἶναι ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἅγιος, ἀμόλυντος καὶ καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.

.

2. ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

Ἐφόσον λοιπὸν συναισθανθοῦμε τὴν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς μας, ἐκεῖνο ποὺ ἀπο­­μέ­νει εἶναι νὰ καταφύγουμε στὸν παντο­δύναμο ἰατρό, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.­ Οἱ δέκα λεπροὶ μὲ κραυγὴ ἰσχυρὴ ἐπικα­λέ­στηκαν τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. «Ἰησοῦ ἐ­­πιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς», φώναζαν. Κύριε­ Ἰ­­­­­­­η­­σοῦ, ἐλέησέ μας! Μιὰ τέτοια ἰσχυρὴ ­κραυ­­­γὴ ποτὲ δὲν ἀφήνει ἀδιάφορο τὸν ­Κύ­­ριο.­ Θερμὴ καὶ δυνατὴ νὰ εἶναι καὶ ἡ ­δι­-­κή μας προσευχὴ ὅταν ζητᾶμε τὴ βοήθεια­ τοῦ Θεοῦ: Κύριε, ἐλέησέ μας!
Καὶ ἀκόμα, ἡ προσευχή μας νὰ γίνεται μὲ ταπείνωση καὶ διάθεση ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ λεπροὶ δὲν ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοὺς θεραπεύσει, παρὰ μόνο ἐπαναλάμ­­βαναν τὸ «Ἐλέησον ἡμᾶς». Κατέφυγαν στὸν Κύριο μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη καὶ ὑ­­­πακοὴ σὲ ὅ,τι τοὺς ζητοῦσε. Ἔτσι, ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, πρὶν ἀκόμη τοὺς θεραπεύσει, τοὺς ὑπέδειξε νὰ πᾶνε στοὺς ἱερεῖς γιὰ νὰ ἐξεταστοῦν, ἐκεῖνοι ἀμέσως Τὸν ἄ­­­­­κουσαν! Δὲν ἀμφέβαλαν, οὔτε ἔφεραν ἀν­­­τίρρηση. Καὶ ὁ Κύριος ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἐνῶ ξεκίνησαν λεπροί, στὸ δρόμο ἔγιναν ὑγιεῖς! Παρόμοια καὶ κάθε χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ λάβει τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς του παρὰ μόνο ἂν βαδίζει σταθερὰ τὴν ὁδὸ τοῦ θείου θελήματος. Κι ἐμεῖς κάθε φορὰ ποὺ καταφεύγουμε στὸ Μυστήριο τῆς ἱε­ρᾶς Ἐξομολογήσεως γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἄ­­­φε­ση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἂς παίρνουμε­ τὴν ἀπόφαση νὰ ἀκολουθήσουμε στὸ ἑ­­­ξῆς μὲ περισσότερη ἀκρίβεια τὶς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ. Γιὰ νὰ διατηρήσουμε τὴν ὑ­­­­­­­­γεία τῆς ψυχῆς μας, ὀφείλουμε νὰ τη­­ροῦ­­με τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, ἀ­­­­κόμη κι ἂν ἡ ἐφαρμογή τους μᾶς φαίνε-ται ­δύσκολη ἢ καὶ παράλογη…
Οἱ δέκα λεπροὶ θεραπεύθηκαν, διότι­ γνώ­ριζαν τὴν ἀσθένειά τους, ζήτησαν βο­­­ήθεια καὶ ἀκολούθησαν πιστὰ τὶς ὁδηγί­ες τοῦ θείου Διδασκάλου. Ἂς συνει­δητο­ποι­ήσουμε κι ἐμεῖς ὅτι ἔχουμε ἀνά­­γκη κα­­θα­ρισμοῦ ἀπὸ τὰ πάθη μας. Κι ἂς κα­τα­­φεύ­γουμε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ μὲ ταπείνωση, μὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στοὺς λόγους του. Τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ λέπρα. Καὶ πάντοτε ὅταν δεχό­μαστε αὐτὴ τὴν ὕψιστη δωρεά, ἂς μὴν παραλείπουμε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ γιὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ ποὺ ἐπιτελεῖ στὴν ψυχή μας. Νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες δοῦλοι του, ὅπως κι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δέκα λεπρούς, γιὰ νὰ Τὸν δοξάζουμε ὡς τὸν μοναδικὸ «ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν».

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτάζοντες την 19ην του μηνός Ιανουαρίου

Εορτάζοντες την  19ην του μηνός  Ιανουαρίου


 

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ο Αιγύπτιος

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ

  • Η ΑΓΙΑ ΕΥΦΡΑΣΙΑ

  • Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ του Θεολόγου

  • ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΘΑΥΜΑΤΟΣ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ο Γαλασιώτης ο Όμολογητής

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ο Ευγενικός

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ο Χρυσοστόματος

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ (Ρώσος)

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ του Νόβγκοροντ (Ρώσος).

 

Αναλυτικά

 

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ο Αιγύπτιος

Ήταν αναχωρητής Αιγύπτιος άσκητικότατος. Πέρασε τα χρόνια της ζωής του μέσα στην έρημο, σ' ένα στενότατο κελί, με πολλή εγκράτεια και προσευχή. Για τα ασκητικά του παλαίσματα, ο Μακάριος, ονομάστηκε μέγας και ή φήμη του ήταν διαδεδομένη σχεδόν σ' όλα τα άσκητήρια της Αιγύπτου. "Οταν μαζευόταν πολύ πλήθος κοντά του, ' για να πάρει τη συμβουλή του και ν' ακούσει άπ' το στόμα του ρήματα ζωής αιωνίου, αυτός εξαφανιζόταν μέσω υπόγειας σύραγγας πού ένα μέρος αυτής έσκαψε ο ϊδιος με τα χέρια του σε μια σπηλιά. ο δε Παλλάδιος, διηγείται για τον όσιο Μακάριο, πολλά φοβερά και εξαίσια κατορθώματα, νίκες κατά των δαιμόνων και αναστάσεις νεκρών. "Εζησε στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (373) και πέθανε ειρηνικά 90 χρονών.

 

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ

Ασκητής και αυτός και πρεσβύτερος των λεγομένων Κελλιών. Πέρασε τη ζωή του στην Αιγυπτιακή έρημο με άκρα ησυχία, στερήσεις πολλές και κακουχίες. "Εζησε πολεμώντας κατά των δαιμόνων (σχετικά γράφει ο Παλλάδιος στο Λαυσαϊκό) και πέθανε ειρηνικά. (Πιθανόν να είναι το ϊδιο πρόσωπο με τον πιο πάνω Μακάριο, διότι οι βιογραφίες τους είναι σχεδόν ταυτόσημες).

 

Απολυτίκιο. Ήχος α'. Της ερήμου πολίτης.

Ζωής της μακαριάς φερωνύμως έτύχετε, ως πολιτευθέντες όσίως, θεοφόροι Μακάριοι" εν νόμω γαρ τω θείω εύσεβώς, ιθύναντες τάς τρίβους της ζωής θείας δόξης άνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τους κραυγάζοντας· δόξα τω ένιοχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ένεργούντι δι' υμών πάσιν Ίάματα.

 

Η ΑΓΙΑ ΕΥΦΡΑΣΙΑ

Πατρίδα της ήταν ή Νικομήδεια και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανοΰ (290). Ή οικογένεια της διακρινόταν για το επίσημο του γένους της, ή ίδια δε ή Εύφρασία, έλαμπε από μεγάλη σωφροσύνη και ευσέβεια. Καταγγέλθηκε ότι πίστευε στον Χριστό και ο έπαρχος τη συνέλαβε και την παρέδωσε σ' ένα άγροΐκο βάρβαρο, για να την ατιμάσει. Ή Εύφρασία όμως, άλλαξε την σε 6άρος της κατάσταση, υπέρ της. Είπε δηλαδή σ' εκείνον τον βάρβαρο, ότι αν την άφηνε άπείρακτη, θα του γνώριζε κάποιο φάρμακο, πού θα τον προφύλαγε στις μάχες από κάθε πληγή και αυτού ακόμα του ξίφους. Και πρόσθεσε: "αν θέλεις να πεισθείς για την αλήθεια των λόγων μου, κτύπα δυνατά με το ξίφος σου τον λαιμό μου και θα δείς ότι δεν θα με βλάψει". ο βάρβαρος δοκίμασε. Το κεφάλι της Αγίας κόπηκε και έπεσε κάτω αιμόφυρτο, Άλλ' ή τιμή της σώθηκε και ή αγνή παρθένος πήρε το βασιλικό στεφάνι του μαρτυρίου.

 

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ του Θεολόγου

Ή άνακομιδή του τιμίου αυτού λειψάνου έγινε από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, πού το κατέθεσε στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Την ιερή κάρα του Αγίου Γρηγορίου θησαυρίζει ή Ιερή Μονή του Βατοπεδίου στο "Αγιον 'Όρος.

 

ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΘΑΥΜΑΤΟΣ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Αυτή τη μέρα γίνεται ή ανάμνηση του μεγάλου θαύματος στη Νίκαια, όταν ο Μέγας Βασίλειος με την προσευχή του άνοιξε τις πόρτες της Καθολικής Εκκλησίας και την έδωσε στους Ορθοδόξους .

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας

Υπήρξε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνα (867-886), στην Ιερουσαλήμ. ο πατέρας του ήταν και αυτός από την Ιερουσαλήμ, ή δε μητέρα του από τη Βηθανία. Σε μικρή ηλικία οι γονείς του τον αφιέρωσαν σ' ένα των εκεί μοναστηριών, οπού διδασκόταν τη μοναχική ζωή και 12 χρονών έκάρη μοναχός. Αργότερα έφυγε από την Ιερουσαλήμ και πήγε στη Σελεύκεια, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Από τη Σελεύκεια επανήλθε στην Ιερουσαλήμ και από 'κεί πήγε στην Κων/πολη, όπου επί Πατριάρχου Τρύφωνος (928-931) πήρε Ιερατική θέση. Επί δε του διαδόχου του Τρύφωνα, Θεοφύλακτου (933-956) εκλέχτηκε επίσκοπος Κερκύρας για την πολύ ενάρετη ζωή του. Σαν ποιμενάρχης διακρίθηκε για την ευαγγελική του δράση και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στις ανάγκες του ποιμνίου του. Κάποτε όμως, ο Κων/νος Πορφυρογέννητος (911 -959), άγνωστο για ποιο λόγο, ζήτησε να παρουσιαστούν στη βασιλεύουσα οι Κερκυραίοι πρόκριτοι. ο γέροντας, πλέον Αρσένιος, ανέλαβε να διευθετήσει τα πράγματα και πήγε στην Κων/πολη. Στην επιστροφή όμως, πέθανε στο δρόμο κοντά στην Κόρινθο. Από 'κει μετακομίστηκε στην Κέρκυρα και το Ιερό του λείψανο έκανε, με τη χάρη του Θεού, πολλά θαύματα.

 

Απολυτίκιο. Ηχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.

Σοφίας τάς χάριτας, καρποφορήσας πιστώς, ποιμήν ίερώτατος, της Εκκλησίας Χριστού, έδείχθης Αρσένιε, όθεν εν τη Κέρκυρα, εύκλεώς διαπρέψας, ίθυνας τον λαόν σου, προς νομάς αληθείας. Και νυν ταις σαίς ικεσίαις, σώζε τους δούλους

 

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ο Γαλασιώτης ο Ομολογητής

Μαρία ονομαζόταν ή μητέρα του και Γεώργιος ο πατέρας του, πού ήταν αξιωματικός. Καταγόταν από μια κωμόπολη της Μαύρης Θάλασσας. Το αρχικό του όνομα ήταν Μιχαήλ και ο ευσεβής πόθος του τον έφερε στους αγίους Τόπους, άπ' όπου βάδισε πεζός στο θεοβάδιστο Ορος Σινά, και κατατάχθηκε στο εκεί μοναχικό τάγμα. Αργότερα πήγε στην Αίγυπτο, από κεϊ στη Δαμασκό για να καταλήξει στη Μονή Όσιου Λαζάρου, πού ήταν στο όρος Γαλάσιο, και άπ' αυτό πήρε το επώνυμο Γαλασιώτης. Το 1261 ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και δίδασκε μαζί με τον συμμοναστή του Γαλακτίονα στους χριστιανούς, να είναι ακλόνητοι στην Όρθοδοξία και πώς να εξασφαλίζουν την ψυχική τους σωτηρία. ο Μιχαήλ Παλαιολόγος τους εξόρισε στη Σκύρο το 1275, αλλά μετά μερικά χρόνια επέστρεψαν στην Κων/πολη. ο τότε λατινόφρων πατριάρχης Ιωσήφ Βέκκης, είπε στον Μελέτιο να γίνει ιερέας, άλλ' αυτός δεν δέχτηκε από έναν πολέμιο της Εκκλησίας να γίνει ιερέας. Τελικά πέθανε το 1283 σε ηλικία 77 ετών. Τάφηκε στη Μονή του αγίου και δικαιου Λαζάρου.

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ο Ευγενικός

"Μάρκος ούχ υπέγραψε, λοιπόν έποιήσαμεν ουδέν". ο Μάρκος δεν υπέγραψε, λοιπόν δεν κάναμε τίποτα. Μια παροιμιώδης φράση του Πάπα Ρώμης, όταν ο Μάρκος ο Ευγενικός δεν έβαλε την υπογραφή του στο πρωτόκολλο για την ένωση των Εκκλησιών, ενώ είχαν υπογράψει όλοι οι άλλοι ορθόδοξοι επίσκοποι. ο υπέρμαχος αυτός της Ορθοδοξίας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1392. Γονείς είχε τον διάκονο Γεώργιο και τη Μαρία, πού ήταν κόρη κάποιου γιατρού Λουκά ονομαζόμενου. ο Μάρκος είχε πολλά χαρίσματα και αναδείχθηκε έξοχος στις θεολογικές και άλλες σπουδές. Δίδασκε στο φροντιστήριο του πατέρα του, και αργότερα, μετά τον θάνατο αυτού, τον διαδέχθηκε στο διδασκαλικό επάγγελμα. Διακρίθηκε σαν δάσκαλος της ρητορικής και, στο 25ο έτος της ηλικίας του αποφάσισε να γίνει μοναχός και γι' αυτό έφυγε σε μια Μονή στους Πριγκηπόνησους. Εκεί έτάχθη υπό την πνευματική επιστασία ενάρετου μοναχού, του Συμεών, ο όποιος τον έκειρε μοναχό και τον μετονόμασε από Μανουήλ, πού ήταν το πρώτο του όνομα, σε Μάρκο. Κατόπιν από τα νησιά αυτά έφυγε και πήγε στη Μονή των Μαγκάνων, όπου χειροτονήθηκε Ιερέας. Άφοϋ έγινε κληρικός, το 1436 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Εφέσου. Τότε, ο βασιλεύς Ιωάννης ο Παλαιολόγος, μπροστά στον τουρκικό κίνδυνο και με την ιδέα ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει ο Πάπας, πηγαίνει στη Φερράρα της Ιταλίας για να συζητήσει την ένωση των δύο Εκκλησιών. Στήν τελική Σύνοδο, πού γίνεται στη Φλωρεντία το 1439, βλέπουμε, δυστυχώς, τους ορθόδοξους Αρχιερείς, ιδιαίτερα για το "πρωτείο" του Πάπα, να υπογράφουν όλοι. Εδώ, ακριβώς στην πιο κρίσιμη στιγμή της ορθόδοξης χριστιανικής Ιστορίας, σηκώνει το πνευματικό του ανάστημα ο Επίσκοπος Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός και λέει ""Οχι. Καλύτερα σκλαβωμένα σώματα στους Τούρκους, παρά σκλαβωμένο πνεϋμα στον αιρετικό Πάπα". Κατόρθωσε, έτσι, να κρατήσει ψηλά τη σημαία της Όρθοδοξίας και να διδάξει σ' όλους μας πώς την ορθόδοξη παράδοση μας δεν πρέπει να συμβιβάζουμε και να προδίδουμε, χάριν εφήμερων και ιδιοτελών σκοπών. Κατόπιν αυτού ο "Αγιος Μάρκος υπέστη άπ' αυτούς πού κυβερνούσαν πολλές εξορίες, καταδιώξεις και ταπεινώσεις, άλλ' έμεινε αδιάσειστος. Αρρώστησε, για περίπου 14 μέρες και πέθανε στίς 23 Ιουνίου (οπού κανονικά πρέπει να γιορτάζεται και ή κυρίως μνήμη του, σύμφωνα με τον Σ. Εύστρατιάδη) του έτους 1444, σε ηλικία 52 ετών. Τάφηκε στη Μονή Αγ. Γεωργίου των Μαγκάνων.

 

Απολυτίκιο. Ηχος γ'. Θείας πίστεως

Θείας πίστεως, ομολογία, μέγον εύρατο, ή Εκκλησία, ζηλωτήν σε θειε Μάρκε πανεύφημε, ύπερμαχούντα πατρώου φρονήματος, και καθαιροϋντα του σκότους υψώματα. "Οθεν άφεσιν, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ήμϊν τοις σε γεραίρουσι.

 

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ο Χρυσοστόματος

Ή μνήμη του αναφέρεται στο Τυπικό της Κυπριακής Μονής του Χρυσοστόμου, πού σώζεται στην εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων ύπ' αριθμ. 402 Coislin φ, 101. Στό Τυπικό λοιπόν αυτό, σημειώνεται ή μνήμη του ως εξής: <<Ίστέον ότι κατά ταύτην την ήμέραν έπιτελοϋμεν μνημόσυνα του οσίου πατρός ημών Κοσμά του Χρυσοστόματος, ωσαύτως και τα μνημόσυνα του πρεσβυτέρου και καθηγουμένου κυρ Νικηφόρου", Σύμφωνα λοιπόν, μ' αυτά, ο όσιος Κοσμάς ήταν μοναχός της Κυπριακής Μονής του Αγίου Χρυσοστόμου, άπ' όπου πήρε και την επωνυμία Χρυσοστόματος, και άφού έζησε ζωή όσια και ασκητική απεβίωσε ειρηνικά και γιορτάζεται στη Μονή του.

 

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ (Ρώσος)

ό Νηστευτής (12ος αϊ.)

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ του Νόβγκοροντ (Ρώσος).

Δια Χριστόν σαλός.

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Κυριακή 19/1

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Κυριακή 19/1

Αίθριος γενικά καιρός. Μικρή περαιτέρω άνοδος της θερμοκρασίας ως προς τις μέγιστες τιμές της στα ηπειρωτικά. Άνεμοι έως 5-6 μποφόρ.

Πιο αναλυτικά, την Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025, αναμένεται αίθριος γενικά καιρός με λίγες νεφώσεις από τις βραδινές ώρες στα δυτικά. Τη νύχτα και νωρίς το πρωί αναμένεται παγετός κυρίως σε τμήματα της κεντρικής και βόρειας ηπειρωτικής χώρας, ενώ είναι πιθανό και η ορατότητα να είναι τοπικά περιορισμένη.

Η θερμοκρασία θα κυμανθεί στη Δυτική Μακεδονία από -5 έως 10 βαθμούς, στην υπόλοιπη βόρεια Ελλάδα από -6 έως 13, στην Ήπειρο από -3 έως 16 βαθμούς, στη Θεσσαλία από -4 έως 12, στα υπόλοιπα ηπειρωτικά από -2 έως 17, στα Επτάνησα από 3 έως 15-16, στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου από 0 έως 13, και στα υπόλοιπα νησιωτικά τμήματα του Αιγαίου και στην Κρήτη από 4 έως 16-17 βαθμούς Κελσίου.

Στο Αιγαίο θα πνέουν γενικά βόρειοι άνεμοι με εντάσεις έως 4-5 μποφόρ και τοπικά έως 6 μποφόρ. Στο Ιόνιο οι άνεμοι θα πνέουν από ανατολικές γενικά διευθύνσεις με εντάσεις έως 4-5 μποφόρ και στα νότια τμήματα έως 6 μποφόρ.

Στην Αττική αναμένεται αίθριος καιρός. Οι άνεμοι θα πνέουν γενικά βόρειοι με εντάσεις έως 2-3 μποφόρ και στα ανατολικά έως 4 μποφόρ. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 6 έως 16-17 βαθμούς, στα βόρεια όμως θα είναι 3-4 βαθμούς χαμηλότερη.

Στη Θεσσαλονίκη αναμένεται αίθριος γενικά καιρός, ενώ υπάρχει πιθανότητα τις πρώτες πρωινές ώρες η ορατότητα να είναι τοπικά περιοσμένη. Οι άνεμοι θα πνέουν από βόρειες-βορειοδυτικές γενικά διευθύνσεις με εντάσεις έως 2 μποφόρ. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 3 έως 12-13 βαθμούς

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Ο ηρωικότερος των Αγίων και ο αγιότερος των Ηρώων.

 

Ο Άγιος Αθανάσιος, τον οποίο η Εκκλησία προσονόμασε «Μέγαν» για την ξεχωριστή αρετή του, τον αδαμάντινο χαρακτήρα του και τους σθεναρούς αγώνες που διεξήγαγε προς αντιμετώπιση του κινδύνου της Ορθοδοξίας από την αίρεση του αντίχριστου Αρείου, υπήρξε μεγάλη ιστορική μορφή μιας από τις πλέον σημαντικές περιόδους της ανθρωπότητας.
Τότε δηλαδή που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διαπιστώνοντας την αδυναμία της να καταπνίξει τον Χριστιανισμό με βάρβαρους διωγμούς, αναγκάστηκε να τον αναγνωρίσει και να στηρίξει σ’ αυτόν την παράταση της ζωής της. Οι λεπτομέρειες της ζωής και του έργου του αγίου Αθανασίου δίνουν μια πολύ παραστατική εικόνα της ταραχώδους εκείνης εποχής, κατά την οποία έπνεε τα λοίσθια η αρχαία θρησκεία, η ειδωλολατρία, και θέτονταν τα θεμέλια του κράτους σε νέα θρησκευτική βάση, στη χριστιανική θρησκεία και επιπλέον διεξάγονταν συζητήσεις και συγκαλούνταν τοπικές και οικουμενικές Σύνοδοι για τη διατύπωση των δογμάτων και τη ρύθμιση θεμάτων αφορώντων στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας.
Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 295 μ.Χ. από Έλληνες χριστιανούς γονείς, οι οποίοι τον γαλούχησαν και τον ανέθρεψαν με τα νάματα της χριστιανικής και ελληνικής παιδείας. Ο Αθανάσιος διακρινόταν, από τη μικρή του ηλικία, για τη μεγάλη ευφυΐα του, την ολόψυχη αγάπη του προς την Εκκλησία και την έφεση για μάθηση. Μετά τα εγκύκλια γράμματα, πραγματοποίησε ανώτερες θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές στις ακμάζουσες τότε σχολές της Αλεξάνδρειας και μελέτησε εις βάθος την Αγία Γραφή, τους προ αυτού Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, καθώς επίσης και τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, φιλόσοφους, ρήτορες και ιστορικούς, κυρίως δε τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Έτσι κατέστη βαθύς γνώστης της χριστιανικής και της θύραθεν (αρχαιοελληνικής) παιδείας και φιλοσοφίας.
Παράλληλα προς τη γνώση, ο Αθανάσιος καλλιεργούσε και τον ενάρετο βίο και την αγάπη και προσήλωση στον Χριστό, στην Εκκλησία και στην Ορθοδοξία, προς χάριν της οποίας υπέστη ανήκουστους κατατρεγμούς, διώξεις και εξορίες. Η απεριόριστη αγάπη του προς τον Χριστό και την Εκκλησία πιστοποιείται και από τον εξής θρύλο: Κάποτε, κατά την παιδική του ηλικία, παίζοντας κοντά στη θάλασσα, βάφτισε μερικά παιδιά ειδωλολατρών και, επειδή τήρησε όλους τους κανόνες της σχετικής εκκλησιαστικής τελετής, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Αλέξανδρος Α’ (313-328) αναγνώρισε ως έγκυρες τις βαπτίσεις αυτές του νεαρού Αθανασίου και τον ανέλαβε υπό την προστασία του, ενδιαφερθείς πολύ για τη μόρφωσή του.
Ο Αθανάσιος ανήκει στις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας, όχι τόσο για την εξαίρετη άλλωστε συγγραφική του δράση, όσο κυρίως για τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, τη θερμουργό προς την Εκκλησία αγάπη του και την υπέροχη προσωπικότητάτου, όπως ορθά παρατηρεί άλλος μεγάλος πατήρ της Εκκλησίας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, γράφοντας: «Ο βίος του Αθανασίου κατέστη υπόδειγμα επισκόπου και η διδασκαλία του νόμος ορθοδοξίας, καθόσον ο μεν βίος του ήταν καθοδηγός της διδασκαλίας του, η δε διδασκαλία του ήταν επισφράγιση του βίου του».
Το όνομα του Αθανασίου απέβη συνώνυμο της αρετής, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει πάλι ο Γρηγόριος: «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι ταύτόν γαρ εκείνον τε ειπείν και αρετήν επαινέσαι»
Ο Μέγας Αθανάσιος, στους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας, αντιμετώπισε και τους πλέον ισχυρούς αντιπάλους και δεν κάμφθηκε ποτέ μπροστά στους κατατρεγμούς και στις εξορίες. Έτσι, δικαίως χαρακτηρίστηκε ως «ο ηρωικότερος των αγίων και ως ο αγιότερος των ηρώων».
Η Εκκλησία, εκτιμώντας τα κατορθώματά του, τον τοποθέτησε κοντά στους αποστόλους, στους ευαγγελιστές και στους μάρτυρες, στη χορεία των αγίων, και οι πιστοί του απέδιδαν και του αποδίδουν τιμές, τις οποίες αναγνώρισαν και καθιέρωσαν οι επερχόμενες γενεές μέχρι σήμερα. Δικαίως ο υμνωδός της Εκκλησίας μας, η οποία εορτάζει τη μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαίου, γράφει: «Αθανάσιον, και θανόντα, ζην λέγω οι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες», δηλαδή: τον Αθανάσιο, αν και πέθανε, τον θεωρώ ζωντανόν, διότι οι δίκαιοι ζουν και μετά τον θάνατο.
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – "Ἡ Πιτρόπισσα"

 


Μικρά διηγήματα
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ὄχι μικρὸν θαῦμα ὑπῆρξεν εἰς τὸ χωρίον μας τὸ βορεινὸν καὶ ὀρεινόν (ἀληθινά, τὸ χωριό μας βλέπει πρὸς τὴν θάλασσαν, ἀπέχον μόνον ἕνα μικρὸν ἀνήφορον ἀπὸ τὸν αἰγιαλόν· ὅσον ὀρεινοὶ καὶ ἂν εἴμεθα, μυρίζομεν ὅμως θάλασσαν) ὁ γάμος τῆς Ἀκριβούλας τοῦ Ζαχαράκη ὑπὸ τὰς περιστάσεις, καθ᾿ ἃς ἔγινε.
Διότι ἡ νέα ἦτο πράγματι ἤδη σχεδὸν γεροντοκόρη, καὶ ὅλη ἡ γειτονιὰ εἶχεν ἀπελπισθῆ περὶ αὐτῆς. Μόνον αὐτὴ δὲν ἀπηλπίζετο. Οἱ καλοθεληταὶ καὶ οἱ συμβουλάτορες ―οἱ «κακῶν παρακλήτορες», ὅπως λέγει ἡ βίβλος τοῦ Ἰώβ― ἀπὸ ποῖον μέρος τοῦ κόσμου ἔλειψαν ποτέ, διὰ νὰ λείπουν καὶ ἀπὸ τὸ βορεινόν, τὸ ἀντικρύζον ὅμως θάλασσαν χωρίον μας;
Καὶ μὲ τὴν γλῶσσαν πράγματι τὴν ἐλυποῦντο ―ὤ, ἡ λύπη, ὁ οἶκτος αὐτός, ὁ ὑβριστικώτερος πάσης ὕβρεως!― τὴν κόρην τῆς χήρας Ζαχαράκη, ὅλαι αἱ καλαὶ ψυχαὶ τοῦ Ἐπάνω Μαχαλᾶ, καὶ κάθε γειτόνισσα καὶ γειτονοπούλα.
Διότι ἡ νέα εἶχε φθείρει τὰ νιᾶτά της, ἡμέραν νύκτα σκυφτὴ εἰς τὸ ἐργόχειρον, κεντῶσα ἀνενδότως, κεντῶσα τὰ προικιά της. Εἶχε κατασκευάσει ὅλα τὰ χιτώνια, ὅλα τὰ φουστάνια, καὶ τὰ ποδογύρια της, μὲ χρυσοΰφαντον πέντε σπιθαμὰς τὸ πλάτος, καὶ μὲ χρυσόλινον περιτέχνως κεντητόν. Κ᾿ ἔκυπτεν ἀδιακόπως κ᾿ ἐπόνει τὸ στῆθός της, κ᾿ ἐκέντα ― καὶ τί ἐκέντα; Τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα, τὴ γῆς μὲ τὰ λούλουδα, τὴν θάλασσα μὲ τὰ ψάρια.
Εἶχεν ἤδη ἐκτείνει εἰς τρεῖς σχεδὸν σπιθαμὰς τὸ χρυσοῦν ποίκιλμα τῶν χειρίδων καὶ τῆς τραχηλιᾶς της, ἐργαζομένη ἀπὸ χρόνων πολλῶν, ἀναπτύσσουσα καὶ τελειοποιοῦσα καὶ κάποτε ἐπινοοῦσα νέα κεντήματα, διὰ νὰ ἑτοιμάσῃ τ᾿ ἀτελείωτα νυμφικά της στολίδια. Ἀλλὰ πρὸς τί ἐκοπίαζε; Γαμβρὸς δὲν ἐφαίνετο πουθενά! Πλήν, μάτην ταράττεται πᾶς γηγενής, ὡς εἶπεν ἡ Γραφή. Ἐὰν εἰς μάτην αὐτὴ ἐκοπίαζεν, εἰς μάτην ἀνησυχοῦσαν κ᾿ αἱ καλαὶ γειτόνισσαί της.
Μία μάλιστα φαρμακερὰ γλῶσσα, συρίζουσα, εἶχε τολμήσει νὰ προείπῃ περὶ αὐτῆς: «Θὰ τῆς τὰ βάλουν στὸν τάφο!…» Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἐκέντα ἀκόμη· κ᾿ ἐκέντα, κ᾿ ἐπερίμενε νὰ γίνῃ νύφη μίαν ἡμέραν, εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον, νὰ τὰ φορέσῃ ― νὰ σκάσουν οἱ ἐχθροί της!
*
* *
Ὁ καπετὰν Πανάγος ὁ Φερτουδάκης ἐσυνήθιζε πάντοτε «σίγουρες δουλειές». Ὅπως τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν ἐταξίδευεν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν μὲ τὸ καράβι του, τὸν «Τριτῶνε» (τὸ εἶχεν ἀγοράσει ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Φραγκιᾶς, μπακιρωμένο, τρικάταρτο), ὁποὺ ἤθελεν ὅλα τὰ φορτία του καπαρωμένα, καὶ ὅλους τοὺς ναύτας του μὲ «πλάτικα»* καὶ μὲ προκαταβολάς, οὕτω καὶ τώρα εἰς τὰ γηράματά του (εἶχε φθάσει τὰ ἑξῆντα, ἀλλὰ μόλις ἐφαίνετο σαραντάρης· ἦτον ἀκμαῖος, καλοκαμωμένος πολύ), ὅπου πρὸς θεραπείαν τῆς εὐλόγου φιλοδοξίας του, ἐπειδὴ εἶχαν παύσει πλέον εἰς τὸ βόρειον θαλασσινὸν χωρίον νὰ ἐκλέγουν τοὺς γηραιοὺς ἐμποροπλοιάρχους ὡς δημάρχους τοῦ τόπου ―καθότι, ὡς εἰκός, εἶχον ἀναδειχθῆ πλέον ἄφθονοι δικηγόροι, καὶ ἄλλοι γραμματοσοφισταί― ὅπως εἶχαν καλὴν συνήθειαν νὰ κάμνουν τὸν παλαιὸν καιρόν ―εἶχεν ἀρκεσθῆ νὰ εἶναι ἐπίτροπος, κατ᾿ οὐσίαν ἰσόβιος, τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου― οὕτω καὶ τώρα, λέγω, ἠγάπα εἰς ὅλα νὰ εἶναι σίγουρος καὶ νὰ δένῃ καλὰ τὶς δουλειές του.
Δι᾿ αὐτό, μόλις εἶχεν ἀποθάνει ἡ πρώτη του γυναίκα, ἀφήσασα αὐτῷ υἱὸν καὶ θυγάτριον, κ᾿ ἔσπευσε νὰ καπαρώσῃ ―ν᾿ ἀρραβωνισθῇ, θέλω νὰ εἴπω― μίαν ὁπωσοῦν ἡλικιωμένην κόρην ὡς δευτέραν σύζυγον. Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐφόρει μαῦρα διὰ τὸ πένθος· ἀλλ᾿ ὅταν ἐνύκτωνεν, ὁπότε τὰ χρώματα δὲν διακρίνονται πλέον ―ὁπόταν ἡ νύκτα εἶναι ἀρκετὸν πένθος αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτήν― ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ σκότους, ἀνὰ τὰ στενὰ σοκάκια, σύρριζα εἰς τοὺς συρτοὺς ἢ ἰδιοτρόπως προέχοντας τοίχους τῶν παλαιῶν οἰκιῶν, ἐχώνετο εἰς τὸ παράμερον σπιτάκι τῆς μελλονύμφου, κ᾿ ἐκεῖ ἔτρωγε τὰ «κρυφὰ» λεγόμενα ―ὄχι τὰ ἐπίσημα― ζαχαροχαμαλιὰ* καὶ διάφορα ἄλλα, ὁποὺ ἐσυνηθίζοντο εἰς τοὺς γαμβρούς! Εἶτα, ἀφοῦ ἐπέρασεν εὔσχημον χρονικὸν διάστημα, ἐστεφανώθη.
Ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν εἶχε προλήψεις, κ᾿ ἐφάνη εἰς ὅλα διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Εἶχε ζήσει χρόνους εἰς τὴν Ἑσπερίαν. Εἶχε ζήσει μὲ Φράγκους καὶ εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἀκόμη. Ἄλλοι ἔλεγαν πὼς ἦτον Μασῶνος. Ἄλλοι ἔλεγαν πὼς ὑπῆρξε προστατευόμενος ἐκ τῶν μᾶλλον εὐνοουμένων τοῦ Λεσσὲψ εἰς τὴν Αἴγυπτον.
Ἀφοῦ εἶχε ξαναπανδρευθῆ αὐτός, μετ᾽ ὀλίγα ἔτη, ὑπάνδρευσε καὶ τὴν κόρην του, προτοῦ νὰ μεγαλώσῃ ἀκόμη. Εἶτα ἡ νέα, εἰς τὴν πρώτην γένναν, ἀπέθανε κι αὐτή. Ἐπῆγε νὰ βρῇ τὴ μάννα της, καθὼς ἔλεγον αἱ γραῖαι. Ὁ γαμβρὸς ἔμεινε χῆρος μὲ τὸ τεκνίον ἐπιζῆσαν. Μόλις παρῆλθον τρεῖς μῆνες, ὅταν, μίαν ἡμέραν, ὁ πενθερός του, τοῦ λέγῃ:
― Δὲν πρέπει νά ᾽χουμε προλήψεις. Σοῦ ηὗρα μιά. Οἱ πεθαμένοι μὲ τοὺς πεθαμένους. Θὰ σὲ παντρέψω. Ἔχεις μωρὸ παιδί.
Πάντοτε τὸ μωρὸ παιδὶ χρησιμεύει διὰ νὰ ξαναπαντρεύεται γλήγορα ὁ πατέρας. Τέλος τὸν ὑπάνδρευσε. Ἀλλ᾿ εἰς τὴν ἰδίαν του γυναῖκα, τὴν μητρυιὰν τῆς θανούσης, εἶπε:
― Δὲν πρέπει νά ᾽χουμε προλήψεις. Θὰ πᾶμε στὸ γάμο. Θὰ τοὺς στεφανώσῃς ἐσύ.
―Ἐγώ; εἶπεν ἡ γυναίκα του.
― Ναί. Οἱ «φρόνιμοι» θὰ μᾶς ἐπαινέσουν. Γιὰ τοὺς ἄλλους δὲν μᾶς μέλει.
― Μά, πάει;
― Τὸ κάνουμ᾿ ἐμεῖς καὶ πάει. Τοῦ βάζουμε ἄλειμμα*.
Τὸ ὑλικὸν τῆς παροιμίας ἐλήφθη ἐκ τῶν ναυπηγείων καὶ ναυστάθμων, καὶ ἀποτελεῖ μέρος τοῦ μεγάλου, ὄχι σκωριασμένου, ὁπλοστασίου, τῆς νεωτέρας ἀνατρεπτικῆς λογικῆς.
Ἡ γυνὴ συνεμορφώθη. Οἱ παπάδες ἐγόγγυσαν, ἀλλ᾿ οὔτε βιβλία εἶχον πολλά, οὔτε συνήθιζαν νὰ διαβάζουν, οὔτε γράμματα ἤξευραν. Δὲν ηὗραν καμμίαν ρητὴν ἀπαγορευτικὴν διάταξιν. Ἀλλ᾿ ἕνας, ποὺ δὲν ἦτο οὔτε παπὰς οὔτε δάσκαλος, εἴς τινας κύκλους, εἶπεν:
―Ἡ τοπικὴ συνήθεια εἶναι νόμου κεφάλαιον, πόσῳ μᾶλλον ἡ συνήθεια ἡ καθολική! Ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ τὸ πρέπον εἶναι ὁ ἄγραφος νόμος τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον Αὐτὸς εἶπε διὰ τοῦ Προφήτου ὅτι ἔμελλε νὰ ἐγγράψῃ εἰς τὰς καρδίας μας. Ἡ θέσις μιμεῖται τὴν φύσιν ἄλλως δὲν θὰ εἶχε ποῦ νὰ σταθῇ. Καλὴ μητρυιὰ ὀφείλει νὰ μιμῆται ὅ,τι θὰ ἔπραττεν ἡ μήτηρ. Καλὴ μήτηρ δὲν θὰ κατηρᾶτο, δὲν θὰ ἐμίσει τὸν χηρεύσαντα γαμβρόν της, διότι φυσικὰ ὁ ἄνθρωπος ὑπέκυψεν εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλὰ θὰ ἦτο ἀπρεπές, ἀφύσικον καὶ ἄστοργον νὰ παρευρεθῇ ἡ ἰδία εἰς τὸν γάμον, καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἐγίνετο κουμπάρα νὰ στεφανώσῃ τὴν διάδοχον τῆς κόρης της. Ἀλλά, βλέπετε, μερικοὶ ἄνθρωποι «δὲν ἔχουν προλήψεις»!
Τέλος, μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν ἀπὸ τὸν δεύτερον γάμον τοῦ γαμβροῦ, ὁ πενθερὸς ἐχήρευσεν ἐκ δευτέρου. Ἡ γυνή, στεῖρα καὶ ἡλικιωμένη, ἀπὸ χρόνων πάσχουσα, ἀπέθνησκε!
Τὴν φορὰν ταύτην, ὁ καπετὰν Πανάγος, εἶχε φροντίσει νὰ σιγουράρῃ τὴν δουλειά, καὶ πρὸ τῆς ὥρας ἀκόμη, «μὲ διπλὲς γούμενες*». Ἐσκάρωνε τὸ νέον καράβι, πρὶν βουλιάξῃ ἀκόμη τὸ παλαιόν· ἔδενε πρυμνήσια, πρὶν εἰσπλεύσῃ εἰς τὸν λιμένα.
Δὲν εἶχε πλέον ἀνάγκην τῆς φρασεολογίας ταύτης εἰς τὴν κυριολεξίαν. Εἶχε πωλήσει τὸ τρίτον καράβι του, ἀπεσύρθη, καὶ διωρίσθη ἐσχάτως Ἐπίτροπος εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ἡ γυνή, φθισιῶσα, ἐψυχομάχει, καὶ ἀκόμη δὲν ἀπέθνησκε. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ καιροῦ εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐπισκέπτεται συχνὰ μίαν μακρινὴν συγγενῆ του ἑβδόμου βαθμοῦ, εἰς τὸν Ἐπάνω Μαχαλά, τὴν Ζαχαράκαιναν.
Κ᾿ ἡ Ἀκριβούλα ἔκυπτε, κ᾿ ἐκέντα, κι ἀκόμη ἐκέντα τὰ προικιά της. Καὶ ἦτον ὡραία, θαλερὰ γεροντοκόρη. Κι ὁ καπετὰν Πανάγος, καθὼς τὴν ἐκοίταζε, κ᾿ ἔβλεπε τὴν χωρίστραν τῆς καστανῆς κόμης κάτω ἀπὸ τὴν λευκὴν μανδήλαν, ἐσκέπτετο κ᾿ ἔλεγε μέσα του ὅτι θὰ ἐγίνετο πολὺ καλὴ οἰκοκυρά, καὶ μὲ μεγαλοπρεπῆ μάλιστα στολίδια.
Καὶ ἡ γυνή, ἡ καπετάνισσα ἡ δευτέρα, ἀδυνάτιζεν ὁλονέν, κ᾿ ἔβηχε, κ᾿ ἐψυχορράγει. Τέλος ἔσβησεν ἕνα πρωὶ πρὶν φέξῃ· ἀνέλυσε στὸν ἀπάνω κόσμον.
Ὀλίγαι ἑβδομάδες ἐπέρασαν, κ᾿ ἐτελεῖτο ὁ γάμος. Βαθιὰ τὴν νύκτα, στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ μὲ πυροβολισμοὺς καὶ μὲ πομπήν, καὶ μὲ πολλοὺς καλεσμένους.
Τώρα ἡ Ἀκριβούλα, ἡ Πιτρόπισσα, μὲ τὶς τραχηλιὲς καὶ τὰς χειρῖδάς της τρεῖς σπιθαμὰς τὸ κέντημα ―καὶ μὲ τὰ χρυσᾶ ποδογύρια της ἕνα πῆχυν τὸ πλάτος― πᾶσαν Κυριακὴν καὶ πᾶσαν ἑορτήν, συνδιαπρέπει μαζὶ μὲ τὸν σύζυγόν της καὶ συμπαρίσταται εἰς τὸ παγκάρι τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Καὶ εἰς ὅλας τὰς πανηγύρεις, καὶ εἰς ὅλας τὰς μνήμας τῶν Ἁγίων ὅπου ὑπάρχουν ἐπισκέψεις καὶ ὀνόματα, περιφέρει ἀπὸ οἰκίαν εἰς οἰκίαν, ἀπὸ δρόμον εἰς πλατεῖαν, καὶ ἀπὸ τὸ χωρίον εἰς τὴν ἐξοχήν, τοὺς μεγαλοπρεπεῖς στολισμούς ―ἔργον τῶν χειρῶν της μακρᾶς καρτερίας καὶ ὑπομονῆς― εἰς τὸ πεῖσμα τῶν ἐχθρῶν της!
(1909)

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα