Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Τὸ Θαῦμα τῆς Καισαριανῆς

 


Μικρά διηγηματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Τὴν διήγησιν ταύτην ἤκουσα ἐκ στόματος τῆς κυρα-Ρήνης Ἐλευθέραινας, τοῦ ποτὲ Ροδίτη, σεβασμίας γερόντισσας Ἀθηναίας.
Εἴχαμε ἕνα χρόνο στεφανωμένοι μὲ τὸν μπαρμπα-Λευθέρη, αὐτὸν ποὺ βλέπεις, καὶ ὅλον τὸν χρόνον δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἄρρωστος. Σοῦ ἔχω εἰπεῖ πῶς μὲ εἶχεν ἑλκύσει μὲ τὰ χάδια του, ἐνῷ ἦτον αὐτὸς τριαντάρης, κ᾽ ἐγὼ ἤμουν δώδεκα χρονῶν τρελοκόριτσο, ποὺ νὰ μὴν πήγαινα παραπάνω.
Σὰν ἦτον ἄρρωστος, ἕνα χρόνο καὶ παραπάνω δὲν τοῦ ἔλειπεν ὁ πυρετός, ὅλη ἡ γειτονιά, κ᾽ οἱ συγγένισσές μου, κ᾽ οἱ κουμπάρες μου, ἔλεγαν πὼς εἶχε καταντήσει νὰ γένῃ φτισικός. Εἶχε χτικιάσει, μοῦ εἶπαν. Ὤ, συφορά μου! Γιατροί, γιάτρισσες, γιατρικά, μαντζούνια, τίποτε δὲν ὠφέλησαν. Ἡ φτώχεια μᾶς ἔδερνε. Νὰ δουλέψῃ ὁ ἴδιος, δὲν μποροῦσε. Ὁ Θεὸς ξέρει πῶς τά ᾽φερνα βόλτα, μὲ ψέματα, μὲ ἀλήθεια.
Μοῦ εἶπε ἡ κουμπάρα μας μιὰ γνώμη, νὰ τάξω στὴν Καισαριανή, μεγάλ᾽ ἡ χάρη της, νὰ σηκωθῶ νὰ τὸν πάω, ἴσως λυπηθῇ ἡ Παναγία καὶ τὸν κάμῃ καλά. Χάρες μεγάλες ἀκούονταν πὼς γίνονταν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο. Ἐγὼ σὰν τ᾽ ἄκουσα, νά τί εἶπα μέσα μου, σοῦ ξομολογοῦμαι· «Καλά, ἀνίσως δὲν τὸν κάμῃ καλὰ ἡ χάρη της, μπορεῖ, τὸ ἐλάχιστο, νὰ πεθάνῃ κειδά, νὰ τὸν θάψω, στὸ βουνό, γιὰ νὰ γλυτώσω ἀπὸ ἔξοδα ποὺ δὲν ἔχω, κι ἀπὸ ἄλλα βάσανα καὶ μπελάδες». Τὸ χειρότερο, ἐφοβούμουν, ἂν πέθαινε στὸ σπίτι, μὴν κολλήσῃ τίποτε στὰ ροῦχα, καὶ κολλήσω κ᾽ ἐγώ. Ὅλοι μοῦ λέγανε πὼς τὸ χτικιὸ κολλάει.
Λεφτὸ δὲν εἶχα, οὔτε πολύτιμο κανένα μὲς στὴν κασσέλα μου, ἔξω ἀπ᾽ τὸ δαχτυλίδι τοῦ ἀρραβώνα ποὺ φοροῦσα. Εἶχα μερικὰ χαλκώματα. Ἐπῆρα ἕνα ταψὶ ποὺ εἶχα, καινούριο, κατακόκκινο, νά το, ἐκεῖ βρίσκεται ―ἔδειξε πρὸς ἕνα ράφι, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἦσαν ὀλίγα χάλκινα σκεύη― κ᾽ ἐπῆγα στὴν γειτόνισσά μας, τὴν Παναγίνα.
― Κυρα-Παναγίνα, πάρε αὐτὸ τὸ ταψί, ἀμανάτι, νὰ μὲ δανείσῃς τέσσερα σβάντζικα*· θέλω νὰ πάω τὸν ἄνδρα μου, ποὺ τὸν ἔχω ἄρρωστο, στὴ χάρη της, στὴν Καισαριανή, καὶ λεφτὰ δὲν ἔχω.
― Νά, πάρε δυὸ σβάντζικα, εἶπεν ἡ Παναγίνα, αὐτὰ μοῦ βρίσκονται. Ἄφσε τὸ ταψί σου ἐδῶ, καί, σὰν εὐκολυθῇς, φέρε τὰ δυὸ σβάντζικα νὰ τὸ πάρῃς.
Ἐπῆρα τὰ δυὸ σβάντζικα, ἂν καὶ λίγα μοῦ ἔπεφταν γιὰ τὸ ταξίδι ποὺ ἤθελα νὰ κάμω, ἄφησα τὸ ταψί μου, κ᾽ εἶπα κ᾽ εὐχαριστῶ. Ἐκινήσαμε μὲ τὸν ἄνδρα μου, παραμονὴ τῆς Ἀναλήψεως, βράδυ-βράδυ. Στὸ δρόμο ηὕραμ᾽ ἕναν καροτσέρη, κουμπάρο μιανῆς συγγένισσάς μου. Τὸν ἐπερικάλεσα κ᾽ ἐπῆρε τὸ Λευθέρη στὸ κάρο του, τὸν πλιότερο δρόμο. Ἐγὼ ἐπῆγα μὲ τὰ πόδια.
Ἐνύχτωνε ὅταν φτάσαμε στὴν Καισαριανή. Πρὶν φτάσουμε στὴν ἐκκλησιά, μὲς στὸ ρέμα, ηὕραμ᾽ ἕνα τσέλιγκα μ᾽ ἕνα κοπάδι πρόβατα. Καθίσαμ᾽ ἐκεῖ κοντά, νὰ ξαποστάσουμε καὶ νὰ συγυρισθοῦμε, πρὶν πᾶμε στὴν ἐκκλησιά. Ἡ γυναίκα τοῦ τσέλιγκα μᾶς εἶδε ποὺ καθίσαμε, κ᾽ ἦρθε κοντά μας.
Ὁ Λευθέρης, ποὺ ἀπὸ βδομάδες μπροστὰ ἦτον κομμένη ἡ ὄρεξή του καὶ δὲν ἔτρωγε τίποτε, σὰν ἐκαθίσαμε, μοῦ λέει:
― Πείνασα, καημένη γυναίκα. Κόψε μου λίγο ψωμί.
Τοῦ ἔκοψα ψωμί, κι ἄρχισε νὰ τρώῃ μὲ τόσην ὄρεξη ποὺ ἀπόρησα κ᾽ ἐγώ. Τοῦ εἶχα κόψει μικρὴ φέτα, ξεύροντας πὼς δὲν μποροῦσε νὰ φάῃ. Στὴ στιγμὴ τὴν ἔφαε, καὶ μοῦ γύρεψε νὰ τοῦ κόψω κι ἄλλο.
Ἡ τσοπάνισσα ποὺ ἦρθε κοντά μας, μοῦ λέει:
― Ἄνδρας σου εἶναι, τσούπα*; Σὰν ζαμπούνη* τὸν γλιέπω… Πίνει γάλα, νὰ σᾶς φέρω;
― Πίνει, εἶπα ἐγώ, γιατὶ εἶναι ἄρρωστος.
Ἐννοοῦσα ποὺ ἦτον Τετράδη. Μᾶς ἔφερ᾽ ἕνα μεγάλο μπρίκι γεμᾶτο γάλα. Ὁ Λευθέρης ἐβουτοῦσε τὸ ψωμί του μέσα, ἐμάσαε τὶς μπουκιές, κ᾽ ἐρροφοῦσε τὸ γάλα. Ἐγὼ ἔτρωγα ψωμὶ κ᾽ ἐλιές.
Ἡ τσοπάνισσα τότε, σὰν εἶδε ποὺ τὸ ψωμί μας ἦτον μπαγιάτικο, δυὸ-τριῶν ἡμερῶν, μᾶς ἔφερε μιὰ μεγάλη πλακόπιττα* ἀνεβατή*, φρέσκη, τῆς ἡμέρας, καὶ μοῦ τὴν ἔδωκε.
― Τί πειράζεσαι; εἶπα.
Κ᾽ ἔβαλα τὴν πίττα μὲς στὸ ταγαράκι μου.
Ὁ ἄνδρας της ἦρθε καὶ μᾶς ἔφερε δυὸ μεγάλα κομμάτια χλωρὸ τυρί, ἁλατισμένο.
― Νά, πάρε, τσούπα, γιὰ νὰ φᾶτε αὔριο, μοῦ λέει. Τὸ πουρνό, ποὺ θά ᾽χουμε σφαχτὰ στὴ σούβλα, περνᾶτ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ καὶ σᾶς φιλιεύω καμμιὰ πλάτη.
Ἐγὼ ἔβγαλα κάτι πεντάρες ποὺ εἶχα, τὰ ρέστα ἀπ᾽ τὸ ἕνα σβάντζικο, ποὺ τὸ εἶχα χαλάσει, καὶ τοῦ εἶπα νὰ κρατήσῃ ὅ,τι θέλει γιὰ τὸ τυρί. Ἐκεῖνος τὰ ἔσπρωξε πίσω, μὲ τὴ ράχη τοῦ χεριοῦ του, κ᾽ εἶπε:
― Δὲ χρειάζονται λιεφτά… Κράτα τα νὰ κολλήσῃς καμμιὰ λιαμπάδα στὴ χάρ᾽ τς, γιὰ τὸν μορφονιό σ᾽, πού ᾽ναι ζαμπούνης.
Σὰν παράξενα σοῦ φαίνονται αὐτά; ―ἀπέστρεψεν αἴφνης τὸν λόγον πρὸς ἐμὲ ἡ ἀφηγήτρια.― Τότε ἦτον ἄλλος κόσμος. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πόνο, εἶχαν ἀγάπη ἀναμεταξύ τους. Εὕρισκες πολλοὺς καλοὺς ἀνθρώπους, κ᾽ ἐδῶ μέσα, καὶ στὰ βουνὰ ἔξω. Τὸ εἶχαν σὲ καλό τους νὰ δίνουνε. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεὸς τοὺς εὐλογοῦσε, κ᾽ εἶχαν μπερικέτια*… Ἄλλος κόσμος τότε! Ποῦ κεῖνα τὰ χρόνια;
Πήγαμε στὴν ἐκκλησιά, προσκυνήσαμε, κολλήσαμε μιὰ λαμπαδίτσα. Ὕστερα ὁ Λευθέρης ἐκάθισε κοντὰ στὴν ἁγίαν εἰκόνα, μέσα στὴν ἐκκλησιά, καὶ σὰν νὰ ἐνύσταζε. Ἐγὼ ἐβγῆκα νὰ πιῶ νερό, στὴν περίφημη, τὴν ἀθάνατη βρύση…
Ἦτον ὣς τρεῖς ὧρες νύχτα. Δροσιά, ἀστροφεγγιά, χαρὰ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἀντίκρυ πέρ᾽ ἀπ᾽ τὰ πλατάνια, στὸ ξέφαντο, εἶχαν ἀρχίσει νὰ παίζουν λαλούμενα*, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, καὶ μερικοὶ εἶχαν στήσει χορό. Ἐγώ, σὰν τρελοκόριτσο ποὺ ἤμουν ἀκόμα, εἶχα πανδρευθῆ πολὺ μικρή, καθὼς σοῦ εἶπα, καὶ τώρα δὲν θὰ ἤμουν παραπάνω ἀπὸ δεκαφτὰ χρονῶν ― ξέχασα καὶ ἄνδρα ἄρρωστον, καὶ τάξιμο, κ᾽ ἐκκλησιά, κ᾽ ἐπῆγα ἴσα πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἔπαιζαν τὰ λαλούμενα, κ᾽ ἐγινόταν ὁ χορός, γιὰ νὰ κάμω χάζι.
Ἐστάθηκα ἐκεῖ ὀλίγην ὥρα, ὕστερ᾽ ἀπόστασα νὰ στέκωμαι, κ᾽ ἐκάθισα στὰ χορταράκια. Εὕρισκα μεγάλη διασκέδαση. Ἐκεῖ, ἀκούω ἀπὸ μερικὲς γυναῖκες κάτι φωνές, ποὺ ἔλεγαν ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη:
― Στὴν Εὕρεση!… εἶναι ὥρα… πᾶνε στὴν Εὕρεση!
―Ἡ Περιστέρα… στὴν Εὕρεση… στὴν σπηλιά.
Ἐκεῖνες ποὺ τὸ ἔλεγαν αὐτό, ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη, εἶχαν ἔρθει τώρα κοντά, ἐκεῖ, στὸ μέρος ποὺ ἦτον τὸ γλέντι τὸ νυχτερινό, κ᾽ ἐφώναζαν ἄλλες νὰ τὶς ἀκολουθήσουν… Κ᾽ ἔφευγαν ὅλες μαζί, ἡ μία κατόπι τῆς ἄλλης, κ᾽ ἄδειασε πολὺς τόπος. Γυναῖκες παραπολλές, καὶ καμπόσοι ἄνδρες καὶ παιδιά, μονοκοπανιὰ ἔφυγαν ἀποκεῖ ποὺ ἤμουν, κι ἄρχισαν νὰ τρέχουν τὸν ἀνήφορο.
Ἐγὼ δὲν ἤξευρα καλὰ καλὰ τί ἦτον ἡ Εὕρεση, καὶ σχεδὸν δὲν εἶχ᾽ ἀκούσει ποτέ μου γιὰ Περιστέρα. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ θυμήθηκα ποὺ ἡ κουμπάρα μας, ἐκείνη ποὺ πρώτη μοῦ εἶχε βάλει στὸ νοῦ γιὰ νὰ τάξω στὴν Καισαριανή, μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἡ χάρη 〈της〉 περισσότερο ἐνεργάει στὴν Εὕρεση, ποὺ εἶναι στὴ σπηλιά, κι ὅτι ἐκεῖ κατεβαίνει, τινάζοντας τὰ φτερά της, μία περιστέρα…
Τότε μία ποὺ μὲ μισογνώριζε, καὶ μᾶς εἶχε ἰδεῖ ἀρχύτερα μὲ τὸν ἄνδρα μου στὸ δρόμο, κ᾽ εἶχε καταλάβει πὼς ὁ ἄνδρας μου ἦτον ἄρρωστος, καθὼς ἐσηκώθηκε νὰ φύγῃ, γυρίζει καὶ μοῦ λέει:
― Δὲν ἔρχεσαι κ᾽ ἐλόγου σου στὴν Εὕρεση;… Πάρε τὸν ἄνδρα σου κ᾽ ἐλᾶτε.
Ἐσηκώθηκα ἐγώ, ἔτρεξα κατὰ τὴ βρύση, ξαναήπια νερό, ὕστερα ᾽μβαίνω στὴν ἐκκλησιά, καὶ βρίσκω τὸ Λευθέρη, ποὺ τὸν εἶχε πάρει καλὰ ὁ ὕπνος, δίπλα στὸ Προσκυνητάρι ποὺ καθότανε. Ἐπῆγα κοντά, τὸν ἔσεισα, κι ἄνοιξε τὰ μάτια.
― Δὲν ξεκολλᾷς ἀπὸ κοντά μου; μοῦ λέει. Τώρα ἐγὼ λιανονυστάζω. Σῦρε ἔξω στὴ βρύση, νὰ πάρῃς τὸν ἀέρα σου.
― Πᾶμε στὴν Εὕρεση! τοῦ λέω.
― Στὴν Εὕρεση;… τί Εὕρεση;
Τὸν ἔσεισα πάλι, τὸν ἐτράβηξα βιαστικὰ μὲ τὸ χέρι μου, καὶ τὸν ἐσήκωσα. Τότε μοῦ εἶχε ἔρθει ἡ στόχαση πὼς ἔπρεπε νὰ κάμω γλήγορα, γιὰ νὰ προφτάσω τ᾽ ἀσκέρι ποὺ ἔτρεχε τὸν ἀνήφορο, γιατὶ δὲν ἤξευρα ἂν ἦτον πολὺ κοντὰ ἢ μακριά, καὶ τὸν δρόμο ἐγὼ δὲν τὸν ἤξευρα. Ἔπειτα ἔπρεπε νὰ προφτάσω νὰ ἰδῶ τὴν Περιστέρα, καθὼς μισοθυμούμουν ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ ἡ κουμπάρα πὼς τίναζε τὰ φτερά.
Ἔσυρα τὸν Λευθέρη κ᾽ ἐβγήκαμε ἀπ᾽ τὸ μοναστήρι.
―Ἡ χάρη της, τοῦ εἶπα, θὰ σὲ κάμῃ καλά!
Ἐκινήσαμε, καταπόδι σ᾽ ἄλλους, ποὺ τοὺς βλέπαμε νὰ τρέχουν μπροστά. Ἦτον μεσάνυχτα. Περπατήσαμε κάμποσο ἀνήφορο, καὶ σὲ λίγην ὥρα φτάσαμε στὴ σπηλιά.
Ἦτον μία σπηλιὰ ὡραία, στὸ βράχο τὸν θεόρατο, μὲ χρῶμα σταχτερό, ποὺ ἔσταζε δροσιὲς ὁλόγυρα. Μοσχοβολοῦσε ὁ τόπος ἀπὸ θυμάρια, ἀπὸ σκοίνους κι ἀγριοδυόσμο. Κόσμος ἕνα πλῆθος, γυναῖκες ἕνα σωρό, ἄνδρες πολλοὶ καὶ παιδιὰ ἕνα μελίσσι, ἄλλοι ὀρθοί, ἄλλοι καθισμένοι, μερικοὶ ἄρρωστοι, ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, μισεροὶ καὶ σακατεμένοι, βρίσκονταν ἐκεῖ, κ᾽ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Ἕνας παπὰς μὲ τὸ πετραχήλι ἔστεκε στὴ μέση· εἶχε κάμει Παράκληση, καὶ τώρα ἦτον στὸ τέλος. Ἔψελναν «Τὴν πᾶσα ὀλπίδα μου», κ᾽ ἔκαναν μετάνοιες. Σὰν εἶπε τὸ «Δι᾽ αὐκῶν» ὁ παπὰς πάλι ἄρχισε νὰ ψέλνῃ Ἁγιασμό, μέσα σὲ μιὰ λεκάνη μεγάλη σὰν κολυμβήθρα, φυσικὰ φτιασμένη στὸ βράχο, θεόχτιστη, ὡς φαίνεται.
Σὰν ἄρχισε ὁ Ἁγιασμός, οἱ γυναῖκες ἐψιθύριζαν ἡ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη:
―Ἡ Περιστέρα… τώρα θὰ φανῇ!
― Τώρα θὰ κατεβῇ ἡ Περιστέρα!
― Νά, τώρα… τώρα θὰ βγῇ ἡ Περιστέρα.
Σὲ λίγην ὥρα, κοντὰ στὸ τέλος τοῦ Ἁγιασμοῦ, τὴν στιγμὴ ποὺ ἤθελε νὰ βαφτίσῃ ὁ παπὰς τὸ Σταυρὸ στὴν λεκάνη, ἀκούστηκ᾽ ἔξαφνα ἕνα φροὺ-φρού, κ᾽ ἐβόϊξ᾽ ἡ σπηλιά, κ᾽ ἐπαρουσιάστηκε γιὰ μιὰ στιγμή, γιὰ ὅσην ὥρα σᾶς τὸ λέγω, ἕνα ὡραῖο πουλί, μιὰ περιστέρα, μὲ ἄσπρα καὶ σταχτιὰ καὶ χρυσᾶ φτερά, κ᾽ ἐφτερούγιασε, φρστ!… φρστ!… κ᾽ ἐτίναξε τὰ φτερά της, κ᾽ ἐχτύπησε μὲ τὰ φτερά της τὸ νερό, ποὺ ἦτον μέσα στὴ λεκάνη τοῦ Ἁγιασμοῦ, κι ἀμέσως ἔγινε ἄφαντη… Γιὰ δυὸ-τρεῖς στιγμὲς ἐξακολουθοῦσε, ἀπ᾽ τὸ θόλο τῆς σπηλιᾶς, νὰ πέφτῃ νερὸ μὲς στὴ λεκάνη, ὕστερα ἔπαψε. Ὁ κόσμος ἐκοίταζε χωρὶς φωνή, χωρὶς πνοή… Ὕστερα μονομιᾶς ἀπὸ πολλῶν τὰ στήθια ἐβγῆκ᾽ ἕνα «Μέγας εἶ Κύριε!» καὶ δύο-τρεῖς χωριάτισσες εἶπαν «Χριστὸς δὲ σὲρ-Μαρία*! Χριστὸς δὲ σὲρ-Μαρία».
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἐβούτηξ᾽ ὁ παπὰς τὸ Σταυρό, κ᾽ ἔψαλε «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου», κ᾽ ὕστερα ὅλος ὁ λαός, παιδιά, ἄνδρες, γυναῖκες, ἔπεσαν μὲ τὰ μοῦτρα στὴν ἁγιαστούρα τοῦ παπᾶ καὶ μέσα στὴ λεκάνη, κ᾽ ἔπαιρναν ἁγίασμα μὲ τὰ φλασκιά τους, μὲ τὰ τασάκια τους, κ᾽ ἔπιναν, κ᾽ ἐξεφωνοῦσαν: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι!»
Μὲ πολὺν κόπο, ἐπῆρα κ᾽ ἐγὼ ἀράδα, κ᾽ ἔσυρα σπρώχνοντας μὲ ὅλη τὴν δύναμή μου τὸ Λευθέρη ἀπ᾽ τὸ μπράτσο κι ἀπ᾽ τὶς πλάτες, καὶ μπορέσαμε μὲ πολλὰ βάσανα νὰ πλησιάσουμε τὸν παπά, καὶ μᾶς φώτισε μὲ τὴν ἁγιαστούρα του· ὕστερα ἔσκυψα μὲ τὸ στόμα κ᾽ ἤπια ἁγίασμα· ὕστερα ἐγέμισα τὶς δυὸ φοῦχτες καὶ τὶς ἔφερα στὸ στόμα τοῦ ἀνδρός μου νὰ πιῇ. Ἦτον δροσερό, γλυκὸ νερό, ἁγίασμα· εἶχε μιὰ δροσούλα καὶ μιὰ μοσκοβολιὰ ποὺ δὲν ξανάγινε.
Κατόπι γυρίσαμε πάλι, μὲ ὅλο τὸ μελίσσι μαζί, κ᾽ ἐφτάσαμε στὴν ἐκκλησιά.
Τὸ πουρνό, ἀφοῦ ἐλειτουργηθήκαμε, δὲν ξεχάσαμε νὰ περάσουμε ἀπ᾽ τὸ μέρος ὅπου εἶχε τὴ στάνη του προσωρινὰ ὁ ψεβραδινὸς ὁ τσέλιγκας.
Μᾶς ἔδωκε γάλα, γιαούρτι, χλωρὸ τυρί· ὕστερα, σὰν ἐψήθηκαν τ᾽ ἀρνιά, μᾶς ἐφίλεψ᾽ ἕνα μεγάλο κομμάτι ἀπὸ παγίδια κι ἀπὸ πλάτη, κ᾽ ἐξεφαντώσαμε. Μία φαμίλια ἀπ᾽ τὴν Πλάκα, ποὺ κάθισαν ἐκεῖ κοντὰ νὰ ξεφαντώσουν, μᾶς ἐγνώριζαν· μᾶς ἔστειλαν ἕνα φλασκὶ γεμᾶτο κρασί, κ᾽ ἤπιαμε στὴν ὑγειά τους.
Περάσαμε πολὺ καλὰ ὁλημέρα. Τὸ βράδυ γυρίσαμε στὸ σπίτι μας. Στὴ στράτα ποὺ γυρίζαμε, δὲν εἶχε νυχτώσει ἀκόμα πολύ, καὶ βλέπω ἕνα μικρὸ κομπόδεμα χάμου. Σκύφτω, τὸ μαζεύω, τ᾽ ἀνοίγω, καὶ βλέπω ποὺ εἶχε μέσα τρία σβάντζικα.
Ἡ φαμίλια ἡ Πλακιώτικη, ποὺ μᾶς εἶχε φιλέψει τὸ κρασί, μία γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα της καὶ μὲ δυὸ παιδιά, εἶχαν ξεκινήσει κ᾽ ἐκεῖνοι πεζοὶ ὀλίγο μπροστὰ ἀπὸ μᾶς, κ᾽ εἶχαν προπεράσει ὣς μιὰ τουφεκιὰ τόπο. Κατ᾽ ἀρχὰς ἔκαμα νὰ βάλω τὸ κομπόδεμα στὴν τσέπη μου, ὕστερα εἶπα: «κι αὐτοὶ φτωχοὶ σὰν ἐμᾶς εἶναι, μὴν τοὺς ἔπεσε, κ᾽ εἶναι κρῖμα νὰ τὸ κρατήσω». Τοὺς φωνάζω:
― Μὴ σᾶς ἔπεσε κανένα κομπόδεμα!; Τί λογῆς ἦτον, καὶ πόσα λεφτὰ εἶχε μέσα;
Ἐψάχτηκαν.
―Ὄχι, μοῦ εἶπαν· δὲν μᾶς ἔπεσε τίποτε.
Τότε εἶπα κ᾽ ἐγώ, μπορεῖ νά ᾽πεσε καμμιανῆς ποὺ νά ᾽χῃ τὸν τρόπο της· κισμέτι* ἦταν· ἂς τὸ κρατήσω.
Ὁ Λευθέρης ἦτον πολὺ καλύτερα. Ἐγύρισε ὅλο τὸ δρόμο μὲ τὰ πόδια. Ἡ ὄψη του ἐκαλυτέρεψε πολύ. Εἶχε γυρίσει ἡ ὄρεξή του, κ᾽ ἔφαε κ᾽ ἤπιε καλὰ στὸ πανηγύρι. Σὲ λίγον καιρὸ ἔγινε καλά, ἐδυνάμωσε, κ᾽ ἔζησε, κ᾽ εἶναι τώρα ὀγδοντάρης, ὅπως τὸν βλέπεις.
Τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας πηγαίνω στὴν Παναγίνα τὴν γειτόνισσα.
― Νά, πάρε κυρα-Παναγίνα, τὰ δυὸ σβάντζικά σου, καὶ δῶσέ μου τ᾽ ἀμανάτι μου.
Εἶχα χαλάσει τὸ ἕνα σβάντζικο ἀπ᾽ τὰ δυὸ ποὺ μὲ εἶχε αὐτὴ δανείσει, ἔκαμα ὅλα τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ, ἔφαγα καὶ ἤπια καλά, ἔφερα καὶ δυὸ μεγάλα κομμάτια τυρὶ στὸ σπίτι, καθὼς καὶ μισὸ καρβέλι ἀπὸ μαῦρο ψωμὶ χωριάτικο, ἔδωσα τὰ δυὸ σβάντζικα τὰ δανεικά, καὶ μοῦ περίσσεψαν καὶ δυὸ ἀκόμα σβάντζικα.
― Νά, πάρ᾽ το, κυρα-Λευθέραινα, τὸ ταψί σου, μοῦ λέει ἡ Παναγίνα, ἀφοῦ ἐπῆρε τὰ δυὸ σβάντζικα.
Ἐπῆρα τὸ ταψί μου, καὶ νά το, αὐτὸ εἶναι! Βρίσκετ᾽ ἀκόμα, ὕστερ᾽ ἀπὸ σαρανταοχτὼ χρόνια.
Ἐσηκώθη, ὕψωσε τὴν χεῖρα εἰς τὸ ράφι καὶ μοῦ ἐπαρουσίασε χάλκινον ἀγγεῖον παλαιόν, ὀλίγον τρύπιον εἰς τὴν μίαν ἄκρην.
(1901)

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Σαν σήμερα... 27 Μαρτίου

 Σαν σήμερα

Τα σημαντικότερα γεγονότα της 27ης Μαρτίου


1821: Οι επαναστάτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη εισέρχονται στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα ο Αθανάσιος Διάκος, μετά από δοξολογία στη Μονή του Οσίου Λουκά, κηρύσσει την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, ενώ ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον αρματολό Πανουργιά, ελευθερώνουν την πρωτεύουσα της Φωκίδας, Σάλωνα (Άμφισσα).
1914: Στις Βρυξέλλες, πραγματοποιείται η πρώτη επιτυχημένη μετάγγιση αίματος.
1946: Ο Μίκης Θεοδωράκης μεταφέρεται σε νοσοκομείο της Αθήνας με σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, οι οποίες θα του προκαλέσουν μόνιμο πρόβλημα στον αριστερό οφθαλμό. Την προηγούμενη μέρα έλαβε μέρος σε συλλαλητήριο του ΚΚΕ κατά των εκλογών της 31ης Μαρτίου και συνελήφθη από την Αστυνομία, η οποία τον κακοποίησε στο νεκροτομείο της Αθήνας.
1958: Ο Νικίτα Χρουστσόφ γίνεται Πρωθυπουργός της Σοβιετικής Ένωσης.
1964: Περίπου 125 άνθρωποι σκοτώνονται στην Αλάσκα, μετά από σεισμική δόνηση 8,4 Ρίχτερ. Είναι ο μεγαλύτερος σεισμός που έγινε ποτέ στις ΗΠΑ.
1970: Αρχίζει η δίκη των μελών της Δημοκρατικής Άμυνας, οι περισσότεροι από τους οποίους κατηγορούνται για βομβιστικές ενέργειες κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ανάμεσά τους, ο Σάκης Καράγιωργας, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και ο στρατηγός Ιορδανίδης.
1973: Ο Μάρλο Μπράντο αρνείται το Όσκαρ για την ταινία «Ο Νονός», σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συμπεριφορά του Χόλιγουντ απέναντι στους ερυθρόδερμους.
1976: Μπαίνει ο θεμέλιος λίθος του Δικαστικού Μεγάρου στη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
1977: Δύο Boeing 747, ένα της KLM κι ένα της PanAm, συγκρούονται στο διάδρομο απογείωσης του αεροδρομίου της Τενερίφης στα Κανάρια Νησιά. Πρόκειται για το πιο πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα, καθώς 583 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους και μόλις 61 διασώζονται.
1991: Στην Τσεχοσλοβακία, δεκαέξι μήνες μετά τη «Βελούδινη Επανάσταση», αποσύρονται τα τελευταία σοβιετικά τανκς, που βρίσκονταν στη χώρα από το 1968.
1992: Μια γυναίκα φέρεται να έδωσε τηλεφωνικώς πληροφορίες στην Αστυνομία για πιθανό χτύπημα της 17Ν στην οδό Λουίζης Ριανκούρ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ήρθαν στο φως από τις καταθέσεις των συλληφθέντων ως μελών της οργάνωσης, εκείνο το διάστημα η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» έκανε πρόβες για την επιχείρηση που σχεδίαζε εναντίον ενός αξιωματούχου του υπουργείου Οικονομίας. Το πρωί της 27ης Μαρτίου 1992 αστυνομικοί των ΕΚΑΜ έστησαν μπλόκο στη Ριανκούρ αλλά τα μέλη της 17Ν τους αντιλήφθηκαν, ετράπησαν σε φυγή και η επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο.
1994: Στην Ιταλία, το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι αναδεικνύεται πρώτο στις βουλευτικές εκλογές.
2002: Ένα Παλαιστίνιος βομβιστής αυτοκτονίας σκοτώνει 29 άτομα στην πόλη Νετάνια του Ίσρα.
2009: Στο Πακιστάν βομβιστής αυτοκτονίας σκοτώνει 48 άτομα.

Γεννήσεις

1845 - Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν, Γερμανός φυσικός, βραβείο Νόμπελ 1901
1847 - Ότο Βάλαχ, Γερμανός χημικός, βραβείο Νόμπελ 1910
1886 - Μις φαν ντερ Ρόε, Γερμανός αρχιτέκτονας
1901 - Καρλ Μπαρκς, Αμερικανός σκιτσογράφος - δημιουργός κόμικς
1903 - Νίκος Ζαχαριάδης, Έλληνας πολιτικός και επιζών του Νταχάου
1912 - Τζέιμς Κάλαχαν, πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας
1927 - Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, Ρώσος συνθέτης και βιολονίστας
1941 - Λίζε Πρόκοπ, Αυστριακή αθλήτρια του στίβου
1963 - Κουέντιν Ταραντίνο, Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος
1970 - Μαράια Κάρεϋ, Αμερικανίδα τραγουδίστρια
1971 - Ντέιβιντ Κούλθαρντ, Βρετανός οδηγός αγώνων
1974 - Γκάυζκα Μεντιέτα, Ισπανός ποδοσφαιριστής
1977 - Ιωάννης Μελισσανίδης, Έλληνας αθλητής της ενόργανης γυμναστικής

Θάνατοι

1770 - Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο, Ιταλός ζωγράφος
1837 - Όττο Στάκελμπεργκ, Γερμανός ζωγράφος
1850 - Βίλχελμ Μπέερ, Γερμανός αστρονόμος
1952 - Τογιόντα Κιιχίρο, Ιάπωνας επιχειρηματίας και πρωτοπόρος της αυτοκινητοβιομηχανίας
1968 - Γιούρι Γκαγκάριν, Σοβιετικός κοσμοναύτης, ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα
1972 - Μαουρίτς Κορνέλις Έσερ, Ολλανδός καλλιτέχνης
2002 - Μπίλι Γουάιλντερ, Αμερικανός σκηνοθέτης
2002 - Ντάντλεϋ Μουρ, Αμερικανός ηθοποιός
2006 - Στάνισλαβ Λεμ, Πολωνός συγγραφέας
http://www.newsbeast.gr
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτή της Αγίας Ματρώνας εκ Θεσσαλονίκης

 

Τη μνήμη της Αγίας Ματρώνας εκ Θεσσαλονίκης τιμά σήμερα, 27 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.
Η Οσία Ματρώνα έζησε στη Θεσσαλονίκη και συγκαταλέγεται μεταξύ των Μαρτύρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας μας, κατά την περίοδο των διωγμών. Υπήρξε ακόλουθος μιας πλούσιας και ευγενούς Ιουδαίας, με το όνομα Παντίλλα ή Παυτίλλα, η οποία ήταν σύζυγος του στρατοπεδάρχη της Θεσσαλονίκης.
Καθημερινά συνόδευε την κυρία της στη συναγωγή της πόλεως, όπου ωστόσο δεν πήγαινε η ίδια, διότι κρυφά κατέφευγε σε χριστιανικό ναό, για να προσευχηθεί.
Μοιραία, όμως, επειδή για πολύ καιρό η Ματρώνα ξεγελούσε την κυρία της, μια λάθος κίνηση στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. σε μία εορτή των Ιουδαίων, κατά την οποία συνήθιζαν να τρώνε πικρά χόρτα και άζυμα, η Ματρώνα άργησε να επιστρέψει από το ναό και όταν έφθασε στην συναγωγή γινόταν η τελετή των Επιτιμίων.
Ένας από τους δούλους της Παντίλλας κατήγγειλε ότι η Ματρώνα ήταν Χριστιανή και ότι εξαπατά την κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορά που αυτή προσερχόταν στην συναγωγή, εκείνη να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας, που δεν δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές, να την κατηγορήσει ότι είναι εχθρική προς αυτήν. Διέταξε αμέσως την σύλληψή της και, αφού την συνέλαβαν και την έδεσαν, άρχισαν να την μαστιγώνουν.
Η Ματρώνα, όμως, με παρρησία δήλωσε ότι είναι Χριστιανή και ότι, αν και η κυρία της εξουσίαζε το σώμα της και την ίδια της την ζωή, ωστόσο δεν μπορούσε να την μεταπείσει σε όσα πίστευε.
Η Παντίλλα, αφού την αλυσόδεσε, διέταξε να την φυλακίσουν και να σφραγίσουν την πόρτα του κελιού της. Έπειτα από τρεις ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε η ίδια να δει αν η Ματρώνα ζει. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της και στεκόταν φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς να έχει το παραμικρό ίχνος τραύματος και βασανισμού.
Εξοργισμένη η Παντίλλα διέταξε να δέσουν πάλι την Ματρώνα και να την μαστιγώσουν ανηλεώς.Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της κυρίας της, την ρώτησε γιατί την βασάνιζε, ομολογώντας ωστόσο την πίστη της στον Χριστό. Καταπονημένη από τα βασανιστήρια και μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια της, η Ματρώνα κλείσθηκε και πάλι στην φυλακή.
Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η Παντίλλα επισκέφθηκε το κελί της φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη από τα δεσμά της, με το ίδιο φωτεινό πρόσωπο, παρά τα βασανιστήρια και την πείνα που υπέστη επί δεκατέσσερις ημέρες. Τότε η κυρία της, γεμάτη οργή, διέταξε να δέσουν την Ματρώνα σε δρύινα ξύλα και να την βασανίσουν.
Εξαντλημένη η Αγία από τις μαστιγώσει και με το σώμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε με αδύναμη φωνή λίγες λέξεις προσευχής και παρέδωσε το πνεύμα της.
Η Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον με το όνομα Στρατόνικος, να τυλίξει το λείψανο της Αγίας σε δέρμα και στην συνέχεια να το ρίξει έξω από τα τείχη της πόλεως. Το ιερό λείψανό της το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με ευλάβεια κοντά στην Λεωφόρο, δηλαδή την Εγνατία οδό.
Μετά το τέλος των διωγμών, ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος πήρε το σκήνωμα της Μάρτυρος και το μετέφερε μέσα στην πόλη και, αφού έκτισε ναό, το απέθεσε εντός αυτού.
Την εποχή της Φραγκοκρατίας, όμως, το σκήνωμα της Αγίας μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη και εναποτέθηκε σε ναό, που καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης υπήρχε και μονή αφιερωμένη στην Αγία Ματρώνα.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Την ωραιότητα.Γνώμην αήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν την ένθεον, άσυλον έσωσας, μη δουλωθείσα την ψυχήν, Εβραίων τη απηνεία όθεν αριστεύσασα, και τον δόλιον κτείνασα, μυστικώς νενύμφευσαι, τω Δεσπότη της κτίσεως. Αυτόν ούν εκτενώς εκδυσώπει, πάσης ημάς ρυσθήναι βλάβης.
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025 - Μέγα Απόδειπνο


 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτάζοντες την 27ην του μηνός Μαρτίου

 Εορτάζοντες την  27ην του μηνός Μαρτίου


 

  • Η ΑΓΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ ή εν Θεσσαλονίκη

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ο εν τω "Ασπρω"

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΦΙΛΗΤΟΣ, ΛΥΔΙΑ, τα δύο τους παιδιά ΘΕΟΠΡΕΠΙΟΣ και ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ, ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ο δούκας και ΚΡΟΝΙΔΗΣ ο Κομενταρήσιος

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΩΑΝΝΗΣ και ΒΑΡΟΥΧΙΟΣ

  • Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΝΑΝΙ

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ επίσκοπος Κορίνθου

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΕΥΤΥΧΙΟΣ

 

Αναλυτικά

 

Η ΑΓΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ ή εν Θεσσαλονίκη
Ή Ματρωνα έζησε στα αρχαία χριστιανικά χρόνια και ήταν υπηρέτρια, στο σπίτι ενός ανωτέρου αξιωματούχου Εβραίου, στη Θεσσαλονίκη. Αυτός ήταν παντρεμένος με μία, επίσης Εβραία, πού ονομαζόταν Παντίλλα. Ή Ματρωνα, χωρίς να το ξέρουν οί κύριοι της, έγινε χριστιανή. Το γεγονός αυτό έμεινε κρυφό για πολύ καιρό. Διότι εκτελούσε με πολύ ακρίβεια την υπηρεσία της και είχε την  εύμένεια τής κυρίας της. Με τον καιρό, όμως, αποκαλύφθηκε. Ενώ ή Εβραία κυρία πήγαινε στη συναγωγή, ή Ματρώνα εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία εκτελούσε τα θρησκευτικά της καθήκοντα στη χριστιανική Εκκλησία. Την κατασκόπευσαν, όμως, οί άλλες υπηρέτριες και την πρόδωσαν στην Παντίλλα.' Η σκληρή Εβραία την κάλεσε να της πει αν όλα αυτά αληθεύουν. Ή Ματρωνα τότε ομολογεί την πίστη της και κακοποιείται άγρια από την Παντίλλα. Χωρίς καμιά μνησικακία η Ματρώνα, ομολογεί και πάλι ό,τι υπαγορεύει ή συνείδηση της, δηλαδή Χριστόν Έσταυρωμένον. Διότι ή ψυχή της είχε μέσα "αγάπη εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής και πίστεως ανυπόκριτου"1. Δηλαδή, αγάπη από καθαρή και ανιδιοτελή καρδιά και συνείδηση αγαθή, ελεύθερη από κάθε τύψη, και πίστη αληθινή. Ή Παντίλλα τότε με περισσότερη ωμότητα τη μαστιγώνει και τη ρίχνει στη φυλακή. Εκεί μέσα ή Ματρώνα παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό.

1. Α' προς Τιμόθεον, α' 5.


Απολυτίκιο. 'Ηχος γ'. Την ωραιότητα.
Γνώμην αήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν την ένθεον, άσυλον έσωσας, μη δουλωθείσα την ψυχήν, Εβραίων τη άπηνεία όθεν αριστεύσασα, και τον δόλιον κτείνασα, μυστικώς νενύμφευσαι, τω Δεσπότη της κτίσεως. Αυτόν ούν εκτενώς έκδυσώπει, πάσης ημάς ρυσθήναι βλάβης.


Ο ΟΣΙΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ο εν τω "Άσπρω"
Απεβίωσε ειρηνικά.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΦΙΛΗΤΟΣ, ΛΥΔΙΑ, τα δύο τους παιδιά ΘΕΟΠΡΕΠΙΟΣ και ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ, ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ο δούκας και ΚΡΟΝΙΔΗΣ ο Κομενταρήσιος
Σέ καιρό διωγμού, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αδριανός (117-138), ο Φιλητός με τη σύζυγο του Λυδία και τα δυο τους παιδιά, συνελήφθησαν και τους ζητήθηκε ν' αρνηθούν το Χριστό. Άλλα γονείς και παιδιά, έμειναν πιστοί στην ομολογία Του. Ούτε ταράχτηκαν καθόλου, όταν δόθηκε ή διαταγή να τους θανατώσουν με βασανιστήρια. Αντίθετα, τα απέμειναν με θαυμαστή καρτερία. Τέτοια δε υπήρξε ή σταθερότητα και ή πραότητα τους απέναντι στους δήμιους, ώστε οι παρευρισκόμενοι άρχοντες, Άμφιλόχιος και Κρονίδης, ήλθαν και αυτοί στη χριστιανική θρησκεία. Και επειδή επέμεναν, διατάχθηκε να θανατώσουν μαρτυρικά και αυτούς. Κατόπιν, σειρά βασανιστηρίων εφαρμόστηκαν εναντίον της οικογένειας, πού με παρέμβαση της θείας δυνάμεως δεν είχαν αποτέλεσμα. Τελικά τους βρήκε ο θάνατος και κατατάχθηκαν όλοι στον ένδοξο μαρτυρικό χορό.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΩΑΝΝΗΣ και ΒΑΡΟΥΧΙΟΣ
Μαρτύρησαν δια ξίφους.


Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΝΑΝΙ
Υπήρξε στα χρόνια του βασιλιά Ιούδα (955 π.Χ.). ο βασιλιάς Ασά με τη βοήθεια του Θεού, είχε στην αρχή απόκρουση νικηφόρα την εναντίον του επιδρομή του βασιλιά της Συρίας. Κατόπιν όμως ο Άσά συνθηκολόγησε με τον βασιλιά της Συρίας και του έστειλε χρυσό και ασήμι, για να τον βοηθήσει στον πόλεμο εναντίον του βασιλείου του Ισραήλ. Τότε ο Προφήτης Άνανί, παρουσιάστηκε στον Άσά και του έκανε δριμύτατη παρατήρηση (Β' Παραλειπ. ιστ' 7-10). ο Άσά οργισμένος, φυλάκισε τον Προφήτη. Τελικά όμως αυτός απεβίωσε ειρηνικά.


Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ επίσκοπος Κορίνθου
Ήταν αδελφός του επισκόπου Άργους και Ναυπλίου Πέτρου, 
βλέπε σχετικά 3 Μαΐου.


Ο ΟΣΙΟΣ ΕΥΤΥΧΙΟΣ
Απεβίωσε ειρηνικά.

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Πέμπτη 27/3

 

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Πέμπτη 27/3

Βροχές στο Ιόνιο, στα ηπειρωτικά και τοπικά στο Αιγαίο. Καταιγίδες και πιθανές χαλαζοπτώσεις στα δυτικά. Ενισχυμένοι νοτιοανατολικοί άνεμοι μέχρι το μεσημέρι. Αυξημένες συγκεντρώσεις Σαχαριανής σκόνης σε ολόκληρη τη χώρα. Πτώση της θερμοκρασίας στο Ιόνιο και στα ηπειρωτικά.

Πιο αναλυτικά, την Πέμπτη 27 Μαρτίου σε ολόκληρη τη χώρα αναμένονται νεφώσεις και αυξημένες συγκεντρώσεις Σαχαριανής σκόνης. Βροχές (λασποβροχές) αναμένονται προοδευτικά στα Επτάνησα, στα περισσότερα ηπειρωτικά τμήματα και μετά το μεσημέρι στις Σποράδες και σε νησιωτικά τμήματα του Βορείου Αιγαίου. Καταιγίδες θα εκδηλωθούν κυρίως στα Επτάνησα, στην Ήπειρο και στη Δυτική Στερεά, όπου τοπικά ενδέχεται να συνοδευτούν από χαλαζόπτωση.

Η θερμοκρασία θα κυμανθεί στη Δυτική Μακεδονία από 6 έως 15 βαθμούς, στην υπόλοιπη Μακεδονία και στη Θράκη από 8 έως 23-25, στη Θεσσαλία από 8 έως 20, στην Ήπειρο από 12 έως 21 βαθμούς, στα υπόλοιπα ηπειρωτικά από 12 έως 21-23 βαθμούς, στα Επτάνησα από 14 έως 18, στα νησιά του Αιγαίου από 12 έως 21-23 βαθμούς και στην Κρήτη από 16 έως 28, αλλά στη Βόρεια Κρήτη οι μέγιστες θα φτάσουν στους 32 βαθμούς Κελσίου.

Στο Βόρειο Αιγαίο θα πνέουν ανατολικοί βορειοανατολικοί άνεμοι με εντάσεις έως 5 μποφόρ, στρεφόμενοι το βράδυ σε νοτιοδυτικούς με εντάσεις έως 4 μποφόρ. Στο υπόλοιπο Αιγαίο θα πνέουν άνεμοι από νοτιοανατολικές διευθύνσεις με εντάσεις 5-6 και τοπικά στα νότια 7 μποφόρ, αλλά από το απόγευμα θα εξασθενήσουν και θα στραφούν σε δυτικούς νοτιοδυτικούς με εντάσεις έως 4 μποφόρ. Στο Ιόνιο αρχικά θα πνέουν νοτιοανατολικοί άνεμοι με εντάσεις έως 5 μποφόρ, αλλά γρήγορα θα στραφούν σε βορειοδυτικούς με ίδιες εντάσεις, ενώ το βράδυ θα παρουσιάσουν μικρή εξασθένηση και θα στραφούν σε δυτικούς νοτιοδυτικούς.

Στην Αττική περιμένουμε νεφώσεις και αυξημένες συγκεντρώσεις σκόνης. Βροχές θα εκδηλωθούν κατά περιόδους από το μεσημέρι και μετά. Οι άνεμοι θα πνέουν ανατολικοί νοτιοανατολικοί με εντάσεις 3-5 μποφόρ. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 16 έως 22-23 βαθμούς.

Στη Θεσσαλονίκη περιμένουμε νεφώσεις και αυξημένες συγκεντρώσεις σκόνης. Βροχές θα εκδηλωθούν κυρίως από το μεσημέρι και μετά. Οι άνεμοι θα πνέουν από ανατολικές διευθύνσεις με εντάσεις 3-4 μποφόρ. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 12 έως 19-20 βαθμούς

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ- Ἡ Χολεριασμένη

 


Μικρά διηγήματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Τὴν κατωτέρω διήγησιν, καθὼς καὶ τὴν ἄλλην, τὴν ἐπιγραφομένην «Τὸ Θαῦμα τῆς Καισαριανῆς», ἤκουσα ἐκ στόματος τῆς παθούσης, ἥτις εἶναι ἡ κυρα-Ρήνη Ἐλευθέραινα, τοῦ ποτὲ Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Ἀθηναία.
“Μὲ εἶχαν παραιτήσει ὅλοι οἱ δικοί μου, ὁ ἄνδρας μου, ὅπως κι ὁ ἀδερφός μου… Εἶχα πανδρευθῆ μικρή, μ᾽ αὐτὸν τὸν μπαρμπα-Λευθέρη, ποὺ βλέπεις, ποὺ κοντεύει τώρα τὰ ὀγδονταπέντε. Θὰ ἦτον ὣς εἴκοσι χρόνια μεγαλύτερος ἀπὸ μένα.
Τόσο μικρὴ καὶ τόσο ἄκακη καὶ ἄγνωστη* ἤμουν, κορίτσι δεκατριῶν χρονῶν. Ἐκεῖνος μ᾽ ἔπαιρνε στὰ γόνατά του, καὶ μ᾽ ἐφίλευε καραμέλες. Θὰ ἦτον τριαντάρης τότε. Ἐγὼ οὔτε ἰδέαν εἶχα ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα.
Σὰν ἦρθε ἡ φοβερὴ χρονιά, ποὺ ἔφερε τὴν κατοχὴ τῶν Ἀγγλογάλλων καὶ τὴν χολέρα· ποὺ βάσταξε τρεῖς μῆνες, κ᾽ ἔπαψε τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη λιτανεία καὶ δέηση ποὺ ἔκαμε ὁ λαὸς μὲ τοὺς παπάδες, μὲ τὰ εἰκονίσματα, μὲ Σταυροὺς καὶ μὲ ξεφτέρια· κ᾽ οἱ Ἀγγλογάλλοι φοβέριζαν τὸν βασιλιά μας, τὸν Ὄθωνα, κ᾽ ἐκεῖνος ἦτον κλεισμένος στὸ Παλάτι, μόνο γιὰ νὰ παρηγορῇ τὸν λαὸ ἔβγαινε, καὶ δὲν τὸ κούνησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μ᾽ ὅλη τὴν χολέρα καὶ τὸ θανατικό. Κ᾽ ἔβγαιναν τὸν ἀνήφορο οἱ Ἀγγλογάλλοι, πλῆθος πολύ, καβαλαρία, Δραγῶνοι τοὺς λέγανε, καὶ φαντάροι, ποὺ φοροῦσαν κάτι πουτούρια*, καὶ τοὺς λέγανε Ζουάβους· κι ἄλλοι μὲ κατακόκκινες γιακέτες, κάτι φοβεροί, θεόρατοι, ἄνδρες ὣς κεῖ πάνω, μὲ ἄντζες γυμνές, ποὺ φοροῦσαν κάτι σὰ φουστανέλες· κ᾽ ἔβγαιναν κατὰ τὴν πλατέα, κ᾽ ἐφοβέριζαν τὸν Ὄθωνα. Κι ὅσο τὸν ἐφοβέριζαν οἱ Ἀγγλογάλλοι, τόσο τὸν ἀγαποῦσε ὁ λαός. Κι ὁ βασιλιὰς ἐπονοῦσε τὸν λαό, κ᾽ ἐσκορποῦσε ἐλέη καὶ ψυχικὰ πολλὰ ἀπ᾽ τὸ Παλάτι.
Σὰν ἦρθε ἡ χρονιὰ ἐκείνη, ἐμεῖς ἤμαστε πανδρεμένοι τρία χρόνια μπροστά. Ὁ μπαρμπα-Λευθέρης μὲ τὶς καραμέλες μὲ εἶχε καταφέρει. Θὰ ἤμουν δεκαπέντε, ἂς ἤμουν, τὸ πολύ, δεκάξι χρονῶν, ὅταν ἔγινε ἡ στεφάνωση. Ἐκεῖνος θὰ ἦτον παραπάνω ἀπὸ τριάντα.
Τότε, σὰν ἦρθε τὸ κακό, χολεριάσθηκα κ᾽ ἐγώ. Εἶχα γεννήσει ὀλίγους μῆνες μπροστὰ τὴν μοναχοκόρη, τὴν Κατίγκω μου, αὐτὴ ποὺ βλέπεις. Σὰν μ᾽ ἔπιασαν οἱ ἐμετοί, καὶ τ᾽ ἄλλα τὰ συπτώματα, Θεὸς νὰ φυλάῃ ―μακριὰ ἀπὸ σᾶς― ὁ Λευθέρης, αὐτὸς ποὺ βλέπεις, μ᾽ ἀπαράτησε κ᾽ ἔγινε ἄφαντος. Πέρασαν πολλὲς ὧρες καὶ δὲν ἐφάνη. Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θύμιος, κι αὐτός, οὔτε θέλησε νὰ μὲ ζυγώσῃ.
Ἐκαθόμουν στὴν ἐνορία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σ᾽ ἕνα στενὸ σοκάκι, στὴν Ἀκρόπολη ἀποκάτω. Εἶχα τὸ παιδὶ στὴν κούνια, κ᾽ ἔκλαιε. Ἐγὼ ὑπόφερνα ἀπ᾽ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας, κ᾽ ἐδίψαγα φοβερά. Ἐφώναζα νά ᾽ρθῃ κανένας. Ἐζητοῦσα ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ ἔλεος. Κανένας δὲν ἤρχετο. Οἱ γειτόνισσες, ἄλλες εἶχαν φύγει, μὲ τὴν ὥρα τους, στὴν ἐξοχή, κι ἄλλες ἔκαναν τὸν κουφὸ καὶ δὲν ἄκουαν.
Μόνον ἕνας γείτονας, ὁ κὺρ Μικέλης ὁ Φουλδάκης, πέρασε τὸ χέρι του ἀπ᾽ τὸ παραθυράκι, καὶ μοῦ ἔρριξε ἕνδεκα σβάντζικα*. Ἐγὼ τοῦ φώναζα νὰ μοῦ φέρῃ νερό. Ἀλλά, μοῦ εἶπε, δὲν εἶχε, κ᾽ ἔφυγε. Ἢ δὲν εἶχε ἀληθινά, ἢ φόβος τὸν ἔπιασε, καὶ δὲν ἤθελε ν᾽ ἀργοπορήσῃ σιμά μου, μὴν κολλήσῃ.
Καλὰ καὶ τὰ δέκα σβάντζικα. Λεφτὸ δὲν εἶχα. Μὰ εὐχαρίστως θὰ ἔδιδα τὰ δέκα σβάντζικα, γιὰ νὰ μοῦ ἔφερνε κανεὶς ἕνα ποτήρι νερό.
Μιὰ ἁρμάθα κυδώνια εἶχα κρεμασμένη στὸν τοῖχο ἀπὸ ἕν᾽ ἀραφάκι. Σηκώθηκα, ἐπῆρα ἕνα, καὶ τὸ μάσησα, γιὰ νὰ ξεδιψάσω. Ὕστερα, σὰν καλύτερα μοῦ φάνηκε νὰ ἦταν ψημένα. Ἔκαμα κουράγιο, ἄναψα φωτιά, κ᾽ ἔψησα δυὸ-τρία καὶ τά ᾽φαγα.
Εἶχα κουράγιο. Ἡ καρδιά μου γερή. Ὁ ἐμετὸς μοῦ εἶχε πάψει ἀπὸ ὥρα.
Σὰν εἶχα φάγει τὰ κυδώνια, μοῦ φάνηκε πὼς μοῦ ἐκόπη κάπως ἡ δίψα. Ὕστερα πάλι ἐδίψασα χειρότερα.
Σηκώθηκα, κ᾽ ἐβγῆκα ἔξω. Ἔκαμα ὀλίγα βήματα στὸ σοκάκι. Ἡ γειτονιὰ ἔρημη. 〈Ὁ〉 κόσμος εἶχε φύγει. Αὐλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο πουθενά.
Ἐπῆγα παραπέρ᾽ ἀκόμα. Ἤξευρα πὼς ἦτον μιὰ βρύση κάπου ἐκεῖ. Ἔφτασα, μὲ μεγάλη ἀδυναμία, μὲ κομμένα γόνατα. Ξέστριψα μὲ κόπο τὴν κάνουλα τῆς βρύσης. Ὤ, συφορά μου! Τὸ νερὸ εἶχε κοπῆ.
Σηκώνομαι, σέρνουμαι ἀκόμα παραπέρα… Δὲν θυμᾶμαι ἂν εἶχα πάρει μαζί μου τὸ κορίτσι μου ἀπ᾽ τὴν κούνια…!”
Ἐδῶ ἡ ἀφηγουμένη διεκόπη, καὶ προσεπάθει ν᾽ ἀναπολήσῃ. Εἶτα ἐπανέλαβε:
“Ναί… ὄχι, δὲν τὸ πῆρα μαζί μου. Εἶχα βγῆ ἔξω γιὰ προσωρινά. Τὸ ἕνα πρῶτο γιὰ νὰ βρῶ νερό, κ᾽ ἔπειτα μὲ τὴν ἐλπίδα ν᾽ ἀπαντήσω κανένα γνώριμο… νὰ τὸν ἐρωτήσω ἂν εἶδε τὸν ἄνδρα μου πουθενά. Χωρὶς ἄλλο, εἶχα σκοπὸ νὰ γυρίσω γρήγορα πίσω, στὸ σπιτάκι μου.
Ἐπῆγα παραπέρ᾽ ἀπ᾽ τὴ βρύση, ποὺ δὲν εἶχε νερό. Ἐκεῖ ἀκούω σὰν μουρμουρητό, σὰν σιγανὴ ψαλμῳδία. Ἔφτασα ἀπ᾽ ἔξω ἀπ᾽ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Βλέπω μιὰ μικρὴ καρότσα μὲ τ᾽ ἀλογάκια της ποὺ ἔστεκε παρέκει, σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ δρόμου.
Ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς ἦτον ἀνοικτή. Βλέπω μιὰ γριά. Ἦτον ἡ κλησιάρισσα. Σὰν μὲ εἶδε, φοβήθηκε, κ᾽ ἠθέλησε νὰ κλείσῃ τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα. Θὰ κατάλαβε ἀπ᾽ τὴν ὄψη μου πὼς ἤμουν μολεμένη. Σπρώχνω τὴν πόρτα, φωνάζω.
― Λίγο νερό!… δὲν εἶστε χριστιανοί;
Εἶδα ποὺ εἶχε δυὸ στάμνες ἀκουμπισμένες ἀπὸ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν πόρτα, σιμὰ στὸ παγκάρι. Ἡ γριὰ μ᾽ ἐλυπήθηκε, ἐσήκωσε τὴ μιὰ στάμνα, ποὺ φαίνεται νὰ εἶχε λίγο νερό, κάτω ἀπ᾽ τὴ μέση, καὶ μοῦ εἶπε:
― Κάμε τὶς χοῦφτες σου.
Ἔκαμα τὶς χοῦφτές μου, τὶς παλάμες μου, βαθουλές, ἔσκυψα, αὐτὴ μοῦ ἔρριχνε ἀπ᾽ ὀλίγ᾽ ὀλίγο νερὸ μὲς στὶς χοῦφτες, κ᾽ ἐγὼ ἔπινα. Μοῦ φάνηκε σὰν ἁγιασμός. Ἀναστήθηκ᾽ ἡ ψυχή μου. Ὕστερα ἡ γριά, σὰν ἐτράβηξε τὴ στάμνα μέσα, ἔκαμε πάλι νὰ σπρώξῃ τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μὲ κλείσῃ ἀπ᾽ ἔξω. Ἐγὼ ἔπιασα μὲ τὰ δυὸ χέρια τὸ φύλλο τῆς πόρτας κ᾽ εἶπα:
― Τί κάνουν μέσα;
Ἄκουσα σιγανὴ ψαλμῳδία καὶ διάβασμα παπᾶ.
― Βαφτίζουν, μοῦ εἶπε ἡ καλόγρια, μὲ τρόπον ποὺ ἔδειχνε πὼς ἦτον στενοχωρεμένη ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ μὲ ἀπομακρύνῃ.
Ἐπέρασα τὸ κεφάλι στὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας. Ξαφνίστηκα. Ἔβαλα μιὰ φωνή. Ἐκεῖ μέσα, στὴν ἐκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ἀνθρώπους. Ἦτον ὁ Λευθέρης, ὁ ἄνδρας μου, ὁ Στάθης, ὁ γαμβρός του, κ᾽ ἡ Στάθαινα, ἡ ἀνδραδέλφη μου, ποὺ εἶχε πάρει εὐχή, καθὼς φαίνεται, πρὶν σαραντίσῃ, κ᾽ ἐβάφτιζαν τὸ μικρό τους, τὴν πρώτη κόρη ποὺ τοῦ εἶχε κάμει ἡ γυναίκα του ἡ νιόνυφη.
Ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος ἦτον μαζί τους. Αὐτὸς ἦτον ὁ ἁμαξὰς ἐκείνης τῆς καρότσας, ποὺ εἶχα ἰδεῖ νὰ στέκῃ ἀπ᾽ ἔξω ἐκεῖ.
Κατάλαβα τί ἔτρεχε. Εἶχαν σκοπὸ νὰ φύγουν ὅλοι τους μαζί, γιὰ κανένα περιβόλι, κ᾽ εἶχαν ἕτοιμο καὶ τὸν ἁμαξὰ μὲ τὴν καρότσα, κι ὁ ἄνδρας μου ποὺ ἔκανε καὶ τὸ νουνό, θὰ πήγαινε, καθὼς φαίνεται, μαζί τους. Πρὶν φύγουν, ἠθέλησαν, σὰν καλοὶ χριστιανοί, νὰ βαφτίσουν τὸ μωρό τους.
― Πῶς ἦρθες; μοῦ ἐφώναξε ὁ ἄνδρας μου σὰν μὲ εἶδε· ποῦ ἄφησες τὸ παιδί;
― Ἐσύ, πῶς μ᾽ ἄφησες ἐμένα; τοῦ λέω.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶχε τελειώσει ἡ βάφτιση. Ἐγὼ τοὺς ἔγινα κουνούπι καὶ δὲν ἔφευγα ἀπὸ κοντά τους. Ὁ ἄνδρας μου ἦτον συλλογισμένος.
Μ᾽ ἔβλεπαν πὼς μοῦ εἶχε πάψει ὁ ἐμετός, κ᾽ ἐβαστοῦσα καλὰ στὰ πόδια μου. Ἑτοιμάζοντο γιὰ νὰ φύγουν.
― Θά ᾽ρθω κ᾽ ἐγὼ μαζί σας ὅπου πᾶτε! εἶπα ἐγὼ χτυπώντας τὸ κοφτερὸ τοῦ χεριοῦ ἐπάνω στὴν παλάμη μου.
― Σῦρε νὰ φέρῃς τὸ παιδί, μοῦ λέει ὁ ἄνδρας μου.
― Πᾶμε μαζί, τοῦ λέω.
Ὁ Λευθέρης ἄρχισε νὰ ξύνεται. Ὁ ἁμαξάς, χωρὶς νὰ τοῦ προτείνῃ κανεὶς τίποτε, ἄρχισε νὰ φέρνῃ δυσκολίες.
― Συφωνήσαμε γιὰ τρεῖς νοματαίους, καὶ τὸ μωρὸ τέσσεροι, καὶ μοῦ δώσατε τί μοῦ δώσατε, τὸν ἄκουσα νὰ λέῃ στὸν ἀνδράδελφό μου. Τώρα οἱ τέσσεροι θὰ γίνουν ἕξι. Δὲν μᾶς παίρν᾽ ἡ καρότσα.
Ὁ ἀνδράδελφός μου, τὸν εἶδα ποὺ τοῦ ἔγνεψε μὲ τρόπο, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τοῦ πῇ: «Ἡσύχασε, καὶ μή σε μέλῃ… θὰ εἴμαστε ὅσοι εἴμαστε…»
Τότ᾽ ἐγὼ ἔβγαλα τὰ ἕνδεκα σβάντζικα, ποὺ μοῦ εἶχε ρίψει ὁ γείτονας ὁ κὺρ Μικέλης, καὶ δὲν εἶχα ξεχάσει νὰ τὰ δέσω καλὰ στὸ κλωνὶ τῆς μανδήλας μου. Σὰν ἄκουσε τὸν κουδουνισμὸ ὁ καροτσέρης, ἐγύρισε κατὰ μένα.
― Νά, ἔχω ἕνδεκα σβάντζικα, εἶπα. Σοῦ τὰ δίνω ὅλα νὰ μὲ πάρῃς κ᾽ ἐμένα μαζί.
Ὁ καροτσιέρης ἐζύγωσε πρὸς τὸ μέρος μου. Ξέχασε πὼς ἤμουν χολεριασμένη.
Ἔβγαλα τὰ σβάντζικα καὶ τὰ μετροῦσα.
― Νά, πάρε τα καὶ τὰ δέκα, εἶπα, καὶ νὰ μὲ πάρῃς μαζί.
Τὴν πρώτη φορὰ εἶχα εἰπεῖ ἕνδεκα· ὕστερα, στὴ στιγμή, τὸ μετάνοιωσα, κ᾽ εἶπα μὲ τὸν ἑαυτό μου: «ἂς κρατήσω κ᾽ ἕνα σβάντζικο, δὲν ξέρω τί γίνεται». Μὰ ὁ ἁμαξὰς εἶχεν ἀκούσει τὰ ἕνδεκα. Ἐπάσκισα ἐγὼ νὰ τὸ κρύψω, τὸ ἕνα, μὲς στὴν παλάμη μου, μὰ ἐκεῖνος τὸ εἶδε.
― Εἶπες ἕνδεκα, εἶπεν ὁ ἁμαξάς. Φέρ᾽ τα ἐδῶ, καὶ θὰ σὲ πάρω.
― Δέκα, εἶπα ἐγώ.
― Φέρ᾽ το καὶ τ᾽ ἄλλο, ἐπέμεινεν ὁ ἁμαξάς.
Μοῦ τὰ πῆρε καὶ τὰ ἕνδεκα. Ὁ ἀνδράδελφός μου γύρισε καὶ τοῦ εἶπε:
― Τώρα δὲν ἔλεγες πὼς θὰ πέσουμε πολλοί;
― Μά, ἀφοῦ μᾶς παίρν᾽ ἡ βάρκα! ἀπηλογήθη ὁ ἁμαξάς· ἡ βάρκα χωρεῖ, ἐσᾶς τί σᾶς μέλει;
Εἶχαν ἰδεῖ πὼς δὲν εἶχα πλέον ἄσκημα συπτώματα, ἡ ὄψη μου φαίνεται νὰ εἶχε σιάξει, καὶ δὲν ἔδειχναν μεγάλο φόβο. Ἡ ἀνδραδέλφη μου μοῦ ἔρριξε μιὰ ματιά, σὰν νὰ μ᾽ ἐλυπήθη.
― Ἂς ἔρθῃ κι αὐτή, ἡ καημένη, Στάθη, εἶπε τοῦ ἀνδρός της.
Κοντολογῆς, ὁ ἄντρας μου, ὁ Λευθέρης, ἔκαμε κουράγιο, ἐπῆγε μόνος του ὣς τὸ σπίτι, ηὗρε τὸ παιδί μας ποὺ ἔκλαιε, τὸ ἐπῆρε καὶ μοῦ τὸ ἔφερε, κι ὀλίγα ρουχικὰ μαζί.
Μπαρκάραμε ὅλοι ἀντάμα στὴν καρότσα.
Ἐμείναμε δυὸ-τρεῖς μῆνες, μὲ τὸν ἄνδρα μου, σ᾽ ἕνα περιβόλι μιανῆς συγγένισσάς μας, κοντὰ στὸν Ἁι-Γιάννη τοῦ Ρέντη.
Ἐκεῖ ἤρχοντο συχνὰ Ἀγγλογάλλοι. Εἶχαν σταθμοὺς ἐκεῖ κοντά. Τοὺς ἔπλυνα τὰ ροῦχα, καὶ μοῦ ἔδιναν ἀσημένια φράγκα. Ἔβλεπαν τὸ κορίτσι μου, τὴν Κατίγκω μου, ποὺ μεγάλωνε σιγὰ-σιγά, κ᾽ ἐκόντευε νὰ χρονίσῃ. Τὴν ἐχάδευαν κ᾽ ἔλεγαν: «Πίκκολο*! πίκκολο!».
Ὣς τόσο, ὅταν ἦταν ὅλοι τους μαζί, καβαλαρία, μὲ τὶς περικεφαλαῖές τους, ἐφαίνονταν φοβεροί· χωριστὰ κι ὀλίγοι-ὀλίγοι, ἐφαίνονταν κι αὐτοὶ καλοὶ ἄνθρωποι.
Περάσαμε καλά. Ἡ χολέρα ἔφυγε σὲ λίγο. Κοντὰ στὰ Χριστούγεννα, ἤρθαμε στὸ σπίτι μας, στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, τὸ ηὕραμε ἀπείραχτο, κ᾽ ἐκαθίσαμε μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη.
Ὄχι μόνον εἴχαμε περάσει καλά, ἀλλὰ καὶ κάτι λεφτὰ μοῦ περίσσεψαν ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ ἔκανα στοὺς Ἀγγλογάλλους. Ὅταν ἐγυρίσαμε στὴν Ἀθήνα, μέσα, εἶχα σωστὰ ἑκατὸν δέκα φράγκα ἀσημένια.
Μοῦ φάνηκε, τὰ ἕνδεκα σβάντζικα, ποὺ εἶχα δώσει τρεῖς μῆνες μπροστὰ στὸν καροτσιέρη, πὼς τὰ εἶχα σπείρει στὴ γῆς κ᾽ ἐκαρποφόρησαν τὸ δεκαπλάσιο.”
(1901)

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Σαν σήμερα...26 Μαρτίου

 Σαν σήμερα

Τα σημαντικότερα γεγονότα της 26ης Μαρτίου


1707: Με την Πράξη Ένωσης της Σκοτίας, η Αγγλία και η Σκωτία γίνονται μία χώρα.
1881: Η Θεσσαλία προσαρτάται στην Ελλάδα.
1896: Ο Λεωνίδας Πύργος είναι ο πρώτος Έλληνας ολυμπιονίκης στην ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Στον τελικό του ξίφους ασκήσεως διδασκάλων νικά τον Γάλλο Περονέ και κατακτά το χρυσό μετάλλιο.
1916: Ο Ρόμπερτ Στράουντ μαχαιρώνει και σκοτώνει ένα φρουρό των φυλακών στο Κάνσας. Θα καταδικασθεί σε ισόβια και θα μεταχθεί στις φυλακές του Αλκατράζ, όπου θα διακριθεί για τις μελέτες του σχετικά με τις ασθένειες των πουλιών.
1937: Στο Τέξας, οι καλλιεργητές σπανακιού αναγείρουν το άγαλμα ενός μεγάλου ευεργέτη του κλάδου, του Ποπάι.
1949: Ο Μίκης Θεοδωράκης, που κρατείται στη Μακρόνησο για τις πολιτικές πεποιθήσεις του, αρνείται να υπογράψει δήλωση μετανοίας και βασανίζεται επί δεκάωρο. Θα μεταφερθεί σοβαρά τραυματισμένος σε νοσοκομείο της Αθήνας.
1969: Στο Χίλτον του Άμστερνταμ, ο Τζον Λένον και η Γιόκο Ονο κάνουν το πρώτο «μπέντ-ιν» για την ειρήνη, δηλαδή μία ξαπλωτή διαμαρτυρία, όπου το ζεύγος παραμένει στο κρεβάτι για μέρες, ζητώντας με αυτό τον τρόπο ειρήνη στο Βιετνάμ.
1983: Επιστρέφει στην Ελλάδα, έπειτα από 33χρονη εξορία στη Σοβιετική Ένωση, ο Μάρκος Βαφειάδης, αρχηγός του «Δημοκρατικού Στρατού» (ΔΣΕ) και της Κυβέρνησης του Βουνού στον Εμφύλιο Πόλεμο. Τα επόμενα χρόνια θα πολιτευθεί με το ΠΑΣΟΚ.
1993: Ο Πρόεδρος της Πολωνίας, Λεχ Βαλέσα, εγκαινιάζει μια τηλεφωνική γραμμή, μέσω της οποίας ο λαός θα μπορεί να επικοινωνεί απευθείας μαζί του.
1995: Τίθεται σε ισχύ η Συνθήκη Σένγκεν για την κατάργηση των ενδοσυνοριακών ελέγχων στα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επτά από τις δεκαπέντε χώρες- μέλη εφαρμόζουν τη συνθήκη Σένγκεν, η οποία δεν έχει επικυρωθεί ακόμα από την Ελλάδα.
1997: Εντοπίζονται στις ΗΠΑ, τα πτώματα τριάντα εννέα ανθρώπων. Όλοι τους ήταν μέλη της παραθρησκευτικής οργάνωσης η Πύλη του Παραδείσου και αυτοκτόνησαν ομαδικά.
2000: Η Ελλάδα γίνεται πλήρες μέλος της Συνθήκης Σένγκεν που έχει ως στόχο την προοδευτική κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας για όλα τα πρόσωπα, υπηκόους των κρατών που υπέγραψαν τη Συμφωνία, καθώς και την αστυνομική και δικαστική συνεργασία. Την ίδια μέρα εκλέγεται Πρόεδρος της Ρωσίας ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
2010: Μετά από επίθεση Βορειοκορεατικού πλοίου σε Νοτιοκορεατικό 46 άτομα πεθαίνουν.
2011: Στο Λονδίνο περίπου 250.000 συμμετάσχουν σε διαδήλωση κατά των μέτρων λιτότητας.

Γεννήσεις

1874 - Ρόμπερτ Φροστ, Αμερικανός ποιητής
1849 - Αρμάν Πεζό, γάλλος επιχειρηματίας, ιδρυτής της ομώνυμης αυτοκινητοβιομηχανίας
1904 - Τζόζεφ Κάμπελ, Αμερικανός μυθολόγος και συγγραφέας
1904 - Ξενοφών Ζολώτας, Έλληνας οικονομολόγος και ακαδημαϊκός
1911 - Τένεσι Ουίλιαμς, Αμερικανός δραματουργός
1931 - Λέοναρντ Νιμόι, Αμερικανός ηθοποιός
1933 - Τζιοβάνι Μπρας, Ιταλός σκηνοθέτης
1941 - Ρίτσαρντ Ντόκινς, Άγγλος εξελικτικός βιολόγος
1945 - Μιχαήλ Βορονίν, Ρώσος ολυμπιονίκης της γυμναστικής
1976 - Έιμι Σμαρτ, Αμερικανίδα ηθοποιός
1985 - Κίρα Νάιτλι, Αγγλίδα ηθοποιός
1948 - Στιβεν Τάιλερ, Αμερικανός τραγουδιστής

Θάνατοι

922 - Αλ-Χαλάτζ, Πέρσης δάσκαλος των Σούφι
1597 - Θεοφάνης Α΄ Καρύκης, επίσκοπος Αθηνών και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
1814 - Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν, Γάλλος γιατρός που επινόησε τη λαιμητόμο
1827 - Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Γερμανός συνθέτης
1892 - Ουώλτ Ουίτμαν, Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής
1940 - Σπύρος Λούης, Έλληνας μαραθωνοδρόμος
1952 - Βάσος Στεφανόπουλος Έλληνας Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου με αρμοδιότητες υφυπουργού Οικονομικών
1960 - Βασίλειος (Λαλάκης) Ρούφος, Έλληνας πολιτικός
1995 - Eazy-E , Αμερικάνος Ράπερ
1998 - Στράτος Ατταλίδης, Έλληνας λαϊκός μουσικοσυνθέτης
2003 - Ταουέζε Σούνια, 62, Κυβερνήτης των Αμερικανικών Σαμόα (1997-2003)
http://www.newsbeast.gr
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτή της Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ

 

 

Τη Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εορτάζει σήμερα, 26 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.
Το όνομα Γαβριήλ σημαίνει «άνθρωπος του Θεού». Στην Αγία Γραφή, τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον συναντάμε μία φορά στην Παλαιά Διαθήκη και δύο φορές στην Καινή.
Στην Παλαιά Διαθήκη, μας τον παρουσιάζει ο Δανιήλ σε μια όραση του (Η' 16-17), όταν ζητάει απ' αυτόν την εξήγηση της. Εκεί παρουσιάζεται μπροστά του κάποιος άνθρωπος, που είναι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, και του εξηγεί ότι το κριάρι με τα δύο κέρατα σήμαινε τους βασιλείς της Μηδίας και της Περσίας, ο δε τριχωτός τράγος, το βασιλιά της Ελλάδας.
Στην Καινή Διαθήκη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ στέλνεται στο Ζαχαρία (Λουκ. Α' 11 - 19) και του αναγγέλλει ότι η γυναίκα του Ελισάβετ θα συλλάβει και θα γεννήσει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, επίσης, είναι αυτός που ευαγγελίζεται στην Παρθένο Μαρία την άσπορη σύλληψη και γέννηση του Σωτήρα Χριστού.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Φερωνυμία καταλλήλω εμπρέπων, καθυπουργείς εν τη του Λόγου σαρκώσει, ως στρατηγοί των Ασωμάτων τάξεων όθεν ευηγγέλισαι, τη Παρθένω Μαρία, χαίρε προσφωνών αυτή, τον Θεόν γαρ συλλήψη, ον εκδυσώπει σώζεσθαι ημάς, τους σε υμνούντας, Γαβριήλ Αρχάγγελε.
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Εορτάζοντες την 26ην του μηνός Μαρτίου

 Εορτάζοντες την  26ην του μηνός Μαρτίου


 

  • ΣΥΝΑΞΙΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ 26 ΜΑΡΤΥΡΕΣ πού μαρτύρησαν στη Γοτθία, από τους οποίους οι δύο είναι Πρεσβύτεροι, Βαθούσης (ή Άαθούσης) και Ουίρκας (ή Ούήρικας) με τους δύο γιους του και τις τρεις θυγατέρες του και Αρπύλας ο μοναχός, λαϊκοί δε, Άβήπας, Αγνός (ή Αγγιάς), Ρύαξ ή (Ρυΐας), Ηγάθραξ. Ήοκόος (ή Ήσκόης), Σύλλας, Σίγητζας (ή Σίδητζας), Σουηρίλας, Σεϊμβλας, Οέρμας (ή Οέρθας). Φίλγας και από τις γυναίκες Άννα, Αλλάς, Βάρις (ή Βάρκα), Μωϊκώ, Μαμίκα, Ούϊρκώ (ή Ούηκώ) και Ανιμαΐς.

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΟΔΡΑΤΟΣ, ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ και άλλοι ΣΑΡΑΝΤΑ (40) από την Ανατολή

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ο Ομολογητής, ηγούμενος Τριγλίας

  • ΔΙΗΓΗΣΗ ωφέλιμη Μάλχου μοναχού, πού αιχμαλωτίστηκε

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ο Νέος αδελφός του Οσίου Παύλου του εν τω Λάτρω

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ από τη Σόφια της Βουλγαρίας

  • [Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΥΛΙΟΣ ο Αναγνώστης]

 

Αναλυτικά

 

ΣΥΝΑΞΙΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ
Γαβριήλ σημαίνει άνθρωπος του Θεού. Στην Αγία Γραφή, τον αρχάγγελο αυτό του Θεοϋ συναντάμε μία φορά στην Παλαιά Διαθήκη και δύο φορές στην Καινή. Στήν Παλαιά Διαθήκη, μας τον παρουσιάζει ο Δανιήλ σε μια όραση του (Η' 16-17), όταν ζητάει άπ' αυτόν την εξήγηση της. Εκεί παρουσιάζεται μπροστά του κάποιος άνθρωπος, πού είναι ο Γαβριήλ, και του εξηγεί ότι το κριάρι με τα , δύο κέρατα σήμαινε τους βασιλείς της Μηδίας και της Περσίας. ο δε τριχωτός τράγος, το βασιλιά της' Ελλάδας. Στην Καινή Διαθήκη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ στέλνεται στο Ζαχαρία (Λουκ. Α', 11-19) και του αναγγέλλει ότι ή γυναίκα του Ελισάβετ θα συλλάβει και θα γεννήσει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. ο Γαβριήλ, επίσης, είναι αυτός πού ευαγγελίζεται στην Παρθένο Μαρία την άσπορη σύλληψη και γέννηση του Σωτήρα Χριστού.


Άπολυτίκιον. 'Ηχος δ'. ο υψωθείς εν τω Σταυρω.
Φερωνυμία καταλλήλω έμπρέπων, καθυπουργείς εν τη του Λόγου σαρκώσει, ως στρατηγοί των Ασωμάτων τάξεων όθεν εύηγγέλισαι, τη Παρθένω Μαρία, χαίρε προσφωνών αυτή, τον Θεόν γαρ συλλήψη' ον έκδυσώπει σώζεσθαι ημάς, τους σε ύμνούντας, Γαβριήλ Αρχάγγελε.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ 26 ΜΑΡΤΥΡΕΣ πού μαρτύρησαν στη Γοτθία, από τους οποίους οι δύο είναι Πρεσβύτεροι, Βαθούσης (ή Άαθούσης) και Ουίρκας (ή Ούήρικας) με τους δύο γιους του και τίς τρεις θυγατέρες του και Αρπύλας ο μοναχός, λαϊκοί δε, Άβήπας, Αγνός (ή Άγγιάς), Ρύαξ ή (Ρυΐας), Ηγάθραξ. Ήοκόος (ή Ήσκόης), Σύλλας, Σίγητζας (ή Σίδητζας), Σουηρίλας, Σεϊμβλας, Οέρμας (ή Οέρθας). Φίλγας και από τίς γυναίκες "Αννα, Αλλάς, Βάρις (ή Βάρκα), Μωϊκώ, Μαμίκα, Ούϊρκώ (ή Ούηκώ) και Ανιμαΐς.
Έζησαν στα χρόνια του βασιλιά των Γότθων Ίουγγουρίχου και βασιλέως των Ρωμαίων Γρατιανοϋ (375-383). Όλοι αυτοί οι Άγιοι ομολόγησαν τον Χριστό και κάηκαν ζωντανοί από τον προαναφερθέντα βασιλιά των Γότθων. Τότε συνέβη και κάτι το αξιοσημείωτο. Κάποιος χριστιανός, έφερε στην Εκκλησία πρόσφορο, αλλά εκείνη τη στιγμή τον συνέλαβαν οί ειδωλολάτρες και αφού ομολόγησε τον Χριστό έγινε ο ίδιος πρόσφορο στον Θεό, παίρνοντας το στεφάνι του μαρτυρίου μέσα στο καμίνι της φωτιάς.


0Ι ΑΓΙΟΙ ΚΟΔΡΑΤΟΣ, ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ και άλλοι ΣΑΡΑΝΤΑ (40) από την Ανατολή
Υπήρξαν όλοι στα χρόνια των διωγμών της Εκκλησίας, από τους ειδωλολάτρες αυτοκράτορες. Αφού τους συνέλαβαν, τους πίεζαν ν' αρνηθούν τον Χριστό. 'Αλλ' αυτοί επανέλαβαν πολλές φορές την ομολογία τους και δήλωσαν, ότι ποτέ δεν θα λιποτακτούσαν από τη σημαία του Ευαγγελίου. Απελπισμένος ο δικαστής, διέταξε να διανοίξουν τίς πλευρές τους. Όταν και αυτό το βασανιστήριο στάθηκε ανίσχυρο να μεταβάλει την αφοσίωση τους στον Χριστό, διέταξε τον αποκεφαλισμό τους.


Ο ΟΣΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ο Όμολογητής, ηγούμενος Τριγλίας
Έζησε στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Αρμενίου (813-820). Αφοσιώθηκε με θέρμη στην ασκητική ζωή, και δεν άργησε να διακριθεί για την υπέροχη αρετή του. Σαν ηγούμενος της μονής Τριγλίας, διακρίθηκε όχι μόνο για τη συνετή και χρηστή διοίκηση του, αλλά και διότι φρόντιζε με ζήλο για το πνευματικό μέρος της μοναστηριακής ζωής, πού είναι και ο κυριότερος σκοπός της. 'Αλλ' όταν ο εικονομάχος Λέων ο Ε', εξέδωσε διαταγές εναντίων των αγίων εικόνων, τότε ο ηγούμενος Στέφανος άφησε το μοναστήρι του και κατέβηκε στις πόλεις. Εκεί στήριζε τους διωκόμενους και ενίσχυε την άκαμπτη αντίσταση τους. Για τις ενέργειες του αυτές συνελήφθη και υποβλήθηκε σε φυλακίσεις και εξορίες. Μέσα δε σ' αυτές τις κακοπάθειες, άφησε την τελευταία του πνοή. (Ή μνήμη του από ορισμένους Συναξαριστές επαναλαμβάνεται και την 3η Σεπτεμβρίου).


ΔΙΗΓΗΣΗ ωφέλιμη Μάλχου μοναχού, πού αιχμαλωτίστηκε
Με δυο λόγια ή διήγηση αυτή έχει ως εξής: ο Μάλχος, πού ήταν μοναχός σε κάποιο μοναστήρι, έκανε παρακοή στον Γέροντα του και ξεκίνησε για την πατρίδα του τη Μαρώνεια της Συρίας, για να παραλάβει την κληρονομιά των πεθαμένων γονιών του. Στό δρόμο τον συνέλαβαν Σαρακηνοί και μαζί με μια γυναίκα τους πούλησαν σ' έναν Αιθίοπα. Εκεί ο Μάλχος έδειξε άριστο παράδειγμα ύπηρέτου. Και ο κύριος του για να τον ανταμείψει , του πρότεινε να παντρευτεί τη συναιχμάλωτό του γυναίκα. ο Μάλχος του εξήγησε ότι είναι μοναχός και δεν του επιτρέπεται να παντρευτεί. ο Αιθίοπας όμως τον απείλησε και έτσι ο Μάλχος έκανε εικονικό γάμο με τη γυναίκα αυτή. Κάποια νύχτα, κατόρθωσαν και δραπέτευσαν, αλλ1 ο Αιθίοπας μαζί μ' έναν υπηρέτη του τους κυνήγησαν. Αυτοί για να σωθούν μπήκαν σε μια σπηλιά, πού ήταν γεμάτη άγρια θηρία. Έκαναν το σημείο του Σταυρού και τα θηρία δεν τους άγγιξαν καθόλου. Μόλις όμως μπήκε στη σπηλιά ο Αιθίοπας με τον υπηρέτη του, για να σφάξουν τον Μάλχο με τη γυναίκα, όρμησε μια λέαινα και τους κατασπάραξε. Τότε ο Μάλχος με τη γυναίκα, αφού ευχαρίστησαν τον Θεό για τη σωτηρία τους, ή μεν γυναίκα μπήκε σε γυναικείο μοναστήρι, ο δε Μάλχος γύρισε στο δικό του, συλλογιζόμενος ότι ή παρακοή τον οδήγησε σε άσχημες περιπέτειες, και πώς ο ασφαλέστερος δρόμος είναι αυτός της υπακοής.


Ο ΟΣΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ο Νέος αδελφός του Οσίου Παύλου του εν τω Λάτρω
Ή βιογραφία του σώζεται χειρόγραφη στη Σκήτη της Αγίας Άννας του Αγίου Όρους, αλλά και άλλού.


Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΠΟΣ από τη Σόφια της Βουλγαρίας
Ό Άγιος αυτός Γεώργιος καταγόταν από τη Σόφια της Βουλγαρίας και κάποτε βρέθηκε στην Άδριανούπολη της Θράκης. Εκεί πήγε σε κάποιο Άγαρηνό τοξοποιό για να φτιάξει το τόξο του. Σέ κάποια στιγμή όμως ο Αγαρηνός τοξοποιός έβρισε τον Χριστό και ο Γεώργιος με δυνατή φωνή του είπε ότι, "μέγας μόνος Κύριος Ιησούς Χριστός ο Θεός ημών...". Αυτό άκουσαν οι εκεί παρευρισκόμενοι Τούρκοι, όρμησαν επάνω του και τον χτύπησαν σκληρά. Κατόπιν τον οδήγησαν στον ηγεμόνα, αλλά και εκεί ο γενναίος Γεώργιος ομολόγησε τον Χριστό. Τότε ακολούθησε μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων και αυστηρής απομόνωσης. Κατόπιν με υποσχέσεις και κολακείες προσπάθησαν να κάμψουν το φρόνημα του, αλλά και πάλι ο Γεώργιος, πού ήταν εγγράμματος, με εύστοχες απαντήσεις ομολογούσε τον Χριστό Θεό αληθινό. Τελικά τη Μ. Τρίτη στις 26 Μαρτίου 1437 τον έκαψαν ζωντανό με φρικτό τρόπο και έτσι πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου. Ήταν σε ηλικία 30 χρονών.


[Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΥΛΙΟΣ ο Αναγνώστης]

Read more » Διαβάστε Περισσότερα