Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος της Κυριακής 14 Απριλίου 2024

 

Το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος της Κυριακής 14 Απριλίου 2024 – Ιωάννου Οσίου του συγγραφέως της Κλίμακος(Δ΄ Κυριακή των Νηστειών)

Ευαγγ. Ανάγνωσμα


(ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 17 – 31
)

 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.  καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.  ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.  καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν.  καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.  καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.  ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.  καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.  ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.  Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ’ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.  καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.  Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ·  ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Απόδοση σε απλή γλώσσα:

(ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 17 – 31)

 Καὶ ἀπεκρίθη ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ εἶπε· Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸν υἱόν μου, ποὺ ἔχει καταληφθῇ ἀπὸ πνεῦμα πονηρόν, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐπῆρε καὶ τὴν λαλιάν.  Καὶ εἰς ὅποιο μέρος τὸν πιάσῃ, τὸν ρίπτει κάτω καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια του καὶ γίνεται ξηρὸς καὶ ἀναίσθητος. Καὶ εἶπα εἰς τοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν.  Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν καὶ εἶπεν· Ὦ γενεά, ποὺ τόσα θαύματα εἶδες καὶ εἶσαι ἀκόμη ἄπιστος, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Καὶ τὸν ἔφεραν εἰς αὐτόν.  Καὶ ὅταν τὸ πονηρὸν πνεῦμα εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἀμέσως ἐτάραξε μὲ σπασμοὺς τὸν νέον, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσεν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐκυλίετο καὶ ἔβγαζεν ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα.  Καὶ ἠρώτησεν ὁ Κύριος τὸν πατέρα του· Πόσος καιρὸς εἶναι ἀφ’ ὅτου τοῦ συνέβη τοῦτο; Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν· Ἀπὸ μικρὸ παιδί.  Καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔρρινε καὶ εἰς φωτιὰ καὶ εἰς νερά, διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ. Ἀλλ’ ἐὰν μπορῇς νὰ κάμῃς τίποτε, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας.  Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τοῦτο· Ἐὰν ἠμπορῇς σὺ νὰ πιστεύσῃς, ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει.  Καὶ ἀμέσως ἐφώναξεν ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μὲ δάκρυα καὶ εἶπε· Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ μὲ βοηθήσῃς. Βοήθησέ με νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστίαν μου καὶ ἀναπλήρωσε σὺ τὴν ἔλλειψιν τῆς πίστεώς μου.  Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἔτρεχεν ἐκεῖ καὶ ἐμαζεύετο πολὺς λαός, ἐπέπληξε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ εἶπεν εἰς αὐτό· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κουφόν, ἐγὼ σὲ διατάσσω, ἔβγα ἀπὸ αὐτὸν καὶ μὴν ἔμβῃς πλέον εἰς αὐτόν.  Καὶ ἀφοῦ ἐφώναξε τὸ πονηρὸν πνεῦμα καὶ τὸν ἐσπάραξε πολύ, ἐβγῆκε. Καὶ ἔγινεν ὁ νέος σὰν νεκρός, ὥστε ἔλεγαν πολλοί, ὅτι ἀπέθανε.  Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀφοῦ τὸν ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε καὶ ἐκεῖνος ἐστάθη ὄρθιος.  Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ἐμβῆκεν εἰς κάποιο σπίτι, τὸν ἠρώτων ἰδιαιτέρως οἱ μαθηταί του· Διατὶ ἡμεῖς δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ βγάλωμεν τὸ πονηρὸν πνεῦμα;  Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν βγαίνει μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ προσευχὴν συνοδευομένην καὶ μὲ νηστείαν, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ διάνοιαν ὅσον τὸ δυνατὸν ἐλαφροτέραν καὶ περισσότερον προσηλωμένην εἰς τὸν Θεόν.  Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπ’ ἐκεῖ, ἐπήγαιναν ἀθόρυβα διὰ τῆς Γαλιλαίας ἀκολουθοῦντες τὴν δυτικὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ δὲν ἤθελε νὰ τοὺς μάθῃ κανείς, ὅτι διέβαιναν. Τοῦτο δὲ διότι ἤθελε νὰ εἶναι μόνος του μετὰ τῶν μαθητῶν του, τοὺς ὁποίους συστηματικῶς πλέον ἐδίδασκε καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς, ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, παραδίδεται μετ’ ὀλίγον εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων, καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ ἀφοῦ θανατωθῇ, τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ τοῦ θανάτου του θὰ ἀναστηθῇ.

1. «Ἂν μπορεῖς νὰ πιστέψεις, μπορεῖς τὰ πάντα»

Ἕνα οἰκογενειακὸ δράμα ξετυλίχθηκε μπροστὰ στὰ μάτια μας στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα: Ἕνας πατέρας ἔφερε στὸν Κύριο τὸν σεληνιαζόμενο γιό του. Οἱ μαθητὲς δὲν εἶχαν κατορθώσει νὰ τὸν θεραπεύσουν. Ἀπελπισμένος ἀπὸ ὅποια ἄλλη βοήθεια ἀπευθύνεται τώρα σ᾿ Ἐκεῖνον:

–«Εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς». Ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας.

«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάν­τα δυνατὰ τῷ πιστεύον­τι». Ὁ Κύριος τοῦ εἶ­πε τὸν ἑξῆς πο­λὺ σημαν­τι­κὸ καὶ ἀξιομνημόνευτο λόγο:

–Ἂν μπορεῖς ἐσὺ νὰ πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ πιστεύει.

Δηλαδὴ ὁ Κύριος διορθώνει τὸν ὀλιγόπιστο πατέρα. Ὄχι ἂν μπορῶ· ὅλα μπορῶ νὰ τὰ κάνω. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ποιὰ εἶναι ἡ δική μου δύναμη, ἀλλὰ ποιὰ εἶναι ἡ δική σου πίστη, ὥστε νὰ ἐνεργήσει ἡ παντοδυναμία μου στὴ ζωή σου.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξία τῆς πίστεως: «πάν­τα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Ὅποιος πιστεύει, ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ κατορθώσει διὰ τῆς πίστεως. Ἂς ἀνοίξουμε λοιπὸν τὶς καρδιές μας στὸν Κύριο. Ἂς Τοῦ δώσουμε ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη μας. Ἂς μὴ μᾶς χωρίζει καμία ἀμφιβολία, καμία ἐπιφύλαξη ἀπὸ Ἐκεῖνον. Διότι εἶναι ὁ πιὸ ἀξιόπιστος, εἶναι ὁ Θεός μας. Πίστη στὸν Θεό, γιὰ νὰ ζοῦμε τὸ θαῦμα τῆς θείας παρουσίας καὶ τῆς θείας δυνάμεως στὴ ζωή μας.

2. «Βοήθησέ με νὰ πιστέψω»

Τί ἀπάντησε ὁ ταλαίπωρος πατέρας στὸν λόγο τοῦ Κυρίου; Φώναξε μὲ δάκρυα:

–«Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Πιστεύω, Κύριε. Βοήθησέ με, ν᾿ ἀ­παλλαγῶ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία μου, καὶ ἀναπλήρωσε Ἐσὺ τὴν ἔλλειψη τῆς πίστεώς μου.

Θαυμάσια ἡ ἐπίκληση τοῦ πο­νεμένου αὐ­τοῦ πατέρα· κραυ­γὴ πίστεως καὶ ὀλιγοπιστίας. Εἶναι ἡ δέηση τοῦ ὀ­λι­γόπιστου ποὺ θέλει νὰ ἔλθει στὴν πίστη· ἡ πιὸ κατάλληλη προσ­ευχὴ γιὰ ὅσους δὲν ἔχουμε δυνατὴ πίστη. Ἔτσι νὰ λέμε κι ἐμεῖς: Ναί, Κύριε, πιστεύω· πιστεύω στὴν ἀγάπη Σου, πιστεύω στὴ δύναμή Σου. Ἀλλὰ ἡ πίστη μου δὲν εἶναι δυνατὴ καὶ ἀκλόνητη. Βοήθησέ με, ἀναπλήρωσε τὸ ἔλλειμμα τῆς πίστεώς μου. Αὔξησέ την, ἐνίσχυσε, στερέωσέ την.

3. Ὁ Κύριος τῶν πάντων

Ὁ Κύριος μετὰ τὴ συγκινητικὴ πατρικὴ ἱκεσία ἐνεργεῖ τὸ θαῦμα:

–Πονηρὸ πνεῦμα ποὺ κατέστησες τὸ παιδὶ κωφάλαλο, «ἐγώ σοι ἐπιτάσσω», βγὲς ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ πιὰ σὲ αὐτό.

Τότε τὸ δαιμόνιο, ἀφοῦ ἔβγαλε φοβερὴ κραυγὴ καὶ σπάραξε πολὺ τὸν νέο, βγῆκε ἀπὸ αὐτόν.

«Ἐγώ σοι ἐπιτάσσω». Ποιός διέταξε; Ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργὸς καὶ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τῆς ὁρατῆς καὶ τῆς ἀόρατης Δημιουργίας, στὸ πρόσταγμα τοῦ Ὁποίου κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ. Αὐτὸς πρόσταξε, καὶ τὸ φοβερὸ δαιμόνιο ἔφριξε καὶ ἐγκατέλειψε τὸν νέο.

Ἂς μὴ μᾶς φοβίζουν λοιπὸν οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους, οἱ δαίμονες καὶ τὰ ὄργανά τους. Εἶναι ὄντως ἀπαίσια καὶ ἀποτρόπαια τὰ ἔργα τους καὶ ἔντονη ἡ δραστηριότητά τους μέσα στὴν ἀποστατημένη κοινωνία μας. Εἶναι ὅμως ἐπίσης ἀλήθεια ὅτι πάνω ἀπὸ ὅλους βρίσκεται ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ποὺ προνοεῖ γιὰ ὅλους. Ἐὰν καταφεύγουμε σ᾿ Ἐκεῖνον μὲ πίστη, δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε τίποτε. Τὸν ἑαυτό μας νὰ φοβόμαστε, μήπως μὲ τὴν τυχὸν ἀμέλεια καὶ τὶς ἁμαρτίες μας δώσουμε δικαιώματα στὸν ἐχθρὸ τῆς ψυχῆς μας. Ἐὰν ὅμως ζοῦμε κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἐὰν εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του καὶ παραμένουμε μέσα στὴ μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας Του, ὅπου δὲν μποροῦν νὰ μποῦν οἱ νοητοὶ λύκοι δαίμονες, εἴμαστε ἀπόλυτα ἀσφαλεῖς.

4. Προσευχὴ καὶ νηστεία

Ὅταν ἀποσύρθηκε ὁ Κύριος σὲ κάποιο σπίτι, Τὸν ρώτησαν ἰδιαιτέρως οἱ μαθητὲς γιατί οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο. Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε:

–«Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν βγαίνει μὲ κανέναν ἄλλον τρόπο παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.

Ἐμεῖς βέβαια δὲν ἔχουμε νὰ βγάλουμε δαιμόνια· ἔχουμε ὅμως πάθη ποὺ πρέπει νὰ νεκρώσουμε. Καὶ ἰδιαίτερα αὐτὴ τὴν περίοδο ποὺ διανύουμε, τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καλούμαστε νὰ χρησιμοποιήσουμε αὐτὰ τὰ δύο ὅπλα, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὰ ὁποῖα, ὅταν συνδυάζονται, ἔχουν πολὺ μεγαλύτερη δύναμη. Διότι ἡ νηστεία βοηθάει τὴν προσευχή. Μὲ τὴ νηστεία ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ συγκεντρωθεῖ πιὸ εὔκολα καὶ νὰ ὑψωθεῖ πρὸς τὸν Θεό. Ἀντίθετα τὰ πολλὰ καὶ ὡραῖα φαγητὰ ἀποχαυνώνουν τὸν ἄνθρωπο, διεγείρουν τὶς κατώτερες ὁρμὲς τοῦ σώματος καὶ σκοτίζουν τὸν νοῦ.

Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ αὐξάνει συνεχῶς τὴν πίστη μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ὁλοκληρώσουμε αἰσίως καὶ καρποφόρως τὸν ἀγώνα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 14 Ἀπριλίου 2024

(ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 – 20)

 Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ  λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε·  καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· ἄνθρωποι μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος·  ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ,  ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος·  ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος,  ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

(ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 – 20)

 Ὠρισμένως δὲ αἱ ἐπαγγελίαι τοῦ Θεοῦ θὰ πραγματοποιηθοῦν, διότι ὅταν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὰς ἐπαγγελίας εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὡρκίσθη, ὅτι θὰ ἐκτελέσῃ ταύτας. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανένα μεγαλύτερόν του ὁ Θεός, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ ὁρκισθῇ, ὡρκίσθη εἰς τὸν ἑαυτόν του  καὶ εἶπε· Ναί, ἀληθῶς θὰ σὲ εὐλογήσω μὲ τὸ παραπάνω καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου.  Καὶ ἀφοῦ ἔτσι ἔλαβεν ὑπόσχεσιν ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἐπερίμενε μὲ ὑπομονὴν ἐπὶ χρόνους ἀρκετούς, ἐπέτυχε τὴν εὐλογίαν, ποὺ τοῦ ὑπεσχεθη ὁ Θεός, ὅσον ἐσχετίζετο αὕτη πρὸς τὸν ἐπίγειον βίον. Εἶδε δηλαδὴ ὁ Ἀβραὰμ ἀπόγονον ἐκ τῆς Σάρρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐπληθύνθησαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατριάρχου εἰς ἔθνος μέγα.  Καὶ ὡρκίσθη ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἑαυτόν του, διότι οἰ μὲν ἄνθρωποι ὁρκίζονται εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους καὶ ὁ ὅρκος γίνεται ἀπὸ αὐτούς, διὰ νὰ δοθῇ τέλος καὶ παῦσις εἰς πᾶσαν μεταξύ των ἀντιλογίαν καὶ ἀμφισβήτησιν πρὸς βεβαίωσιν τῶν λεγομένων.  Δι’ αὐτό, ἐπειδὴ μὲ τὸν ὅρκον ἀποκλείεται κάθε ἀμφιβολία καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δείξῃ καθαρὰ καὶ μὲ μεγαλυτέραν βεβαιότητα εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ ἐκληρονόμουν τὰς ἐπαγγελίας, ὅτι ἦτο ἀμετάκλητος καὶ ἀμετάθετος ἡ ἀπόφασίς του νὰ ἐκτελέσῃ ὅσα ὑπεσχέθη, ἐδέχθη ἀπὸ ἄκραν συγκατάβασιν καὶ ἀγαθότητα νὰ μεσολαβήσῃ ὅρκος εἰς τοὺς λόγους του.  Καὶ ἐδέχθη τὴν μεσολάβησιν τοῦ ὅρκου, ὥστε μὲ δύο πράγματα στερεὰ καὶ ἀμετακίνητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεσίν του καὶ μὲ τὸν ὅρκον του, εὶς τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον νὰ ψευσθῇ ὁ Θεός, νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς ποὺ κατεφύγαμεν εἰς αὐτόν, μεγάλην ἐνθάρρυνσιν καὶ προτροπὴν καὶ στήριγμα διὰ νὰ κρατήσωμεν τὴν ἐλπίδα, ποὺ εὑρίσκεται ἐμπρός μας.  Ταύτην τὴν ἐλπίδα ἔχομεν σὰν ἄγκυραν τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀσφαλίζει ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους καὶ εἶναι βεβαία καὶ ἀμετακίνητος καὶ εἰσέρχεται εἰς τὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον εἰκονίζει ὁ ἱερὸς τόπος τῆς σκηνῆς καὶ τοῦ ναοῦ, ποὺ ἐξετείνετο πάρα μέσα ἀπὸ τὸ καταπέτασμα καὶ ἐλέγετο Ἅγια Ἁγίων.  Ἐκεῖ, εἰς τὸν οὐρανὸν πρόδρομος χάριν ἠμῶν, διὰ νὰ μᾶς ἀνοίξῃ τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἑτοιμάσῃ τόπον, ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη Ἀρχιερεὺς ὄχι προσωρινός, ἀλλ’ αἰώνιος κατὰ τὴν τάξιν τοῦ Μελχισεδέκ.

1. Ο ΑΒΡΑΑΜ

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς μεταφέρει στὴν συγκλονιστικὴ ἐκείνη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔδωσε τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις του στὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε: Θὰ σὲ εὐλογήσω πλούσια, θὰ πληθύνω τοὺς ἀπογόνους σου σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης καὶ θὰ σοῦ χαρίσω τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν Παλαιστίνη. Καὶ γιὰ νὰ τὸν βεβαιώσῃ γι’ αὐτὲς τὶς ἐπαγγελίες ἔδωσε ὅρκο ὅτι θὰ τὶς πραγματοποιήσῃ. Κι ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε τίποτε μεγαλύτερο στὸ ὁποῖο νὰ ὁρκισθῇ, ὡρκίσθηκε στὸν ἑαυτό του.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἄκουσε τὶς ἔνορκες θεϊκὲς ὑποσχέσεις ὁ Ἀβραὰμ περίμενε χρόνια πολλὰ μὲ ὑπομονὴ νὰ τὶς δῆ νὰ ἐκπληρώνωνται. Καὶ δοκιμάσθηκε πολὺ σκληρά. Περίμενε, καὶ ἐκπλήρωσι δὲν ἔβλεπε. Ὅμως δὲν ἔχανε τὴν πίστι του. Πίστευε ἀκλόνητα στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ ἔχῃ κανένα σημάδι ἐλπίδος. Ἀντίθετα ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, φαινόταν ἀδύνατο αὐτὲς νὰ ἐκπληρωθοῦν. Τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ ἡ Σάρρα, ποὺ ἦταν στεῖρα, εἶχε γίνει πλέον γερόντισσα. Καὶ καθὼς δὲν ἀποκτοῦσε παιδιά, οἱ ὑποσχέσεις γιὰ ἀπογόνους φαίνονταν οὐτοπικὲς καὶ οἱ ἐλπίδες ἀνεκπλήρωτες. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀρ-γότερα στὰ γεράματά του ὁ Ἀβραὰμ εἶδε τὴν ἀρχὴ τῆς ἐκπληρώσεως τῶν θείων ἐπαγγελίων, καθὼς γεννήθηκε ὁ Ἰσαάκ, ἡ πίστι του δοκιμάσθηκε πολὺ περισσότερο. Διότι τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς νὰ θυσιάσῃ αὐτὸ τὸ μονάκριβο γυιό τους. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ὑπάκουσε καὶ προχώρησε στὴν θυσία ἔχοντας ἀκράδαντη βεβαιότητα στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ἀποδείκνυε αὐτὸ σ’ ὅλη του τὴν ζωή. Διότι ἐνῶ ἦταν πολὺ πλούσιος, δὲν ἔμενε σὲ παλάτια ἀλλὰ σὲ σκηνές, ἀναμένοντας τὴν ἐκπλήρωσι τῶν ἐπαγγελιῶν, καὶ αὐτῶν ποὺ ἀφοροῦσαν τὰ ἐπίγεια καὶ αὐτῶν ποὺ ἀφοροῦσαν τὰ ἐπουράνια.

Ὁ Ἀβραὰμ κάποτε ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ δὲν εἶδε τὴν ἐκπλήρωσι ὅλων τῶν θείων ὑποσχέσεων. Κατὰ τὸ διάστημα ὅμως τῆς προσμονῆς φανέρωσε μιὰ πίστι ἀξιοθαύμαστη καὶ πρωτοφανῆ. Καὶ μᾶς διδάσκει νὰ μάθουμε κι ἐμεῖς κατὰ τὶς δύσκολες περιόδους τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσουμε ἀσφαλῶς στὴ ζωή μας, νὰ μὴ χάνουμε τὴν πίστι μας. Νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίπλα μας καὶ θὰ μᾶς δώσῃ κατὰ τὸ θέλημά του αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε στὴν κατάλληλη στιγμὴ ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε. Μόνον μὲ τέτοια πίστι καὶ ὑπομονὴ θὰ δοῦμε τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ νὰ ἐκπληρώνωνται καὶ στὴ δική μας ζωή.

2. Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ

Ὁ θεῖος Παῦλος κατόπιν μᾶς λέγει ὅτι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δὲν δόθηκαν μόνο στὸν Ἀβραὰμ καὶ στοὺς ἀπογόνους του, τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἀλλὰ καὶ στὸν νέο Ἰσραήλ, ὅλους δηλαδὴ τοὺς Χριστιανούς. Κληρονόμοι τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ ἦταν γιὰ τὰ ἐπίγεια ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅμως γιὰ τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ αἰώνια ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅλοι οἱ πιστοὶ ποὺ γεννηθήκαμε σὲ νέα ζωὴ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γίναμε παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ κληρονόμοι τῶν οὐρανίων ἐπαγγελιῶν. Ὁ Θεὸς ὑπόσχεται πλέον στὸν καθένα μας ὄχι τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας ἀλλὰ τὴν ἐπουράνια γῆ, τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς καλεῖ νὰ κρατήσουμε σταθερὰ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ τοῦ Παραδείσου. Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα, λέγει, τὴν ἔχουμε σὰν ἀμετακίνητη ἄγκυρα τῆς ψυχῆς μας, διότι δὲν εἶναι στερεωμένη σὲ κάποιο πυθμένα τῆς θάλασσας ἀλλὰ στὸν οὐρανό. Τί ὅμως σημαίνει αὐτό;

Ὅλοι οἱ πιστοὶ στὸν κόσμο αὐτὸ βρισκόμαστε σὰν πλοῖα μέσα στὸν ὠκεανὸ καὶ πορευόμαστε γιὰ τὸ αἰώνιο λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ. Ὅμως ἡ θάλασσα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι τόσο φουρτουνιασμένη ποὺ ὧρες – ὧρες αἰσθανόμαστε τὴν τρικυμία νὰ κλυδωνίζῃ καὶ νὰ ἀναταράσσῃ τὸ σκάφος τῆς ζωῆς μας. Κι ἐμεῖς ἀπὸ τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων τρέμουμε μὴ ναυαγήσουμε, μὴ διαλυθοῦμε πάνω στὰ βράχια, μὴ χάσουμε τὴν ψυχή μας, μὴ χάσουμε τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν βουλιάζουμε, δὲν ναυαγοῦμε, διότι ἔχουμε ἄγκυρα ἐλπίδας. Καὶ ἡ ἄγκυρά μας αὐτὴ δὲν κρατιέται σὲ ἀμμώδη βυθὸ τῆς θάλασσας. Ἀλλὰ ἔχει ριφθῆ καὶ στερεωθῆ στὸν πλέον ἀδιάσειστο βράχο. Εἶναι στερεωμένη ἀκλόνητα στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Διότι ὁ Χριστός μας εἰσῆλθε μὲ τὴν Ἀνάληψί του ἐκεῖ στὸ οὐράνιο λιμάνι πρῶτος γιὰ νὰ εἰσαγάγῃ καὶ ἐμᾶς ποὺ θὰ ἀκολουθήσουμε. Δὲν εἴμαστε λοιπὸν πλοῖα ἀκυβέρνητα. Ἔχουμε κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ καταποντισθοῦμε· πηδαλιουχεῖ τὴν ζωή μας καὶ θὰ μᾶς πάρη κι ἐμᾶς μαζί του στὴν Βασιλεία του.

Μὴ φοβώμαστε λοιπόν. Μπορεῖ νὰ βρισκώμαστε ἀκόμη στὴ θάλασσα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἔχουμε ὅμως μέσα στὸ οὐράνιο λιμάνι τὴν ἄγκυρά μας. Ὅσοι ἄνεμοι κι ἂν μᾶς ἀπειλοῦν καὶ μᾶς θαλασσοδέρνουν, ὁ Χριστὸς κρατάει καλὰ στερεωμένη τὴν ἄγκυρά μας στὸν οὐρανό. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι νὰ κρατοῦμε κι ἐμεῖς γερὰ αὐτὴν τὴν ἄγκυρα σ’ ὅλη τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, νὰ τὴν ἔχουμε δεμένη στὸ πλοιάριο τῆς ζωῆς μας, ὥστε νὰ μὴ μᾶς φύγῃ καὶ τὴν χάσουμε. Διότι αὐτὴ θὰ πλοηγήσῃ καὶ τὸ πλοιάριο τῆς ζωῆς μας στὸ οὐράνιο λιμάνι.

πηγή: ο Σωτήρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου