Μικρά διηγήματα – ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ἀνέβαινεν ἀσθμαίνων τὸν ἀνήφορον ὁ καπετὰν Γ. ὁ Μ., ἂν καὶ ἦτο καβάλα ἐπάνω εἰς μεγάλον ἰσχυρὸν ἡμίονον, δυνάμενον νὰ σηκώσῃ ὑπὲρ τὰς 120 ὀκάδας. Ἤσθμαινεν αὐτός, ἤσθμαινε καὶ τὸ ζῷον. Ἦτον πρωὶ ἀκόμη, ἀρχὰς Ἰουνίου. Ἔβαινε πρὸς τὰ δυτικοβόρεια τῆς ἐξοχῆς, κ᾿ εἶχε τὸν ἥλιον ὀπίσω του. Καὶ μὲ πλατὺ κόκκινο μανδήλι ἀδιαλείπτως ἐσπόγγιζε τὸν ἱδρῶτα ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του. Κ᾿ ἦτον ἄρρωστος ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη, κ᾿ εἶχε σωθῆ καὶ ἀναλύσει ὅλος ἀπὸ ἀδυναμίαν καὶ ἰσχνότητα, κ᾿ εἶχεν ἀκόμη τὸ διπλάσιον βάρος συνήθους ἀνθρώπου.
Ἔφθασε στὸν Ἁι-Λιᾶ, ὣς δύο ὥρας πρὸ τῆς μεσημβρίας. Τὰ πελώρια πλατάνια ὑψοῦντο κ᾿ ἐσείοντο σπαρτὰ ἐπὶ τῆς πλατείας, σκιάζοντα ὅλην τὴν ἔκτασιν, νανουρίζοντα τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν. Εἰς τὸ ἓν τούτων ἐσώζετο ἀκόμη ἓν γιγαντιαῖον κλῆμα, ἀνέρπον, περιπλέκον, καὶ σμίγον τὰ φύλλα του εἰς ὅλους τοὺς κλάδους καὶ τοὺς ἀκρέμονας, καὶ κρεμῶν τοὺς πρὸ πολλοῦ δεμένους βότρυς του ἀνάμεσα στοὺς κλῶνας κ᾿ εἰς τὸ κενόν. Εἰς τὸν μακρὸν τεράστιον κορμόν του ἀνέβαινον ἀκόμη οἱ μάγκες καὶ τὰ νοικοκυρόπουλα, κ᾿ ἐκουνιοῦντο κ᾿ ἐλικνίζοντο, μέχρις οὗ καταστρέψωσι κι αὐτὸ τὸ σωζόμενον κλῆμα, ὅπως εἶχον καταστρέψει καὶ τ᾿ ἄλλα γείτονα ἀδέλφια του. Εἰς τὴν κρήνην ἐποτίζοντο ἓν κοπάδι πρόβατα, τοῦ Γιώργη τοῦ Πολύχρονου, καὶ ἓν αἰπόλιον τοῦ Κώστα τοῦ Βαβύλα, ἐγκαρδιακοῦ ἀδελφοῦ του. Ἐπιάνοντο σχεδὸν καθημερινῶς, ὅταν ἤρχοντο νὰ ποτίσουν τὰ κοπάδια των, οἱ δύο γνήσιοι ἀδελφοί, ἐξ ὧν ὁ νεώτερος εἶχε χάσει ὄπισθεν ἑνὸς λαϊκοῦ παρεγκωμίου τὸ οἰκογενειακὸν ὄνομά του. Ὁ Γιώργης κατέβοσκεν ὅλους τοὺς ξένους ἀγρούς, ὅσοι ἐγειτόνευον μὲ τὰ σύνορα τῆς νομῆς του, ὁ Κώστας κατεπάτει τὰ σύνορα τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ ἅμα κατεμαρτύρει εἰς τοὺς ἰδιοκτήτας κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ὅταν ἤρχετο ὁ οἰκοκύρης νὰ παραπονεθῇ καὶ νὰ τὸν ἐπιπλήξῃ, ὁ μπαρμπα-Γιώργης εἶχε τόσον γλυκεῖαν γλῶσσαν, ὥστε ὁ ἄνθρωπος σχεδὸν ἐπείθετο ὅτι ὁ βοσκὸς δὲν τὸν εἶχεν ἀδικήσει, καὶ εἶχε γίνει λάθος. Ἅμα ἔστρεφεν ὅμως ἐκεῖνος τὰ νῶτα ν᾿ ἀπέλθῃ, ὁ Πολύχρονος ἐσήκωνε τὰ χέρια καὶ τὸν ἐμούτζωνε ὀπίσω του, γογγύζων, ὑβρίζων καὶ βλασφημῶν. Ὁ Κώστας, καθὰ διηγοῦντο, εἶχε γίνει ποτὲ ἀράπης μελανωμένος τὴν νύκτα, διὰ νὰ ἐνεδρεύσῃ καὶ δείρῃ ἕνα κάποιον γούμενον, ὅστις εἶχεν ἔλθει στὸ μοναστήρι μεταπομπαῖος ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου, ἐπειδὴ ὁ ξένος καλόγηρος διεμαρτύρετο κατὰ τοῦ Βαβύλα διὰ τὴν καταβόσκησιν τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς.
Ὅταν συνηντῶντο στὴν βρύσιν τοῦ Ἁι-Λιᾶ:
― Τό ᾽καμες πάλι τὸ θάμα σου, σκυλὶ παραδομένο, ἤρχιζεν ὁ Γιώργης, πῆες καὶ μ᾿ ἀγκάλεσες*.
― Καλὰ σ᾿ ἔκαμα, ἀπεκρίνετο ὁ Κώστας· γιατὶ ἐσὺ εἶσαι σκυλὶ κρυφοδάκωτο, ποὺ πρέπει νὰ σ᾿ ἔχῃ κανεὶς ἔννοια.
― Τί γαυγίζεις, βρέ, ποὺ νὰ λυσσάξῃς; Μὲ τὴν κακία σου θὰ μείνῃς, κακόμοιρε.
― Τί οὐρλιάσματα κι ἀφροὺς βγάζεις ἀπ᾿ τὸ στόμα σου; Νὰ φᾷς τὰ λιακά σου, γιατὶ δὲν ἀφήνεις διαβάτη ποὺ νὰ μὴν τὸν δαγκάσῃς.
―Ἄχ! σκυλὶ ἀγαρηνό, ἄπιστο!
― Τρομάρα σου! Φραγκόσκυλο, κοπρόσκυλο ψωριασμένο.
Ἐσήκωνεν ὁ Γιώργης τὴν στραβολέκαν*, ὕψωνε καὶ ὁ Κώστας τὴν στραβολέκαν, ἀντήλλασσαν δύο ἀδελφικὲς ξυλιές, ἑωσότου ἤρχετο εἷς γηραιὸς ἀγροφύλαξ σοβαρός, ἢ γείτων κηπουρὸς γελῶν, κ᾿ ἐχώριζε τοὺς δύο σκυλοαδελφούς ·τὰ δύο σκυλαδέρφια‚.
*
* *
* *
Ὁ καπετὰν Γεωργάκης ἐπέζευσεν, ἐχαιρέτησε τοὺς βοσκούς, ὅσοι ἀνεψύχοντο ἐκεῖ μὲ τὰ ποίμνιά των, ἔπιε δροσερὸν νερόν, ἀφῆκε βαθὺν στεναγμόν, κ᾿ ἐστράφη πρὸς μακρὸν ἀνώγειον οἰκοδόμημα, πρὸ τῆς θύρας τοῦ ὁποίου εἶχε περάσει πρὸ πέντε λεπτῶν. Ὁ ἀγωγιάτης του ἐπῆρε τὸ ζῷον καὶ τὸ ἔδεσε διὰ νὰ βόσκῃ, χωρὶς νὰ τὸ ἐλαφρώσῃ ἀπὸ τὸ φόρτωμα.
― Μπορεῖ νὰ κάμω ὣς μισὴν ὥρα, τοῦ εἶπεν ὁ καπετὰν Γ., περίμενέ με.
Ἐβάδισε μὲ κόπον, ἴσως διότι ἦτο αἱμωδιασμένος ἀπὸ τὴν καβάλα. Εἶτα πάλιν ἐστράφη πρὸς τὸν ἡμιονηλάτην:
―Ἀλήθεια, ξέχασα· φέρε τὴ λειτουργιά, τὸ κερί, καὶ τὸ λιβάνι, ἀπάνω, στὸν πάτερ Γερεμία.
Ὁ ἄνθρωπος ὑπήκουσεν, ἔλαβεν ἀπὸ ἓν ζεμπίλι κρεμάμενον εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ σαμαρίου προσόψιον λευκὸν τυλιγμένον, ὅπου ἦσαν τὰ θρησκευτικὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὀνομάσει ὁ Μ., καὶ τὸν ἠκολούθησεν.
*
* *
* *
Ἐπήγαινεν ὁ Γ. νὰ ξαγορευθῇ στὸν πνευματικόν, ὅστις ἐμόναζεν ἐκεῖ ἐρημικὸς καὶ ἀνεξάρτητος (ἀπὸ δεκαετίας, χωρὶς νὰ κατέλθῃ ποτὲ εἰς τὴν πόλιν). Εἶχε τόσα χρόνια ἀνεξαγόρευτος. Ὅλας τὰς ἁμαρτίας τῆς νεότητός του τὰς εἶχεν ἀκόμη φορτωμένας εἰς τὴν συνείδησίν του, τὰ σαρκικὰ πάθη, καὶ ὅλα τὰ λοιπά. Ἦτο μόλις σαρανταπέντε ἐτῶν, καὶ εἶχε προκόψει εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις. Μεγαλοπλοίαρχος, μὲ μπάρκα καὶ μὲ τρικάταρτα δύο τρία, εἶχεν ἀνοίξει τὸν δρόμον, κ᾿ ἔγινεν ἀφορμὴ νὰ εὐπορήσουν καὶ ἄλλοι ἐμποροπλοίαρχοι, καὶ εἶχε φέρει δευτέραν πρόσκαιρον ἀκμὴν εἰς τὴν φθίνουσαν ναυτιλίαν τοῦ ἱστίου. Εἰκοσαετὴς εἶχε κληρονομήσει παρὰ τοῦ πατρός του μικρὸν καραβάκι χρεωμένον, ἐπλοιάρχει ὑπὲρ τὰ εἴκοσι ἔτη, καὶ εἶχε κατορθώσει ἐν τῷ μεταξὺ ὅλα τὰ θαύματ᾿ αὐτά!
Ἦτο γίγας, σωματικῶς καὶ καρδιακῶς. Ἐδούλευε διὰ πέντε ἀνθρώπους, κ᾿ ἔτρωγε κ᾿ ἔπινε δι᾿ ἄλλους τόσους. Εἶχεν ἀρρωστήσει σ᾿ ἕνα ταξίδι πρὸ δύο ἐτῶν καὶ πλέον, κ᾿ οἱ ἰατροὶ τῆς Σμύρνης, εἶτα κ᾿ οἱ καθηγηταὶ τῶν Ἀθηνῶν, τῷ εἶχον ἐπιβάλει δίαιταν. Ἴσως εἶχε ψαμμίασιν, ἢ μᾶλλον διαβήτην ἐπιπλεγμένον μὲ ἆσθμα. Πῶς νὰ τρέφεται αὐτὸς μὲ γάλα, καὶ νὰ πίνῃ πτισάνην, ἢ ὀλίγον χλιαρὸν νερόν; Αὐτὸς ἔβλεπε τὸ μπαρμπουνοκέφαλον, καὶ τοῦ ἤρχετο νὰ τὸ ἁρπάξῃ ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ ναύτου, ἢ τοῦ ὁμοτραπέζου του. Ὀρφούς, συναγρίδας, ὀστρείδια, καλόγνωμες, ἀστακοὺς καὶ χέλια, πῶς νὰ τὰ ξεχάσῃ; Πῶς νὰ μὴ τρώγῃ κοκορέτσι, κεφτέδες, σπληνάντερο, ἢ ροσμπὶφ μὲ μακαρονάδα; Εἶναι ζωὴ αὐτή; Ἢ πῶς νὰ μὴν πίνῃ τὸ θαυμάσιον μπροῦσκο μαῦρον τοῦ τόπου ἢ καὶ τὸ μοσχᾶτο καὶ τὸν ροδίτην, καὶ νὰ στερηθῇ ἀκόμη καὶ τὸ τσίπουρο; Εἶναι ζωὴ αὐτή;
Ἔβαλεν ἕνα ἐξάδελφόν του πλοίαρχον εἰς τὸ ἕνα μπάρκο, ὅστις δὲν ηὗρε δουλειὲς νὰ δουλέψῃ, καὶ «τὸν ἔβαλε μέσα»· τὸ ἄλλο τὸ ἐξεχώρησε «χρεολυτικῶς» εἰς ἕνα παλαιὸν φίλον του θαλασσινόν, ὅστις τὸ ἔφαγε, σκάφην κι ἄρμενα καὶ καρφιά, κι αὐτὸς ἔμεινεν ὡς ἔγγιστα δύο ἔτη εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον. Ἀλλὰ φόβον διὰ νὰ πτωχεύσῃ δὲν εἶχε, καθότι εἶχεν ἀποκτήσει κτήματα εἰς τὴν πατρίδα ἀξίας 70 χιλ. δραχμῶν, κ᾿ εἶχε βαλμένα στὴν Τράπεζαν, εἰς τὰς Ἀθήνας, μετρητὰ περὶ τὰς πενῆντα χιλιάδας.
― Γιὰ νὰ βροῦν τὰ κουτσουβέλια νὰ τρῶνε, ἂν μοῦ συμβῇ τίποτε, εἶχεν εἰπεῖ εἰς ἕνα πατριώτην του εἰς Ἀθήνας.
Ἐννοοῦσε τὰ τρία παιδιά, δύο ἀγόρια κ᾿ ἕνα κορίτσι ποὺ εἶχε. Τὸν εἶχεν εὕρει ὁ φίλος ἐκεῖνος εἰς ἕνα ξενῶνα τῆς «Πελοποννήσου» πάσχοντα ἤδη, πλαγιασμένον ἐπὶ τῆς κλίνης, καὶ δίπλα, ἐπὶ τῆς τραπέζης, ἦτο ἓν ρεβόλβερ ὁλογέμιστον καὶ τὸ εἰρημένον ποσόν, μέρος εἰς λίρας, καὶ μέρος εἰς χαρτονόμισμα, ὑπὸ τὸ προσκέφαλόν του, διὰ νὰ τὸ καταθέσῃ τὴν αὔριον εἰς τὴν «Ἐθνικήν».
Εἶτα, ὅταν ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα, ἔτρωγε γαλατερὰ κ᾿ ἔπινε δι᾿ ἀναψυκτικὸν βυσσινάδα, κατὰ συγκατάβασιν, δι᾿ ὅλου τοῦ θέρους. Ὄχι ἅπαξ παρέβαινε τὸν αὐστηρὸν ἰατρικὸν κανόνα. Κατεβρόχθιζε μπριζόλαν, ψητὸν τῆς σούβλας, ἐκεῖνο ποὺ τρελαίνει τοὺς Φράγκους, «ροτὶ ἀλὰ παλληκάρ»*, κ᾿ εἶναι ἡ ἀπόλαυσις καὶ τὸ καύχημα ὅλων τῶν Ἑλλήνων, γενικὴ πανήγυρις καὶ ἄνοιξις καὶ Πρωτομαγιά. Ἀλλ᾿ εὐθὺς ὕστερον ἐπήρχετο πάλιν βαρεῖα ἡ ὑπόμνησις τοῦ σκυθρωποῦ Ἀσκληπιάδου ―ἀνθρώπου ὅστις θέλει νὰ διδαχθῇ «τὴν κεραμείαν ἐν τῷ πίθῳ», ἢ νὰ μάθῃ τὴν κουρευτικὴν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ φαλακροῦ― κ᾿ ἠναγκάζετο νὰ γίνῃ πάλιν γαλακτοφάγος, ὁποῖοι ἦσαν οἱ παλαιοὶ Α*** κι ὁ Ρότσιλδ, ὁ ἑβραῖος χιλιεκατομμυριοῦχος εἰς τὰ Παρίσια, καὶ τόσοι ἄλλοι δυστυχεῖς.
*
* *
* *
Τέλος ἡ ὑγεία του δὲν ἐβελτιώθη, κ᾿ εἶχεν ἀπομείνει ὁ μισός, κ᾿ ἤξιζεν ἀκόμη διὰ δύο καὶ ἦτο ἀσθενὴς καὶ μεγαλοπρεπής, στιβαρὸς καὶ κάτωχρος. Καὶ τὴν πρωίαν ἐκείνην, τὸ Σάββατον, πρὶν ἐπιβῇ τοῦ ἡμιόνου διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ μέγα κτῆμά του εἰς τὴν Κεχριάν, ὅπου εἶχεν ἔπαυλιν καὶ ἀγροτικὴν οἰκίαν, διὰ ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα, κι ὁ δρόμος του ἦτον νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸν ναὸν τοῦ Προφήτου Ἠλία ὅπου ἔφθασε λίαν πρωί, εἶχεν ἀνοίξει τὸ συρτάρι καὶ εἶχε βγάλει ἓν πλῆθος ὁμόλογα, ἄλλα συμβόλαια, ἄλλα ἐπὶ χαρτοσήμου, κι ἄλλα ἐφ᾿ ἁπλοῦ χάρτου, κ᾿ εἶχε στείλει νὰ καλέσῃ πέντ᾿ ἓξ πτωχοὺς γέρους, παλαιοὺς ναύτας, ἀποζῶντας μὲ 12 δραχμῶν σύνταξιν ἀπὸ τὸ Ἀπομαχικόν, καὶ δέκα ἢ δώδεκα χήρας, κι ἄλλα τόσα ὀρφανὰ κοράσια, κ᾿ ἔδειξε τὰ ὁμόλογα, καὶ τὰ ἔσχισεν ἐπὶ παρουσία των, κ᾿ εἶπε:
― Νὰ παρακαλῆτε γιὰ τὴν ψυχή μου, ἂν πεθάνω.
Αἱ χῆραι μὲ δάκρυα καὶ μὲ σείσματα κεφαλῆς τὸν εὐχαρίστησαν, αἱ ὀρφαναὶ ψιθυρίζουσαι ἐχαμήλωσαν τὰς κεφαλάς, καὶ εἷς ἐκ τῶν γερόντων θαλασσινῶν τοῦ εὐχήθη:
―Ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἀξιώσῃ, καπετὰν Γεωργάκη, νὰ χαρίσῃς ἀκόμα πολλά.
―Ἀμήν! εἶπεν ὁ Γ., ἐννοήσας ὅτι τοῦτο ἐσήμαινε «νὰ ἀποκτήσῃς πολλὰ διὰ νὰ χαρίσῃς ἀναλόγως».
Ἀκολούθως, ἵππευσεν ἐπὶ τοῦ μεγαλοσώμου ζῴου καὶ ἀνέβη τὸν ἀνήφορον διὰ τὸν Ἁι-Λιᾶ. Εἶτα ἐπῆγεν εἰς τὸν πάτερ Γερεμία, ἐξωμολογήθη καὶ δὲν ἄφησε τίποτε ποὺ νὰ μὴν τὸ εἴπῃ, ἐκτὸς ἂν ἐξέχασε μερικά. Κατόπιν, ἐπέβη τοῦ ἡμιόνου κ᾿ ἐξεκίνησε διὰ τὸ κτῆμά του. Εἶχεν ἄλλον τόσον δρόμον νὰ βαδίσῃ, μίαν ὥραν περίπου, ἐπίπεδον καὶ κατήφορον πλαγινόν. Ὁ ἥλιος ἐψήλωνε καὶ ἔκαιε τὰ νῶτα τοῦ ἀναβάτου, καὶ ἦτο ἤδη ἑνδεκάτη καὶ ἡμίσεια ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ κτῆμά του.
Ἔκειτο ἀνάμεσα στὸ Πυργὶ καὶ στὴν Κεχριάν, κ᾿ εἶχεν ἀντικρὺ τὸ μέγα δάσος τῶν δρυῶν, τὸν Ἀραδιᾶν, πρὸς μεσημβρίαν, καὶ δεξιὰ τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς βράχους τοῦ βορεινοῦ Κάστρου, καὶ τὸ θεσπέσιον πέλαγος τὸ [καὶ] φρῖσσον καὶ ἀβυσσαλέον καὶ γλαυκόν. Ὅλον τὸ χωράφι, ἀγύριστον*, περιέχον ὑπὲρ τὰ χίλια δένδρα, ἐλαίας, ἀμυγδαλέας, ἀπιδέας, καὶ συκέας, ἦτο κατήφορος καὶ κρημνός. Διὰ νὰ κατέλθῃ τις ἐκ τῶν ἄνω, ὅπου ἦτο κτισμένη ἡ μικρὰ καλῶς περιποιημένη ἔπαυλις, καὶ ὅπου ὁ Κώστας ὁ Σκαρλᾶτος ἔβοσκε τὰς πέντε ἢ ἓξ αἶγας καὶ τὰ πρόβατά του μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ φυλάττῃ τὰς ἀμυγδαλέας καὶ τ᾿ ἄλλα ὀπωροφόρα, μέχρι τῶν κάτω ὅπου πλάτανοι καὶ καρυδέαι καὶ δρῦς ἐκάλυπτον μέσα στὸ ρέμα τὴν κρυφὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ, ἔπρεπε νὰ ὀλισθήσῃ τρὶς ἐπάνω στὰ χόρτα, νὰ πέσῃ, νὰ πιασθῇ ἀπὸ σχοῖνον ἢ ἀπὸ κορμὸν δένδρου, νὰ βαρέσῃ τὴν πλάτην του, ν᾿ ἀνασηκωθῇ, νὰ ξαναπέσῃ καὶ τέλος νὰ κυλισθῇ ἕως κάτω εἰς τὴν βαθεῖαν ἐσχατιάν, εἰς τὸ κράσπεδον τοῦ κρημνοῦ. Εἶτα ἡ συντροφιά, ἂς εἶχε γλιστρήσει καὶ τρὶς καὶ τετράκις, μὲ γέλια κ᾿ εὐθυμίαν, θὰ ἐστρώνετο ὑπὸ τὰ πλατάνια, σιμὰ στὴν βρύσιν ὅπου ὁ Χρῆστος ὁ Καλογιάννης θὰ ἐλιάνιζε τὸ κοκορέτσι, κι ὁ Φραγκούλης τοῦ Πάνου θὰ ἐσούβλιζε τὸ μπούτι, κ᾿ ἡ Κρατήρα ἡ Σκαρλάταινα θὰ ἔφερνε ζεστὰ ἀχνιστὰ τὰ τυροπ᾿τάρια, μὲ χλωρὸν τυρί, καὶ μὲ δωδεκάδα αὐγῶν κατεσκευασμένα, καὶ ψημένα στὸν φοῦρνον τοῦ καλυβιοῦ της, ἀντικρὺ στὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ. Ἀλλὰ ποῦ τώρα σπληνάντερο καὶ κοκορέτσι, καὶ ποῦ τὰ τυροπ᾿τάρια;
*
* *
* *
Ὁ καπετὰν Γεωργάκης ἐπέζευσεν. Ὁ ἀγωγιάτης ἀπέθεσε τὰ πράγματα ἐντὸς τοῦ καλυβιοῦ κ᾿ ἐπῆρε νὰ δέσῃ τὸ ζῷον. Ὁ Μ. ἐκάθισεν ὑπὸ τὴν σκιὰν μεγάλης ἐλαίας, κάτω τῆς μικρᾶς ἐπαύλεως. (Ὁ πάτερ Ἱερεμίας τοῦ εἶχε δώσει ὡς συνοδίαν τὸν γερο-Πέτρον, λέγων: ἂς ἔλθῃ ὁ ἀδελφὸς νὰ σὲ συντροφεύσῃ ὣς κάτω, νὰ σοῦ εἰπῇ καὶ κανένα λόγον πνευματικόν.) ― Ὁ Γ. δὲν εἶχε προσλάβει συνοδίτην ἀπὸ τὸ χωρίον. Ἐν μελαγχολίᾳ καὶ παραξενιᾷ εἶχεν εἰπεῖ εἰς τὴν γυναῖκα ὅτι θὰ ὑπάγῃ δι᾿ ὀλίγας ἡμέρας ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα στὸ καλύβι, καὶ ὅτι δὲν θέλει κανένα μαζί του. Τὴν ἀπεχαιρέτησεν, ἐφίλησε τὰ τέκνα του (τὸ μεγαλύτερον ἐκ τῶν τριῶν ἦτο δέκα ἐτῶν) καὶ ἀπῆλθεν. Ὁ Γ. δὲν ἠθέλησε νὰ παραβῇ τὸν λόγον τοῦ πνευματικοῦ, καὶ ἐδέχθη τὸν Π. ὡς συνοδίτην. Ὁ γερο-Πέτρος, μοναχὸς μὲ πενιχρὸν ράσον, ἔλεγεν ὅτι ἦτο 98 ἐτῶν. Ἴσως ἔπεφτεν ὄρτσα* καμμίαν δεκάδα. Ἦτο ἀκμαῖος, ἡλιοκαής, μὲ σφιχτὸν κόκκαλον καὶ σκυτοδεμένος. Ἦτο βραχύς, μὲ πενιχρὸν ράσον κ᾿ εἶχε δέκα ἕως δεκαπέντε τρίχας ὑπὸ τὸ χεῖλος καὶ τὸν πώγωνα. (Εἶχεν ὑπηρετήσει, ὡς διηγεῖτο ὁ ἴδιος, στρατιώτης ἐν Τουρκίᾳ, ἦτο δὲ βουλγαρικῆς καταγωγῆς.)
Τὸ καλύβι ἦτο καλοκτισμένον, περιποιημένον, μὲ πολλὰ σκεύη κ᾿ ἐργαλεῖα γεωργικά, μὲ ἀχυρῶνα καὶ στάβλον· μικρὰ ἔπαυλις. Ὁ Μ. ἐκάθισεν ὑπὸ τὴν ἐλαίαν, δέκα βήματα κάτω τοῦ δυτικομεσημβρινοῦ τοίχου, ἐπὶ ὄχθου τινὸς τοῦ κατωφεροῦς ἐδάφους. Ὁ γερο-Πέτρος ἐκάθισεν ἀριστερά του, τρεῖς σπιθαμὰς παρακάτω, μὲ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ τὴν κατατομὴν τοῦ κρανίου πρὸς αὐτὸν νεύουσαν. Ὁ Πέτρος ἐδοκίμασε ν᾿ ἀρχίσῃ ὁμιλίαν.
― Συνηθίζει καὶ λέγει ὁ γέροντας, καπετὰν Γεωργάκη, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, «πᾶσα κεφαλὴ εἰς πόνον, καὶ πᾶσα καρδία εἰς λύπην», ὥστε δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμον ποὺ νὰ μὴν πονέσῃ καὶ νὰ μὴν πικρανθῇ, εἴτε ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ εἴτε ἀπ᾿ τὸ κεφάλι. Κι ὁ Δαυῒδ λέει: «ποτήριον ἐν χειρὶ Κυρίου οἴνου ἀκράτου… πίονται πάντες οἱ ἀμαρτωλοὶ τῆς γῆς». Ὅθεν δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσῃ ὁ ἀμαρτωλὸς νὰ μὴ πιῇ ἀπ᾿ τὸ κατακάθι τοῦ ποτηρίου τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Γ. ἤκουεν, ἀλλὰ δὲν ἐννόει καλῶς, καὶ δὲν ἀπήντησεν. Ὁ γέρων μοναχὸς ἐξηκολούθησε μὲ ἔξαρσιν: «Χρεμέτισον τὴν φωνήν σου, ἡ θυγάτηρ Γαλλήμ». «Καὶ συντρίψει Κύριος τὴν ὕβριν τῆς ὑπερηφανίας σου, ὅτι τὸ στρῆνός σου ἀνέβη εἰς τοὺς μυκτῆράς σου, καὶ τὸ κέρας σου συντριβείη». «Ὅπου κι ἂν χρεμετίσῃ τινὰς τὴν φωνήν του, κι ἂν ψηλώσῃ τὸ κέρατό του, τὸ κέρατό του θὰ συντριφθῇ, κ᾿ ἡ φωνή του θὰ λουφάξῃ».
― Αὐτὸ εἶναι κοντὰ στὸν νοῦ, ἀπήντησε τυχαίως ὁ καπετὰν Γεωργάκης.
― Κ᾿ ἔπειτα, νὰ σοῦ πῶ, ἐπανέλαβε μὲ περισσότερον θάρρος ὁ Πέτρος, δὲν βλέπεις τί κακομοιριά, τί ἀπροκοψιά, τί ἀναχορταγιὰ μᾶς ἐκυρίεψε ὅλους, εἰς αὐτοὺς τοὺς ἐσχάτους χρόνους; Λέει ὁ προφήτης: «Ἱνατὶ τιμᾶσθε ἀργυρίου ἐν οὐκ ἄρτοις καὶ ὁ μόχθος ὑμῶν οὐκ εἰς πλησμονήν;» Ἀνίσως δὲν στείλῃ ὁ Θεὸς βροχή, καὶ χιόνι, καὶ πάχνη, κ᾿ ἥλιο, καὶ ζέστη, καὶ δροσιά, ποίαν σημασίαν ἔχουν τὰ ἀργύρια; Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν καρβέλια, πῶς θ᾿ ἀγοράσουμε ψωμιά; Ἀφοῦ δὲν χορταίνομεν ἀπ᾿ τὸν κόπον καὶ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας, πῶς θὰ χορτάσωμε ἀπ᾿ τὴν ἀδικία καὶ πλεονεξία;
Ἕως ἐδῶ εἶχε φθάσει εἰς τὴν ἀφελῆ διδαχήν του ὁ γερο-Πέτρος. Αἴφνης τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν Γεωργάκης ἀνεσκίρτησεν, ἀνεσηκώθη ἀποτόμως, κ᾿ ἥρπασε τὴν χονδρὴν ράβδον, ἀγριελαΐνην ράβδον, τοῦ γέροντος μοναχοῦ. Ὁ Πέτρος ἔστρεψε βλέμμα πρὸς αὐτόν, καὶ τὸν εἶδεν ἔντρομος. Εἶχον ἐξογκωθῆ βλοσυρὰ τὰ ὄμματά του, αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ἐφρικίασαν καὶ ἀφῆκεν ἀλλόκοτον φωνήν:
― Τί ἦρθες ἐδῶ;
Συγχρόνως ἐσφενδόνησε τὴν ράβδον πρὸς τὰ κάτω, ἥτις στροφοδινήσασα ἐπῆγε τριάντα βήματα μακρὰν τὸν κατήφορον, καὶ πεσοῦσα ἐκτύπησε τὴν ρίζαν μιᾶς νεοφύτου ἐλαίας.
― Τί τρέχει, ἀδελφέ; εἶπεν ὁ Πέτρος.
― Νά τος! νά τος! ἔκραξεν ἔξαλλος ὁ καπετὰν Γεωργάκης, δεικνύων ἀριστερώτερα ὀλίγον τοῦ μέρους, ὅπου εἶχε πέσει ἡ ράβδος.
Ὁ Πέτρος ἐσηκώθη, κ᾿ ἔκαμε τὸν σταυρόν του.
― Δὲν βλέπω τίποτε, ἀδελφέ μου! Ἡσύχασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου