ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Δύο
κοριτσάκια κ᾿ ἕν᾿ ἀγόρι εἶχεν ἕως τῆς ὥρας ἡ κυρα-Ἀχιλλέινα. Ἡ
Βαγγελίτσα, ἡ μεγαλυτέρα, ἑπτὰ ἐτῶν, ἤρχετο πολὺ συχνὰ τὸ πρωί, ὅταν
ἤθελα ξυπνήσω, στὴν πόρτα μου, καὶ μοῦ ἐγύρευε πεντάρες. Δὲν ἔπταιε,
διότι τὴν εἶχα κακομάθει ἐγώ. Ἡ Δώρα, ἡ μικρή, ἐπίσης ἤρχετο, καὶ μοῦ
ἐγύρευε κοκά. Ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, μὲ τὴν μικρὰν βραχεῖαν μνήμην της, ἀπὸ
τὸν περασμένον χρόνον, ὅταν εἶχα γυρίσει ἀπὸ τὴν πατρίδα, καὶ εἶχα φέρει
ἕνα κόφινον γεμᾶτον ἀπὸ μοσχοκύδωνα καὶ μῆλα φερίκια, καὶ μὴ εὑρίσκων
ἡδονὴν νὰ τὰ τρώγω, τὰ ἐμοίραζα ἐπὶ ἡμέρας κάθε πρωὶ εἰς τὰ παιδία τῆς
γειτονιᾶς.
Εἶχα
πιάσει δωμάτιον τότε, ἐπί τινας μῆνας, ἐντὸς τῆς γειτονικῆς αὐλῆς
―παραπλεύρως τῆς οἰκίας ὅπου ἐκατοίκουν τώρα― τὴν ὁποίαν κατεῖχεν,
ὑπενοικιάζουσα τὰ διάφορα δωμάτια, ἡ κυρα-Ἀχιλλέινα. Τὴν χρονιὰν
ἐκείνην, καθ᾿ ὃν καιρὸν ἐκατοικοῦσα ἐκεῖ μέσα, εἶχε γεννήσει αὕτη τὸ
τέταρτον τέκνον της, ἄρρεν. Ἦτο ὑψηλή, μαυρειδερή, σκελετώδης· τὸ
πρόσωπόν της ὡμοίαζε μὲ σκυλίσιο, κατὰ γράμμα, ἴσως ἕνεκα τῆς ἄκρας
ἰσχνότητός της. Ὁ μαστρο-Ἀχιλλέας, ὁμοιάζων ὡς ἀδελφὸς μὲ αὐτὴν κατὰ τὴν
φωνὴν καὶ τὸ εἶδος, εἰργάζετο ὡς σκυτοτόμος ὀλίγον παραπέρα, σιμὰ εἰς
τὸ σταυροδρόμι. Συνήθως ἐδούλευεν ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ ἀπόγευμα. Περὶ τὸ
δειλινόν, σχεδὸν τακτικά, δύο ἢ τρεῖς φίλοι του, ἄεργοι,
παρακολουθοῦντες τὴν ἐργασίαν του, καὶ συμπεραίνοντες ὣς πόσα λεπτὰ θὰ
εἶχε πιάσει, τὸν ἐπλησίαζαν, ἐκολλοῦσαν ἐπάνω του, τοῦ ἐγίνοντο φόρτωμα,
τὸν ἠρέθιζαν, καὶ τότε αὐτὸς ἕως τὸ βράδυ ἐχαλνοῦσε τὰ ὀλίγα λεπτά, κ᾿
ἔπινε μαζί τους εἰς τὴν πρώτην γειτονικὴν ταβέρναν. Συνήθως τὸν
ἐδελέαζον μὲ ἓν πρῶτον κέρασμα ἐκ μέρους των, καὶ τότε ἐκεῖνος εἱλκύετο,
ἐκουρδίζετο, κ᾿ ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν ἐκερνοῦσαν πλέον, αὐτὸς καὶ μόνος ἕως
τὸ βράδυ εἶχε «τὸ πρόσταγμα».
*
* *
* *
Μίαν
πρωίαν, ἐκείνην τὴν προλαβοῦσαν χρονιάν, ὅταν ἡ Ἀχιλλέινα ἦτο ἔγκυος
εἰς τὸν μῆνά της, μοῦ ἔστειλε τὴν Εὐαγγελίτσαν, ἐνῷ μόλις εἶχον ἀνοίξει
τὴν θύραν μου. Ἡ μικρά, κρατοῦσα χαμηλωμένον τὸ βλέμμα κάτω εἰς τὸ
λιθόστρωτον τῆς αὐλῆς, μοῦ λέγει:
― Εἶπε ἡ μαμά, νὰ τῆς δώσῃς ἕνα τάλληρο δανεικό, καὶ τὸ σφαλᾶτε στὸ νοίκι.
― Καλά.
Ἔδωκα ἓν χάρτινον πεντάφραγκον. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἡ Ἀχιλλέινα ἦλθε μέχρι τῆς θύρας τοῦ δωματίου μου, καὶ μ᾿ εὐχαριστοῦσε.
―Ἂ!
τί καλοὶ ἄνθρωποι ποὺ βγαίνουν ἀπ᾿ τὸν τόπο σας! μοῦ λέγει (διότι εἶχε
μάθει κατὰ συγκυρίαν τ᾿ ὄνομα τῆς πατρίδος μου). Εἶχα ἕνα νοικάρη πρὸ
χρόνων, ἐξηκολούθησεν, εἰς ἕν᾿ ἄλλο σπίτι, κὺρ Γιώργη τὸν ἐλέγανε. Εἶχε
μαγαζάκι ἐδῶ πάνω, στὸν πλαγινὸ δρόμο. (Περιέγραψε τὸ πρόσωπον, ὥστε ἐγὼ
τὸν ἀνεγνώρισα πράγματι.) Τί γίνεται τώρα; Εἶναι φευγᾶτος ἀπ᾿ τὴν
Ἀθήνα; Ξέρεις τί ἀπόγινε;
― Νομίζω, στὸ Λαύρειο ἐπῆγε, εἶπα ἐγώ. Ὡς φαίνεται, τὰ ἐμπόριά του δὲν ἐπρόκοψαν, καὶ τώρα ἐργάζεται στὰ μεταλλεῖα.
―Ἔτσι;
Ἂ, κρῖμα, τί καλὸς ἄνθρωπος! Εἶχε φέρει καὶ τὴν φαμίλια* του ἀπ᾿ τὴν
πατρίδα. Μιὰ γυναικούλα καλή, φρόνιμη· ὄμορφη δὲν ἦτον, μὰ ἡ γνώμη της ―
ἕνα κομμάτι μάλαμα. ― Μὰ ἔτρωγε ξύλο, ἀλήθεια!… Ἂ, Θεέ μου, τί θυμὸς
ἦτο ἐκεῖνος τ᾿ ἀνδρός της! Τί τουρκογένατο! Δαιμόνιο, ἄλλο πρᾶμα! Τὴν
ἔδερνε, τὴν ἐστουμποῦσε, καθὼς ἦτο γερμένη στὸ κρεβάτι, ἄρρωστη, ὕστερα
τὴν ἔρριχνε κάτω στὸ πάτωμα, καὶ τὴν χτυποῦσε μὲ τὰ χέρια, τὴν κλωτσοῦσε
μὲ τὰ πόδια, τὴν ἀφάνιζε, τὴν ἔλυωνε. Καὶ θαρρῶ πὼς ἦτο καὶ
γγαστρωμένη, δυὸ-τρίω μηνῶν. Πῶς ἐβαστοῦσε, ἡ χριστιανή, τόσο ξύλο!…
Κρῖμα! ζήλεια ἦτο τάχα, τί νὰ ἦτο; Τί δαιμόνιο τὸν ἔπιανε;… Τέτοιος
καλὸς ἄνθρωπος!
*
* *
* *
Εἰς
τὴν ἀρχὴν τοῦ ἄλλου μηνός, καὶ τοῦ μεθεπομένου ἀκόμη, ἐννοῶν ἐγὼ ὅτι ἡ
γυνὴ ὑπέφερε μεγάλως, καθότι ὁ μαστρο-Ἀχιλλέας πολὺ ὀλίγα λεπτὰ ἔφερνε,
ὡς φαίνεται, στὸ σπίτι, ἠθέλησα νὰ ξεχάσω τὸ πεντάδραχμον, κ᾿ ἔδωκα
ὁλόκληρον τὸ ἐνοίκιον. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἀχιλλέινα εἶχε γεννήσει, καὶ
μάλιστα εἶχε σαραντίσει ἤδη. Ἐκείνας τὰς ἡμέρας, ἐνῷ ἤνοιγα, μίαν
πρωίαν, τὴν θύραν μου διὰ νὰ ἐξέλθω, ἡ μικρὴ Δώρα ἦλθε κ᾿ ἐστάθη εἰς τὸ
κατώφλιον.
― Εἶπε μαμὰ νά ᾽θῃς πίτσι, μοῦ λέγει.
Ἐκλείδωσα
τὴν θύραν μου, καθὼς ἐξῆλθα, ἐγύρισα πρὸς τὸ βάθος τῆς αὐλῆς, κ᾿ ἔφθασα
μέχρι τῆς θύρας τοῦ ἐσωτέρου οἰκήματος, ἐστάθην καὶ εἶπα «καλημέρα».
― Κόπιασε παραμέσα, μοῦ λέγει γυναικεία φωνή. Ἐπῆρα εὐχή, μὴ φοβᾶσαι· δὲ θὰ κολλήσῃς τίποτε.
Ἔκαμα
δύο βήματα εἰς τὰ ἔσω. Ἡ Ἀχιλλέινα ὀρθή, ἱσταμένη εἰς τὴν σκοτεινοτέραν
γωνίαν πρὸς τὸ κλειστὸν παράθυρον, ἐφόρει ὑποκάμισον κολοβόν, χωρὶς
χειρῖδας, καὶ εἶχε τοὺς βραχίονας γυμνοὺς μέχρι τῶν ὤμων. Οἱ βραχίονες
οὗτοι ἦσαν ἀρκετὰ λευκοί, στρογγυλοί, καὶ ἀντετίθεντο πρὸς τὴν ἀσχημίαν
τοῦ προσώπου.
Ἡ
γυνή, πάλλουσα τοὺς βραχίονας αὐτούς, καὶ ποιοῦσα ἱκανὰς χειρονομίας
πρὸς τὸ στέρνον μου, ἐξήγησε μὲ ταχείας θερμὰς λέξεις ὅτι εἶχε τρομερὰν
ἀνάγκην ἀπὸ χρήματα, καὶ κατέκρινε τὸν σύζυγόν της ἐπὶ ἀσωτίᾳ καὶ
ἀστοργίᾳ.
Ἔβγαλα
ἓν πεντάδραχμον ἀπὸ τὸ ἰσχνὸν θυλάκιον καὶ τῆς τὸ ἐνεχείρισα,
ἀποστρέφων τὸ ὄμμα ἀπὸ τοὺς βραχίονας τοὺς γυμνοὺς καὶ κοιτάζων ἐπιμόνως
τὸ μοῦτρο τὸ σκυλίσιο, ὡς ἀντίδοτον βεβαίως κατὰ τῆς γοητείας, ὡς
ἀποκρουστικὸν κατὰ τῆς ἕλξεως. Καὶ πάραυτα ἔφυγα.
*
* *
* *
Τὴν
ἄλλην χρονιάν, ὅταν ἐπανῆλθα καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν πατρίδα μου, ἡ Ἀχιλλέινα
εἶχε γεννήσει ἐν τῷ μεταξὺ καὶ ἄλλο ἀγόρι. Ἡ κατοικία μου εὑρίσκετο
τώρα εἰς τὴν ἰδίαν γειτονιάν, ὅπως εἶπα, παραπλεύρως τῆς αὐλῆς, τὴν
ὁποίαν κατεῖχεν ἡ γυνὴ τοῦ σκυτοτόμου. Αὐτὴν τὴν φορὰν τὴν συνήντησα εἰς
τὸν δρόμον. Μ᾿ εὐχήθη τὸ «καλῶς ὥρισες», εἶτα μοῦ λέγει:
― Ἔχουμε γιὰ τὴν ὥρα, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦμε, δυὸ Δράκους* στὸ σπίτι μας. Δράκος ὁ περυσινός, Δράκος ὁ φετινός.
― Καλύτερα, νὰ σᾶς φυλᾶνε κιόλα, εἶπα ἐγώ.
Εἶτα, αἰσθανθεὶς ἀμέσως τὸ ψυχρὸν τοῦ λογοπαιγνίου, ἐπέφερα:
― Καὶ πῶς; Δὲν τοὺς ἐβαφτίσατε;
― Μὰ ἔχουμε νουνό; εἶπεν ἐκείνη· τὰ βαφτίσια θέλουν ἔξοδα.
(1906)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου