Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ – ΤΟ ΣΥΓΝΕΦΟ

 


Μικρά διηγήματα από τα «Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ»
Σὰν καλὸς ὁ Αὔγουστος ἐφέτος· ἔ;
– Ναί· μακάρι πάντα μας!
– Ἐγὼ φοβόμουνα τὴν αὐγή.
– Καὶ γώ. Μὰ δὲν ἄκουσες τὰ κοκόρια; Ἅμα λαλοῦν τὰ κοκόρια παράωρα ὁ καιρὸς ἀλλάζει.
– Καὶ μαζὶ κι ἡ τύχη μας.
– Βέβαια· στὴν τρίχα κρέμεται.
Ὁ Δημάκης καὶ ὁ Βρανᾶς στολισμένοι ὅπως οἱ χασάπηδες τὶς νηστίσιμες ἡμέρες, ἐκάθηντο ἥσυχοι εἰς τὸν πάγκον ἑνὸς κρασοπουλειοῦ καὶ συνομίλουν γιὰ τὸν καιρό. Εἶχαν καὶ αὐτοὶ ἁπλωμένη εἰς τ᾿ ἁλώνι τὴν σταφίδα των κάτω ἀπὸ τὰς φλογερὰς τοῦ ἡλίου ἀκτίνας ὡς αἱ χωρικαὶ τὰς θυγατέρας των εἰς τὰ περιπαθῆ βλέμματα τῶν λεβέντηδων, καὶ μετρῶντες τὶς ἡμέρες εἰς τὰ δάκτυλα ἐπερίμεναν ἀνυπομόνως νὰ ξεραθῇ. Φυσικὰ λοιπὸν αἱ συζητήσεις τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς τὰ ὄνειρα δὲν ἔχουν ἄλλον σκοπὸν παρὰ τὴν κατάστασιν τοῦ καιροῦ καὶ τὶς τιμὲς τῆς σταφίδος.
– Ἄκου ποὺ σοῦ λέω· μοῦ τὸ εἶπε ὁ κουμπάρος τοῦ κυρ-Γιάννη· εἶχε γράμμα ἀπὸ τὴν Πάτρα! ἔλεγεν ὁ Δημάκης εἰς τὸν σύντροφόν του ἐμπιστευτικά.
– Λές;
– Λέω βέβαια! Περσυνὸ πράμα δὲν ἔμεινε ρόγα· τ᾿ ἀμπέλια στὴ Γαλλία χάλασαν. Στὴν Πάτρα ἔβρεξε· στὴ Βοστίτσα παλιόπραμα.
– Ἄ! πασᾶ μου! ἐφώναξε ἐνθουσιασμένος ὁ Βρανᾶς· Σαράντα κι ἀμὰν ἀμάν!
– Τί σαράντα; Ἑξήντα δὲ λές! Καὶ ὁ Δημάκης ἄρχισε πάλι τὸ τραγούδι ποὺ εἶχε διακόψει:
Κι ἄλλος θέλει τὸν Ἄγουστο
πού ᾿ναι τὰ ταλαράκια.
– Ταλαράκια· ψυχή μου φροῦτο!… εἶπε ὁ Βρανᾶς ξερογλείφων τὰ χείλη του σὰν νὰ πιπίλιζε καραμέλα. Ὁ Μάης βγάνει τὰ κεράσια, ὁ θεριστὴς τ᾿ ἀγγούρια, ὁ Ἁλωνάρης τὰ καρπούζια καὶ ὁ Ἄγουστος τὰ τάλαρα. Ἂν παραφᾶς ἀπὸ τ᾿ ἄλλα θερμαίνεσαι. Ἂν παραφᾶς τάλαρα, γίνεσαι κυρ-Λινάρδος. Λέω γὼ ὁ φτωχὸς πὼς μοῦ ᾿φαγε ὁ ποντικὸς τὸ τυρί, κανεὶς δὲν τὸ πιστεύει. Λέει ὁ κυρ-Λινάρδος πὼς τοῦ ᾿φαγε τὸ σίδερο, τὸ πιστεύουν ὅλοι. Καλὰ τὸ λέει κι ὁ λόγος: Ἄγουστέ μου καλὲ μήνα, νὰ ἤσουν δύο φορὲς τὸ χρόνο.
-Μωρέ καλὸς νὰ εἶναι κι ἂς εἶναι καὶ μία φορά. Μοῦ φτάνει· εἶπε ὁ Δημάκης.
* * *
Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔκοψε τὴν κουβέντα τοὺς μία φωνή. Πίσω τους ἄλλος χωρικὸς ψηλὸς καὶ ἀδύνατος, ποὺ κρατοῦσε εἰς τὸ ἕνα χέρι βουρλιὰ ψάρια καὶ εἰς τὴν μασχάλην ἕνα ζευγάρι τρυπημένα παπούτσια, ἔστεκε ἀκίνητος μὲ μάτια ὀλάνοικτα, στυλωμένα πέρα εἰς τὸν δυτικὸν ὁρίζοντα.
– Τ᾿ εἶναι Χαραλάμπη; ἐρώτησεν ὁ Βρανᾶς.
– Δὲ βλέπετε: Ἕνα σύγνεφο.
– Σύγνεφο!…
Ἐπετάχθηκαν καὶ οἱ δύο ὀρθοί.
– Ἂμ τὸ εἶπα ἀπὸ τὴν αὐγὴ ἐγώ! εἶπε ὁ Βρανᾶς μὲ κλαψάρικο ὕφος. Ἄκουσα τὶς χῆνες ποὺ γύρευαν νερό.
– Κι ἐγὼ εἶδα δίπλα τὸ σκυλί.
– Εἶδα καὶ γὼ τὴ γάτα τῆς νύφης μου ποὺ νιβόταν στὴν ἄστρια.
Ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐφάνη εἰς τὸν δρόμον ὁ δήμαρχος μὲ τὴν ἄσπρη λινὴ φορεσιά του, τὸν παναμᾶ εἰς τὸ ξουρισμένο κεφάλι, γελαστός, ἀξιοπρεπής, ποζᾶτος – ἀληθινὸς ἄρχοντας τοῦ τόπου. Εἰς τὰ δάχτυλα τῆς δεξιᾶς ἐκρατοῦσε μία πρέζα ταμπάκου καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν δέμα ἀπὸ ἐφημερίδες ποὺ ἦρθαν ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ τὸ ταχυδρομεῖο. Ἐπήγαινε ἀργὰ διαβάζοντας τὴν ἐφημερίδα. Καὶ κάθε τόσο ἐγέμιζε τὰ ρουθούνια τοῦ ταμπάκο καὶ ταυτοχρόνως ἕνα τρανταχτὸ φτάρνισμα ἐξάγνιζε τὸ κοιμισμένο Σταυροπάζαρο. Ἠκούοντο τότε ἀπὸ τὰ μαγαζιὰ γύρω οἱ εὐχὲς τῶν φίλων:
– Μὲ τὶς ὑγεῖες!
– Γειά σου!
– Γειά σου, κυρ-Δήμαρχε!
– Εὐχαριστῶ!.. εὐχαριστῶ!… ἀπαντοῦσε ὁ Δήμαρχος δυνατά, εὐτυχισμένος γιὰ τὴ δημοτικότητά του, χαμογελώντας καὶ μὴ σηκώνοντας μάτια ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα. Ὅταν ὅμως ἐπλησίασε τοὺς χωρικοὺς καὶ ἄκουσε τὶς φωνὲς τοὺς ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ ρώτησε·
– Τί εἶναι; τί τρέχει; Γιατί κάνετ᾿ ἔτσι;
– Ἕνα σύγνεφο…
– Σύγνεφο!..
Ἀληθινὰ εἰς τὸν δυτικὸν ὁρίζοντα ἐφαίνετο μικρὸν μαῦρο σύγνεφο ποὺ εἶχε σχῆμα καὶ μέγεθος ἑνὸς κριαριοῦ. Ἡ παρουσία του ἔγινε σὲ λιγάκι γνωστὴ εἰς ὅλην τὴν ἀγοράν. Ἀμέσως οἱ ἔμποροι ἄφηκαν τὶς πῆχες των, οἱ χασάπηδες τὶς μαχαῖρες των, οἱ παπουτσῆδες τὰ τσαγκαρόσουβλά των, οἱ καφενόβιοι ἀπάνω εἰς τὰ τραπέζια τὴν τράπουλα καὶ ὅλοι ἔσπευδαν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἔστεκε ὁ κυρ-Δήμαρχος. Ἐκοίταζαν ὅλοι εἰς, σημεῖον τοῦ οὐρανοῦ μὲ ἀγωνίαν. Οἱ Καμπίσοι εἶναι ὅλοι, ὅπως οἱ παλαιοὶ Χαλδαῖοι, δόκιμοι μετεωροσκόποι. Ἰδίως κατὰ τοὺς μήνας Ἰούλιον καὶ Ἄγουστον, ἀδιακόπως ἔχουν γυρισμένα τὰ μάτια εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἀπὸ τὰς σπασμωδικὰς κινήσεις τοῦ προσώπου των, ἠμπορεῖ κανεὶς ἀσφαλῶς νὰ μάθῃ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν.
Ὡστόσο τὸ συγνεφάκι ὅλο κι ἐμεγάλωνε. Τώρα εἶχε σκεπάσει ὅλον τὸ ἀπὸ Κεφαλληνίας μέχρι Χλεμούτσι διάστημα. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζαν εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος ἀκίνητοι ὡς νὰ διετέλουν ὑπὸ βασκανίαν. Ἀπὸ πολυχρονίους παρατηρήσεις, ἤξευραν ὅτι ἡ βροχὴ εἶναι ἄφευκτος εἰς τὸν Κάμπον, ὅταν τὸ μέρος ἐκεῖνο, τὸ Στενὸ συννεφιάσῃ. Μὲ τὰ χέρια σταυρωτὰ εἰς τὸ στῆθος, κατακίτρινοι, ἐκοίταζαν ἐκεῖ καὶ κάποτε ἐγύριζαν ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ἄλλαζαν δειλὰ ὀλίγας λέξεις,
– Βρέχει στὴν Πάτρα!.. εἶπε κάποιος καὶ ἔδειξε πρὸς ἀνατολάς.
– Καὶ στὸν Πύργο!.. ἐπρόσθεσεν ἄλλος.
Ὅλων τὰ πρόσωπα ἐχαροποιήθησαν ἀμέσως· τὰ χείλη των σχεδὸν ἐγέλασαν. Ἄρχισαν νὰ ἐλπίζουν. Καὶ λησμονοῦντες τὴν θέσιν των ἐσκέπτοντο εὐχαρίστως τὴν ὠφέλειαν, ποὺ θὰ ἔχουν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν καταστροφὴν τῶν ἄλλων.
– Κλωνὶ δὲ θὰ μείνει στὴν Πάτρα!
– Οὔτε τσάμπουρο δὲ θὰ γλυτώσῃ στὸν Πύργο!
– Μωρὲ δὲν τὴ δίνω ἂν δὲ τὰ σκάσουν τὰ ἑξήντα.
– Ἑξήντα! Τί λὲς ξάδερφε!.. Ἑκατὸ καὶ ἀμακινάριστη!
– Ὄχι δά, καημένε…
– Ἄκου ποὺ σοῦ λέω! θὰ τὴν πάρει ἀπὸ τὸ ἁλώνι. Καὶ – ποὺ εἶσαι – τὸν παρᾶ στὸ χέρι. Ἐν τῇ παλάμῃ καὶ οὕτω βοήσωμεν…
Ἦσαν ἀχόρταστοι, ἀπαιτητικοί, ἀσυγκίνητοι. Ἡ καταστροφὴ τῆς σταφίδας τῶν ἄλλων, τοὺς ἔκανε νὰ πιστεύουν ὅτι ἔπλεαν ἤδη εἰς ὠκεανὸν ταλήρων. Ἔβλεπαν τοὺς σταφιδεμπόρους ταπεινούς, ἱκετευτικοὺς μπροστά τους καὶ φιλέκδικος διάθεσις τοὺς ἐκυρίευσε νὰ σταθοῦν ἀνένδοτοι, γιὰ νὰ τοὺς ἐξευτελίσουν. Ἀκόμη ἔφθαναν καὶ εἰς τὴν χαροποιὰν διάθεσιν νὰ λυπήσουν, νὰ τιμωρήσουν τοὺς καταναλωτὰς τῆς σταφίδος, τοὺς Ἐγγλέζους μὲ τὶς λίρες, τὶς στερλίνες των. Ἄλλες χρονιὲς ἦσαν δύσκολοι· ἐπλήρωναν μὲ κατεβασμένες ἐξηυτελισμένες τιμές. Ἢ τὴν ἄφηναν νὰ σήπεται εἰς τὰς ἀποθήκας ἀπώλητη. Ἐφέτος θὰ ἰδῇς Ἐγγλέζε μὲ τὸ ξουρισμένο μουστάκι!…
– Σκύβαλα θὰ φᾶνε! σκύβαλα!.. εἶπε μὲ ἀγανάκτηση ὁ Δημάκης.
– Ἀκοῦστε! εἶπε ξαφνικὰ δείχνοντας μὲ τὸ δάχτυλό του ὁ Βρανᾶς.
Μία δυνατὴ βροντὴ ἀκούστηκε πέρα ὡς κανονιά.
– Δὲν εἶναι τίποτα. Εἶναι βαθιά· εἶπε ὁ Δημάκης.
– Βαθιὰ βροντὴ γοργὸ νερό! ἐσυμπέρανε κάποιος.
– Γοργὸ γιὰ τὴν Πάτρα, γιὰ τὸν Πύργο. Τώρα τὸ νερὸ στρατεύει.
– Ἄμποτε!..
– Τί ἄμποτε; εἶπε θυμωμένος ὁ Βρανᾶς. Δὲν βλέπεις ποὺ τοὺς ἔπνιξε;
Ἀληθινὰ τὸ σύγνεφο εἶχε ἁπλώσει γύρω καὶ εἶχε κατασκεπάσει ὅλον τὸν οὐρανόν, πυκνὸ καὶ μαῦρο σὰν γιγάντια ἀράχνη. Τὸ Κάστρο δὲν ἐφαίνετο πλέον, οὔτε τὰ βουνὰ τοῦ Μεσολογγιοῦ· οὔτε ὁ Ὠλονὸς τῶν Πατρῶν· οὔτε τὰ χαμοβούνια τοῦ Πύργου ποὺ κρεμνίζονται μέχρι τοῦ Κατακώλου εἰς τὴν θάλασσαν. Μόνον ἀπάνω ἀπὸ τὸ δικό τους χωριὸ ὁ οὐρανὸς ἐφαίνετο ἀκόμη ἀσκέπαστος, ἀλλὰ σταχτὴς καὶ ὁ ἥλιος καθὼς ἔπεφτε ἐχρωμάτιζε τὰ πάντα, ἀνθρώπους καὶ πράγματα μ᾿ ἕνα κοκκινωπὸν σκοῦρο χρῶμα, σὰν νὰ περνοῦσε ἀπὸ καπνισμένο γυαλί. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφαίνετο ν᾿ ἀνησυχῇ τοὺς χωρικοὺς καὶ ἐξακολούθησαν τὴν ὁμιλία τους, τὶς μεγάλες ἐλπίδες καὶ τ᾿ ἀμέτρητα κέρδη των.
– Ναί· μὰ σὰν νὰ τὸ κρέμασε κι ἐδῶ, λέω! ἐτόλμησε νὰ εἰπῇ κάποιος κοιτάζοντας ἀνήσυχα τὸν οὐρανό.
– Νὰ φᾶς τὴ γλώσσα σου! εἶπε ὁ Βρανᾶς.
– Μωρὲ δῶσ᾿ του μία μὲ τὸ βουνὸ τῆς Κεφαλλονιᾶς!… εἶπε ὁ Δημάκης.
– Τὸ κρέμασε… σὲ λίγο θὰ βρέξει· ἐπέμενε ὁ χωρικός.
Ὅλοι ἐσήκωσαν διὰ μιᾶς πάλι τὰ μάτια εἰς τὸν οὐρανὸ καὶ τώρα ἀνατριχίασαν· τὸ καπνισμένο γυαλὶ εἶχε γίνει κατάμαυρο. Ἡ ἀντηλιὰ ἔπαιζε ἀπάνω στὸ Σταυροπάζαρο σὰν ἀνατριχίλα. Μία σιγὴ ἐβασίλευε ὁλοῦθε σὰν ἐκείνη ποὺ προηγεῖται ἀφεύκτως τῆς καταιγίδας. Ἔξαφνα μία φωτεινὴ καδένα ἐράγισε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὸ μέρος τοῦ Στενοῦ, ἔδειξε μία τὶς κοκκινόμαυρες τάπιες τοῦ Κάστρου, τὶς σκοτεινὲς πλαγιὲς τοῦ βουνοῦ, λακκώματα, τοῦφες, δένδρα, ξερολιθιές, βοσκοτόπια, χωριὰ καὶ τὰ ᾿κλεισε πάλι στὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀσάφεια. Οἱ χωρικοὶ ἐστραβώθηκαν ἀπὸ τὸ ξαφνικὸ φῶς καὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους. Σύγκαιρα ἄκουσαν νὰ κυλίονται στὸν οὐρανὸ χιλιάδες ἄδεια βαρέλια. Καὶ πρὶν ἀνοίξουν τὰ μάτια τοὺς ἔνοιωσαν στὰ μέτωπά τους μεγάλες πλατιὲς σταγόνες νεροῦ σὰν ρῶγες σταφυλιοῦ: πλάτς! πλούτς!
– Θεὲ καὶ κύριε!.. εἶπε ἕτοιμος νὰ βλαστημήσῃ ὁ Βρανᾶς.
– Δὲ λυπᾶσαι τοὺς χριστιανούς, Θέ μου!
– Τί διάβολο μᾶς κυνηγᾶς ἔτσι;
– Βάλθηκες νὰ μᾶς καταστρέψῃς φέτος;
Διὰ μιᾶς ἡ συγκέντρωσις ἐσκόρπισε.
Τὸ Σταυροπάζαρο ἔμεινε ἔρημο. Ἕνας μὲ τὸν ἄλλον οἱ χωρικοὶ ἔτρεξαν εἰς τὰ σπίτια τους καὶ σὲ λιγάκι ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ, δὲν ἄκουες παρὰ κροταλισμοὺς ἀλόγων, κάρων τροχούς, μαστιγώσεις, φωνές, θρήνους καὶ ἀλαλαγμοὺς ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν. Ὅλοι μετέφεραν, ὅτι εἶχαν ρουχικὰ εἰς τὸ σπίτι τους, παλαιὰ ἢ καινούργια, φόρεμα, σκέπασμα ἢ στολίδι· τὸ μετέφεραν εἰς τ᾿ ἁλώνι γιὰ νὰ σκεπάσουν τὴν σταφίδα, νὰ τὴν φυλάξουν ἀπὸ τὴν βροχήν. Τὰ περισσότερα μαγαζιὰ ἔκλεισαν, τὰ καφενεῖα ἐρήμαξαν. Τὸ Σταυροπάζαρο ἔμεινε γυμνό, σιωπηλό. Κι ἐνῶ ὅλοι ἔτρεχαν εἰς τὴν ἐξοχὴν ἐφάνη ἕνας κύριος νὰ σπεύδῃ εἰς τὸ κεντρικότερον μέρος τῆς ἀγορᾶς ξεσκούφωτος, ξεκούμπωτος καὶ καταϊδρωμένος.
– Κύριε τηλεγραφητά! κύριε τηλεγραφητά! τοῦ λέγει ὁ δήμαρχος ἐρωτηματικῶς.
– Ἔχω ἀνοικτὴ τὴ μηχανή· ἀπήντησε χωρὶς νὰ σταθῇ φοβισμένος.
– Ἂ ντέ! νὰ μᾶς πετάξῃς στὸν ἀέρα… ἐψιθύρισε ὁ Δήμαρχος. Μοῦ φαίνεται πὼς πρέπει νὰ ζητήσω τὴν μετάθεσίν του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου