Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

Το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος της Κυριακής 6 Οκτωβρίου 2019 : η ανάσταση του γιου της χήρας της Ναΐν

Αποτέλεσμα εικόνας για η ανάσταση του γιου της χήρας της Ναΐν

Ὅταν πενθοῦμε

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα  Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ζ΄ 11-16)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συν­επορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογε­νὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐ­τῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσ­ελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀν­εκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔ­δω­­κεν αὐτὸν τῇ μη­τρὶ αὐ­­τοῦ. ἔλαβε δὲ ­φό­­­βος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγον­τες ὅτι προ­φήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

«Μὴ κλαῖε»
Καθὼς ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του καὶ πλῆθος κόσμου πλησίαζε στὴν πόλη τῆς Ναΐν, συνάν­τησε μιὰ νεκρικὴ πομπή. Δὲν ἦταν μιὰ συν­ηθισμένη κηδεία· ὁ νεκρὸς ἦταν νεαρός, καὶ μάλιστα τὸ μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας. Ἡ πονεμένη μάνα ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη· οἱ συγχωριανοί της συγκλονισμένοι τῆς συμπαρίσταντο σιωπηλοί. Ὁ Κύριος ἔνιωσε βαθιὰ συμπάθεια γιὰ τὴν πονεμένη μητέρα· τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε: «Μὴ κλαῖε». Μὴν κλαῖς. Ταυτόχρονα ἄγγιξε τὸ φέρετρο καὶ ἡ θλιβερὴ πομπὴ σταμάτησε. Μ᾿ ἕναν Του λόγο: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι», ἀνέστησε τὸ ἀγόρι καὶ τὸ παρέδωσε στὴν ἔκπληκτη καὶ παρηγορημένη μητέρα του…
«Μὴ κλαῖε». Τί σήμαινε ὅμως ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου γιὰ τὴ χήρα τῆς Ναῒν καὶ πῶς ἀφορᾶ στὸν καθένα μας; Αὐτὸ θὰ δοῦμε πολὺ σύντομα σήμερα.


1. Λόγος συμπάθειας ἀλλὰ καὶ ἐξουσιαστικὸς
«Μὴν κλαῖς». Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ αὐτὸ τὸν λόγο σὲ μιὰ χήρα ποὺ μόλις ἔχασε τὸ μόνο στήρι­γμα τῆς ζωῆς της, τὸ μονάκριβο παιδί της; Τί νόημα θὰ εἶχε νὰ τὸν πεῖ; Τέτοιος λόγος δὲν θὰ παρηγοροῦσε τὴν πενθοῦσα, ἀλλὰ θὰ τὴν πλήγωνε ἀκόμη περισσότερο, θὰ βάρυνε τὸ πένθος της, διότι ἔδειχνε ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸν λέει δὲν καταλάβαινε τὸν πόνο της. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ παρηγορήσει κανεὶς μὲ λόγια κάποιον πολὺ πονεμένο, ὅταν δὲν ἔχει ζήσει τὸν πόνο του.
Στὸ στόμα ὅμως τοῦ Κυρίου ἡ προτροπὴ «Μὴν κλαῖς» δὲν ἦταν ἄκριτος λόγος, ἀλλὰ εἶχε νόημα. Ἦταν λόγος ποὺ φανέρωνε τὴ συμπάθεια τοῦ Κυρίου – τὸ δηλώνει σαφῶς τὸ ἱερὸ κείμενο – καὶ συγχρόνως τὴν ἐξουσία Του ἐπάνω στὸ θάνατο – ἐφόσον συνδέεται μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἀμέσως ἐπακολούθησε. Ἦταν λόγος καὶ ἀνθρώπινης συμπάθειας ἀλλὰ καὶ θεϊκῆς ἐξουσίας.
«Μὴν κλαῖς· σταμάτα νὰ κλαῖς· διότι τώρα εἶμαι Ἐγὼ ἐδῶ, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Μὴν κλαῖς. Γιατὶ δὲν μένω ἀδιάφορος στὸ μεγάλο σου πόνο, στὰ θερμά σου δάκρυα. Θέλω νὰ τὰ στεγνώσω καὶ μπορῶ νὰ τὰ στεγνώσω. Μὴν κλαῖς, διότι τώρα θὰ ἀναστήσω τὸ παιδί σου».
«Μὴν κλαῖς»: λόγος ἐξουσιαστικός, ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν πεῖ σ᾿ ἕναν τόσο πονεμένο ἄνθρωπο μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός, Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καὶ νιώθει τὴ δοκιμασία μας καὶ ἦλθε νὰ συν­τρίψει τὸν θάνατο.


2. Πένθος μὲ ἐλπίδα
Ὁ Κύριος ἀπευθύνει τὸ «Μὴ κλαῖε» καὶ στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, στὸν πιστὸ τῆς κάθε ἐποχῆς ποὺ πενθεῖ τοὺς προσ­φιλεῖς νεκρούς του. Βέβαια ἀπευθύνει αὐτὸ τὸν λόγο μὲ ἄλλη σημασία ἀπὸ ὅ,τι στὴ χήρα. Διότι ὁ Κύριος δὲν πρόκειται νὰ ἀναστήσει τοὺς νεκρούς μας, ὥστε νὰ συνεχίσουν αὐτὴ τὴ ζωὴ τῆς φθορᾶς καὶ νὰ ξαναπεθάνουν· ἀλλὰ μᾶς βεβαιώνει ὅτι θὰ τοὺς ἀναστήσει κατὰ τὴ Δευτέρα Του Παρουσία χαρίζον­τάς τους ἄφθαρτο σῶμα, ὥστε νὰ ζήσουν πλέον αἰωνίως στὴ Βασιλεία Του.
Μᾶς ἀπευθύνει τὸ «Μὴν κλαῖς» μὲ τὴν ἔννοια ὄχι νὰ μὴν πενθοῦμε, ἀλλὰ νὰ μὴν πενθοῦμε ὑπερβολικά, νὰ μὴ λυπούμαστε «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (βλ. Α´ Θεσ. δ´ 13). Διότι ἐμεῖς ἔχουμε ἐλπίδα. Μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, μὲ τὴν Ἀνάστασή Του.
Νίκησε τὸν θάνατο, ἐκμηδένισε τὴ δύναμη τοῦ Ἅδη· καὶ τώρα ζεῖ στοὺς οὐρανούς, παρακολουθεῖ μὲ πολλὴ συμ­πά­θεια τὸν ἀγώνα καὶ τὶς θλίψεις μας καὶ μᾶς δίνει τὴ Χάρι Του νὰ τὶς ὑπομένουμε. Ἀγαπᾶ τὸν κάθε ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἐκδημήσαντα οἰκεῖο μας, μὲ τέλεια ἀγάπη. Ἡ πίστη μας σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀγάπη μᾶς δίνει τὴ ζωντανὴ πληροφορία ὅτι ὁ ἄνθρωπός μας δὲν χάθηκε στὸν Ἅδη, οὔτε τὸν ἀποχωρισθήκαμε γιὰ πάν­τα. Ἀλλὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς τὴν πιὸ κατάλληλη στιγμὴ καὶ τὸν ἀνέπαυσε κοντά Του. Σύντομα θὰ τὸν συναντήσουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ Κύριος θὰ ἐξαλείψει κάθε δάκρυ, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει πλέον ἐκεῖ ὁ θάνατος· οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ σπαρακτική, οὔτε πόνος (βλ. Ἀποκ. κα´ [21] 4), ἀλλὰ ἀτελεύτητη ζωὴ ἀπέραν­της μακαριότητος.
***
Σήμερα στὴν ἔξοδο τῆς Ναΐν, μιᾶς μικρῆς πόλεως τῆς Γαλιλαίας, ἔσπευσε ὁ Κύριος νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο τὸν συντετριμμένο ἀπὸ τὴν πιὸ σκληρὴ δοκιμασία: τὸν θάνατο. Ἔσπευσε νὰ τὸν συναντήσει γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Μὴν κλαῖς». Διότι νά, ἦλθα· ἦλθα νὰ στεγνώσω τὰ δάκρυά σου, νὰ σταματήσω τὴν τραγικὴ μονόδρομη πορεία σου πρὸς τὸν Ἅδη καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξω ὁλόφωτο δρόμο ζωῆς πρὸς τὸν οὐρανό. «Μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ». Μόνο δῶσε μου τὴν καρδιά σου, γίνε δικός μου, καὶ θὰ σοῦ χαρίσω ζωὴ καὶ πλήρωμα ζωῆς στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες…
Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομά Του!


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 
ΙΣΤ΄ Ματθαίου: Β΄ Κορ. ς΄ 1-10
Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς — λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰ­δοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας — μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συν­ιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
1. Ἔργο σπουδαῖο καὶ ἐπεῖγον
Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνω­σμα, ἀπὸ τὴ Β΄ ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθί­ους, εἶναι μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες πε­ρι­κοπὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κα­θὼς ὁ ἅγιος Ἀπόστολος περιγράφει μὲ ἐντυπωσια­κὲς ἀντιθέσεις καὶ ζωη­ρὲς εἰκόνες τὸ κοπιῶδες ἀλλὰ καὶ εὐ­λογημένο ἔργο τῆς διακονίας τοῦ Εὐ­αγ­γελίου.
Ἀδελφοί μου, λέει, ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι ποὺ συνεργαζόμαστε μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δική σας σωτηρία, σᾶς παρακαλοῦμε νὰ προσέξετε, ὥστε νὰ μὴ χάσετε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δεχθήκατε: «συν­εργοῦντες πα­­­ρα­καλοῦμεν μὴ εἰς κε­νὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέ­ξασθαι ὑμᾶς».
Ἄλλωστε νομίζετε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ σᾶς στέλνει πάντοτε ἀντιπροσώπους Του νὰ σᾶς παρακαλοῦν;… Ὄχι. Διότι λέγει ὁ Κύ­ριος στὴν Ἁγία Γραφή: Στὸν κατάλληλο καιρό, σὲ ἄκουσα μὲ προσοχή, καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ δίνεται ἡ σωτηρία, σὲ βοήθησα. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρό­σ­δε­κτός, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σω­τηρίας»· νά λοιπόν, τώρα εἶναι καιρὸς κατάλληλος! Τώ­ρα εἶ­ναι ἡμέρα σωτηρίας!
Ὁ πάνσοφος καὶ πανάγαθος Κύριος γνω­­ρίζει πότε εἶναι κατάλληλος καιρός, γιὰ νὰ δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεός Του ποὺ ἐκχύνει πλουσιοπά­ροχα σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ὡστόσο ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρωπο ἐξαρτᾶται ἂν θὰ ἀν­τα­ποκριθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἀξιοποιήσει τὶς θεῖες δωρεές.
Ἀλήθεια, πόσες εὐκαιρίες δίνει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ ἅγιος Θεὸς γιὰ νὰ μετανοήσουμε! Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἀκοῦμε στὴν Ἐκ­κλη­σία, ἕνα κήρυγμα, μία ὁμιλία, τὸ χρι­στιανικὸ βιβλίο ἢ τὸ περιοδικὸ ποὺ θὰ δια­βάσουμε ἢ ἡ συμβουλὴ ποὺ θὰ δε­­­χθοῦ­με ἀπὸ κάποιον πνευματικὸ ἄν­θρω­πο δὲν εἶναι τυχαῖα γεγονότα στὴ ζωή μας. Εἶναι μηνύματα ποὺ στέλνον­ται ἀ­πὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μᾶς ἀφ­υπνίσουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴ μετάνοια. Ἂς προσέξουμε λοιπὸν καλὰ γιὰ νὰ μὴ δείχνουμε ἀδιαφορία καὶ οἱ κλή­­­­σεις τοῦ Θεοῦ πέφτουν στὸ κενό. Ἀ­λήθεια, μπο­ροῦμε νὰ μένουμε ἀ­συγ­κί­νητοι μπρο­στὰ στὴν ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔ­στειλε τὸν Μονογενή Του Υἱὸ γιὰ νὰ θυ­σιαστεῖ καὶ νὰ μᾶς προσφέρει τὴ χάρη Του;… Ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ μὴ φιλο­τι­μηθοῦμε, ὅταν βλέπουμε τοὺς κό­πους καὶ τὶς θυσίες στὶς ὁ­ποῖες ὑ­πο­­βάλλονται οἱ διάκονοι τοῦ Εὐ­αγ­γελίου γιὰ τὴ δική μας σωτηρία;… Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ κο­πιῶδες ἀποστολικὸ ἔρ­γο παρουσιάζει στὴ συνέχεια ὁ ἅγιος Ἀ­πό­στολος.

2. Ἡ καλύτερη σύσταση
Στὸ ἔργο μας αὐτό, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, προσπαθοῦμε νὰ μὴ δίνουμε κα­μία ἀφορμὴ σκανδάλου, γιὰ νὰ μὴν προσ­βληθεῖ ἡ διακονία τοῦ κηρύγματος.
Ἀντίθετα, μὲ κάθε τρόπο συστήνουμε τοὺς ἐαυ­τούς μας καὶ ἀποδεικνυόμαστε ἀληθινοὶ διάκονοι τοῦ Θε­οῦ, καθὼς ὅ­λα τὰ δεχόμαστε μὲ πολλὴ ὑπομονή: «ἐν παν­τὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θε­οῦ διά­­­κονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ». Ἀ­πο­­δει­κνυ­όμαστε ἀληθινοὶ διάκονοι στὶς θλί­ψεις, τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς στε­νο­χώ­ριες, στὰ κτυπήματα ποὺ καταπλη­γώ­νουν τὸ σῶμα μας, στὶς φυλακίσεις καὶ τὶς κα­ταδιώ­ξεις ποὺ δὲν μᾶς ἀφή­­νουν νὰ σταθοῦμε πουθενά, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς κόπους, τὶς ἀγρυ­­πνίες καὶ τὶς στερήσεις φαγητοῦ κα­θὼς ἀναλισκόμαστε στὴ διακονία τῶν ἀδελφῶν μας!…
Ἡ γνησιότητα τοῦ ἔργου μας, συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος, φαίνεται ἀκόμη καθὼς τὸ ἐπιτελοῦμε μὲ ἁγνότητα, μὲ γνώση τῆς ἀλή­θειας, μὲ μακροθυμία, μὲ καλοσύνη, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μὲ λόγο ποὺ κηρύττει τὴν ἀλήθεια, μὲ δύναμη Θεοῦ, μὲ τὰ πνευματικὰ ὅπλα, τὰ ἐπιθετικά, ποὺ ἀντιστοιχοῦν σ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουν στὸ δε­ξί τους χέρι οἱ πολεμιστές, καὶ μὲ τὰ ἀμυντικά, ποὺ ἀντιστοιχοῦν σ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουν στὸ ἀριστερό τους χέρι.
Προσθέτει καὶ ἄλλα ὁ Ἀπόστολος: Δι­αρ­κῶς βιώνουμε ἀντιθετικὲς κατα­στά­σεις, λέει. Ἀπὸ τὴ μιὰ δεχόμαστε τιμὲς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀτιμία· δυσφήμιση ἀπὸ τοὺς συκοφάντες μας, ἀλλὰ καὶ καλὴ φήμη καὶ ἐπαίνους ἀπὸ τοὺς πιστούς. Παρουσιαζόμαστε ὡς «πλάνοι» ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὡς «ἀληθεῖς» ἀ­πὸ τοὺς πιστοὺς χριστιανούς· ἄλ­λοτε ὡς ἄγνωστοι ἐξαιτίας τῆς κοινωνικῆς ἀ­σημότητάς μας, ἄλλοτε ὡς πολὺ γνωστοὶ καὶ σπουδαῖοι· ὡς ἄνθρωποι ποὺ κινδυνεύουμε νὰ πεθάνουμε, κι ὅ­μως, «ἰδοὺ ζῶμεν»· ὡς ἄνθρωποι ποὺ παιδαγωγούμαστε ἀπὸ τὸν Θεό, χωρὶς ὅμως νὰ φθάνουμε στὸ θάνατο.
Κι ἐνῶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ βυθι­στοῦ­με στὴ λύπη, καθὼς ὑπομένουμε τό­­σα πολλά, ἐμεῖς πάντοτε χαιρόμα­στε! Μᾶς θεωροῦν φτωχούς, ἐμεῖς ὅ­μως κάνουμε πολ­­­λοὺς νὰ πλουτίζουν μὲ οὐρά­­νιους θη­­­­σαυ­ρούς. Παρουσιαζόμαστε σὰν νὰ μὴν ἔχουμε τίποτε, κι ὅμως κατέχουμε τὰ πάν­τα!
Ἐξαιρετικὴ πραγματικὰ περιγραφὴ τοῦ ἀποστο­λι­κοῦ ἔργου, ἀπόσταγμα τῆς ἐ­μ­πει­ρίας τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐ­θνῶν. Κι εἶναι ὁλοφάνερη ἡ γνησιότητα αὐ­τοῦ τοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζε­ται ἀ­πὸ ἁ­γνό­τητα, ἀνιδιοτέλεια καὶ θυ­­σια­­στι­κὴ ἀγάπη. Ὡστόσο, πρῶτα ἀπ᾿ ὅ­λα αὐτά, ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ἀναφέρει ἕ­να σπου­δαῖο στοιχεῖο ποὺ ἀξίζει νὰ ὑπο­γραμ­μί­σου­με: τὴν ὑπομονή. Ἂν ἅγιοι ἄν­θρω­ποι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ὑπέφεραν τόσο πολὺ καὶ ἀντι­μετώπι­σαν τέτοιες μεγάλες δυσκολίες, ἂς μὴ διαμαρτυρόμαστε κι ἐ­μεῖς, ὅταν συν­­αντοῦμε μικρὲς ἢ μεγά­λες δοκιμασίες. Ἡ ὑπομονὴ ποὺ θὰ δείξουμε σ’ αὐ­τές, θὰ εἶναι ἡ καλύτερη ἀ­πόδειξη ὅτι εἴμαστε πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ἕτοιμοι νὰ δε­χθοῦμε ὅ,τι ἐπι­τρέπει Ἐκεῖνος, μὲ τὴ βε­­βαιότητα ὅτι ἀ­ποσκοπεῖ στὴν αἰώνια σωτηρία μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου