Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δυο αδέρφια που είχαν ορφανέψει από πολύ μικρά. Όταν παντρεύτηκε ο μεγάλος, ο μικρός ήταν ακόμη παλικαράκι. Η γυναίκα του μεγάλου δεν ήταν καλός άνθρωπος, κι ο μεγάλος αδερφός δε σκοτιζόταν και πολύ – πολύ για το σωστό και τ’ άδικο. Τον είχαν, λοιπόν, το μικρό σαν απόπαιδο, να φυλάει τα ζωντανά, κι ούτε με τ’ όνομά του δεν τον φώναζαν, ώσπου ξέχασαν όλοι πώς τον έλεγαν, και τον φώναζαν ‘Γελαδάρη’(Niúláng 牛郎).
Ο Γελαδάρης κοιμόταν στο στάβλο, έτρωγε αποφάγια και φόραγε αποφόρια. Και σα να μην έφτανε
αυτό, μια μέρα, ο αδερφός του τον φώναξε και τού είπε:
‘Κοίτα, τώρα που μεγάλωσες, είναι καιρός να βρεις και συ την τύχη σου. Δε μπορούμε να μένουμε πια μαζί. Πάρε το γέρικο βουβάλι και το παλιό μας κάρο και σύρε στο καλό. Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος, το σπίτι, τα ζώα και τα χωράφια είναι δικά μου.’
Ο Γελαδάρης έσκυψε το κεφάλι και δεν έβγαλε μιλιά. Πήρε το κάρο και το βουβάλι κι έφυγε απ’ το χωριό. Περπάτησε, περπάτησε, ώσπου βρήκε μια ερημιά που του φάνηκε καλή. Καλό χώμα είχε, καλό νερό, έστησε λοιπόν ένα καλύβι κι άρχισε να ξεχερσώνει τον τόπο. Πέρασε καιρός. Ο Γελαδάρης, μαθημένος στη δουλειά, με το βουβάλι του να τον βοηθάει, έσπερνε τα χωραφάκια του, έχτισε κι ένα σπιτάκι και ζούσε μέσα αφέντης του κεφαλιού του. Ένα βράδυ, εκεί που ξεκουραζόταν στην αυλή, το βουβάλι άνοιξε το στόμα του και τού μίλησε:
‘Απόψε το βράδυ, οι νεράιδες τ’ ουρανού θα κατεβούν στη λίμνη να λουστούν. Η μια απ’ αυτές, αυτή με το τριανταφυλλί φουστάνι, θα δεχτεί να γίνει γυναίκα σου.’
Σάστισε ο Γελαδάρης που τού μίλησε το ζωντανό, αλλά το βράδυ κρύφτηκε ανάμεσα στις καλαμιές και παραφύλαξε. Σαν έφτασαν μεσάνυχτα, κατέβηκαν οι νεράιδες, πέταξαν ένα – ένα τα ρούχα τους και μπήκαν στο νερό. Καθώς λούζονταν κι έπαιζαν και γελούσαν, ο Γελαδάρης σίμωσε κρυφά – κρυφά στ’ αφημένα ρούχα, βρήκε το τριανταφυλλί φουστάνι, το πήρε και ξανακρύφτηκε. Σα λούστηκαν οι νεράιδες, βγήκαν στην όχθη, φόρεσαν τα φορέματά τους, πέταξαν και χάθηκαν. Μόνο μια απόμεινε στην όχθη με τα μισοφόρια, κι έψαχνε αλαφιασμένη γύρω τριγύρω. Ο Γελαδάρης βγήκε απ’ τις καλαμιές και τής μίλησε, κρατώντας τα μάτια χαμηλά, για να μη ντραπεί το κορίτσι, που το ‘βλεπε χωρίς φουστάνι:
‘Αδερφούλα, εγώ το ‘χω το φουστάνι σου. Καταδέξου να με παντρευτείς και θα σ’ το δώσω πίσω.’
Η νεράιδα τον κοίταξε λοξά – λοξά. Όμορφο, γεροδεμένο παλικάρι ήταν ο Γελαδάρης, κι απ’ τον τρόπο που τής μίλησε της φάνηκε καλός άνθρωπος. Κοκκίνισε η νεράιδα σαν την παπαρούνα, έριξε τα μάτια χαμηλά, έξυσε μια – δυο το χώμα με τη μύτη απ’ το πασουμάκι της, και είπε ‘ναι’. Ο Γελαδάρης κι η νεράιδα παντρεύτηκαν, έκαναν δυο παιδιά – ένα αγόρι κι ένα κορίτσι – και ζούσαν χαρούμενοι κι αγαπημένοι.
Κάποια μέρα, ο Γελαδάρης είδε το βουβάλι του να κλαίει. Έτρεξε, λοιπόν, τού χάιδεψε τη μουσούδα και το ρώτησε:
‘Γιατί κλαις; Μήπως το σανό σου είναι πικρό; Μήπως το νερό σου είναι βρόμικο; Μήπως σε πείραξε κανένας;’
‘Το σανό μου είναι μυρωδάτο, το νερό μου είναι φρέσκο και καθαρό κι ούτε με πείραξε κανένας’, είπε το βουβάλι. ‘Παράπονο δεν έχω, μόνο γέρασα. Θα πεθάνω και δε θα μπορώ πια να σε βοηθάω. Σαν πεθάνω, κράτα το πετσί μου, κι όταν βρεθείς σε κίνδυνο – εσύ ή οι δικοί σου – αυτό θα σε βοηθήσει.’
Το βουβάλι πέθανε κι ο Γελαδάρης το ‘κλαψε σαν άνθρωπο. Αλλά έκανε ό,τι του είχε πει και κράτησε το πετσί του.
Κάτι ξεχάσαμε να πούμε: Η νεράιδα με το τριανταφυλλί φουστάνι ήταν η Υφάντρα του Ουρανού (织女). Ήταν η εγγονή της βασίλισσας Xī Wángmǔ, που είχε στον κήπο της το αθάνατο βοτάνι. Όταν ήταν στον ουρανό, όλη τη μέρα η Υφάντρα δούλευε στον αργαλειό και τραγουδούσε. Ύφαινε το πιο λεπτό μετάξι κι έφτιαχνε τα πιο όμορφα, τα πιο πλουμιστά, τα πιο αλαφριά συννεφόπεπλα. Τα ‘παιρνε η Xī Wángmǔ και στόλιζε τον ουρανό. Τα τριανταφυλλιά και τα πορτοκαλιά τ’ άπλωνε στον ουρανό την αυγή. Τα πορφυρά και τα βιολετιά τα ‘στρωνε στον ουρανό το λιόγερμα. Όταν είδε η Βασίλισσα ότι η εγγονή της έμεινε στη γη, πήγε να σκάσει απ’ το κακό της. Τής έστειλε και της ξανάστειλε μαντατοφόρους να τής μηνύσουν να γυρίσει πίσω, αλλά η Υφάντρα δε γύρναγε. Την παρακάλεσε, τη φοβέρισε…, τίποτα. Σκύλιασε η Βασίλισσα απ’ το κακό της και πρόσταξε να τη φέρουν πίσω με το στανιό. Την άρπαξαν λοιπόν την ώρα που ο Γελαδάρης έλειπε στα χωράφια, κι ίσα που πρόλαβε η άμοιρη να φωνάξει στα παιδιά που έσκουζαν τρομαγμένα:
‘Γρήγορα, φωνάξτε τον πατέρα σας!’
Έτρεξαν τα παιδιά κλαίγοντας και τον βρήκαν. Μέσ’ στην απελπισία του, ο Γελαδάρης θυμήθηκε το πετσί του βουβαλιού. Το ‘ριξε στην πλάτη του, έβαλε και τα παιδιά σ’ ένα διπλό καλάθι και κίνησε να προφτάσει την Υφάντρα. Σα βγήκε από το σπίτι, έγινε ελαφρύς – ελαφρύς κι άρχισε να πετάει. Πέταγε, πέταγε, ώσπου είδε από μακριά τη γυναίκα του, να την τραβολογάνε η Βασίλισσα κι οι υποταχτικοί της. Τον είδε κι η Υφάντρα και φώναζε:
‘Γρήγορα! Κάνε γρήγορα!’
Σαν είδε η Xī Wángmǔ ότι ο Γελαδάρης κόντευε να τούς φτάσει, έβγαλε την αλαβάστρινη καρφίτσα που κρατούσε κότσο τα μαλλιά της και την πέταξε πίσω της. Κι εκεί που έπεσε η καρφίτσα, έγινε ποτάμι άγριο, άσπρο απ’ τους αφρούς, τόσο μεγάλο και τόσο βαθύ που μέχρι σήμερα δεν έχει στερέψει, κι είν’ αυτό που βλέπουμε τη νύχτα στον ουρανό και το λέμε Γαλαξία. Το ποτάμι δεν περνιόταν. Στάθηκαν κλαίγοντας στην όχθη ο Γελαδάρης και τα παιδιά του και κοιτούσαν αντίπερα την Υφάντρα που ξεμάκραινε. Ξάφνου, το κορίτσι έβγαλε απ’ το καλάθι μια κουτάλα.
‘Ν’ αδειάσουμε το ποτάμι!’ φώναξε.
Βάλθηκαν λοιπόν κι οι τρεις, μια ο ένας μια ο άλλος, ν’ αδειάζουν το ποτάμι. Άδειαζαν, άδειαζαν και δε σταμάταγαν. Τους είδε ο Αυτοκράτορας του Ουρανού και τούς ψυχοπόνεσε. Τούς είδε κι η Xī Wángmǔ και μέχρι κι αυτηνής η ψυχή μαλάκωσε. Μα το ποτάμι δε γινόταν να το πάρει πίσω. Τα κανόνισε λοιπόν, να συναντιούνται ο Γελαδάρης κι η Υφάντρα το χρόνο μια φορά: Κάθε χρονιά, την έβδομη μέρα του έβδομου μήνα, μαζεύονται πάνω απ’ το ποτάμι όλες οι κίσσες του κόσμου και φτιάχνουν γεφύρι.
Κι απάνω στο γεφύρι έρχονται ο ένας απ’ τη μια κι ο άλλος απ’ την άλλη και συναντιούνται ο Γελαδάρης κι η Υφάντρα, και μέχρι σήμερα φέγγουν απ’ την πολλή τους την αγάπη σαν αστεράκια στον ουρανό: Ο Γελαδάρης είναι ο Αλτάιρ κι η Υφάντρα το Α της Λύρας.
*****************
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου