ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Τὸ γιαλό, γιαλό,
ψαράκια κυνηγῶ.
ψαράκια κυνηγῶ.
Εἰς ποῖον ἄλλον θὰ ἥρμοζε, καὶ διὰ στόματος τίνος θὰ ἐμέλπετο καταλληλότερον ἡ ἐπῳδὸς αὐτή, παρὰ διὰ στόματος τοῦ φίλου μας Τριαντάφυλλου τοῦ κηπουροῦ; Γυμνόπους καθὼς ἦτον ὅλην τὴν ζωήν του, πότε νὰ φυτεύῃ καὶ νὰ σκαλίζῃ, ἢ νὰ ποτίζῃ καὶ νὰ κατευθύνῃ τὸ νερὸν εἰς τ᾿ αὐλάκια τοῦ περιβολιοῦ, πότε νὰ τρέχῃ ὅλους τοὺς γιαλούς, ἀπὸ ἀμμουδιὰν εἰς ἀμμουδιὰν καὶ ἀπὸ ἀγκάλην θαλάσσης εἰς ἀγκάλην, μὲ τὸν πεζόβολον* ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ δεξιοῦ, μὲ τὸν τορβὰν ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην… Ἵστατο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἐνήδρευε, κατεσκόπευε τὰ κοπάδια τῶν μικρῶν ὀψαρίων νὰ βόσκουν εἰς τὸν πάτον, νὰ πλέουν εἰς τὸν ἀφρόν, κοντὰ εἰς τὴν ἄμμον ἔξω, εἶτα, ὡς ἐπιδέξιος τοξότης, ἔτεινε τὸν πεζόβολον, τὸν ἐξεσφενδόνιζε ταχύς ― καὶ ποῦ νὰ φύγουν τὰ ταλαίπωρα τὰ μικρὰ ψαράκια ἀπὸ τοὺς βρόχους του τοὺς φονικούς;
Εἶτα ἐθαλάσσωνεν ἕως τὸ γόνα, ἔδραχνεν ἠρέμα τὸν πεζόβολον ἀπὸ τὴν κορυφήν, τὸν ἀνέβαζε, τὰ βρόχια μὲ τὰς μολυβήθρας ἔπιπτον κάθετα, τὸν ἔσυρεν ἔξω καὶ τὸν ἐτίναζεν ἐπὶ τῆς ἄμμου, τρία βήματα ἀπὸ τὸ κῦμα. Ἐπήδων, ἤσπαιρον, ἔστιλβον μὲ λέπια ἀργυρᾶ τὰ καημένα τὰ ψαράκια, καὶ λαχταριστὰ ἀκόμη ὁ Τριαντάφυλλος μὲ τὸν τορβὰν τὰ ἔφερεν εἰς τὸν κῆπόν του. Ἐκεῖ ἤναπτε φωτιάν, καὶ ἀφοῦ ἔρριπτεν ὀλίγον ἅλας, τὰ ἔψηνε· τὰ παιδάριά του τὰ μικρὰ τὰ ἥρπαζον μισοψημένα ἀπὸ τὴν ἀνθρακιάν, εἶτα ὁ πατὴρ τοὺς τὰ ἐμοίραζεν, ἔδιδε κ᾿ εἰς τὴν ἔγκυον γυναῖκα του, ἔτρωγε κι αὐτός, προσέφερε καὶ εἰς τοὺς παρατυχόντας πελάτας ἢ ἐπισκέπτας τοῦ περιβολίου.
Ἦτο δειλινὸν ἀκόμη. Ὕστερα ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν, ὀλίγον ἀκόμη, κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω ἀπὸ τὸ βουνόν, νὰ βασιλέψῃ. Εἶτα ὁ κηπουρὸς ἤντλει νερὸν ἀπὸ τὴν πλατεῖαν γούρναν, τὴν ἀντὶ φρέατος, ἐγέμιζε τὴν στέρναν, τὴν ἀπέφραττεν, ἀπέλυε τὸ νερόν, τὸ ἐμοίραζε στ᾿ αὐλάκια, καθὼς πρὸ μικροῦ εἶχε μοιράσει τὰ μισοψημένα ψαράκια εἰς τὰ τεκνία του. Μὲ τὴν τσάπαν καὶ μὲ τοὺς πόδας τοὺς γυμνούς, μὲ τὰς χεῖρας τὰς τυλώδεις, ἐβάθυνεν, ἔφραττεν, ἄνοιγεν αὐλάκια, κατεύθυνε τὸ νερόν, κ᾿ ἐπότιζεν ὅλα τὰ λάχανα τοῦ κήπου του.
Εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα ἦτον εὔθυμος, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τραγουδῇ:
Τὸ γιαλό, γιαλό,
ψαράκια κυνηγῶ.
ψαράκια κυνηγῶ.
Τὸ δίστιχον αὐτό, τὸ χοριαμβικὸν ἢ χωλιαμβικόν, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα (λ.χ. «Πάπια τοῦ γιαλοῦ, ― μὴν ἀγαπᾷς ἀλλοῦ», καί, Ἄστρο τῆς αὐγῆς ― πῶς ἄργησες νὰ βγῇς»), ἴσως συμπληρώνουν τὸν ρυθμόν, ὅπως καὶ ποικίλλουν τὴν μονοτονίαν, κατόπιν τῆς περιττῆς συλλαβῆς τοῦ πολιτικοῦ στίχου, μετὰ τὸν ὁποῖον ἔρχονται ὡς ἐπῳδός. Πλὴν τί λέγω;
Μήπως ὅλα τὰ λυρικὰ μέτρα δὲν πρέπει νὰ εἶν᾿ ἐλεύθερα, κατὰ συνθήκην ὑπηρετοῦντα τὸ μέλος, ὅπως συμβαίνει εἰς τὴν ἀρχαίαν χορικὴν ᾠδὴν καὶ εἰς τὴν ψαλμῳδίαν τῆς ἐκκλησίας μας ― μὲ τὰς στροφάς, ἀντιστροφὰς ἢ εἱρμοὺς καὶ τροπάρια, καὶ μὲ τὰς ἐπῳδοὺς ἢ καταβασίας;
*
* *
* *
Ὕστερα, ὅταν ὁ ἥλιος εἶχε κρυβῆ ὄπισθεν τοῦ βαθυπρασίνου βουνοῦ ἀντικρύ, φέρων πρόωρον νύκτα εἰς ὅλα τὰ δροσερὰ ἀνθισμένα παράλια, ἤρχοντο εἰς τὸν κῆπον, σχεδὸν τακτικὰ τὴν ὥραν αὐτήν, συνοδεύουσαι τὰ παιδία, ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην, ἀφελεῖς κι ἀνοιχτόκαρδες, οἱ παραμάννες τῶν πλουσίων οἰκογενειῶν τοῦ Τυρνάβου, τῶν Τρικκάλων καὶ τῆς Λαρίσης, ὅσαι ἠγάπων νὰ παραθερίζουν εἰς τὴν γλυκεῖαν μικρὰν νῆσον. Ὁ Τριαντάφυλλος, φαιδρὸς πάντοτε, ἐπεριποιεῖτο ἁβρῶς τὰς πελάτιδας ταύτας, ρίπτων πολλοὺς ἀστεϊσμούς, πάντοτε ποικίλους, καὶ τοὺς ἰδίους πάντοτε, ἐν σχέσει πρὸς τὴν εὐθύτητα ἢ τὴν καμπυλότητα τῶν καρπῶν τῆς κηπουρικῆς του, σικυοειδῶν ἢ ἄλλων, τοὺς ὁποίους ἐπώλει ἢ προσέφερεν εἰς αὐτάς, φιλεύων ἐλευθερίως τὰ παιδία, τὰ ὁποῖα ὅμως, αὐστηρᾶς ἀνατροφῆς συνήθως, εἶχον διαταγὴν τῶν γονέων νὰ μὴ βάζουν τίποτε εἰς τὸ στόμα των. Οἱ παραμάννες ὅμως δὲν ἦσαν ὑπὸ τοιαύτην ἀπαγόρευσιν. Ἤκουον γελῶσαι τοὺς ἀστεϊσμοὺς τοῦ Τριαντάφυλλου, ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς φαμίλιας* του ―μιᾶς γυναικὸς κοντούλας, ἁπλοϊκῆς, σιωπηλῆς― καὶ κανεὶς δὲν ἐσκανδαλίζετο.
Τὴν γυναῖκα ταύτην, ὅταν τὴν ἐνυμφεύθη ὁ Τριαντάφυλλος, δεκαπεντοῦτιν, τὴν ἐνουθέτησεν ἐφάπαξ καὶ τῆς εἶπε μόνον τὰ ἑξῆς: «Κοίταξε, μικρὴ νοικοκυρούλα, ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις, ἔχω ἕνα ἐλάττωμα ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κόψω· τὸ νὰ λέω πολλὰ λόγια· μὰ τὸ ἐλάττωμα αὐτὸ τὸ ἔχω ὡς εἶδος ἐμπόρευμα, ἢ καὶ ὡς μόστρα στὸ ἐμπόριό μου. Τὸ λοιπόν, κοίταξε, ἀφοῦ ἐγὼ λέω πολλά, ἐσὺ νὰ σιωπαίνῃς, γιατὶ ἀλλοιῶς δὲν θὰ κάμουμε χωριὸ μαζί».
Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, μακαρία ἡ ὥρα· τὴν συνταγὴν αὐτήν, ἡ μικρὰ γυναικούλα τὴν ἔκαμε κομπόδεμα στὰ κλώνια τῆς μανδήλας της, καὶ ἦτο πλέον σπάνιον ἂν τὴν ἤκουσε κανεὶς ἔκτοτε νὰ ὁμιλῇ.
Κατόπιν ἀπὸ τὰς παραπαίδας καὶ τὰ μικρά, συχνὰ ἤρχοντο ζητοῦντες ἀναψυχὴν ἐκεῖ τ᾿ ἀφεντικὰ καὶ οἱ κυράδες, καὶ ὅλους τοὺς ἐπεριποιεῖτο μὲ ἁπλότητα ὁ ἄξιος κηπουρός. Ὤ, πόσον τὰ ἡλιοβασιλέματα ἐκεῖνα, ἀνάμεσα εἰς τὴν χλόην καὶ τὰς ἀναδενδράδας, ἐπερνοῦσαν φαιδρά, δροσερὰ καὶ μυροβόλα.
*
* *
* *
Ἔπειτα, τὰς Κυριακὰς τὸ πρωί, συνήθως ὁ Τριαντάφυλλος ἐφόρτωνε τὸ γαϊδούρι του ἀπὸ κηπουρικὰ προϊόντα, κ᾿ ἐπήγαινεν εἰς τὸ χωρίον διὰ νὰ πωλήσῃ. Διήρχετο τοὺς πρώτους δρομίσκους μὲ τὰς ἀραιὰς οἰκίας, κ᾿ ἔφθανεν εἰς τὴν ἀγοράν. Εἰς κάθε δεκάδα κολοκυθιῶν ἢ τριακοντάδα μπαμιῶν, εἰς κάθε μισὴν ὀκὰν τομάτες ποὺ ἐπώλει, ἔρριπτεν ἕνα ἀστεϊσμὸν εἰς τὴν προκύπτουσαν ἀπὸ τὸν χαμηλὸν ἐξώστην τῆς οἰκίας πελάτιδα, εἰς πᾶσαν δεκάραν τὴν ὁποίαν εἰσέπραττεν, ἐσφενδόνιζεν ἄκακόν τινα βωμολοχίαν πρὸς τὸν ἀγοραστήν.
Εἰς τοὺς κεντρικωτέρους δρομίσκους, γύρω εἰς τὴν ἀγοράν, ἐκεῖ ἀντίκρυζεν ἕνα ἀνταγωνιστὴν εἰς τὸ ἐμπόριον, τὸν Ἀντώνην τὸν Κανταράκιαν, μὲ τὸν ὄνον του καταφορτωμένον. Εὔθυμος ἐπίσης ἦτο, ἀλλὰ μόνον κάποτε ὀλίγον «ζόρικος». Τὸν γάιδαρόν του τὸν εἶχε μάθει ὑπακοὴν καὶ γυμναστικήν, ἀκόμη καὶ «γνῶσιν», καθὼς ἐκαυχᾶτο ὁ ἴδιος. Ἐπροπορεύετο τὸ ζῷον, ἠκολούθει συνήθως ὁ κύριός του. Εἶτα, ὅταν ἤθελε νὰ τὸ σταματήσῃ, αἴφνης ἔκραζε:
― Βρὲ σύ, στάσου!
Καὶ τ᾿ ὀνάριον ἵστατο.
Ἄλλοτε, ὅταν μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσιν τοῦ ὄνου, καμμία πελάτις κατερχομένη ἀπὸ οἰκίαν ἐπαρουσιάζετο, ὁ Ἀντώνης ἐφώναζε:
― Βρὲ σύ, μεταβολή! ἔλα δῶ.
Καὶ τ᾿ ὀνάριον ἐγύριζε, κ᾿ ἤρχετο πίσω.
Ὅταν ὅμως συνέβαινε νὰ προπορεύεται ὁ ἄνθρωπος τοῦ ὄνου, τότε τὸν ἔκραζε:
― Ἔλα γλήορα, βρέ!
Καὶ τὸ ζῷον ἐτάχυνε τὸ βῆμα καὶ τὸν ἔφθανεν.
Ὅλ᾿ αὐτὰ εἶχον κάμει ἀρκετὴν ἐντύπωσιν εἰς τὸ πλῆθος, κι ὁ κὺρ Ἀντωνάκης ὁ Ρήγας, ἔξυπνος δικολάβος τοῦ τόπου, εἶχεν ἀναγγείλει ὅτι ἐπροτίθετο νὰ συντάξῃ ἐγκώμιον εἰς τὰς ἀρετὰς τοῦ ὄνου. Τέλος, ὅταν εἶχε ξεπουλήσει ὁ Κανταράκιας, ἔμβαινεν εἰς καπηλεῖον διὰ νὰ πιῇ, μαζὶ πάντοτε μὲ τὸν ἀνταγωνιστήν του Τριαντάφυλλον καὶ μὲ ἄλλους τριάντα φίλους (καθὼς ἔλεγεν ὁ εἰρημένος κὺρ Ἀντωνάκης) τὰ μισὰ τὰ λεπτὰ ἀπὸ ὅ,τι εἶχεν εἰσπράξει. Τότε ἔδιδεν αὐστηρὰν διαταγὴν εἰς τὸν γάιδαρόν του:
― Νὰ σταθῇς, βρὲ σύ, ἐδῶ ἀπ᾿ ἔξω, καὶ νὰ μὴν κουνηθῇς. Τ᾿ ἀκοῦς;
Καὶ τὸ ζῷον ἐδείκνυεν ἐν τῷ ἅμα σχῆμα ταπεινώσεως καὶ ὑπακοῆς.
―Ὁλόρθα τ᾿ αὐτιά σ᾿! μὴν τὰ κατεβάζῃς.
Ὁ ὄνος ὤρθωνε τὰ ὦτα, κ᾿ ἔμενεν ἐπὶ ὥρας πράγματι ἀκίνητος.
*
* *
* *
Ἄλλος ἀντίζηλος τοῦ Τριαντάφυλλου εἰς τὰ χωρατά, πλὴν μόνον ἐν καιρῷ τῶν δημοτικῶν ἐκλογῶν, ἦτον ὁ Γιάννης ὁ Κούκιας. Ὁ δυστυχὴς οὗτος, μὲ τὸ ἕνα χέρι, τὸ ἀριστερόν, ποὺ εἶχεν, ἔκαμνεν ἀρκετὰ καλὰ τὶς δουλειές του. Ἔβοσκε πρόβατα, κ᾿ ἐκαλλιέργει χωράφια. Χηρεύσας μὲ δύο ὀρφανά, εἶχε λάβει δευτέραν γυναῖκα.
Ἐν εἴδει κοσμικῆς πανηγύρεως, καὶ σχεδὸν ὡς ἀποκριάτικη ἑορτή, διεξήγετο ὁ ἐκλογικὸς ἀγὼν εἰς τὸ χωρίον. Τὰ δύο «μπουλούκια» σπανίως ἔφθανον μέχρι τραγικοῦ τόνου εἰς τὰς ἐκδηλώσεις των· συνήθως ἐχόρευον ἀντικρὺ ἀλλήλων εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς ἀγορᾶς, καὶ πότε περιήρχοντο μὲ φωνὰς καὶ μουσικὰ ὄργανα τοὺς μαχαλάδες. Τὸ μόνον στοίχημα ποὺ ἔβαζαν, ἢ μᾶλλον, τὸ τάξιμο ποὺ ἔκαμναν μερικοί, ἦτο, ἂν κερδίσῃ τὸ κόμμα τους, εἰς τὰ ἐπινίκια νὰ χορεύσουν ξυπόλυτοι καὶ ὄχι ὑποδεδεμένοι.
Τώρα, ὁ Κούκιας μὲ τὸν Τριαντάφυλλον συνέπιπτε πάντοτε νὰ εἶναι ἀπὸ δύο κόμματα. Πῶς τοῦτο; Ἴσως, ὅταν τὸ ἓν κόμμα ἐξησφάλιζε τὴν κατοχὴν τοῦ ἑνός, ἄφηνε τὸν ἄλλον νὰ τὸν νέμεται τὸ ἄλλο κόμμα, ἢ ἴσως καὶ αὐτὰ τὰ δύο ἄτομα οὕτω ἤθελον, ἐπειδὴ ἀλλοιῶς «δὲν θὰ εἶχε χάζι». Καὶ τὸ πᾶν ἦτο πῶς «νὰ κάμουν χάζι».
Λοιπὸν ἐχόρευεν ὡς ἀρκούδα ὁ Κούκιας, ἢ ἐφώρμα ὡς καραμάνης* τάχα κατεπάνω εἰς τὸν Τριαντάφυλλον. Ὁ δεύτερος ἀπήντα διὰ κωμικοῦ μορφασμοῦ καὶ γρυλισμοῦ, κ᾿ ἔκαμνε τόσα «κατσαμάκια»*, ὥστε ὁ πρῶτος δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν φθάσῃ. Τότε ὁ Κούκιας ἐμυκᾶτο τρομακτικὰ ὡς ταῦρος, καὶ ὁ Τριαντάφυλλος ἐσφύριζε τὰ προστάγματα τῶν βουκόλων, δι᾿ ὧν ἐζήτει τάχα νὰ ἐπαναφέρῃ τὸν Κούκιαν εἰς τὴν μάνδραν του. Πλατεῖς γέλωτες διέτρεχον ὅλας τὰς τάξεις ἀπὸ τὰς δύο ὁμάδας, καὶ ὅλοι ἔμενον εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν παράστασιν.
*
* *
* *
Καὶ ὅμως, τίς νὰ τὸ ἔλεγε; Αὐτὸς ὁ τόσον εὔθυμος ἄνθρωπος καὶ φαιδρός, ἐπέσυρε τῆς συμφορᾶς τὴν σκληρὰν μάστιγα. Εἶδε τὴν δυστυχίαν, τὴν νόσον καὶ τοὺς θανάτους νὰ πλήττουν τὴν μικρὰν καλιάν του, εἰς τὴν ἀγροτικὴν καλύβην τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει παρὰ τὸν φράκτην εἰς τὴν ἄκρην τοῦ κήπου.
Ἡ φαμίλια του, ἐκείνη ἡ μικρὰ σιωπηλὴ γυναικούλα, ἀφοῦ ἐγέννησεν ἓν ἀκόμη τέκνον, ἀρρώστησε καὶ ἀπέθανεν. Εἶτα τὸ νεογνὸν αὐτὸ ἐπῆγε κατόπιν της, ὡς νὰ ἤλπιζε νὰ εὕρῃ θάλπος εἰς τὰ νεκρωμένα στήθη. Εἶτα δύο ἄλλα παιδία, τὸ ἓν τριῶν ἐτῶν, τὸ ἄλλο πέντε, αὐτὰ ἐκεῖνα ποὺ ἥρπαζαν τὰ ψαράκια μισοψημένα ἀπὸ τὴν ἀνθρακιάν, ἔπεσαν κι ἀπέθαναν.
Ἄχνη μελαγχολίας ἐπεκάθισεν εἰς τὴν ἡλιοκαῆ ὄψιν τοῦ φαιδροῦ κηπουροῦ, τοῦ πεζοῦ ἁλιέως. Δύο μαῦροι λακκίσκοι ὑγροὶ ἐσκάφησαν ὑπὸ τὰ βλέφαρά του, ἐνῷ δύο ἴχνη γελαστικοῦ μορφασμοῦ ἐφαίνοντο ἀκόμη περὶ τὸ στόμα του.
― Μ᾿ ἐμάδησε ἡ μπόρα, εἶπε, σὰν τριαντάφυλλο ποὺ εἶμαι.
Καὶ μετὰ καιρὸν ὕστερον, εἰς τὰς παρηγορίας τῶν φίλων, ἀπεκρίνετο:
― Μοῦ ἔρριξε ὁ Χάρος τὸν πεζόβολο!
(1907)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου