Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Τὰ Κρούσματα.

 


Μικρά διηγήματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Γενικὸν προσκύνημα τῶν κυμάτων, καθολικὴ σύναξις ὅλων τῶν βρυχηθμῶν τῶν ἀνέμων καὶ ὅλων τῶν ἀλαλητῶν τῶν καταιγίδων, ἦτον ὁ ὀρφνὸς καὶ φαλακρός, ὁ ὑψίνωτος τῆς πέτρας πάγος. Παλάτιον τῆς ἐρημίας καὶ τῆς σιγῆς, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ὁ πελώριος βράχος ὁ βορεινός, ὁ θαλασσόπληκτος, ἐπάνω τοῦ ὁποίου ἦτο κτισμένον ποτὲ τὸ παλαιόν, τὸ κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον. Δὲν ὑπῆρχε κῦμα τοῦ θρᾳκικοῦ πελάγους καὶ τῶν κόλπων τῆς Χαλκιδικῆς, δὲν ὑπῆρχε κῦμα ἐξωσμένον ἐκ τῆς Μαύρης Θαλάσσης καὶ τῆς Προποντίδος, διωγμένον ἀπὸ τοὺς κόλπους καὶ διϋλισμένον διὰ τῶν πορθμῶν, ἀποπτυσμένον ἀπὸ τοὺς ἀφροὺς τοῦ πελάγους καὶ ἐξερευγμένον ἀπὸ τὰ ἀβόλιστα βάθη τοῦ πόντου, τὰ κάτωθεν τοῦ πολιοῦ, καταπληκτικοῦ Ἄθωνος, τὸ ὁποῖον νὰ μὴν ἤρχετο νὰ φιλήσῃ τὰ κράσπεδα τοῦ ἀμαυροῦ τιτανείου βράχου.
Ἀνέτεινεν ἐπάνω τῆς θαλάσσης εἰς ὕψος ἔμπληκτον, πλῆρες ἰλίγγου καὶ σκοτοδίνης, καὶ ἦτο ποτὲ καλιὰ πλήρης ψυχῶν καὶ φωνῶν, καὶ τώρα ἦτο ἔρημος πλήρης ἐρειπίων. Καὶ δύο μεγάλοι αἰγιαλοὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἁπλώνονται, κάτω, εἰς τὰ θεμέλια δύο φοβερῶν κρημνῶν. Ὁ εἷς σπαρμένος μὲ βράχους κομμένους εἰς σχήματα πρανῆ καὶ κωνοειδῆ, ὡς λείψανα παλαιᾶς γιγαντομαχίας σωζόμενα εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, στρωμένος μὲ χαλίκια λευκά, ἐρυθρά, μαργαρώδη, ἐπίχρυσα, καὶ μὲ ἄμμον φαιάν, στίλβουσαν· καὶ ἡ ἄμμος κυρτοῦται διὰ μιᾶς, καὶ ὁ βυθὸς ἀποτόμως βαθύνεται· ὁ κολυμβητής, ἂν ἤθελε τολμήσει νὰ ἐπιβῇ εἰς τὸ κῦμα, ἕλκεται πρὸς τὴν σύρτιν τὴν βαθεῖαν, τὴν λευκὴν καὶ πρασινίζουσαν καὶ γαλανήν, τὴν οὖσαν λίκνον τοῦ μικροῦ Τρίτωνος καὶ παστάδα τῆς μελαγχολικῆς Σειρῆνος, ὅπου ἀφρὸς καὶ πόντος, ὅπου κῦμα καὶ ἄβυσσος, φαιδρῶς παίζουσι ποικίλην καὶ ἐνίοτε φοβερὰν παιδιάν.
Δεξιὰ πρὸς ἀνατολὰς ἀντικρύζει ὁ μέγας βράχος, εἰς δέκα πρυμνησίων ἐναέριον ἀπόστασιν μὲ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη τὴν λευκὴν καὶ κυρτήν, ὅπου φαντάσματα καὶ δαίμονες, σπανίως ὁρατοί, δὲν παύουν νὰ κυλίωσι παμμεγέθεις λίθους, ἀπὸ τὴν σάραν* καὶ τὸν κρημνὸν τὸν εὐόλισθον. Κάτω εἰς τὴν βάσιν τοῦ κρημνοῦ, μίαν σπιθαμὴν πρὸ τῆς ἅλμης τοῦ κύματος, ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς προβλῆτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Τὸ πρωὶ πολλάκις πλησιάζουν ἀπὸ τοῦ πελάγους ψαράδες μὲ τὴν βάρκαν, διὰ νὰ πίουν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ βαρέλια. Καὶ τὸ νερὸν ὅλην τὴν ἡμέραν μένει ψυχρὸν καὶ παγωμένον μέσα εἰς τὰ βαρέλια, κατὰ Ἰούλιον μῆνα, ὑπὸ τὰς φλεγούσας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀπὸ τὰς ὁποίας ψήνονται πεταλίδες καὶ πορφύραι καὶ ὀστρείδια ἐπάνω τοῦ μικροῦ φατνώματος τῆς πλώρης τῆς βάρκας.
Πλὴν ἀνίσως, τὴν νύκτα, οἱ ψαράδες, ἀπόκοτοι, τολμήσουν νὰ πλησιάσουν διὰ νὰ ὑδρευθοῦν εἰς τὴν δροσερὰν βρύσιν τὴν μαγικήν, κάτω εἰς τὰ κράσπεδα τῆς ἀκτῆς, ἐπὶ τῆς προβλῆτος χθαμαλῆς πέτρας, τότε βρόντος καὶ πάταγος ριγηλὸς ἀντηχεῖ ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ἄνωθεν, καὶ λίθοι καὶ βράχια τρομακτικὰ κυλίονται κατερχόμενα κατὰ τῶν κεφαλῶν τῶν ψαράδων… Τότε μόλις οὗτοι προφθάνουν νὰ κάμουν τὸν σταυρόν των καὶ νὰ τραπῶσιν εἰς φυγήν… Οἱ λίθοι ἐκεῖνοι θὰ ἦσαν ἱκανοὶ καὶ αὐτομάτως νὰ κυλίωνται ἀπὸ τὸν κρημνὸν ἐκεῖνον… πόσῳ μᾶλλον ὅταν ἀόρατοι δυνάμεις δαιμονίων τοὺς ὠθοῦσι προσκολλώμενοι εἰς τὸ ὀλισθηρὸν τῆς ἀκτῆς, ὅπως συνήθως προσκολλῶνται εἰς τὸ ἀσθενὲς μέρος, εἰς ἔρωτας καὶ μίση, ἐξάπτοντες τὸ πάθος εἰς φλεγμονήν, καὶ τρέποντες τὴν ὀργὴν εἰς λύσσαν…
Ἀριστερόθεν τοῦ γιγαντιαίου βράχου τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, πρὸς δυσμάς, ἄλλος αἰγιαλὸς ἀπρόσιτος, ἄνορμος ἁπλώνεται. Δὲν φαίνεται ἐκεῖ στρῶμα κομψῶν χαλικίων καὶ ἄμμου στιλπνῆς οὔτε εἶναι ὁρατὴ τῆς θαλασσίας νύμφης ἡ παστάς, ὁ θάλαμος τῆς Νηρηίδος. Πέλαγος βαθὺ ἕως τὴν ἀντικρινὴν στερεὰν ἁπλοῦται, καὶ μονόχορδος ὑμνῳδὸς δὲν παύει νὰ τὸ ὀργώνῃ ὁ ἄνεμος, ὁ Ἀργέστης. Καὶ κατέμπροσθεν, ὀλίγον βορειοδυτικῶς εἰς τὸν βράχον τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ἀπεσπασμένοι, βαπτισμένοι εἰς τὸ κῦμα δύο βράχοι παντέρημοι ἀνακύπτουσι. Κάτω εἰς τοὺς πόδας τούτων, εἰς τὰ ἄντρα τὰ θαλάσσια καὶ τὰς σπιλάδας τὰς θαλασσογλύπτους, ἐκεῖ βόσκουσι καὶ λοξοπατοῦσι τὰ θαυμασιώτερα πετροκάβουρα καὶ παγούρια τοῦ κόσμου, μὲ τὰ ἐρυθρὰ προέχοντα ὡς κλαδωτὰ αὐγά των, ψηνόμενα, ψάλλοντα μελῳδικῶς εἰς τὴν ἀνθρακιάν, μεγάλα, εὔχυμα τὴν γεῦσιν. Κ᾽ ἐπάνω εἰς τοὺς δύο ἐκείνους ὑψηλοκρήμνους σκοπέλους, ὅστις θὰ ἐτόλμα ποτὲ ν᾽ ἀναρριχηθῇ, διὰ νὰ συλλέξῃ ἂν δύναται ἐξαίσια λάχανα καὶ θαυμασίας ἀγριοκράμβας, ὀφείλει νὰ ζωσθῇ καλῶς μὲ χονδρὸν σχοινίον περὶ τὴν μέσην, νὰ προσδέσῃ τὸ ἓν ἄκρον εἰς τὸν χονδρὸν κορμὸν τοῦ γηραιοῦ θαλασσίου θάμνου, τοῦ προσφυομένου ἐπὶ τῆς ὀφρύος τοῦ βράχου, εἶτα ν᾽ ἀναρριχηθῇ εἰς τὸ μέτωπον τοῦ κρημνοῦ ἀργὰ καὶ μὲ ἄκραν προφύλαξιν, καὶ πάλιν βέβαιος δὲν θὰ εἶναι ἂν θὰ εὐτυχήσῃ νὰ κατέλθῃ σῷος καὶ ὑγιὴς ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο, ὅπου οἱ γλάροι θρηνωδῶς κρώζοντες περιίπτανται περὶ τὰς γωνίας τοῦ βράχου καὶ τὰς ἐξοχάς, περὶ τὸ μέρος ὅπου κρύπτεται ἡ φωλεά των, εἰς τὴν θέαν τοῦ ξένου ἐπιδρομέως.
Εἶναι τόσον πολύτιμα τὰ ἀγριολάχανα τοῦ θαυμασίου ἐκείνου βράχου, ὥστε ποτὲ δὲν ἀγοράζονται ἀντὶ ὁσουδήποτε ποσοῦ χρημάτων… Μόνον πληρώνονται ἢ μὲ ἀγάπην καὶ μὲ φιλίαν, ἢ ἐνίοτε μὲ κεράσματα, εἰς τὸν ἀφωσιωμένον κουμπάρον μας, τὸν Τζενεγόν, ἢ κάποτε καὶ μὲ ψήφους, ὅταν ἐπίκεινται ἐκλογαί… ἐπειδὴ ὁ κουμπάρος Τζενεγὸς εἶναι λίαν βαθέως ἀφωσιωμένος εἰς τοὺς φίλους του, καὶ τότε μόνον θὰ σὲ φιλέψῃ «λάχανα θαλασσινά», ὅταν εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ δώσῃς ψῆφον εἰς τὸ «κόμμα μας».
Ὀλίγον ἀπωτέρω, πρὸς νότον τῶν δύο βράχων, εἰς τὸ μέσον τοῦ πόντου, πάντοτε σχεδόν, ἐν γαλήνῃ καὶ ἐν τρικυμίᾳ, ἀκούεται μία ὀρχήστρα, ἥτις ἔχει πάντοτε «δικό της σκοπό», καθὼς λέγουν. Εἶναι μία ὕφαλος, ἥτις καλεῖται κοινῶς Καλαφάτης. Διά τινος ὀπῆς ἐκβλύζει ὑποβρυχίως τὸ νερόν, εἶτα ἀναπηδᾷ καὶ ἀποτελεῖ κρότον ὅμοιον μὲ τὸν τῆς «ματσόλας»* ἢ ξυλίνης σφύρας τοῦ καλαφάτη, ―ἢ τοῦ «διανάκτου», ὅπως λέγουν εἰς τὸν Β. Ναύσταθμον,― ἐπὶ τῶν πλευρῶν ἐπισκευαζομένου πλοίου. Ἡ ματσόλα ἢ ἡ σφῦρα αὐτὴ δὲν παύει, ἡμέραν καὶ νύκτα, ἀκούραστος, ἀκοίμητος ν᾽ ἀκούεται. Κατ᾽ ἄλλους ὁ Καλαφάτης ὠνομάσθη οὕτω μετ᾽ εἴρωνος εὐφημισμοῦ, ὡς καλαφατίζων τάχα τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα θὰ ἐξέπιπτον σιμὰ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν του ― οἱονεὶ εἰς τὸ «Καρινάγιο» του.
Ὅλον τὸ παλαιὸν χωρίον ἦτον ἐρείπιον, ἁπλωμένον ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ γίγαντος, τοῦ μὲ τοὺς πόδας θαλασσωμένους βράχου. Μέρος αὐτοῦ εἶχε κατεδαφίσει ὁ χρόνος, μέρος οἱ ἄνθρωποι. Πότε οἱ ἴδιοι πρῴην κάτοικοι τῶν παλαιῶν οἰκιῶν, συχνότερον τὰ τέκνα των, πότε οἱ μαστόροι, οἱ κτίσται, κατ᾽ ἐντολὴν ἢ ἄνευ ἐντολῆς, ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ παλαιὰ κτίρια ὅ,τι στερεὸν εἶχον ταῦτα, τὴν ξυλείαν τῆς στέγης, πόρτες, παράθυρα, πολλάκις τοῦβλα καὶ κεραμίδια, βιαζόμενοι ἐκ τῆς ἀχρηματίας, ἐπειδὴ ἡ «ξύντροφος πενία» ἐμάστιζε καὶ τότε δεινῶς τὸ ἑλληνικόν, καὶ μάλιστα τοὺς κατοίκους τῆς νήσου, μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, κατόπιν τοῦ φοβεροῦ Ἀγῶνος ― τὰ μετεκόμιζον δὲ διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης εἰς τὴν πολίχνην τὴν νεόκτιστον, πρὸς νότον, ἀπέχουσαν δρόμον τριῶν ὡρῶν. Ἀλλ᾽ ὅμως ἡ θεια-Μαχὼ τὸ Φαλκάκι, ἠγάπα τὸ παλαιὸν χωρίον της, τὸ μέρος ὅπου εἶχε γεννηθῆ κι αὐτὴ ἕνα καιρόν, ὅταν τὸ χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, περὶ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀγῶνος, καὶ ὅπου διῆλθε τὰ προσφιλῆ εἰς πᾶσαν μνήμην ἔτη τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Διὰ τοῦτο ἐφρόντισε μὲ κάθε τρόπον νὰ διατηρήσῃ τὸ παλαιὸν σπιτάκι, τὴν φωλεὰν τῶν γονέων της, τὴν κοιτίδα αὐτῆς τῆς ἰδίας. Μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ καθαριότητα, καὶ μὲ συχνὰ ἀσβεστώματα, εἶχε κατορθώσει νὰ διασώσῃ τὴν μικρὰν αὐτὴν γωνίαν, ὅπου ἤρχετο ἐνίοτε νὰ λάβῃ ἀναψυχὴν καὶ νὰ κοιμηθῇ τὴν νύκτα, συνήθως ὁμοῦ μὲ τὴν μητέρα της, ἢ μὲ συντροφίαν ἄλλων γυναικῶν.
Ὁ μικρὸς οἰκίσκος, μία ἐπάνοδος εἰς τὸ παρελθόν, μία ὀπὴ διὰ τῆς ὁποίας ἔβλεπέ τις τὰ περασμένα ὡς εἰς πανόραμα, ζωντανὴ ἀνάμνησις μέσα εἰς τὴν τέφραν τῆς λήθης, ὀρθὴ σκοπιὰ μεταξὺ κοιμωμένων σωμάτων, ἔκειτο πλησίον εἰς τὸν σωζόμενον τότε ὡραῖον ναΐσκον τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας, πέριξ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχον καὶ δύο ἢ τρεῖς οἰκίαι ἀκόμη διατηρούμεναι, ἀπὸ ἄλλας γυναῖκας, ζηλωτρίας τοῦ παρελθόντος. Ὁ ναΐσκος, ἑορτάζων τὸ Σάββατον τοῦ Ἀκαθίστου, ἦτον εὐπρεπής, κ᾽ ἐδέχετο συχνὰ τὸν φόρον τῆς εὐλαβείας αὐτῶν τῶν οἰκοκυράδων, ὅστις διετήρει καὶ τὰς σωζομένας τριγύρω μικρὰς οἰκίας, ὅπως καὶ ἄλλων γυναικῶν.
Ἡ Μαχὼ τὸ Φαλκάκι ἔφθασεν ἐνωρίς, περὶ δύσιν ἡλίου, τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός, κρατοῦσα τὸ καλαθάκι της, τὸ ὁποῖον περιεῖχεν ἄρτον, ἐλαίας χαμάδας, ὀλίγα κυδώνια καί τινας τομάτας. Εἶχεν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν πόλιν τὸ πρωί. Ὅλην τὴν ἡμέραν διῆλθεν εἰς τὸν ἐλαιῶνα συλλέγουσα ἐλαίας, εἶτα τὰς ἔβαλεν εἰς σάκκους, καὶ δι᾽ ἡμιόνου τὰς ἔστειλεν εἰς τὰ ἐλαιοτριβεῖα τῆς πόλεως. Ὁ ἐλαιὼν ἦτο πολὺ πλησίον εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον, ἀπεῖχε δὲ πολὺ ἀπὸ τὴν σημερινὴν πολίχνην. Ἐπειδὴ ἔμελλε καὶ τὴν ἐπιοῦσαν νὰ ἐξακολουθήσῃ τὴν αὐτὴν ἐργασίαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα, ἦλθεν εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον, διὰ ν᾽ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας καὶ διανυκτερεύσῃ, ὅπως ἐνίοτε συνήθιζεν, εἰς τὸν ἐρημικὸν οἰκίσκον της, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν τὸ πρωὶ εἰς τὸν ἐλαιῶνα.
Ἡ Μαχὼ τὸ Φαλκάκι συνωδεύετο εἰς τὴν ἐκδρομὴν αὐτὴν ἀπὸ τὸν υἱόν της τὸν Φάλκον, παιδίον δεκατριῶν ἐτῶν. Ὁ μικρὸς μάγκας εἶχεν ἀκούσει πολὺ συχνὰ ἀπὸ παιδία μεγαλύτερα ἀπ᾽ αὐτὸν παμπόλλας διηγήσεις περὶ φαντασμάτων τὰ ὁποῖα ἔβγαιναν τακτικὰ τὴν νύκτα εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον, ἐν μέσῳ τόσων ἐρειπίων, ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν ὑψηλόν, τὸν μὲ θαλασσωμένα τὰ σκέλη γίγαντα, ὅπου ἡ ἠχὼ τῶν κυμάτων, τὰ ὁποῖα ἐχόρευε μαινόμενος ὁ βορρᾶς νύκτα καὶ ἡμέραν, ἀντήχει εἰς τὰ καθίσματα τῶν βράχων, κάτω, εἰς τὰ ἄντρα τὰ θαλάσσια.
Τὰ φαντάσματα ταῦτα, στοιχειά, ἐξωτικά, λογιῶν-τῶν-λογιῶν κρούσματα* δὲν ἔπαυαν νὰ ἐμφανίζωνται τὴν νύκτα, νὰ ἐπισκέπτωνται μελαγχολικῶς τὰ ἐρείπια, νὰ περιφοιτῶσιν εἰς τὰς κατεδαφισμένας οἰκίας, αἵτινες ἐστέγασαν ποτὲ ζωὰς καὶ ψυχάς, καὶ τώρα ἐκάλυπτον μυστήρια ἄγνωστα ὑπὸ τοὺς σωροὺς τῶν λίθων. Ἑκάστη παλαιὰ οἰκία εἶχε τὸ ζῴδιόν της. Τὸ ζῴδιον τοῦτο ἐλάμβανε τὴν μορφὴν ἐκείνου τοῦ σφαγίου, τὸ ὁποῖον εἶχε θυσιασθῆ κατὰ τὴν θεμελίωσιν τῆς οἰκίας τῆς κτιζομένης ἑκάστοτε, μετὰ τὸν ψαλέντα ἁγιασμόν. Ἐὰν τὸ σφαγὲν ζῷον ἦτο πετεινός, ὁ πετεινὸς ἔβγαινε συχνὰ τὴν νύκτα, ἐξαφνίζων τοὺς ἐνοίκους, ἐνόσῳ ἡ οἰκία ἦτον ὀρθία ἀκόμη, καὶ ἐξακολουθοῦσε καὶ τώρα νὰ βγαίνῃ παραπονετικῶς, λαλῶν μὲ φωνὴν θρηνώδη ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια. Ἐὰν τὸ θυσιασθὲν ἦτο ἀρνίον, ἓν πρᾶγμα λευκόν, πρᾷον, ἥμερον, ὁμοιάζον μὲ ἀρνίον, δὲν ἔπαυε νὰ βγαίνῃ ἀκόμη γύρω εἰς τὰ θεμέλια τῆς οἰκίας, βελάζον θλιβερῶς. Ἐὰν τὸ θῦμα ἦτο μοσχάριον, ἕνα βοϊδάκι μικρόν, μαυροκόκκινον ἐπαρουσιάζετο τριγύρω εἰς τὰ ἐρείπια. Ἐμούγκριζε μὲ σιγανὴν φωνήν, καὶ πολλάκις, ἐνόσῳ ἡ οἰκία ἐκατοικεῖτο, τὸ μούγκρισμά του προεσήμαινε κακὸν διὰ τοὺς οἰκοκυραίους.
Ὅλ᾽ αὐτὰ τὰ διηγοῦντο οἱ μάγκες ὅπως τὰ εἶχον ἀκούσει ἀπὸ τὰς προμήτοράς των, καὶ μάλιστα τὰ ἀβγάτιζαν* κ᾽ οἱ ἴδιοι μὲ τὴν παιδικὴν ψευδομανίαν των. Καὶ τώρ᾽ ἀκόμη πολλοὶ τὰ ἔβλεπον. Αὐτὴ ἡ Μαχὼ εἶχε διηγηθῆ ἄλλοτε εἰς τὸν υἰόν της, τὸν Φάλκον, ὅτι εἶδε μὲ τὰ μάτια της, ἕνα μεσημέρι, νεράιδες νὰ χορεύουν, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ὅπου εὑρίσκετο, μίαν φοράν, ὅταν ἦτο μικρὰ κόρη ἀκόμη, καταντικρύ, ἐπὶ τῆς κρημνώδους ἀκτῆς τοῦ Κουρούπη. Ἐκεῖ ἐπάνω, εἰς τὸν κρημνόν, ἔβλεπε τὶς νεράιδες, ἕνα πλῆθος λευκοφορεμένων γυναικῶν, ποὺ ἦσαν πιασμέναι εἰς χορόν, κ᾽ ἐχόρευαν «στὸν καλό τους καιρό», κ᾽ ἐτραγουδοῦσαν.
― Καὶ τί τραγούδι ἔλεγαν, μάννα; ἠρώτησεν ἡ μικρὰ Τσιτσώ, ἐννέα ἐτῶν παιδίσκη, τὴν μητέρα της.
―Ἔλεγαν, κορίτσι μου: «Ἀκοῦτέ μας· μιλᾶτέ μας· ἡμεῖς, καλὲς κυράδες…»…
―Ἤθελα κ᾽ ἐγὼ νὰ τό ᾽βλεπ᾽ αὐτό, μάννα, εἶπεν ὁ Φάλκος.
―Ὁ Θεὸς νὰ μὴ σ᾽ ἀξιώσῃ, παιδάκι μου. Ἐγὼ ἔπεσ᾽ ἄρρωστη στὸ κρεβάτι, ποὺ τὸ εἶδα, κ᾽ ἐπιάστηκε σαράντα μέρες ἡ γλῶσσά μου.
― Καὶ δὲ μοῦ λές, θειά, ὑπέλαβεν ὁ ἀνεψιός της, ὁ Σταμάτης τὸ παπαδόπουλο, ἕνας ἄλλος μάγκας ὁμήλικος σχεδὸν μὲ τὸν Φάλκον, ποῦ τὸν ηὗραν τὸν τόπο, γιὰ νὰ χορέψουν; Ἀπάνω ἐκεῖ, στὸν κρημνό, στὴν σάρα, πῶς δὲ γλιστροῦσαν νὰ πέσουν;
― Αὐτὲς εἶναι νεράιδες, παιδάκι μου, καὶ πατοῦν στὸν ἀέρα, ἀπήντησεν ἡ Μαχώ.
Τὴν διήγησιν διὰ τὶς νεράιδες ποὺ χόρευαν τὴν ἐπεβεβαίωσε καὶ ἡ γρια-Φαλκίτσα, ἡ μητέρα τῆς Μαχῶς, μία γραῖα κοντὴ καὶ κυρτή, ὁμοία μ᾽ ἕνα κουβαράκι. Αὐτὴ εἶχεν ἰδεῖ στὸν καιρόν της πολλὰ ἀπίστευτα πράγματα.
Ὁ Φάλκος διὰ πρώτην φορὰν εὕρισκε τὴν εὐκαιρίαν αὐτήν, νὰ διανυκτερεύσῃ εἰς τὸ Ἔρημο Χωριό, χωρὶς νὰ εἶναι πολὺς κόσμος, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου θὰ ἦτον ἱκανὴ νὰ διώξῃ τὰ στοιχειά. Εἶχε μεγάλην περιέργειαν μεμειγμένην μὲ μεγαλύτερον φόβον, νὰ ἔβλεπε στοιχειά.
Διὰ νὰ λάβῃ ὀλίγον θάρρος, εἶχεν ἐρωτήσει τὴν μάμμην του ἂν ὅλα τὰ φαντάσματα κάμνουν κακὸν εἰς ὅσους τὰ ἰδοῦν, καθὼς εἶχαν κάμει ἄλλοτε οἱ νεράιδες εἰς τὴν μητέρα του. Ἡ γραῖα τοῦ ἀπήντησε ὅτι εἶναι καὶ στοιχειὰ ἀβλαβῆ καὶ ἀκίνδυνα, καὶ μάλιστα τὰ ζῴδια τῶν σπιτιῶν ὡρισμένως δὲν κάμνουν ποτὲ κακόν.
Μόλις εἶχαν φθάσει, καὶ ἤρχισε νὰ νυκτώνῃ. Ἡ Μαχὼ ἐπίστευεν ὅτι θὰ εὕρισκεν εἰς τὸ Ἔρημο Χωριὸ δύο ἢ τρεῖς ἄλλας γυναῖκας μαζὶ μὲ ἄλλα τόσα παιδία ἢ κοράσια, αἵτινες διενυκτέρευον ἀπὸ ἡμερῶν εἰς τὸν τόπον, διὰ τὸν αὐτὸν λόγον καὶ ἡ Μαχώ. Ἠσχολοῦντο τὴν ἡμέραν εἰς τὴν συλλογὴν τοῦ ἐλαιοκάρπου, κ᾽ ἐπειδὴ τὸ παλαιὸν χωρίον εὑρίσκετο σιμὰ εἰς τὰ κτήματά των, μὴ θέλουσαι νὰ κοιμῶνται εἰς τὸ ὕπαιθρον, καὶ διότι ἔπιπτεν ἄφθονος δρόσος καὶ ὑγρασία τὴν νύκτα, καὶ διότι ἦσαν γυναῖκες, χάριν εὐκολίας κατήρχοντο καὶ διενυκτέρευον αὐτόθι, εἰς τὰς δύο ἢ τρεῖς σωζομένας μικρὰς οἰκίας, διὰ ν᾽ ἀναλάβουν ἐνωρὶς τὴν ἐργασίαν τὴν ἐπαύριον.
Ἤλπιζε λοιπὸν ἡ Μαχὼ νὰ εὕρῃ συντροφιάν, καθόσον δὲν θὰ εὐχαριστεῖτο νὰ μείνῃ μόνη της μὲ τὸ παιδίον τὴν νύκτα εἰς τὸ ἔρημον μέρος, ὅπου «κροτίζει* ὁ τόπος», ἀπὸ τὰς τόσας παλαιὰς ἀναμνήσεις καὶ τὰ τόσα στοιχειά. Ἀλλ᾽ ἡ Μαχὼ ἐγελάσθη. Αἱ γυναῖκες εἶχον τελειώσει πρὸς τὸ παρὸν τὴν πρώτην συλλογὴν τῶν ἐλαιῶν, καὶ δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ εἶχον ἐπιστρέψει τὸ βράδυ εἰς τὴν πολίχνην.
Ἡ Μαχὼ δὲν εὗρε ψυχὴν εἰς τὸ Ἔρημον Χωρίον. Ἐνύκτωνεν ἤδη, ἡ πανσέληνος ἦτον περασμένη, καὶ ἡ σελήνη θ᾽ ἀνέτελλε δύο ἢ τρεῖς ὥρας νύκτα. Ἄλλως, ὁ Φάλκος ἐπεθύμει νὰ διανυκτερεύσῃ εἰς τὸ ἄγριον μέρος, κ᾽ ἐπέμενε νὰ μείνωσιν. Ἤθελε νὰ κάμῃ κι αὐτὸς τὸν ἀνδρειωμένον εἰς τὸν ἐξάδελφόν του Σταμάτην, ―ὅστις συνήθως ἔκαμνε τὸν ἄφοβον μεταξὺ ὅλων τῶν παιδίων,― καὶ νὰ ἔχῃ νὰ τοῦ διηγῆται ὅτι εἶδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, εἰς τὸ Ἔρημο Χωριό, καὶ «δὲν ἵδρωσε τὸ μάτι του».
Ἡ Μαχὼ ἔκαμε τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν κ᾽ ἔμεινεν. Ἐν πρώτοις, ἄναψε τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας. Ἦτον μία μεγάλη εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, ἀρχαϊκή, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, μὲ πρόσωπον τὸ διπλάσιον τοῦ φυσικοῦ, μὲ μεγάλους, πολὺ μεγάλους ὀφθαλμούς, καὶ μὲ τὸν Χριστόν, ἓν βρέφος μὲ παμμεγίστην κεφαλήν, φοροῦν χιτῶνα ἐπίχρυσον, φωτεινόν, «τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον».
Εἶτα ἄναψε φωτιὰν εἰς τὸ στενόν, μεταξὺ δύο ἐρειπίων, ἀντικρὺ τοῦ ναΐσκου, καὶ κατέμπροσθεν εἰς τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου της. Ἔψησε καφὲ διὰ τὸν Φάλκον της, τὸν καλομαθημένον, εἶτα ἐμαγείρευσε φαγητὸν ἀπὸ τομάτες καὶ κρόμμυα μὲ λάδι. Ἀφοῦ ἔφαγαν, ἐκλείσθησαν εἰς τὸν οἰκίσκον διὰ νὰ κοιμηθοῦν.
Ἡ Μαχὼ ἦτον κουρασμένη, καὶ δὲν ἄργησε ν᾽ ἀποκοιμηθῇ. Ὁ Φάλκος ὅμως ἔκαμε τὸν ψόφιον καταρχάς, κι ἄρχισε νὰ ροχαλίζῃ. Ἅμα ἐνόησεν ὅτι ἡ μητέρα του εἶχεν ἀποκοιμηθῆ, ἐσηκώθη, κι ἄνοιξε τὴν πόρταν. Θὰ ἦτον κρῖμα, ἐφαντάζετο, νὰ μὴν ἀπολαύσῃ αὐτὸ τὸ θέαμα, τὸ πρωτοφανὲς δι᾽ αὐτόν, ἂν καὶ δὲν ἤξευρε καλὰ πῶς νὰ τὸ παραστήσῃ· τὴν νύκτα τὴν μυστηριώδη καὶ σιγηλήν, τὸν ἄπειρον οὐρανόν, τὴν ἀχανῆ θάλασσαν, ὑψηλά, ἄνωθεν τοῦ ἐρήμου μαγικοῦ βράχου. Καὶ ἦτον, ἐπὶ τέλους, πιθανὸν νὰ ἴδῃ καὶ κανὲν φάντασμα…
Ἐρρίγησεν. Ἂς ἔλειπαν τὰ φαντάσματα! Καθὼς ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὕπαιθρον ὁ Φάλκος, καταρχὰς ἐστράφη ὀπίσω πρὸς τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου τὴν ὁποίαν ἀφῆκεν ἀνοικτήν, καὶ ἠκροᾶτο διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὴν ἀναπνοὴν τῆς μητρός του κοιμωμένης. ᾘσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ἔχῃ συντροφιὰν τὴν πνοὴν τῆς μητρός του… Εὐτυχῶς ἡ μήτηρ του τοῦ εἶχεν ἀφήσει καὶ ἄλλην συντροφιάν, τὴν φωτιὰν τὴν ὁποίαν εἶχε θρέψει μὲ ξύλα πολλὰ καὶ κουτσοῦρες ἐπίτηδες, καὶ ἀφοῦ τὴν περιώρισε μεταξὺ πλακῶν καὶ λίθων, μακρὰν παντὸς ξηροῦ χόρτου ἢ θάμνου χλωροῦ ἢ ρίζης δένδρου, εἶπεν ὅτι τὴν ἀφήνει «γιὰ συντροφιὰ» καὶ δὲν τὴν ἔσβησε. Τώρα, ὅσον προέβαινεν ἡ νύξ, ὁ βρόμος τοῦ πυρὸς καὶ ἡ λάμψις τῶν καιόντων δαυλῶν, καὶ τὸ θάλπος τὸ ὁποῖον διέχυνεν ἡ ἀνθρακιά, ἦτο πράγματι ἀνεκτίμητος παρηγορία, εἰς τὴν ἐρημίαν ἐκείνην, ἀναμέσον τῶν τόσων ἐρειπίων.
Καθὼς ἐξῆλθεν ὁ Φάλκος ἔξω, εἰς τὸ ὕπαιθρον, ἀντικρὺ τῆς θύρας τοῦ οἰκίσκου εἶδε νὰ φαίνεται ἕνα μαῦρον πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε παρατηρήσει ἀφ᾽ ἑσπέρας. Τοῦτο ὡμοίαζε πολὺ μὲ γραῖαν μαυροφόραν καθημένην εἰς τὸ σκότος, ἥτις τὸν ἐκοίταζε μακρόθεν. Ἐπειδὴ ᾐσθάνετο φόβον, καὶ ἤθελε μὲ κάθε τρόπον νὰ διώξῃ τὸν φόβον ἀπὸ μέσα του, ἔλαβεν ἕνα δαυλόν, ἐπῆγε κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τὸ πρᾶγμα τὸ μαῦρον, καὶ τὸ ἐψηλάφησε κ᾽ ἐβεβαιώθη ὅτι ἦτο μαῦρον κούτσουρον ρίζης πάλαι ποτὲ ὑπάρξαντος δένδρου, τὸ ὁποῖον εἶχε καῆ, καὶ ἦτον ὡς καψάλα. Παραπέρα ἐκεῖ ἵστατο ἓν πρᾶγμα ὄρθιον, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ὡς ἄνθρωπος μὲ τὸν ἕνα βραχίονα ἄνω ἁπλωμένον. Κρατῶν τὸν δαυλὸν ἐπλησίασε, καὶ εἶδε καλά, κ᾽ ἐβεβαιώθη ὅτι αὐτὸ ἦτο κορμὸς ἀγριοσυκῆς ξηραδιάρας, τῆς ὁποίας τὰ φύλλα ἐφαίνοντο νὰ εἶχον φαγωθῆ ἢ μαδηθῆ προσφάτως, καὶ τὸ ἕνα κλωνάρι ἦτο σπασμένον, κ᾽ ἔγερνε κάτω, τὸ δὲ ἄλλο, εὑρισκόμενον εἰς τὴν θέσιν του, ἔτεινε πέραν ὁριζοντίως.
Ἐκεῖ δίπλα, εἶδε τὴν ἀνταύγειαν τῶν κανδηλίων τοῦ ἐκκλησιδίου, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀνάψει ἐνωρὶς ἡ μήτηρ του. Ὁ Φάλκος προέκυψε κ᾽ ἐκοίταξε διὰ τῆς ὑάλου τοῦ παραθύρου. Εἶδε τὴν σκιὰν καὶ τὸ ἱερὸν θάμβος τῶν εἰκόνων καὶ τῶν θυρίδων καὶ τῶν γωνιῶν, τὰς ἀμαυρὰς μορφὰς τῶν Ἁγίων, ὠσφράνθη τὸ μεικτὸν ἄρωμα τοῦ κηρίου, τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ θυμιάματος, κ᾽ ἐκοίταξεν ἐπὶ μακρόν, εἰς τὸ φρῖσσον φῶς τῶν πυρσῶν τῆς κανδήλας, τὰ μεγάλα ὄμματα τῆς Παναγίας, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο νὰ τὸν προσβλέπουν μετ᾽ ἀύλου θωπείας καὶ ἐπιεικίας βασιλοπρεπῶς, μέσον τῶν ὑάλων τοῦ παραθύρου. Ἔκαμε ταχέως δύο σταυροὺς καὶ ἀπεμακρύνθη.
Ἡ ἰαχὴ τῶν κυμάτων ὑπόκωφος, μονότονος, ἀνήρχετο ἀπὸ τὰ θεμέλια τῶν βράχων, ἀπὸ τὰ θαλάσσια ἄντρα. Ὁ οὐρανὸς ἄνω ἐσελάγιζεν ἀπὸ ἄστρα, καὶ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὴν ἀνταύγειαν τῶν ἄστρων ἐφαίνετο νὰ γυαλίζῃ τὸ πέλαγος φρῖσσον, καὶ ἡ ἀκτὴ τοῦ Κουρούπη ἄσπριζεν ἀπέναντι, μελαγχολική, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐχόρευον οἱ νεράιδες τὸ μεσημέρι, ἐνῷ τὴν νύκτα ἔπιπτον μετὰ κρότου οἱ λίθοι, τοὺς ὁποίους ἐκύλιον τὰ δαιμόνια, φυγαδεύοντα τοὺς τολμῶντας νὰ πλησιάσουν εἰς τὴν βρύσιν ἁλιεῖς… Ζέφυρος λεπτός, εὐώδης, δρόσος ζωηφόρος ἔπνεεν. Ὁ Φάλκος ᾐσθάνετο κάτι ὡς ἐλαφρότητα, ὡς διάθεσιν πρὸς πτῆσιν, τὴν ὁποίαν ποτὲ δὲν εἶχε δοκιμάσει εἰς τὸ χωρίον του, ὅταν ἐκυλίετο μέσα εἰς τὰ ποτόκια* καὶ τ᾽ αὐλάκια τῶν λιθοστρώτων στενῶν δρομίσκων, παίζων ὁμοῦ μὲ τ᾽ ἄλλα παιδία.
Ἀνάμεσα εἰς τὸν ρόχθον ἐκεῖνον τῶν θαλασσῶν, ξεχώριζε κάτι ὡς δοῦπος, ὡς κτύπος σφύρας, μονότονον καὶ ρυθμικόν, ἐπίμονον ὅπως τὸ ᾆσμα τοῦ τέττιγος καὶ τὸ λάλημα τῶν στρουθίων. Ὁ Φάλκος, ὅσον καὶ ἂν ἐβασάνιζε τὸν νοῦν του, δὲν ἐνόει τί πρᾶγμα ἦτον ὁ συνεχὴς ἐκεῖνος κρότος.
Ἀνυπόμονος ἐπανῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν διὰ νὰ ἐρωτήσῃ τὴν μητέρα του. Τὴν ἔσεισε διὰ νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ.
― Μητέρα, τί πρᾶμα εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ κάνει τὰκ τάκ, στὴ θάλασσα, κάτω; Μὴν εἶναι κανένα στοιχειό;
Ἡ Μαχὼ ἐσάλευσεν, ἔτριψε τὰ μάτια της καὶ εἶπεν:
― Εἶν᾽ ὁ Καλαφάτης, παιδί μου.
Κ᾽ ἔκαμε νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν.
― Καὶ τί πρᾶμα εἶν᾽ ὁ Καλαφάτης; ἐπανέλαβεν ὁ Φάλκος.
Ἡ Μαχὼ ἐχασμήθη, ἔκλεισε τὰ μάτια, καὶ δὲν ἀπήντησεν. Ὁ Φάλκος ἐπέμεινε.
― Πές μου, μητέρα, τί εἶν᾽ ὁ Καλαφάτης; εἶπε σείων τὸν ὦμον τῆς κοιμωμένης.
― Ὁ Καλαφάτης, εἶπε μετὰ κόπου ἡ Μαχώ, εἶναι μιὰ ξέρα κάτω στὸ γιαλό, ποὺ τὴν λὲν ἔτσι… Κοιμήσου, παιδί μου.
Ἡ Μαχὼ δὲν εἶχεν ἐννοήσει ὅτι ὁ υἱός της ἔλειπεν ἀπὸ πλησίον της, καὶ ὅτι εἶχεν ἐπανέλθει τώρα ἔξωθεν. Ἐνόμισεν ὅτι, πλαγιασμένος πλησίον της εἶχεν ἀκούσει τὸν κρότον τῆς ὑφάλου.
Πάραυτα ἀφοῦ εἶπε τὸ «Κοιμήσου, παιδί μου» ἀπεκοιμήθη πάλιν, ὁ δὲ Φάλκος καὶ πάλιν ἔσπευσε νὰ ἐξέλθῃ.
Μεσονύκτιον ἦτον ἤδη, καὶ ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει πρὸ πολλοῦ. Ὁ Φάλκος, ὅταν ἐξῆλθε τὸ δεύτερον ἔξω, ἔρριψε ξύλα εἰς τὴν φωτιάν, διὰ νὰ μὴ σβήσῃ, ἐπειδὴ μεγάλως τὸν ἔτερπε καὶ τὸν ἐγοήτευε τὸ πῦρ, εἰς τὴν σιγὴν καὶ τὴν γαλήνην τῆς νυκτός, εἰς τὸ μέσον τῶν ἐρειπίων.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ὁ Φάλκος ἤκουσε λάλημα πετεινοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν ἐφαίνετο νὰ εἶναι ἀπὸ πολὺ πλησίον, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ μακρόθεν. Ἂν δὲν ἔπλεε καμμία βρατσέρα ἢ καμμία γολετίτσα τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸ πέλαγος, ὀλίγον ἀνοικτὰ ἀπὸ τὴν ἀκτήν, ἡ ὁποία θὰ ἔτυχε νὰ ἔχῃ ὀρνιθῶνα εἰς τὸ κατάστρωμά της, τὸ λάλημα πιθανὸν νὰ ἤρχετο ἀπὸ τὸ καλύβι μιᾶς ποιμενίδος, τῆς Κοκκινίτσας λεγομένης, τὸ ὁποῖον δὲν ἀπεῖχε πολύ, εὑρισκόμενον ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀντικρύζον μὲ τὸ Ἔρημον Χωρίον.
Ὁ Φάλκος ἐνθυμήθη τὰς διηγήσεις τῶν παιδίων, τὰς παραδόσεις ὅσας εἶχον παραλάβει ἀπὸ τὰς γραίας προμήτορας σχετικῶς μὲ τὰ «ζῴδια» τῶν οἰκιῶν, τὰ ἐμφανιζόμενα κάποτε τὴν νύκτα.
Τότε, ἂν καὶ ἡ μάμμη του τὸν εἶχε βεβαιώσει ὅτι τὰ ζῴδια ταῦτα δὲν ἠδύναντο νὰ βλάψουν, ᾐσθάνθη ἀληθῆ τρόμον, ἔτρεξεν, εἰσῆλθεν εἰς τὴν θύραν ἔσωθεν, ἔκαμε τὸν σταυρόν 〈του〉 κ᾽ ἐπλάγιασε πλησίον τῆς μητρός του.
― Μητέρα, εἶπεν ἔντρομος· ἄκουσα ἕναν πετεινό… εἶναι τὸ ζῴδιο τοῦ σπιτιοῦ μας!
Ἡ μήτηρ του δὲν ἀπεκρίθη, ἐκοιμᾶτο βαθιά.
― Πές μου, μητέρα, ἐπανέλαβεν ὁ Φάλκος, σείων αὐτὴν διὰ νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ ―ἐπειδὴ ᾐσθάνετο τώρα μεγαλυτέραν ἀνάγκην συντροφιᾶς, καὶ πρὸ πάντων τῆς ἀνθρωπίνης ὁμιλίας― πές μου, τί πρᾶμα εἶχαν σφάξει ὅταν τὸ ἔχτισαν αὐτὸ τὸ σπιτάκι; Δὲν ἔσφαξαν πετεινό;
Ἡ Μαχὼ ἐξύπνησε, καὶ ἀνεσηκώθη ἐπὶ τῆς μαλλίνης τσέργας*, ἐφ᾽ ἧς ἦτο πλαγιασμένη.
― Τί ἔχεις, παιδί μου, καὶ δὲν κοιμᾶσαι; εἶπε. Δὲν ἔχεις ὕπνο;
― Ὄχι, ὄχι… εἶπεν ὁ Φάλκος. Ἄκουσα ἕναν πετεινό.
― Ποῦ τὸν ἄκουσες;
―Ἐδῶ ἔξω.
― Στὸ καλύβι τῆς Κοκκινίτσας θὰ λάλησε… Ἔχει ἕνα σωρὸ πετεινάρια… Θέλεις νὰ σοῦ ἀγοράσω ἕνα αὔριο καὶ νὰ σοῦ τὸ σφάξω τὴν Κυριακή;…
―Ἀκοῦς ἐκεῖ; Μακάρι…
― Καλά, Φαλκάκι μου. Κοιμήσου τώρα, καὶ μεθαύριο, σὰν πᾶμε κάτω, ἐγὼ θὰ σὲ φιλέψω πετεινό…
Τώρα ὁ Φάλκος ᾐσθάνετο νυσταγμόν, τὸν ὁποῖον τὸ πρὶν εἶχε νικήσει ἡ περιέργεια. Καὶ πάλιν θὰ ἐπεθύμει νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ ἐξέλθῃ, πλὴν ἤρχισε νὰ ζαλίζεται καὶ νὰ ναρκοῦται ἀπὸ τὴν ἔφοδον τοῦ ὕπνου. Τοὐναντίον, ἡ μήτηρ του, ἀφοῦ εἶχε μισοχορτάσει τὸν ὕπνον, ἐξενύσταξε, κ᾽ ἔμεινεν ἀνακαθισμένη καὶ συλλογισμένη, σιμὰ εἰς τὸ προσκέφαλον τοῦ Φάλκου της.
Μετ᾽ ὀλίγον εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ὁ Φάλκος, ἡ δὲ μήτηρ του, καθισμένη καθὼς ἦτον, καὶ στηρίζουσα μὲ τὴν χεῖρα κεκυφυῖαν τὴν κεφαλήν, ἤρχισε νὰ νυστάζῃ πάλιν καὶ νὰ λαγοκοιμᾶται.
Καὶ οἱ δύο μετ᾽ ὀλίγον ἐξύπνησαν ἀπὸ ἕνα κρότον καὶ μίαν ἀλλόκοτον φωνήν.
Ἔξωθεν τῆς θύρας των ἠκούετο ὡσὰν ἕνα μούγκρισμα.
― Μπ! μοῦ! βοῦ! μοῦ! μποῦ! μοῦ!
Ὁ Φάλκος ἀνετινάχθη. Ἡ Μαχὼ ἐξαφνίσθη εἰς τὸν ἐλαφρὸν ὕπνον της.
― Παναγία μου! τί εἶναι;
Εἰς τὴν ἐπιφώνησιν τῆς Μαχῶς, ἀπήντησε καγχασμός, ὅστις ὅμως οὐδόλως καθησύχασε τὴν γυναῖκα.
Πολλὰ φαντάσματα τῆς νυκτός, καθὼς καὶ οἱ νεράιδες τὴν ἡμέραν, εἶχον ἀκουσθῆ κατὰ καιροὺς ὑπὸ πολλῶν νὰ γελοῦν θορυβωδῶς.
Ἀλλ᾽ ὁ Φάλκος, παραδόξως, μέσα εἰς τὸν φόβον του ἐγέλασε.
―Ἂν εἶναι στοιχειό, εἶπε, θὰ μοιάζῃ μὲ τὸν ἐξάδελφό μου τὸν Σταμάτη…
Τῷ ὄντι εἶχεν ἀναγνωρίσει τὴν φωνὴν καὶ τὸν γέλωτα τοῦ ὁμήλικος ἐξαδέλφου του.
― Βρὲ παιδί, παλάβωσες, θὰ τοὺς σκιάξῃς… θὰ κοπῇ τὸ αἷμά τους, ἀπήντησε φωνὴ ἔξωθεν εἰς τὸν ἀκουσθέντα καγχασμόν.
Δεύτερος γέλως ἀντήχησεν, εἶτα δροσερά, νεανικὴ φωνὴ εἶπε:
― Δὲν τὰ φοβοῦμαι τὰ στοιχειὰ ἐγώ, θεια-Μαχώ.
Ὁ Φάλκος ἤνοιξε τὴν θύραν.
Ὁ Σταμάτης ἐφάνη εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν γρια-Φαλκίτσα, τὴν μάμμην του καὶ μάμμην τοῦ Φάλκου, μητέρα δὲ τῆς Μαχῶς.
Ἡ γρια-Φαλκίτσα, κοντὴ καὶ κυρτή, συμμαζωμένη, ἔβλεπε καλὰ τὴν νύκτα, καθὼς ἔκυπτε πρὸς τὴν γῆν, εἶχε γερὰ πόδια, κ᾽ ἐπάτει μὲ βῆμα ἐλαφρόν.
Ὁ Σταμάτης ἀφῆκε κραυγὴν θριάμβου.
― Καλῶς σᾶς ηὕραμε!… Γιὰ χατίρι σας, κόντεψαν νὰ μᾶς φᾶνε τὰ στοιχειά!
Ὁ Φάλκος ἠρώτησε τὴν μάμμην του:
― Ξέρεις νὰ μοῦ πῇς μαννού*, τὸν καιρὸ ποὺ ἔκτιζαν αὐτὸ τὸ σπίτι, τί εἶχαν σφάξει στὰ θεμέλια;… Μὴν ἔσφαξαν πετεινό;… Γιατὶ ἄκουσα ἕναν πετεινὸ νὰ μιλῇ, πολληώρα…
Ἡ γρια-Φαλκίτσα ἀπήντησεν εὐθύμως:
―Ἀκοῦς ἐκεῖ! Τί ἄλλο θὰ ἔσφαξαν ἀπὸ πετεινό, παιδί μου… καλὰ ἐξεφάντωσαν ἐκεῖνοι μὲ τὸν πετεινό, τὸν μικρὸν ἐκεῖνο. Μακάρι νὰ εἴχαμε κ᾽ ἐμεῖς ἕνανε!
― Τώρα τὸν εἶχα μελετήσει, μάννα, καὶ τοῦ ἔταξα τοῦ γυιοῦ μου ἕνα πετεινάρι, εἶπεν ἡ Μαχώ…
― Καὶ τί νὰ μᾶς κάμῃ ἕνα πετεινάρι, θειά, εἶπεν ὁ Σταμάτης, ποὺ ἔχουμε κι ἄλλους δικούς μας κάτω στὸ χωριό; Μισὸ μοναχὰ θέλω ἐγὼ στὸ μερδικό μου…
― Θὰ πάρω δυὸ ἀπ᾽ τὴν Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει νὰ μοῦ δίνῃ, εἶπεν ἡ Μαχώ.
Εὐθὺς τώρα ἡ γρια-Φαλκίτσα ἤρχισε νὰ διηγῆται πῶς καὶ διατί ἦλθε, μαζὶ μὲ τὸν ἔγγονόν της, εἰς τοιαύτην ὥραν.
― …Σὰν εἴδαμε, πλιό, παιδάκι μ᾽, πὼς ἀργήσατε, καὶ καταλάβαμε πὼς ἤθελε κοιμηθῆτε στὸ χωριὸ τὸ δικό μας πλιό, καὶ θὰ ἤσαστε μοναχοί σας, γιατὶ ἡ Διόμαινα καὶ ἡ Μπάλαινα κ᾽ ἡ γειτόνισσά μας τὸ Γηρακὼ εἶχαν φύγει νωρίς, γιατὶ δὲν εἶχαν ἄλλες ἐλιὲς νὰ μαζέψουν, πλιό, κ᾽ ἦρθε τὸ Γηρακώ, ἡ γειτόνισσα, καὶ μᾶς εἶπε πώς, νὰ τό ᾽ξερε, ἤθελε καθίσει στὸ χωριό μας, γιὰ νὰ σᾶς κάμῃ συντροφιά (χωριό της ὠνόμαζεν ἡ γραῖα τὸ παλαιὸν Ἔρημον Χωρίον) καὶ τῆς κακοφάνηκε ποὺ δὲν τό ᾽ξερε, γιὰ νὰ καθίσῃ· σὰν τ᾽ ἄκουσε κι ὁ Σταματάκης, αὐτὸ τὸ ἁιόπαιδο, δὲν ἤθελε νὰ βασταχθῇ, κ᾽ ἐφοβέριζε νὰ κινήσῃ νὰ ᾽ρθῇ στὸ χωριὸ μεσάνυχτα, μοναχός του· σὰν ἐβγῆκε τὸ φεγγάρι, κ᾽ ἐβλέπαμε νὰ περπατοῦμε, πλιό, γιὰ νὰ μὴν κινήσῃ νά ᾽ρθῃ μοναχός του ὁ Σταματάκης, ὁ ἀπόκοτος, κ᾽ ἔχω δυὸ καημούς, καὶ γιὰ τ᾽ ἐσᾶς καὶ γιὰ τ᾽ αὐτόνε, εἶπα κ᾽ ἐγώ, ἂς κινήσουμε νὰ πᾶμε, τώρα ποὺ βγῆκε τὸ φεγγάρι, πλιό… Κ᾽ ἔτσ᾽ ἤρθαμε.
Εἶχαν ἔλθει ψηλὰ ἀπὸ τὴν ράχιν, ἀπὸ τὰ Καλύβια τοῦ βουνοῦ, ὅπου εἶχαν μείνει νὰ διανυκτερεύσουν, ἡ γραῖα κι ὁ ἔγγονός της. Ἀπὸ τὸ πρωὶ εὑρίσκοντο εἰς τὴν μάνδραν, εἰς τὸ βουνόν. Εἶχαν ὑπάγει διὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ δύο βοσκοὺς κολλήγας των ὀλίγα καθυστερούμενα, εἰς μυζῆθρες καὶ τραχανάν, προερχόμενα ἀπὸ ἀντισπόρους καὶ ἀπὸ ἐνοίκια βοσκῶν. Τὸ βράδυ, αἱ τρεῖς γυναῖκες, αἵτινες εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν γειτονιὰν τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ἐπιστρέφουσαι εἰς τὴν πολίχνην ἐπέρασαν ἀπὸ τὰ Καλύβια, καὶ ἡ Φαλκίτσα γνωρίζουσα ὅτι ἡ κόρη της ἡ Μαχὼ εἶχε πρόθεσιν νὰ μείνῃ εἰς τὸ Ἔρμο Χωριὸ τὴν νύκτα ἐκείνην, ἐξηγήθη μὲ τὰς τρεῖς γυναῖκας, αἵτινες ἐξέφρασαν λύπην διότι δὲν τὸ ἤξευραν νὰ μείνουν χάριν συντροφιᾶς. Τότε, σὰν ἐνύκτωσε, ὁ Σταμάτης, τ᾽ ἁγιόπαιδο, καθὼς τὸν ἐπωνόμαζεν ἡ μάμμη του, ἐσήκωσεν ἐπανάστασιν, ἀπαιτῶν νὰ ὑπάγουν ὁμοῦ εἰς τὸ Παλαιὸν Χωρίον, ἄλλως ἠπείλει ὅτι θὰ ἐπήγαινε αὐτὸς ἢ μόνος ἢ μὲ δύο βοσκόπουλα, τὰ ὁποῖα θὰ ὡδήγουν τὰ μικρὰ κοπάδια τους πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο.
Ἡ γραῖα ἐνέδωκε, καὶ ἅμα τῇ ἀνατολῇ τῆς σελήνης ἀνεχώρησαν ὁμοῦ.
Ὁ Σταμάτης τώρα ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὸν ἐξάδελφόν του τὸ πῶς ἐγέλασε τὰ δύο βοσκόπουλα, τὰ ὁποῖα εἶχαν σχεδιάσει νὰ τὸν «σκιάξουν», καὶ ματαιώσας τὰ σχέδιά των, τὰ ἔσκιαξεν αὐτός, ἀντὶ νὰ τὸν σκιάξουν ἐκεῖνα.
― …Τὰ μυρίστηκα ἐγώ, ποὺ ἤθελαν νὰ κρυφτοῦν κάτω στὸ ρέμα, δίπλα στὸ δρόμο μας… τοὺς ἄκουσα ποὺ μουρμούριζαν οἱ δύο τους: «― Βρὲ σὺ Στάθη, καημένε, νά, μὲ τὴν κάπα νὰ στήσῃς ὁλόρθη τὴν κουκούλα, καὶ τὰ μανίκια τῆς κάπας νὰ τὰ σηκώσῃς ψηλά, νὰ φαίνεται σὰ στοιχειό. ― Ποῦ, βρὲ σύ, Γιάννη; τοῦ λέει, ὁ ἄλλος. ― Νά, κάτω, στὰ σκίνια ἐκεῖ… κ᾽ ἐγὼ νὰ κάνω τὸ βοϊδάκι, τάχα, νὰ μουγκρίζω… κι ἀπέκει, σὰ λακήσουν, τοὺς παίρνουμε μὲ τὰ κοτρώνια». Σὰν τά ᾽κουσα, καλά, νὰ σᾶς δείξω ἐγώ!… Λέγω τῆς γριᾶς νὰ καθίσῃ στὴν ἄκρη, νὰ βαστᾷ τὸν ἀνασασμό της, καὶ νὰ μὲ καρτερῇ, κ᾽ ἔφτασα… «― Ποῦ πᾷς; ― Σιώπα!» Παίρνω τὸ μονοπάτι, στὴν πέρα πάντα… Κατὰ τὰ σκίνια αὐτοί, κατὰ τὰ πρινάρια ἐγώ… Τοὺς βλέπω ἀντίκρυ ποὺ παραμόνευαν κρυμμένοι. Μιὰ πετριά· δεύτερη πετριά· κ᾽ ἐχώθηκα στὰ κλαριὰ μέσα… Ξαφνίζονται, γυρίζουν νὰ ἰδοῦν πόθεν ἔρχονται οἱ πετριές, σηκώνομαι, τοὺς βάζω στὸ κοντό, τοὺς ἀρχινῶ μὲ τὰ βράχια… Κατὰ τὰ σκίνια αὐτοί, κατὰ τὰ πρινάρια ἐγώ… Τό ᾽κοψαν κουμπούρι*… κ᾽ ἐλάκησαν, κι ἀκόμα λακοῦν… πίστεψαν πὼς ἦτον στοιχειὸ ποὺ τοὺς κυνήγησε. Τρέχω, ηὗρα τὴ μαννού μου, καὶ τὸ βάλαμε στὰ πόδια γιὰ δῶ. Καὶ νά μας, ἤρθαμε… Ἄ! δὲν φοβοῦμαι τὰ κρούσματα, θεια-Μαχώ!
Κι ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ὁ Σταμάτης τὸ παπαδοπαίδι, τ᾽ ἁγιόπαιδο, ἥρπασε τὴν φλάσκαν τὴν γεμάτην νερόν, καὶ τὴν ἄδειασε σχεδὸν ὅλην διὰ νὰ ξεδιψάσῃ… Εἶτα ἐξηπλώθη πρηνής, παρὰ τὸ κατώφλιον τῆς θύρας, καὶ ἤρχισε νὰ ροχαλίζῃ ἀκόμη πρὶν κοιμηθῇ.
(1903)
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Σαν σήμερα...18 Μαρτίου.

 


Τα σημαντικότερα γεγονότα της 18ης Μαρτίου


1662: Κυκλοφορούν στο Παρίσι οι πρώτες άμαξες - λεωφορεία, με θέσεις για οκτώ καθιστούς επιβάτες.
1844: Ο Όθων ορκίζεται ενώπιον της Συνελεύσεως ως Συνταγματικός Βασιλεύς. Στην ίδια συνεδρίαση, η εθνοσυνέλευση ψηφίζει εκλογικό νόμο, με τον οποίο καθιερώνεται η καθολική ψηφοφορία με κάποιες μείζονες εξαιρέσεις. Αποκλείονται όλοι όσοι δεν διαθέτουν κινητή ή ακίνητη περιουσία και οι γυναίκες.
1900: Ιδρύεται στο Άμστερνταμ η ποδοσφαιρική ομάδα του Άγιαξ.
1902: Ο ιταλός τενόρος Ενρίκο Καρούζο γίνεται ο πρώτος καλλιτέχνης, που η φωνή του αποτυπώνεται σε δίσκο γραμμοφώνου.
1926: Ιδρύεται η Ακαδημία Αθηνών, με πρωτοβουλία του καθηγητή αστρονομίας, Δημήτριου Αιγινήτου.
1938: Φτάνει στον Πειραιά από τη Μασσαλία η καρδιά του αναβιωτή των Ολυμπιακών Αγώνων, Βαρόνου ντε Κουμπερτέν, για να ενταφιαστεί σύμφωνα με την επιθυμία του στην Ολυμπία.
1962: Γαλλία και Αλγερία συμφωνούν να τερματίσουν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Εβιάν λήγει ο Αλγερινός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, που κράτησε επτά χρόνια και κόστισε την ζωή σε 350.000 ανθρώπους.
1967: Το Δεξαμενόπλοιο Torrey Canyon, που μετέφερε περί τους 120.000 τόνους αργό πετρέλαιο, προσάραξε σε ύφαλο ανοικτά της Κορνουάλης. Από τη διαρροή του φορτίου που σημειώθηκε επήλθε η μεγαλύτερη μέχρι τότε περιβαλλοντική καταστροφή στην ιστορία της Αγγλίας. Η πετρελαιοκηλίδα που δημιουργήθηκε, η πρώτη μεγάλη παγκοσμίως, κάλυπτε 270 τετραγωνικά μίλια πλήττοντας 120 μίλια αγγλικής ακτογραμμής και 55 γαλλικής. Τελικά το πλοίο βυθίστηκε κατόπιν βομβαρδισμού από την αγγλική βασιλική αεροπορία στις 30 Μαρτίου.
1989: Στην Αίγυπτο, στην Πυραμίδα του Χέοπα, βρίσκεται μία μούμια 4.400 χρόνων.
1990: Δώδεκα πίνακες αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων γίνονται λεία δύο ληστών, οι οποίοι προσποιούνται τους αστυνομικούς. Οι πίνακες εκλάπησαν από το Μουσείο Ισαβέλλα Στιούαρτ Γκάρντνερ στη Βοστόνη και αποτελούν τη μεγαλύτερη κλοπή της αμερικάνικης ιστορίας.
1991: Ο Χαρίλαος Φλωράκης αποσύρεται από την ηγεσία του Συνασπισμού. Τον διαδέχεται η Μαρία Δαμανάκη.
2001: Εγκαινιάζονται τα τέσσερα πρώτα τμήματα της Αττικής Οδού, που θα συνδέει το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» με την Ελευσίνα.
2012: Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, εκλέγεται πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.

Γεννήσεις

1496 - Μαρία Τυδώρ, βασίλισσα της Γαλλίας
1634 – Μαντάμ ντε Λαφαγέτ, Γαλλίδα συγγραφέας
1690 – Κρίστιαν Γκόλντμπαχ, Γερμανός μαθηματικός
1780 – Μίλος Ομπρένοβιτς, Σέρβος ευγενής και επαναστάτης
1837 – Γκρόβερ Κλίβελαντ, 22ος και 24ος πρόεδρος των Η.Π.Α.
1844 – Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ, Ρώσος συνθέτης
1844 - Μικέλης Άβλιχος, Έλληνας ποιητής
1858 - Ρούντολφ Ντίζελ, γερμανός μηχανικός, εφευρέτης της μηχανής εσωτερικής καύσης που πήρε το όνομά του
1869 – Νέβιλ Τσάμπερλεν, Άγγλος πολιτικός
1874 – Νικολάι Αλεξάντροβιτς Μπερντιάεφ, Ρώσος φιλόσοφος
1903 – Γκαλεάτσο Τσιάνο, Ιταλός πολιτικός
1905 – Ρόμπερτ Ντόνατ, Άγγλος ηθοποιός
1936 – Φρεντερίκ Ντε Κλερκ, Νοτιοαφρικανός πολιτικός
1939 – Γιάννης Μαρκόπουλος, Έλληνας συνθέτης
1945 - Μπόμπι Σόλο, Ιταλός τραγουδιστής
1949 – Όσε Κλέβελαντ, Νορβηγή τραγουδίστρια και πολιτικός
1980 – Σεμπαστιάν Φρέι, Γάλλος ποδοσφαιριστής
1980 – Σοφία Μάιλς, Αγγλίδα ηθοποιός
1989 – Λίλι Κόλινς, Αγγλίδα ηθοποιός

Θάνατοι

978 – Εδουάρδος ο Μάρτυρας, βασιλιάς της Αγγλίας
1227 - Πάπας Ονώριος Γ΄
1314 – Ζακ ντε Μολέ, μέγας μάγιστρος των Ιπποτών του Ναού
1768 - Λώρενς Στερν, Ιρλανδός συγγραφέας
1877 - Έντουαρντ Μπέλτσερ, Βρετανός ναύαρχος
1907 – Μαρσελέν Μπερτελό, Γάλλος χημικός και πολιτικός
1913 – Γεώργιος Α', βασιλιάς της Ελλάδας
1914 - Τζουζέπε Μερκάλι, Ιταλός ηφαιστειολόγος
1936 – Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός της Ελλάδας
1964 - Νόρμπερτ Βίνερ, Αμερικανός μαθηματικός
1993 – Θάνος Κωτσόπουλος, Έλληνας ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης
1996 – Οδυσσέας Ελύτης, Έλληνας ποιητής από το Ηράκλειο της Κρήτης. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979
2008 – Άντονι Μιγκέλα, Άγγλος σκηνοθέτης
2011 – Γουόρεν Κρίστοφερ, Αμερικανός διπλωμάτης και πολιτικός
2012 – Γεώργιος Τουπόου Ε΄, βασιλιάς της Τόνγκα
2012 – Νίκος Βασταρδής, Έλληνας ηθοποιός
http://www.newsbeast.gr
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτή του Αγίου Κυρίλλου του Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.

 


Τη μνήμη του Αγίου Κυρίλλου του Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων τιμά σήμερα, 18 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.

Ο Άγιος Κύριλλος καταγόταν από την Παλαιστίνη και γεννήθηκε πιθανώς το έτος 313 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα.

Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος υπό του Επισκόπου Ιεροσολύμων Μαξίμου του Γ' (333 - 348 μ.Χ.), τον οποίο και διαδέχθηκε στην επισκοπική έδρα κατά τις αρχές του έτους 348 μ.Χ., είτε διότι ο Μάξιμος απομακρύνθηκε από τους αιρετικούς Αρειανούς, είτε διότι πέθανε.

Ο Άγιος αρχικά αδιαφορούσε για τις δογματικές «λεπτολογίες» και απέφευγε επιμελώς τον όρο «ομοούσιος». Γι' αυτό ο Αρειανός Μητροπολίτης Κασαρείας Ακάκιος ενέκρινε την εκλογή του και τον χειροτόνησε Επίσκοπο. Αλλά συνέβη και εδώ, ότι αργότερα και στην περίπτωση του Αγίου Μελετίου, Πατριάρχου Αντιοχείας. Ο Άγιος δεν έμεινε εκτός του κλίματος της εποχής, ως προς τους δογματικούς αγώνες και από τους πρώτους μήνες της αρχιερατείας του αποδείχθηκε με τις περίφημες Κατηχήσεις του, υπερασπιστής των Αποφάσεων και των Όρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου.

Τους αγώνες του Αγίου Κυρίλλου εξήρε και η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του έτους 382 μ.Χ.: «Τής δέ γέ μητρός απασών τών Εκκλησιών, τής εν Ιεροσολύμοις, τόν αιδεσιμώτατον Κύριλλον επίσκοπον είναι γνωρίζομεν. Κανονικώς τέ παρά τών τής επαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καί πλείστα πρός τούς Αρειανούς εν διαφόροις τόποις αθλήσαντα».

Η δογματική τοποθέτηση του Αγίου Κυρίλλου υπήρξε η πρώτη αιτία ρήξεως με τον Επίσκοπο Ακάκιο Καισαρείας, ο οποίος στη συνέχεια ζητούσε διάφορες αφορμές για να καταστρέψει τον Άγιο.

Δεύτερη αιτία ήταν η διαφορά σχετικά με την δικαιοδοσία των δύο εδρών. Ως γνωστό, λόγω καταστροφής της πόλεως των Ιεροσολύμων η εκεί Χριστιανική κοινότητα διασκορπίστηκε, μετά δε την επανοικοδόμηση αυτής οι Χριστιανοί ήταν λίγοι, γι' αυτό σε Μητρόπολη αναδείχθηκε η πρωτεύουσα της Παλαιστίνης, Καισάρεια.

Μετά από λίγο, όταν οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων αυξήθηκαν, η Επισκοπή Ιεροσολύμων ζήτησε αποκατάσταση της παλαιάς αυτής θέσεως. Το 325 μ.Χ. η Α' Οικουμενική Σύνοδος, διά του 7ου Κανόνος αυτής, όριζε να τιμάται ιδιαίτερα κατά τα αρχαία έθιμα ο Επίσκοπος Αιλίας, δηλαδή Ιεροσολύμων, η δε Μητρόπολη Καισαρείας να διατηρεί το οικείο αξίωμα.

Η ασάφεια της διατυπώσεως του Κανόνος προκάλεσε διένεξη μεταξύ του Αγίου Κυρίλλου και του Ακακίου.

Ο τελευταίος ήταν σε πλεονεκτική θέση λόγω της υποστηρίξεως αυτού από τον Αρειανό αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337 - 361 μ.Χ.) και αφού βρήκε πρόφαση κατά του Αγίου Κυρίλλου, ότι σε καιρό λιμού πούλησε ιερά κειμήλια και αναθήματα για να προσφέρει τροφή σε άπορους, καθαίρεσε τον Άγιο διά Συνόδου, η οποία συνήλθε στα Ιεροσόλυμα, το έτος 357 μ.Χ. και τον απομάκρυνε από εκεί.

Ο Άγιος Κύριλλος εξορίσθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας και έγινε δεκτός υπό του εκεί Επισκόπου Σιλβανού, ο οποίος απέρριψε την αξίωση του Ακακίου να διακόψει την επικοινωνία του με τον Άγιο. Ωστόσο ο Άγιος Κύριλλος ζητούσε να διερευνηθεί η υπόθεσή του από μεγαλύτερη Σύνοδο.

Πράγματι, η Σύνοδος η οποία συνήλθε το έτος 359 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα, τον αποκατέστησε και τον αθώωσε, αλλά ο Ακάκιος, αφού κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, ματαίωσε τις αποφάσεις της Συνόδου των Ιεροσολύμων δι' άλλης Συνόδου, η οποία συνήλθε το έτος 360 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και επικύρωσε την καθαίρεση και εξορία του Αγίου Κυρίλλου.

Ο Άγιος Κύριλλος επέστρεψε στην έδρα του, όπως και οι λοιποί εξόριστοι Επίσκοποι, το έτος 361 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου, ο οποίος θέλοντας να έχει κοντά του όλους τους εχθρούς του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, ανακάλεσε τους εξόριστους Αρχιερείς.

Ο Άγιος αισθανόταν την ανάγκη να επιδοθεί στη διαποίμανση του ποιμνίου του. Αλλά μετά τον θάνατο του Ιουλιανού του Παραβάτου, στις 26 Ιουλίου 363 μ.Χ., εξορίσθηκε και πάλι από τον αυτοκράτορα Ουάλη (364 - 378 μ.Χ.) για ένδεκα χρόνια και επανήλθε στα Ιεροσόλυμα μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, το έτος 378 μ.Χ.

Ο Άγιος Κύριλλος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 387 μ.Χ.

Το κύριο έργο του είναι οι Κατηχήσεις (23 στο σύνολο), οι οποίες εκφωνήθηκαν κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Διακαινησίμου εβδομάδας του έτους 348 μ.Χ. στη βασιλική της Αναστάσεως.

Σκοπός των Κατηχήσεων ήταν αφ' ενός μεν η εισαγωγή των Κατηχουμένων στις θεμελιώδεις διδασκαλίες της πίστεως και του ηθικού βίου των Χριστιανών, αφ' ετέρου δε η φανέρωση των Μυστηρίων της Εκκλησίας στους Νεοβαπτισθέντες. Η αξία των Κατηχήσεων του Αγίου Κυρίλλου είναι ανυπολόγιστη.

Κανένα έργο προ αυτού δεν εμφανίζει με τόση παραστατικότητα σχεδόν όλο το τελετουργικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς και το μυστηριακό και αγιαστικό σύστημα με τόση καταπληκτική ομοιότητα προς τα μέχρι σήμερα τελούμενα στο ναό, ώστε δικαιολογημένα να θεωρούμε ότι οι Κατηχήσεις του Αγίου Κυρίλλου αποτελούν έκτυπη αναπαράσταση και στην πράξη διατήρηση αυτής της ίδιας της Αποστολικής Τελετουργικής Παραδόσεως.

Απολυτίκιο:

Ήχος γ'. Την ωραιότητα.Στολήν την ένθεον, αμφιεσάμενος, στύλος ολόφωτος, ώφθης της πίστεως, των Αποστόλων εν Σιών την χάριν κεκληρωμένος, όθεν ενδιέπρεψας, ευσέβειας τοις δόγμασι, και πιστώς εσκόρπισας, της σοφίας το τάλαντον. Καί νυν υπέρ ημών εκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ιεράρχα.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Αυγερινός Βοϊου... Πρόγραμμα Εορτασμού 25ης Μαρτίου.


 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

17/03/2025 - ΜΕΓΑΛΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ


 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτάζοντες την 18ην του μηνός Μαρτίου

 Εορτάζοντες την  18ην του μηνός Μαρτίου


 

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΡΟΦΙΜΟΣ και ΕΥΚΑΡΠΙΩΝ

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΥΡΙΟΙ (10.000) ΜΑΡΤΥΡΕΣ

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΑΝΙΑΣ ο Θαυματουργός

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΕDWARD  (Άγγλος)

 

 

Αναλυτικά

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων
Ό Κύριλλος αποτελεί μια από τις λαμπρότερες φυσιογνωμίες των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας. Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ, περίπου το 312-315. Το 334 έγινε διάκονος και τον επόμενο χρόνο ο Μάξιμος, επίσκοπος Ιεροσολύμων, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. ο Κύριλλος από τότε διαπρέπει για τις θεολογικές του γνώσεις και τον ορθόδοξο ζήλο του. Γι΄ αυτό και του ανατίθεται στην επισκοπή Ιεροσολύμων να κηρύττει το θείο λόγο και να διδάσκει τους κατηχουμένους. Το 351 ο Μάξιμος πεθαίνει και τότε ο Θεός αξιώνει τον Κύριλλο να χειροτονηθεί επίσκοπος Ιεροσολύμων. Αυτός, όμως, δεν αναπαύεται στις δάφνες του. Άλλα πολλαπλασιάζει τους κόπους του για την Εκκλησία. Και αναδεικνύεται ποιμήν και διδάσκαλος "προς καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οίκοδομήν του σώματος του Χριστού"1. Δηλαδή, με σκοπό να καταρτίζονται οι χριστιανοί και να επιτελείται έργο διακονίας, πού οικοδομεί το σώμα του Χριστού. ο Κύριλλος τρεις φορές έξορίσθηκε (το 357, 360 και 367) για το ορθόδοξο φρόνημα του και υπέστη πολλές κακοπάθειες (από τους άρειανίζοντες αυτοκράτορες Κωνστάντιο και Ούάλη). Το 386 πεθαίνει, αφήνοντας πίσω του μια ακμάζουσα Εκκλησία Ιεροσολύμων. Επίσης, πολλά θεολογικά συγγράμματα, πού το κυριότερο είναι οι 23 λεγόμενες κατηχήσεις.
1. πρός'Εφεσίους, δ' 12.


Απολυτίκιο. Ήχος γ'. Την ωραιότητα.
Στολήν την ένθεον, άμφιεσάμενος, στύλος ολόφωτος, ώφθης της πίστεως, των Αποστόλων εν Σιών την χάριν κεκληρωμένος· όθεν ένδιέπρεψας, ευσέβειας τοις δόγμασι, και πιστώς έσκόρπισας, της σοφίας το τάλαντον. Και νυν υπέρ ημών έκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ίεράρχα.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΡΟΦΙΜΟΣ και ΕΥΚΑΡΠΙΩΝ
Ήταν στρατιώτες και οι δύο στη Νικομήδεια και έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανου. Ειδωλολάτρες στην αρχή, εδίωκαν σκληρά τους χριστιανούς, συνέπρατταν μάλιστα στις φυλακίσεις και τους βασανισμούς τους. Άλλ' ο Χριστός έκανε το θαύμα του και επί των διωκτών αυτών. Ή χάρη Του άνοιξε τα μάτια τους και τους έφερε στην πίστη Του. Ένθερμοι δε τώρα χριστιανοί και κήρυκες του Λυτρωτή τους, διαλαλούσαν ελεύθερα το όνομα Του και προσπαθούσαν να πολλαπλασιάζουν τις φάλαγγες των οπαδών Του. Όταν καταγγέλθηκαν στη  Νικομήδεια, έμειναν σταθεροί στην ομολογία τους και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στην αρχή έσχισαν τις σάρκες τους με σιδερένια όργανα, και κατόπιν τους θανάτωσαν αφού τους έριξαν μέσα σε αναμμένο καμίνι.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΥΡΙΟΙ (10.000) ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Μαρτύρησαν δια ξίφους, Ίσως στη Νικομήδεια.


Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΑΝΙΑΣ ο Θαυματουργός
Ή μνήμη του αναγράφεται στο Λαυριωτικό Κώδικα Ι 70. Από μικρό παιδί ο όσιος Άνανίας αφιέρωσε τη ζωή του στον ασκητικό μοναχισμό και λόγω της μεγάλης του αρετής ο Θεός τον αξίωσε να θαυτουργή. ο συγκεκριμένος Κώδικας γράφει ότι με την προσευχή του νέκρωσε έναν δράκοντα, επίσης άνέστησε νεκρό άνθρωπο, έβγαλε πολλά δαιμόνια από δαιμονισμένους και αφού προεΐδε και τον θάνατο του, απεβίωσε ειρηνικά.


Ο ΑΓΙΟΣ ΕDWARD  (Άγγλος)
Λεπτομέρειες για τη ζωή αυτού του αγίου της Όρθοδοξίας, μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο "ΟΙ "Αγιοι των Βρεττανικών Νήσων", του Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, επισκόπου Τελμησσοϋ, Αθήναι 1985.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Τρίτη 18/3

 

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Τρίτη 18/3

Την Τρίτη 18 Μαρτίου 2025 αναμένονται βροχές και χιονοπτώσεις. Άνεμοι έως 7 μποφόρ στο Αιγαίο. Πτώση της θερμοκρασίας.

Πιο αναλυτικά, αρχικά αναμένονται βροχοπτώσεις στα δυτικά και βόρεια ενώ χιονοπτώσεις θα σημειωθούν κατά τόπους στη Δυτική Μακεδονία και στα ορεινά της Θράκης και της Μακεδονίας. Από το μεσημέρι οι βροχές θα επεκταθούν στα υπόλοιπα ηπειρωτικά και στο Βόρειο Αιγαίο. Από τις πρώτες βραδινές ώρες βροχοπτώσεις θα σημειωθούν κατά τόπους σε Μακεδονία, Θεσσαλία, Ανατολική Στερεά, Ανατολική Πελοπόννησο και Αιγαίο. Χιονοπτώσεις αναμένονται στη Θράκη καθώς σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας και στα ορεινά της Θεσσαλίας, της Ανατολικής Στερεάς και της Βορειοανατολικής Πελοποννήσου.

Η θερμοκρασία στη Δυτική Μακεδονία θα κυμανθεί από -2 έως 7 βαθμούς Κελσίου, στην υπόλοιπη Μακεδονία και στη Θράκη από 2 έως 12, στη Θεσσαλία από 3 έως 12, στην Ήπειρο από 1 έως 15, στη Δυτική Στερεά από 5 έως 15, στην υπόλοιπη Στερεά από 4 έως 17, στην Πελοπόννησο από 5 έως 17, στα νησιά του Ιονίου από 6 έως 15, στα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου από 4 έως 16, στις Κυκλάδες από 9 έως 17, στα Δωδεκάνησα από 14 έως 19 και στην Κρήτη από 11 έως 19 βαθμούς Κελσίου. Σημειώνεται ότι η ελάχιστη σε Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, Ήπειρο, Ανατολική Στερεά και Βόρειο Αιγαίο αναμένεται προς το τέλος του εικοσιτετραώρου.

Οι άνεμοι στο Βόρειο Αιγαίο θα πνέουν αρχικά από βορειοδυτικές διευθύνσεις 3 έως 5 μποφόρ, σταδιακά όμως έως το απόγευμα, θα στραφούν σε βορειοανατολικούς 5 έως 7 μποφόρ. Στο Κεντρικό Αιγαίο οι άνεμοι θα πνέουν αρχικά από βορειοδυτικές διευθύνσεις 3 έως 5 μποφόρ όμως από το μεσημέρι θα στραφούν σε βόρειους ίδιας έντασης. Στο Νότιο Αιγαίο οι άνεμοι θα πνέουν από βορειοδυτικές διευθύνσεις 3 έως 5 μποφόρ όμως από το μεσημέρι θα γίνουν δυτικοί ίδιας έντασης. Στο Ιόνιο οι άνεμοι θα πνέουν αρχικά από μεταβαλλόμενες διευθύνσεις 2 έως 4 μποφόρ όμως από το πρωί θα γίνουν βορειοδυτικοί 3 έως 5 μποφόρ και από το απόγευμα 4 έως 6 μποφόρ.

Στην Αττική αναμένονται νεφώσεις από το μεσημέρι ενώ από το απόγευμα θα σημειωθούν βροχοπτώσεις. Οι άνεμοι θα πνέουν από βόρειες διευθύνσεις 2 έως 4 μποφόρ και από το απόγευμα 3 έως 5 μποφόρ. Η θερμοκρασία στο κέντρο των Αθηνών θα κυμανθεί από 9 έως 17 βαθμούς Κελσίου με την ελάχιστη να αναμένεται προς το τέλος του εικοσιτετραώρου.

Στον νομό Θεσσαλονίκης αναμένονται νεφώσεις από το πρωί ενώ βροχοπτώσεις θα σημειωθούν από το μεσημέρι. Από τις πρώτες βραδινές ώρες θα εκδηλωθούν χιονοπτώσεις στα ορεινά αλλά και σε ημιορεινές περιοχές. Οι άνεμοι θα πνέουν από βορειοδυτικές διευθύνσεις 2 έως 4 μποφόρ όμως από το απόγευμα θα στραφούν σε ανατολικούς ίδιας έντασης. Η θερμοκρασία στο κέντρο της Θεσσαλονίκης θα κυμανθεί από 5 έως 11 βαθμούς Κελσίου με την ελάχιστη να αναμένεται προς το τέλος του εικοσιτετραώρου.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Τσοτύλι... Πρόγραμμα Εκδηλώσεων 25ης Μαρτίου.



 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Ὁ Κακόμης

 


Μικρά διηγήματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ἀνάμεσα εἰς τοὺς βαστάζους τῆς μικρᾶς παραθαλασσίας πόλεως, τὰ πρωτεῖα εἶχεν ἀξίως ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης. Ὅλοι τὸν ἀνεγνώριζαν ὡς «χαμάλμπασην»*. Ἐσήκωνεν, ὡς ἔλεγον, περὶ τὰς ἑκατὸν πενῆντα ὀκάδας. Ἦτο κυρτὸς ἐκ σωματικῆς κατασκευῆς, κυρτότερος δὲ εἶχε γίνει ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα. Ἔκυπτε διὰ νὰ τὸν φορτώσουν, κ᾽ ἔλεγε: «ὅσο νὰ μοῦ φορτώσουν τὸ τσουβάλι μιά· τώρα πάει μοναχό του».
Διηγεῖτο εἰς τοὺς ἄλλους συναδέλφους του ὅτι, μεταξὺ ὅλων τῶν φορτηγῶν ζῴων, ἡ καμήλα ἔχει τὸ μέγα χάρισμα νὰ γονατίζῃ ἕως ὅτου τὴν φορτώσουν, ὕστερον, φορτωμένη, νὰ σηκώνεται καὶ νὰ βαδίζῃ.
Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἄλλο χάρισμα ἔχει ἡ καμήλα· νὰ μένῃ νηστικὴ πολλὰς ἡμέρας κατὰ τὴν πορείαν, δροσιζομένη ἐσωτερικῶς ἀπὸ τὴν τηκομένην πιμελὴν τῆς ἰδίας καμπούρας της. Εἶχεν ἰδεῖ πολλὰς καμήλους ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης, ἐπειδὴ εἶχε διατρίψει καιρόν τινα εἰς τὴν Αἴγυπτον· καὶ ὄχι μόνον εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλα μέρη εἶχε διατρίψει, ὅπως εἰς τὴν Σμύρνην, τὴν Σαλονίκην, σιμὰ εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ εἰς τὴν Ντούνα πάνω (τὸν Δούναβιν), ὅπως ἔλεγεν. Ἦτο σχεδὸν κοσμογυρισμένος.
Ἤξευρε ξένας γλώσσας. Ὄχι μόνον τουρκικά, ἀλλ᾽ ἀράπικα, βλάχικα, κ᾽ ἑβραίικα. Ἤξευρε «τσίτσι φάτσι; γκίνε»*, καὶ «ἄλτρος κάβος κονταρέμους»* καὶ «γιά τάλε γιά μαξούρα»* καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλοι οἱ συνάδελφοί του τὸν εἶχον ὡς σοφόν.
Ἦτον πράγματι ἀπὸ οἰκογένειαν τοῦ τόπου, εἶχε μάθει γραμματάκια, καὶ εἶχε ξενιτευθῆ. Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα, ὅλοι ἐνόμισαν ὅτι ἐπ᾽ ὀλίγον θὰ ἔμενεν ἐκεῖ, ἤ, ἂν ἔμενε, θὰ εἶχε φέρει τίποτε οἰκονομίας, καὶ θὰ ἤνοιγεν ἴσως κανένα μαγαζάκι.
Ἀλλ᾽ ἔξαφνα, μίαν πρωίαν, τὸν εἶδαν νὰ στέκῃ εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, σιμὰ εἰς τὸν τόπον τῶν δημοπρασιῶν, φέρων τὴν χαμαλίκαν καὶ μικρὸν κουβαριασμένον σχοινίον.
― Τί τρέχει, Ἀποστόλη;… Ἀποφάσισες νὰ γίνῃς χαμάλης;
― Αὐτὸ εἶναι τὸ πλέον ἐλεύθερον ἐπάγγελμα, ἀπήντησεν ὁ Κακόμης· ἄλλο καλύτερο δὲν ηὗρα.
*
* *
Τῷ ὄντι! Ἀφοῦ ἐκουβάλα τὸ πρωὶ ὅσα σακκία ἀλεύρου ἢ ὀσπρίων ἦσαν διὰ κουβάλημα ἢ ἄλλο ἐμπόρευμα ὁποιονδήποτε, κ᾽ ἔπαιρνε τὸν κόπον του, «μὲ τὴν στράτα» ἢ «ξεκοπή», κατὰ τὴν συμφωνίαν, ἔμβαινεν εἰς τοῦ Ἀλέξη τοῦ Γατζίνου τὸ καφενεδάκι, ἔπινε τὴν μαστίχαν του, ἔπιανεν ἕνα μικρὸν καυγὰν μὲ τὸν Ἀλέξην, ὅστις ἦτο παράξενος, καὶ συνήθιζε νὰ τὸν πειράζῃ:
―Ἐσέν᾽ αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα σοῦ ἔπρεπε· μόνον γιὰ χαμάλης ἤσουν ἱκανός.
―Ἐσὺ δὲν ἤσουν γιὰ τίποτε, ἀπήντα γελῶν ὁ Ἀποστόλης, πόσῳ μᾶλλον γιὰ χαμάλης!
Εἶτα εὐθὺς ἔβγαινεν ἀπὸ τὴν ἐπάνω πόρταν τοῦ μαγαζιοῦ τὴν πρὸς τὸν μαχαλάν, διήρχετο τὸν λιθόστρωτον δρομίσκον κ᾽ ἔφθανεν εἰς τὸν φοῦρνον τοῦ μπαρμπα-Μάρκου τοῦ Βούργαρη. Ἐκεῖ εἶχε βαλμένον πάντοτε τὸ τακτικό του γιουβέτσι τῆς ἡμέρας, τὸ ὁποῖον ἦτο ἕτοιμον περὶ τὰς δώδεκα τῆς μεσημβρίας.
Ἐστρώνετο ἐπάνω εἰς τὸν σοφὰν* σταυροπόδι, σιμὰ στὸ «κεπένι»* τοῦ φούρνου, ἔπαιρνε μισὸ ψωμί, ἤ, κατὰ προτίμησιν, δύο λαγάνες, ἔτρωγεν ὅλον τὸ γιουβέτσι, ἔπινε μισὴν ὀκὰν κρασί, καὶ «τὸ ἔπαιρνε δίπλα»*, ἢ ἐπάνω εἰς τὸν σοφὰν τοῦ φούρνου ἢ εἰς τὴν μπαγκέταν τῆς γειτονικῆς ταβέρνας, κ᾽ ἐρροχάλιζε πολὺ γοερά, ἐπὶ δύο ὥρας καὶ μισήν, τὸ θέρος, ἢ μόνον ἐπὶ μίαν ὥραν, τὸν χειμῶνα.
Ἐξυπνοῦσε μὲ τὴν ἄνεσίν του, παρήγγελλε καφέ, τὸν ἔπινεν, ἐκάπνιζεν ἐνίοτε ἕνα τσιγαράκι, ἂν τοῦ ἐπρόσφερέ τις, σπανιώτερον κανένα ναργιλέ, ἐσηκώνετο μὲ ρᾳστώνην, ἔφερνε δύο βόλτες εἰς τὴν ἀγοράν, ἐπήγαινεν ὅπου τὸν ἐζητοῦσαν διὰ νὰ κουβαλήσῃ πάλιν ὀλίγα τσουβάλια, εἰργάζετο τὸ πολὺ δύο ὥρας τὸ ἀπόγευμα.
Ἂν τοῦ ἐπαρουσιάζετο τότε καμμιὰ δουλειά, ἡ ὁποία νὰ μὴν τοῦ φαινόταν πολὺ κατεπείγουσα, ὅπως π.χ. κουβάλημα καὶ πλύσιμον βαρελιῶν εἰς τὴν θάλασσαν, ἐφώναζεν εἰς τὸν ἐργοδότην:
―Ἀφῆστε, αὔριο! Εἶναι κι αὔριο μέρα.
Ἐπετοῦσε τότε τὴν χαμαλίκα, τὸ σχοινί του, ἀφοῦ ἔπαιρνε τὰς ὀλίγας δεκάρας διὰ τὴν ἐργασίαν τὴν ἀπογευματινήν, καὶ διηυθύνετο ἀπὸ ἕνα δρόμον πολὺ πλάγιον, πρὸς τὴν Ἐπάνω Ἐνορίαν, καὶ σιγὰ-σιγὰ ἔφθανεν εἰς κανένα κατώγι, ὅπου ἐκρασοπουλοῦσαν, εἰς τοὺς μαχαλάδες. Διότι πολλοὶ μικροαμπελοκτήμονες, μὴ συμφωνοῦντες μὲ τοὺς ἐγχωρίους μπακάληδες νὰ δίδουν χονδρικῶς τὸ κρασί των, ἄνοιγαν τὸ βαρέλι καὶ τὸ ἐλιανοπωλοῦσαν, ἢ τὸ «ἐμοσχοπωλοῦσαν», κατ᾽ οἶκον.
Πολὺ συχνὰ συνέβαινε νὰ εἶναι γυναίκα ἡ πωλήτρια, καὶ κάποτε μάλιστα νὰ εἶναι καμμία νεαρὰ χήρα «ποὺ νὰ γυαλίζῃ» ― τότε ἡ ἐξόδευσις τοῦ κρασιοῦ ἐγίνετο ταχυτέρα, καὶ ἡ συρροὴ τῶν οἰνοποτῶν, μάλιστα κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ ἑορτάς, πολὺ μεγαλυτέρα εἰς τὸ κατώγι ἤ ἔξωθεν τῆς θύρας. Οἱ θαμῶνες ἐκάθηντο ἐπὶ πενιχρῶν σκαμνίων ἢ ἐπὶ πεζούλας ἐκ λίθων, κ᾽ ἐκουτσόπιναν καὶ ἐλιανοτραγουδοῦσαν.
Τοιαῦτα κατώγεια ποτὲ δὲν ἔλειπαν νὰ εἶναι ἀνοικτὰ κατὰ καιρούς, καὶ μάλιστα τὸν χειμῶνα. Ὁ Ἀποστόλης τὰ ἐγνώριζεν ὅλα, καὶ ἦτον ὁ πρῶτος ποὺ ἐδοκίμαζε τὸ εὐῶδες, γνήσιον κρασί, ἐπειδὴ πολλάκις ἔκαμνε τὸν διαλαλητὴν ὁ ἴδιος, κ᾽ ἐκήρυττεν ἀνὰ τοὺς διαφόρους μαχαλάδες ποῖος ἄνοιξε καλὸ κρασί, ποῖος ἔφερε φασόλια ἢ κρομμύδια εἰς τὴν ἀποβάθραν καὶ πὼς «Στὴν ἀσκάλα φέρανε ἀλεύρι καλό, ἕνα μουσαφίρικο καΐκι… Ἰδοὺ καὶ ἡ μόστρα» κλπ.
Ἐκεῖ λοιπὸν κατηύθυνε τὸ βῆμά του ὁ Ἀποστόλης, κι ἔπινε. Παρήγγελλε κατ᾽ ἀρχὰς εἰς τὸν οἰνοπώλην ἢ τὴν οἰνοπώλιδα «μισὴ ὀκὰ στὸ ἕνα». Εἶτα συνήθως κατόπιν ἕνα ἑκατοσταράκι. Ἐπλήρωνε τὸ ὅλον εἴκοσι λεπτά, 15 διὰ τὴν μισὴν ὀκάν, καὶ 5 διὰ τὰ ἑκατὸν δράμια, ὁ λογαριασμὸς ἐγίνετο σκαληνός, ἐπειδὴ ἡ ὀκὰ ἐτιμᾶτο συνήθως λεπτῶν 25 ― ἐκάθητο σταυροπόδι, ἢ εἰς τὴν πεζούλαν, ἢ ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ κατωφλίου τῆς ταβέρνας, ἔπινεν ἀργὰ-ἀργά, ἐνετρύφα εἰς τὸ ἄρωμα τοῦ οἴνου, καὶ τὸ ἔφερνεν ἴσα-ἴσα μὲ τὴν ὥραν ποὺ θὰ ἤκουε τὴν καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ. Τότε ἀμέσως ἔκανε τὸν σταυρόν του, ἔπινε τὸ ὑπόλοιπον, κ᾽ ἔφευγεν. Ἐπέρνα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ κολλήσῃ κανένα κερί.
*
* *
Τὸ βράδυ, εἰς τὸ βασίλεμα τοῦ ἡλίου, ἔκαμνε μικρὰν διάχυσιν, συνισταμένην εἰς κοκορέτσι καὶ τίποτε ἄλλο, μαζὶ μὲ τοὺς συναδέλφους του, τοὺς βαστάζους τῆς ἀγορᾶς. Μόλις ἐνύκτωνεν, ὁ Κακόμης ἠγόραζε δεκαπέντε λεπτῶν ψωμὶ καὶ τυρί, ἢ ἐλιὲς καὶ ταραμάν, κατὰ τὴν ἡμέραν, κ᾽ ἐδείπνει εἰς ἕνα τραπέζι μιᾶς ταβέρνας τῆς παραθαλασσίας. Ἐδῶ ἔπινε μόνον ἕνα ἑκατοστάρι κρασὶ ξίκικο ―νερωμένο, νοθευμένο, χωρὶς ἄρωμα― κι ἐπλήρωνε μίαν δεκάραν. Ἦτο πολὺ ἀκριβότερα ἐδῶ.
Κατὰ τὰς νηστησίμους ἡμέρας, ἐπειδὴ τὸ μεσημβρινὸν γιουβέτσι ἦτο σαρακοστιανόν, ἔκαμνεν οἰκονομίαν 30 ἢ 40 λεπτῶν τὴν ἡμέραν. Τὰ ὀλίγα ταῦτα κέρματα ἔδιδε τακτικὰ ὡς συνδρομὴν καὶ εἰς ἄλλα μέρη, δικά του, καὶ συχνὰ εἰς ἕνα Χατζὴν καλούμενον, πρῴην ἀχθοφόρον, ὅστις εἶχε γηράσει πολύ, ἐλεεινός, πάμπτωχος, μὲ πρησμένα τὰ πόδια καὶ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ δουλέψῃ.
*
* *
Ὅταν τὸν ἐπέπληττε κανεὶς διατί νὰ πίνῃ τόσον πολὺ καὶ ἤθελε νὰ τὸν νουθετήσῃ, ὁ Ἀποστόλης ἀπελογεῖτο:
―Ἐλπίζω νὰ μὴ σώσω νὰ γίνω σὰν τὸν Χατζήν!
Καὶ τῷ ὄντι δὲν ἔσωσε. Ὁ Ἀποστόλης ἀπέθανε πεντηκοντούτης. Εἶχε προεξοφλήσει κι αὐτός, ὁ δυστυχής, «τὸ μέλλον του» ― ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι!
Καὶ εἰς αὐτό, καὶ εἰς ἄλλα πράγματα ἀκόμα, δὲν ὡμοίασε μὲ τὸν Χατζήν ― οὔτε μὲ ἄλλον ἕνα συντεχνίτην του Μπαλντογιάννην, περὶ τοῦ ὁποίου ἔλεγε:
―Ἄ! νὰ ἤμουν, τοὐλάχιστον, σὰν τὸν Μπαλντογιάννη, ποὺ ἔχει γυναῖκα καὶ παιδιά, καὶ θὰ ἔχῃ περιποίηση στὰ γηρατεῖά του… Βάλτε μὲ τὸ νοῦ σας. Ἀφοῦ παίρνει κάθε βράδυ μιάμιση ὀκὰ κρασὶ στὸ σπίτι… γιὰ νὰ πιοῦν ὅλοι νὰ μεθύσουν, καὶ νὰ μὴν τοῦ γυρεύουν ψωμί!
Οὗτος, ὁ Μπαλντογιάννης, κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ σταδίου του, ἀντὶ πάσης ἄλλης ἀχθοφορικῆς ἐργασίας, ἐπροτίμησε νὰ κουβαλᾷ νερὸ στὰ σπίτια. Εὕρισκε δέ, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὄχι μικρὰν διασκέδασιν, τὴν ὁποίαν δὲν ἐκρατεῖτο νὰ μὴ μεταδώσῃ καὶ εἰς ἄλλους.
Ὁ Κακόμης, κοντὰ εἰς ἄλλα προτερήματα, ἦτο πρᾷος, ἤρεμος, ἑδραῖος, καὶ ὡς ἄνθρωπος καὶ ὡς βαστάζος. Οὔτε ἔδιδε προσοχὴν εἰς κακογλωσσίας καὶ ρᾳδιουργίας, οὔτε ἠρώτα ποτὲ νὰ μάθῃ πράγματα ἔξω τοῦ κύκλου του, οὔτε τὸν ἔμελε τί κάμνουν οἱ ἄλλοι. Ἀλλ᾽ ὁ ἀρχαῖος συνάδελφός του, ὁ Μπαλντογιάννης, εἰς τὶς γειτονιές, ὅπου ἐπήγαινεν, εἰς τὰ στενὰ σοκάκια, εἰς τὰ προαύλια, εἰς τὰ σπίτια, παντοῦ εἶχε τ᾽ αὐτιά του μαζί του. Ἤκουε πάντοτε μισὲς ὁμιλίες, ἀπεσπασμένα λόγια, οἰκογενειακὰς ἔριδας, καὶ μὲ τὰ τμήματα ταῦτα κατεσκεύαζεν ὁλοκλήρους ἱστορίας, κ᾽ ἐκαυχᾶτο ὅτι γνωρίζει ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς γειτονιᾶς.
«Τὸ Καλὸ τὸ Πηγάδι», ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔπινον κατὰ προτίμησιν ὅλ᾽ οἱ κάτοικοι, κείμενον ἔξω τῆς ἐσχατιᾶς τῆς πόλεως, ἀπεῖχε πολλὰς ἑκατοντάδας βημάτων ἀπὸ πᾶσαν συνοικίαν. Ὅταν ἐπήγαινεν εἰς τὸν δρόμον του, φορτωμένος τὴν πελωρίαν στάμναν, καθ᾽ ὁδὸν ἐγέλα μόνος του, καὶ πολλάκις ὡμίλει μεγαλοφώνως πρὸς ἑαυτόν. Ἦτο γεμᾶτος ἀπὸ νέα τῶν διαφόρων μαχαλάδων, τὰ ὁποῖα δὲν ἠδύνατο νὰ χωνέψῃ.
Ὅταν τὴν ἑσπέραν ἔβλεπε πουθενὰ τὸν παπα-Σταμάτην, τὸν πνευματικόν, βραδέως βαίνοντα, μὲ τὴν ράβδον ὑπὸ μάλης, ἐπιστρέφοντα ἀπὸ τὸν ἑσπερινόν, ἐφώναζε μακρόθεν νὰ τὸν σταματήσῃ:
― Παπά!… παπά!
Ὁ παπα-Σταμάτης ἔστρεφε βλέμμα ὀπίσω.
― Τί εἶναι πάλι, Γιάννη;
― Μά, στάσου, παπά! θὰ σοῦ τὸ πῶ, δὲν μπορῶ… θὰ σοῦ τὸ «ξομολογηθῶ» γιὰ νὰ ξαλαφρώσω τὴ συνείδησή μου.
― Τώρα, μέσα στὸ δρόμο;… Ἔλα στὸ κελλί, βλοημένε, νὰ σὲ ἐξομολογήσω.
― Μὰ δὲ βαστῶ… μήπως γελαστῶ καὶ τὸ πῶ τὸ βράδυ τῆς Ρεβέκκας. Καλύτερα νὰ τὸ πῶ στὴν ἁγιωσύνη σου γιὰ νὰ ξεσκάσω.
Ἐννοοῦσε ὅτι ἦτο φόβος μήπως τὸ διηγηθῇ εἰς τὴν ἰδίαν σύζυγόν του. Ἂν τὸ ἐξωμολογεῖτο εἰς τὸν παπάν, θὰ ἡσύχαζε πλέον καὶ ὁ πειρασμὸς τῆς ἀκριτομυθίας θὰ ἔφευγε.
Καὶ ἀφοῦ ὁ παπὰς ἵστατο παρά τινα γωνίαν τοῦ δρόμου, ὁ Γιάννης, φέρων τὴν στάμναν ἐπ᾽ ὤμου, ἄρχιζε νὰ τοῦ διηγῆται.
― Δὲν ξέρεις τί εἶδα σήμερα στὸν Ἀπάνω Μαχαλᾶ· ἡ τάδε ἐμάλωσε μὲ τὸν ἄνδρα της, κι ἐκεῖνος ἐσήκωσε τὸ χέρι νὰ τὴν χτυπήσῃ… ἐκείνη ἔβαλε τὶς φωνές, κι ἐμαζεύθηκε κόσμος, κι ἔγιν᾽ ἕνα πατιρντί!… Ἦτο νὰ γελάῃ ποὺ δὲ γέλασε.
Ἤ:
― Δὲν ἔμαθες τί ἔγινε σήμερα ἔξω, στ᾽ Ἁλώνια, ἢ ἀπάνω στὰ Γελαδάδικα… ἡ τάδε ἔδιωξε τὸν ἄνδρα της ἀπ᾽ τὸ προικιό της τὸ σπίτι… τὸν ἐκλείδωσε ἀπ᾽ ἔξω, καὶ τοῦ εἶπε νὰ μὴ ξαναπατήσῃ στὸ κατώφλιο…
Ἤ: ἡ γρια-Π. ἔβαλε μαναφούκια* σ᾽ ἕν᾽ ἀνδρόγυνο, κ᾽ εἶναι στὴν ἀκμὴ νὰ χωρίσουν… Τί ἀντροχωρίστρες αὐτὰ τὰ λαδικά*! Ἤ: ὁ γερο-κολασμένος ὁ Φ. γύρεψε νὰ ξεγελάσῃ ἕνα φτωχὸ κορίτσι… κλπ. κλπ.
Εἶτα ὁ Μπαλντογιάννης:
― Αὐτὰ παπά μου, καὶ νὰ ἔχουμε καὶ καλὸ ρώτημα… τώρα, δῶσέ μου τὴν εὐκή σου, καὶ νά ᾽ρθω νὰ μοῦ διαβάσῃς τὴν συγχωρητικὴ εὐκή… νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σου!
― Καληνύχτα, Γιάννη! ἐλπίζω, αὐτὲς θὰ εἶναι οἱ ξένες ἁμαρτίες, οἱ τελευταῖες ποὺ μοῦ λές… ἀποφάσισε καὶ σύ, μιὰ φορά, νὰ πῇς καὶ τὶς δικές σου, καὶ τότε νὰ σοῦ διαβάσω τὴν συγχωρητικὴν εὐχήν.
*
* *
Ἂς ἐπανέλθωμεν εἰς τὸν Ἀποστόλην. Οὗτος, μετὰ τὸ δεῖπνόν του, ἄφηνε τὴν χαμαλίκα του, τὸ σχοινί του, εἰς μίαν ἄκρην, ὑπὸ τὴν παγκέταν τῆς ταβέρνας, κ᾽ ἐπήγαινε νὰ κοιμηθῇ.
Ἐκατοικοῦσε μέσα εἰς ἕνα ἀχούρι ἐντὸς κήπου, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, κοντὰ στ᾽ Ἁλώνια. Ἐπλήρωνεν ἐκεῖ μίαν δραχμὴν ἐνοίκιον τὸν μῆνα εἰς τὸν γερο-Ἄγγουρον, τὸν ἰδιοκτήτην τῆς ἀχυραποθήκης καὶ τοῦ κήπου.
Πρὸ ὀλίγων χρόνων ἀκόμη ἔμενεν εἰς τὸ πατρικόν του χαμόγειον σπιτάκι, τὸ ὁποῖον ἐσώζετο, πλὴν ἐσχάτως τὸ εἶχε δώσει ὡς προῖκα εἰς τὴν ἀδελφήν του, τὴν Χρυσῆν, ὀρφανὴν πατρὸς καὶ μητρός, ὀρφανὸς ὁ ἴδιος, τὴν ὁποίαν εἶχε φροντίσει νὰ ὑπανδρεύσῃ.
Ἦτο ἀδελφὴ πολὺ νεωτέρα αὐτοῦ, ἑτεροθαλής, θυγάτηρ τῆς μητρυιᾶς του, ἡ ὁποία μετρίως εἶχε περιθάλψει τὸν πρόγονόν της. Ὁ Ἀποστόλης ἔδωκεν εἰς τὴν ἀδελφήν του, ὄχι μόνον τὸν μικρὸν οἰκίσκον ἀλλὰ καὶ πεντακοσίας δραχμάς, τὰς ὁποίας εἶχεν ἀπὸ τὶς πλάτες του κυριολεκτικῶς.
Ἐσχάτως ἡ ἀδελφή του, νεαρὰ ἀκόμη, εἶχε ἀποθάνει λεχώ, ἀφήσασα δύο ὀρφανά. Ὁ Ἀποστόλης δὲν ἠδυνήθη νὰ κλαύσῃ.
―Ἄχ! ἄλλη ὀρφάνια πάλι, εἶπε μόνον.
Καὶ ὅ,τι ἠδύνατο, ἐβοηθοῦσε κάπως τὰ τάχιστα τεθέντα ὑπὸ μητρυιὰν ὀρφανὰ τῆς ἀδελφῆς του.
*
* *
Μετὰ ἓν ἔτος ὁ Ἀποστόλης ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἀπέθανε κατὰ Ἰούνιον μῆνα.
Ἡ χαμαλίκα του παραπεταμένη ἐπὶ ἡμέρας ἐκυλίετο παρὰ τὴν γωνίαν τοῦ ἐξοχικοῦ δρόμου, ἔξωθεν τοῦ κήπου τῆς ἀχυραποθήκης.
Τὴν νύκτα τῆς 23ης, ὁπότε ἐξημέρωνε τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Κλήδονα (ἤτοι τὸ Γενέσιον τοῦ Προδρόμου), οἱ μάγκες τῆς γειτονιᾶς, ὀλίγον παρέκει, εἶχαν ἀνάψει μεγάλην φωτιάν, κι ἐπηδοῦσαν ἄνωθεν ταύτης, κατὰ τὸ ἔθος. Ἀφοῦ ἔκαυσαν ὅλα τὰ κλαδιὰ τοῦ «καματηροῦ» (ἤτοι τῶν μεταξοσκωλήκων), ὅσα εἶχον κλέψει οἱ ἴδιοι, καὶ ὅσα τοὺς εἶχον δώσει οἱ γειτόνισσες, καθὼς καὶ τὰ στεφάνια τῆς Πρωτομαγιᾶς μερικῶν οἰκιῶν, καθὼς συνηθίζεται, ἓν ἀπὸ τὰ παιδιὰ εἶδε τὴν χαμαλίκαν, καὶ τὴν ἐκλώτσησε πρὸς τὰ ἐκεῖ.
― Νά, βρὲ παιδιά, ἡ χαμαλίκα τοῦ συχωρεμένου τ᾽ Ἀποστόλη. Καλὴ εἶναι, τί λέτε;
― Μὴν ἔχει βρυκολακιάσει ὁ Ἀποστόλης κ᾽ εἶναι κρυμμένος μέσα, βρὲ παιδιά! εἶπεν ἕνας ἄλλος μάγκας.
― Ἀκόμη καλύτερα! Ρίξτε την στὴν φωτιά, νὰ καῇ ὁ βρυκόλακας!
Ἡ χαμαλίκα, ξεκοιλιασμένη, γεμάτη θρυμματισμένα ἄχυρα, φέρουσα ἐπάνω της ὅλα τὰ ἴχνη τῆς καθημερινῆς ἐπαφῆς μὲ τόσα καὶ τόσα τσουβάλια, καὶ βαρέλια, καὶ μπάλες ἐμπορευμάτων, ἀκόμη καὶ πολλὰ μόρια πίσσης καὶ ρητίνης, ριφθεῖσα εἰς τὸ πῦρ, ἐλαμπάδιασεν ἀμέσως, καὶ ἐπέτα τὰς φλόγας εἰς φοβερὸν ὕψος.
Ὁ πρῶτος μάγκας, ὁ Γιάννης ὁ Φύλακας, ὅπως ἐκαλεῖτο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐπήδησε τολμηρῶς ἐπάνω ἀπὸ τὴν φουντωμένην φωτιὰν τρεῖς φορές, καὶ συγχρόνως τοῦ ἦλθε νὰ φωνάξῃ.
― Θὲ-σχωρέσ᾽ καὶ τὸν καημένον τὸν Ἀποστόλη!
Ὁ δεύτερος μάγκας, ὁ Μῆτσος τὸ Ψάρι, ὅπως τὸν ὠνόμαζαν, διαδεχθεὶς τὸν πρῶτον εἰς τὸ πήδημα ἠθέλησε νὰ παρῳδήσῃ τὴν ἐπιφώνησιν, τὸ «Θὲ-σχωρέσ᾽»· ἔτρεψε τὸ ἀρκτικὸν ὀδοντόφωνον δασὺ εἰς ὁμοιοπνεύματον οὐρανισκόφωνον, σχηματίσας ἀσεβὲς λογοπαίγνιον.
Μόλις ἐξέφερε τὴν φράσιν καὶ κατὰ παράδοξον σύμπτωσιν ἡ μεγάλη φλόγα ἐφούντωσεν ἀκόμη ὑψηλότερα, εἰς στήλην πυρὸς τρομακτικήν. Μικρὸν ἀπόκαυτρον ἐπετάχθη καὶ παραδόξως ἐκόλλησεν εἰς τὰ χείλη τοῦ Μήτσου.
Μόνον ἐπί τινα μόρια δευτερολέπτου ἔμεινεν ἀναμμένον τὸ ἀπόκαυτρον, κολλημένον εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ μάγκα, πρὶν οὗτος κατορθώσῃ νὰ τὸ ἀποπτύσῃ ἢ νὰ τὸ ξεκολλήσῃ μὲ τὴν χεῖρά του. Ἀλλὰ τὸ μικρὸν διάστημα ἤρκεσε διὰ νὰ τοῦ καύσῃ καὶ τὰ χείλη καὶ τὴν γλῶσσαν.
Τὸ γεγονὸς δὲν τὸ εἶδον μόνον τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, αἵτινες καὶ τὸ διηγήθησαν. Ὡς συγκυρία, ἦτο πολὺ παράδοξον.
(1903)
Read more » Διαβάστε Περισσότερα