ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
(Στίχοι τῆς Πρωτομαγιᾶς)
Ἀγάπης καὶ χαρᾶς ἀνέτειλ᾿ ὥρα·
ἀνθοὺς μοσκοβολᾷ καὶ δρόσο στάζει
ἡ φύσις, στὴ μορφιά της ὅλη τώρα,
ποὺ νιότης καὶ ζωῆς γιορτὴ γιορτάζει.
ἀνθοὺς μοσκοβολᾷ καὶ δρόσο στάζει
ἡ φύσις, στὴ μορφιά της ὅλη τώρα,
ποὺ νιότης καὶ ζωῆς γιορτὴ γιορτάζει.
Λαλοῦνε τὰ πουλάκια στὰ κλωνάρια·
νεράιδες φανερὲς στεφάνια πλέκουν·
καὶ τρέχουν κοπελιὲς καὶ παλληκάρια,
κ᾿ οἱ ἔρωτες σιμά τους παραστέκουν.
νεράιδες φανερὲς στεφάνια πλέκουν·
καὶ τρέχουν κοπελιὲς καὶ παλληκάρια,
κ᾿ οἱ ἔρωτες σιμά τους παραστέκουν.
Δὲ μένει σ᾿ ὅλο αὐτὸ τὸ θεῖον ᾆσμα,
στὴν ἁρμονία ὅλη, ἕνα χάσμα.
στὴν ἁρμονία ὅλη, ἕνα χάσμα.
Ἀγάπης καὶ χαρᾶς ἀνέτειλ᾿ ὥρα·
καὶ σύ, χλωμή, ξανθὴ καὶ μαυροφόρα,
τὸ πρόσωπό σου, νεκρικὴ λαμπάδα,
μ᾿ ἐπιταφίου μαρμάρου τὴν ἀσπράδα,
καὶ σύ, χλωμή, ξανθὴ καὶ μαυροφόρα,
τὸ πρόσωπό σου, νεκρικὴ λαμπάδα,
μ᾿ ἐπιταφίου μαρμάρου τὴν ἀσπράδα,
τὸ πρόσωπό σου, κρίνο μαραμμένο,
πῶς ἔφεξε κ᾿ ἐσώθη τὸ θλιμμένο!
Τὰ μάτια σου, μελανογυρισμένα,
βαθιὰ στὸ βοῦρκο λάμπουν βουτημένα.
πῶς ἔφεξε κ᾿ ἐσώθη τὸ θλιμμένο!
Τὰ μάτια σου, μελανογυρισμένα,
βαθιὰ στὸ βοῦρκο λάμπουν βουτημένα.
Δὲν εἶσαι πλιὰ τὸ θεῖο ἐκεῖνο πλάσμα,
κι ἀπόμεινες γλυκὺ κι ὡραῖο φάσμα.
κι ἀπόμεινες γλυκὺ κι ὡραῖο φάσμα.
Ἀγάπης καὶ χαρᾶς ἀνέτειλ᾿ [ἡ] ὥρα·
νεράιδες φανερὲς στεφάνια πλέκουν·
γιὰ σὲ ἡ Πρωτομαγιά ᾿ναι μαυροφόρα
καὶ τὰ λουλούδια λυπημένα στέκουν.
νεράιδες φανερὲς στεφάνια πλέκουν·
γιὰ σὲ ἡ Πρωτομαγιά ᾿ναι μαυροφόρα
καὶ τὰ λουλούδια λυπημένα στέκουν.
Γιὰ σέναν᾿ ἡ ζωὴ φέτος δὲ λάμπει·
ὁ οὐρανὸς ἀπάνω ᾿ναι μολύβι,
θλιμμέν᾿ ἡ γῆ κ᾿ ἐρημικοὶ οἱ κάμποι
κ᾿ ἡ ἄνοιξις τοὺς θησαυρούς της κρύβει.
ὁ οὐρανὸς ἀπάνω ᾿ναι μολύβι,
θλιμμέν᾿ ἡ γῆ κ᾿ ἐρημικοὶ οἱ κάμποι
κ᾿ ἡ ἄνοιξις τοὺς θησαυρούς της κρύβει.
Βοριὰς φυσάει σὰ θλιμμένο ᾆσμα,
τὴ νιότη σου θρηνεῖ, ὡραῖο φάσμα.
τὴ νιότη σου θρηνεῖ, ὡραῖο φάσμα.
Ἀγάπης καὶ χαρᾶς γλυκεῖα ὥρα·
σ᾿ ἐπόνεσ᾿ ἡ ψυχή μου, ὦ μαυροφόρα!
μὴ μὲ κοιτάζῃς πλιά, μὴ μὲ πειράζῃς,
μὲ τὴ ματιά σου πάψε νὰ μὲ σφάζῃς.
σ᾿ ἐπόνεσ᾿ ἡ ψυχή μου, ὦ μαυροφόρα!
μὴ μὲ κοιτάζῃς πλιά, μὴ μὲ πειράζῃς,
μὲ τὴ ματιά σου πάψε νὰ μὲ σφάζῃς.
Κάλλιο εἶχα σκλάβος νά ᾿μουνα σιμά σου
παρὰ νὰ ἐβασίλευα μακριά σου·
δίπλα σου κάλλιο νά ᾿πεφτα στὸ χῶμα
παρὰ ν᾿ ἀνέβω στ᾿ οὐρανοῦ τὸ δῶμα.
παρὰ νὰ ἐβασίλευα μακριά σου·
δίπλα σου κάλλιο νά ᾿πεφτα στὸ χῶμα
παρὰ ν᾿ ἀνέβω στ᾿ οὐρανοῦ τὸ δῶμα.
Ἄχ! ναί, γλυκό μου μαραμμένο πλάσμα·
σ᾿ ἐπόνεσ᾿ ἡ ψυχή μου, ὡραῖο φάσμα!
σ᾿ ἐπόνεσ᾿ ἡ ψυχή μου, ὡραῖο φάσμα!
(1892)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου