Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025

Τα Χριστούγεννα των ορφανών».


  Ο ξανθός επισκέπτης. Η χρονιά του 1943, όπως όλες οι χρονιές της μαύρης Κατοχής, ήταν φρικτή˙ πείνα, αρρώστια και δυστυχία μάστιζαν τον τόπο. Ό,τι καλό είχε ο τόπος το έπαιρναν οι Γερμανοί˙ και ό,τι άφηναν εκείνοι το άρπαζαν οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι.

Μέσα στη γενική αυτή δυστυχία ο Θοδωράκης και η Φανή ήταν ορφανά από πατέρα˙ τον σκότωσαν οι Γερμανοί στην αρχή του ’43, γιατί τον έπιασαν – έλεγαν – σε μια σιδηροδρομική γέφυρα με χειροβομβίδες. Έτσι έμειναν τα δύο παιδιά μόνα στον κόσμο με τη μητέρα τους, μόνα και απροστάτευτα.
Γι’ αυτό η παραμονή της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων βρήκε το φτωχικό σπιτάκι – ένα δωμάτιο όλο όλο – έρημο από πατέρα, απροστάτευτο από μητέρα, άδειο απ’ ό,τι φέρνει τη χαρά.
Τα δύο παιδιά – 10 χρόνων το αγόρι, 8 η κορούλα – έκαναν την προσευχούλα τους και κοιμήθηκαν νηστικά, γιατί το λίγο ψωμάκι του δελτίου το είχαν φάει από το απόγευμα. Ποιός ξέρει τι αχνιστά ψωμιά να έβλεπαν τα καημένα στον ύπνο τους!
Η άμοιρη μητέρα άναψε το καντήλι, γονάτισε κάτω από τα εικονίσματα και παρακάλεσε την Παναγία και το θείο παιδάκι Της, το μικρό Χριστούλη, να λυπηθούν τα ορφανά. Πώς ήρθαν τα εφετινά Χριστούγεννα! Χωρίς τον άνδρα της!… Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της πονεμένης μητέρας, που ξέσπασαν σε θρήνο.
Αλλά ο θρήνος της έφερε κάποιο ελάφρωμα και έτσι αποκοιμήθηκε κι εκείνη. Ώρες πέρασαν και η κυρά Άννα ήταν βυθισμένη στον ύπνο˙ κάποτε, σα σε όνειρο, άκουσε να χτυπούν οι καμπάνες, που καλούσαν τους χριστιανούς στη μεγάλη γιορτή.
Θέλει να σηκωθεί, να τρέξει στην εκκλησία με τα ξυπόλυτα παιδάκια της, αλλά δεν τα καταφέρνει να ξυπνήσει, σα να ήταν ναρκωμένη. Ο κόπος, η αδυναμία και ο πόνος την κρατούν δεμένη με άλυτα δεσμά.
Σε λίγη ώρα πάλι νόμισε, ότι χτύπησαν τη θύρα˙ ήταν όμως τόσο βαρύς ο ύπνος της, που ούτε τώρα την άφηνε να σηκωθεί.
Κάποιος πέρασε μέσα ελαφρά, σα να πατούσε στα νύχια, να μην τους ξυπνήσει. Ποιός τάχα να ήταν;
Ο επισκέπτης προχώρησε δύο τρία βήματα και έβαλε ένα χάρτινο κιβώτιο, ένα μεγάλο κιβώτιο, επάνω στο τραπέζι του σπιτιού. Άπλωσε έπειτα στα δύο παιδάκια τα αγγελικά του χέρια, που είχαν στις παλάμες κάποια παλιά ουλή. Τα χάιδεψε και ένα φως ζωηρό, αλλά απαλό και γλυκό χύθηκε γύρω και φώτισε σα γελαστός, ανοιξιάτικος ήλιος˙ τους χαμογέλασε και ένα άρωμα από ρόδα πλημμύρισε το δωμάτιο.
-Χριστέ μου! Είπε, Σε γνώρισα από τις θείες πληγές Σου!
Και με καρδιά πλημμυρισμένη λαχτάρα και πόθο πετάχτηκε να πέσει στα πόδια Του να τα ασπασθεί, να τα βρέξη με τα δάκρυά της. Αλλά, όταν βρέθηκε ορθή, ο γλυκός και ξανθός Επισκέπτης με τα ουράνια μάτια είχε χαθεί.
Έκανε το σταυρό της και έπειτα έριξε μία ματιά στα παιδιά της˙ η αναπνοούλα των ακουόταν ελαφρά˙ κοιμόνταν ήσυχα ήσυχα, σα σε θείο παράδεισο, ευλογημένα από τα χέρια Εκείνου με την παλιά ουλή.
Όταν όμως το βλέμμα της έπεσε στο τραπέζι, είδε εκεί επάνω ένα κιβώτιο χάρτινο, σαν εκείνο, που άφησε ο θείος Επισκέπτης. Με όλη την αδυναμία της έτρεξε και το πήρε στα χέρια˙ της φάνηκε πολύ βαρύ. Το άνοιξε˙ ώ, το θαύμα! Χίλια δυο καλά.
-Χριστέ μου! Χριστέ μου! Είπε πάλι, και άρχισε να φωνάζει με χαρά τα παιδάκια της.
-Θοδωράκη, Φανή! Ξυπνήστε! Σηκωθείτε γρήγορα!
Και τα έπιανε πότε από τα πόδια, πότε από τα χέρια να ξυπνήσουν.
Τα δύο παιδιά ξύπνησαν τέλος από το βαθύ πρωινό ύπνο και καθισμένα στο κρεβάτι έτριβαν τα ματάκια των.
Τι να δουν! Επάνω ήταν δύο ζευγαράκια υποδήματα, ακριβώς στο πόδι τους˙ ένα κοστούμι για αγόρι, ένα φορεματάκι ζεστό για κοριτσάκι˙ ένα ύφασμα μάλλινο για γυναικείο φόρεμα˙ δύο τόπια πολύχρωμα, μια κούκλα και ένας σιδηρόδρομος, σιδηρόδρομος σωστός με μηχανή, σκευοφόρο και βαγόνια.
Από κάτω ήταν και δεύτερος θησαυρός. Κουτιά, κουτιά, κουτιά, κουτιά, χάρτινα και τενεκεδένια. Άλλα είχαν κρέας, άλλα ψάρια, άλλα συμπυκνωμένο γάλα, άλλα νωπό βούτυρο, άλλα φιστίκια, γαλετάκια, ζάχαρη, σοκολάτα, τσάι καραμέλες.
Τα ορφανά τα έχασαν˙ ποιός τάχα να έστειλε τα πολύτιμα πράγματα!
Και έκπληκτοι ρώτησαν:
-Ποιός τα έφερε αυτά, μητέρα;
-Ο καλός Χριστός! Τον είδα με τα μάτια μου!
Ο Θοδωράκης, ανυπόμονος, πήρε το κοστούμι και άρχισε να το ερευνά. Σε μια τζέπη βρήκε ένα φάκελο.
-Μανούλα, κοίταξε εδώ, ένα γράμμα, είπε και το έδωσε στη μητέρα του.
Το άνοιξαν˙ είχε μέσα ένα χαρτονόμισμα των 10 δολαρίων και ένα σημείωμα, ελληνικά γραμμένο:
«Μία οικογένεια από τον Καναδά στέλνει το μικρό αυτό δώρο σε μια Ελληνίδα μητέρα και στα παιδάκια της».
Την ώρα εκείνη – είχε βρει πια ο ήλιος – άνοιξε η θύρα του σπιτιού και μπήκε μέσα η κυρία Ευγενία, αδελφή του Ερυθρού Σταυρού και γνωστή κυρία του φιλοπτώχου ταμείου της ενορίας. Εγύριζε από τη λειτουργία και πέρασε να πη στην κυρία Άννα για το δέμα, που είχε αφήσει περνώντας. Το έστειλε ο ερυθρός Σταυρός, που στο όνομα του Χριστού φροντίζει για τους δυστυχισμένους όλου του κόσμου. Αλλά δεν είπε τίποτε, για να μην ταράξει την προσευχή τους.
Γονατισμένοι, μητέρα και ορφανά, εμπρός στα εικονίσματα, ευχαριστούσαν το θείο παιδάκι, που γεννήθηκε τη μέρα εκείνη, για να φέρει στον κόσμο την παρηγοριά, την αγάπη, την καλοσύνη. Το παρακαλούσαν ακόμη να προστατεύει την άγνωστη και μακρινή εκείνη οικογένεια με τη γενναία χριστιανική καρδιά.
Θερμά δάκρυα, που έλαμπαν σα διαμάντια, κατέβαιναν από τα μάτια τους.
Ν. Α. Κοντόπουλος (Από το ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ε’ Δημοτικού, Αθήναι 1952)
από το περιοδικό «Ο Πυρσός»
τεύχ. Δεκεμβρίου 2013
πηγή: https://xfd.gr
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ...Τ᾿ Ἀγγέλιασμα.


Μικρά διηγήματα – ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ἀνέβαινεν ἀσθμαίνων τὸν ἀνήφορον ὁ καπετὰν Γ. ὁ Μ., ἂν καὶ ἦτο καβάλα ἐπάνω εἰς μεγάλον ἰσχυρὸν ἡμίονον, δυνάμενον νὰ σηκώσῃ ὑπὲρ τὰς 120 ὀκάδας. Ἤσθμαινεν αὐτός, ἤσθμαινε καὶ τὸ ζῷον. Ἦτον πρωὶ ἀκόμη, ἀρχὰς Ἰουνίου. Ἔβαινε πρὸς τὰ δυτικοβόρεια τῆς ἐξοχῆς, κ᾿ εἶχε τὸν ἥλιον ὀπίσω του. Καὶ μὲ πλατὺ κόκκινο μανδήλι ἀδιαλείπτως ἐσπόγγιζε τὸν ἱδρῶτα ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του. Κ᾿ ἦτον ἄρρωστος ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη, κ᾿ εἶχε σωθῆ καὶ ἀναλύσει ὅλος ἀπὸ ἀδυναμίαν καὶ ἰσχνότητα, κ᾿ εἶχεν ἀκόμη τὸ διπλάσιον βάρος συνήθους ἀνθρώπου.
Ἔφθασε στὸν Ἁι-Λιᾶ, ὣς δύο ὥρας πρὸ τῆς μεσημβρίας. Τὰ πελώρια πλατάνια ὑψοῦντο κ᾿ ἐσείοντο σπαρτὰ ἐπὶ τῆς πλατείας, σκιάζοντα ὅλην τὴν ἔκτασιν, νανουρίζοντα τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν. Εἰς τὸ ἓν τούτων ἐσώζετο ἀκόμη ἓν γιγαντιαῖον κλῆμα, ἀνέρπον, περιπλέκον, καὶ σμίγον τὰ φύλλα του εἰς ὅλους τοὺς κλάδους καὶ τοὺς ἀκρέμονας, καὶ κρεμῶν τοὺς πρὸ πολλοῦ δεμένους βότρυς του ἀνάμεσα στοὺς κλῶνας κ᾿ εἰς τὸ κενόν. Εἰς τὸν μακρὸν τεράστιον κορμόν του ἀνέβαινον ἀκόμη οἱ μάγκες καὶ τὰ νοικοκυρόπουλα, κ᾿ ἐκουνιοῦντο κ᾿ ἐλικνίζοντο, μέχρις οὗ καταστρέψωσι κι αὐτὸ τὸ σωζόμενον κλῆμα, ὅπως εἶχον καταστρέψει καὶ τ᾿ ἄλλα γείτονα ἀδέλφια του. Εἰς τὴν κρήνην ἐποτίζοντο ἓν κοπάδι πρόβατα, τοῦ Γιώργη τοῦ Πολύχρονου, καὶ ἓν αἰπόλιον τοῦ Κώστα τοῦ Βαβύλα, ἐγκαρδιακοῦ ἀδελφοῦ του. Ἐπιάνοντο σχεδὸν καθημερινῶς, ὅταν ἤρχοντο νὰ ποτίσουν τὰ κοπάδια των, οἱ δύο γνήσιοι ἀδελφοί, ἐξ ὧν ὁ νεώτερος εἶχε χάσει ὄπισθεν ἑνὸς λαϊκοῦ παρεγκωμίου τὸ οἰκογενειακὸν ὄνομά του. Ὁ Γιώργης κατέβοσκεν ὅλους τοὺς ξένους ἀγρούς, ὅσοι ἐγειτόνευον μὲ τὰ σύνορα τῆς νομῆς του, ὁ Κώστας κατεπάτει τὰ σύνορα τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ ἅμα κατεμαρτύρει εἰς τοὺς ἰδιοκτήτας κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ὅταν ἤρχετο ὁ οἰκοκύρης νὰ παραπονεθῇ καὶ νὰ τὸν ἐπιπλήξῃ, ὁ μπαρμπα-Γιώργης εἶχε τόσον γλυκεῖαν γλῶσσαν, ὥστε ὁ ἄνθρωπος σχεδὸν ἐπείθετο ὅτι ὁ βοσκὸς δὲν τὸν εἶχεν ἀδικήσει, καὶ εἶχε γίνει λάθος. Ἅμα ἔστρεφεν ὅμως ἐκεῖνος τὰ νῶτα ν᾿ ἀπέλθῃ, ὁ Πολύχρονος ἐσήκωνε τὰ χέρια καὶ τὸν ἐμούτζωνε ὀπίσω του, γογγύζων, ὑβρίζων καὶ βλασφημῶν. Ὁ Κώστας, καθὰ διηγοῦντο, εἶχε γίνει ποτὲ ἀράπης μελανωμένος τὴν νύκτα, διὰ νὰ ἐνεδρεύσῃ καὶ δείρῃ ἕνα κάποιον γούμενον, ὅστις εἶχεν ἔλθει στὸ μοναστήρι μεταπομπαῖος ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου, ἐπειδὴ ὁ ξένος καλόγηρος διεμαρτύρετο κατὰ τοῦ Βαβύλα διὰ τὴν καταβόσκησιν τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς.
Ὅταν συνηντῶντο στὴν βρύσιν τοῦ Ἁι-Λιᾶ:
― Τό ᾽καμες πάλι τὸ θάμα σου, σκυλὶ παραδομένο, ἤρχιζεν ὁ Γιώργης, πῆες καὶ μ᾿ ἀγκάλεσες*.
― Καλὰ σ᾿ ἔκαμα, ἀπεκρίνετο ὁ Κώστας· γιατὶ ἐσὺ εἶσαι σκυλὶ κρυφοδάκωτο, ποὺ πρέπει νὰ σ᾿ ἔχῃ κανεὶς ἔννοια.
― Τί γαυγίζεις, βρέ, ποὺ νὰ λυσσάξῃς; Μὲ τὴν κακία σου θὰ μείνῃς, κακόμοιρε.
― Τί οὐρλιάσματα κι ἀφροὺς βγάζεις ἀπ᾿ τὸ στόμα σου; Νὰ φᾷς τὰ λιακά σου, γιατὶ δὲν ἀφήνεις διαβάτη ποὺ νὰ μὴν τὸν δαγκάσῃς.
―Ἄχ! σκυλὶ ἀγαρηνό, ἄπιστο!
― Τρομάρα σου! Φραγκόσκυλο, κοπρόσκυλο ψωριασμένο.
Ἐσήκωνεν ὁ Γιώργης τὴν στραβολέκαν*, ὕψωνε καὶ ὁ Κώστας τὴν στραβολέκαν, ἀντήλλασσαν δύο ἀδελφικὲς ξυλιές, ἑωσότου ἤρχετο εἷς γηραιὸς ἀγροφύλαξ σοβαρός, ἢ γείτων κηπουρὸς γελῶν, κ᾿ ἐχώριζε τοὺς δύο σκυλοαδελφούς ·τὰ δύο σκυλαδέρφια‚.
*
* *
Ὁ καπετὰν Γεωργάκης ἐπέζευσεν, ἐχαιρέτησε τοὺς βοσκούς, ὅσοι ἀνεψύχοντο ἐκεῖ μὲ τὰ ποίμνιά των, ἔπιε δροσερὸν νερόν, ἀφῆκε βαθὺν στεναγμόν, κ᾿ ἐστράφη πρὸς μακρὸν ἀνώγειον οἰκοδόμημα, πρὸ τῆς θύρας τοῦ ὁποίου εἶχε περάσει πρὸ πέντε λεπτῶν. Ὁ ἀγωγιάτης του ἐπῆρε τὸ ζῷον καὶ τὸ ἔδεσε διὰ νὰ βόσκῃ, χωρὶς νὰ τὸ ἐλαφρώσῃ ἀπὸ τὸ φόρτωμα.
― Μπορεῖ νὰ κάμω ὣς μισὴν ὥρα, τοῦ εἶπεν ὁ καπετὰν Γ., περίμενέ με.
Ἐβάδισε μὲ κόπον, ἴσως διότι ἦτο αἱμωδιασμένος ἀπὸ τὴν καβάλα. Εἶτα πάλιν ἐστράφη πρὸς τὸν ἡμιονηλάτην:
―Ἀλήθεια, ξέχασα· φέρε τὴ λειτουργιά, τὸ κερί, καὶ τὸ λιβάνι, ἀπάνω, στὸν πάτερ Γερεμία.
Ὁ ἄνθρωπος ὑπήκουσεν, ἔλαβεν ἀπὸ ἓν ζεμπίλι κρεμάμενον εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ σαμαρίου προσόψιον λευκὸν τυλιγμένον, ὅπου ἦσαν τὰ θρησκευτικὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὀνομάσει ὁ Μ., καὶ τὸν ἠκολούθησεν.
*
* *
Ἐπήγαινεν ὁ Γ. νὰ ξαγορευθῇ στὸν πνευματικόν, ὅστις ἐμόναζεν ἐκεῖ ἐρημικὸς καὶ ἀνεξάρτητος (ἀπὸ δεκαετίας, χωρὶς νὰ κατέλθῃ ποτὲ εἰς τὴν πόλιν). Εἶχε τόσα χρόνια ἀνεξαγόρευτος. Ὅλας τὰς ἁμαρτίας τῆς νεότητός του τὰς εἶχεν ἀκόμη φορτωμένας εἰς τὴν συνείδησίν του, τὰ σαρκικὰ πάθη, καὶ ὅλα τὰ λοιπά. Ἦτο μόλις σαρανταπέντε ἐτῶν, καὶ εἶχε προκόψει εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις. Μεγαλοπλοίαρχος, μὲ μπάρκα καὶ μὲ τρικάταρτα δύο τρία, εἶχεν ἀνοίξει τὸν δρόμον, κ᾿ ἔγινεν ἀφορμὴ νὰ εὐπορήσουν καὶ ἄλλοι ἐμποροπλοίαρχοι, καὶ εἶχε φέρει δευτέραν πρόσκαιρον ἀκμὴν εἰς τὴν φθίνουσαν ναυτιλίαν τοῦ ἱστίου. Εἰκοσαετὴς εἶχε κληρονομήσει παρὰ τοῦ πατρός του μικρὸν καραβάκι χρεωμένον, ἐπλοιάρχει ὑπὲρ τὰ εἴκοσι ἔτη, καὶ εἶχε κατορθώσει ἐν τῷ μεταξὺ ὅλα τὰ θαύματ᾿ αὐτά!
Ἦτο γίγας, σωματικῶς καὶ καρδιακῶς. Ἐδούλευε διὰ πέντε ἀνθρώπους, κ᾿ ἔτρωγε κ᾿ ἔπινε δι᾿ ἄλλους τόσους. Εἶχεν ἀρρωστήσει σ᾿ ἕνα ταξίδι πρὸ δύο ἐτῶν καὶ πλέον, κ᾿ οἱ ἰατροὶ τῆς Σμύρνης, εἶτα κ᾿ οἱ καθηγηταὶ τῶν Ἀθηνῶν, τῷ εἶχον ἐπιβάλει δίαιταν. Ἴσως εἶχε ψαμμίασιν, ἢ μᾶλλον διαβήτην ἐπιπλεγμένον μὲ ἆσθμα. Πῶς νὰ τρέφεται αὐτὸς μὲ γάλα, καὶ νὰ πίνῃ πτισάνην, ἢ ὀλίγον χλιαρὸν νερόν; Αὐτὸς ἔβλεπε τὸ μπαρμπουνοκέφαλον, καὶ τοῦ ἤρχετο νὰ τὸ ἁρπάξῃ ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ ναύτου, ἢ τοῦ ὁμοτραπέζου του. Ὀρφούς, συναγρίδας, ὀστρείδια, καλόγνωμες, ἀστακοὺς καὶ χέλια, πῶς νὰ τὰ ξεχάσῃ; Πῶς νὰ μὴ τρώγῃ κοκορέτσι, κεφτέδες, σπληνάντερο, ἢ ροσμπὶφ μὲ μακαρονάδα; Εἶναι ζωὴ αὐτή; Ἢ πῶς νὰ μὴν πίνῃ τὸ θαυμάσιον μπροῦσκο μαῦρον τοῦ τόπου ἢ καὶ τὸ μοσχᾶτο καὶ τὸν ροδίτην, καὶ νὰ στερηθῇ ἀκόμη καὶ τὸ τσίπουρο; Εἶναι ζωὴ αὐτή;
Ἔβαλεν ἕνα ἐξάδελφόν του πλοίαρχον εἰς τὸ ἕνα μπάρκο, ὅστις δὲν ηὗρε δουλειὲς νὰ δουλέψῃ, καὶ «τὸν ἔβαλε μέσα»· τὸ ἄλλο τὸ ἐξεχώρησε «χρεολυτικῶς» εἰς ἕνα παλαιὸν φίλον του θαλασσινόν, ὅστις τὸ ἔφαγε, σκάφην κι ἄρμενα καὶ καρφιά, κι αὐτὸς ἔμεινεν ὡς ἔγγιστα δύο ἔτη εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον. Ἀλλὰ φόβον διὰ νὰ πτωχεύσῃ δὲν εἶχε, καθότι εἶχεν ἀποκτήσει κτήματα εἰς τὴν πατρίδα ἀξίας 70 χιλ. δραχμῶν, κ᾿ εἶχε βαλμένα στὴν Τράπεζαν, εἰς τὰς Ἀθήνας, μετρητὰ περὶ τὰς πενῆντα χιλιάδας.
― Γιὰ νὰ βροῦν τὰ κουτσουβέλια νὰ τρῶνε, ἂν μοῦ συμβῇ τίποτε, εἶχεν εἰπεῖ εἰς ἕνα πατριώτην του εἰς Ἀθήνας.
Ἐννοοῦσε τὰ τρία παιδιά, δύο ἀγόρια κ᾿ ἕνα κορίτσι ποὺ εἶχε. Τὸν εἶχεν εὕρει ὁ φίλος ἐκεῖνος εἰς ἕνα ξενῶνα τῆς «Πελοποννήσου» πάσχοντα ἤδη, πλαγιασμένον ἐπὶ τῆς κλίνης, καὶ δίπλα, ἐπὶ τῆς τραπέζης, ἦτο ἓν ρεβόλβερ ὁλογέμιστον καὶ τὸ εἰρημένον ποσόν, μέρος εἰς λίρας, καὶ μέρος εἰς χαρτονόμισμα, ὑπὸ τὸ προσκέφαλόν του, διὰ νὰ τὸ καταθέσῃ τὴν αὔριον εἰς τὴν «Ἐθνικήν».
Εἶτα, ὅταν ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα, ἔτρωγε γαλατερὰ κ᾿ ἔπινε δι᾿ ἀναψυκτικὸν βυσσινάδα, κατὰ συγκατάβασιν, δι᾿ ὅλου τοῦ θέρους. Ὄχι ἅπαξ παρέβαινε τὸν αὐστηρὸν ἰατρικὸν κανόνα. Κατεβρόχθιζε μπριζόλαν, ψητὸν τῆς σούβλας, ἐκεῖνο ποὺ τρελαίνει τοὺς Φράγκους, «ροτὶ ἀλὰ παλληκάρ»*, κ᾿ εἶναι ἡ ἀπόλαυσις καὶ τὸ καύχημα ὅλων τῶν Ἑλλήνων, γενικὴ πανήγυρις καὶ ἄνοιξις καὶ Πρωτομαγιά. Ἀλλ᾿ εὐθὺς ὕστερον ἐπήρχετο πάλιν βαρεῖα ἡ ὑπόμνησις τοῦ σκυθρωποῦ Ἀσκληπιάδου ―ἀνθρώπου ὅστις θέλει νὰ διδαχθῇ «τὴν κεραμείαν ἐν τῷ πίθῳ», ἢ νὰ μάθῃ τὴν κουρευτικὴν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ φαλακροῦ― κ᾿ ἠναγκάζετο νὰ γίνῃ πάλιν γαλακτοφάγος, ὁποῖοι ἦσαν οἱ παλαιοὶ Α*** κι ὁ Ρότσιλδ, ὁ ἑβραῖος χιλιεκατομμυριοῦχος εἰς τὰ Παρίσια, καὶ τόσοι ἄλλοι δυστυχεῖς.
*
* *
Τέλος ἡ ὑγεία του δὲν ἐβελτιώθη, κ᾿ εἶχεν ἀπομείνει ὁ μισός, κ᾿ ἤξιζεν ἀκόμη διὰ δύο καὶ ἦτο ἀσθενὴς καὶ μεγαλοπρεπής, στιβαρὸς καὶ κάτωχρος. Καὶ τὴν πρωίαν ἐκείνην, τὸ Σάββατον, πρὶν ἐπιβῇ τοῦ ἡμιόνου διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ μέγα κτῆμά του εἰς τὴν Κεχριάν, ὅπου εἶχεν ἔπαυλιν καὶ ἀγροτικὴν οἰκίαν, διὰ ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα, κι ὁ δρόμος του ἦτον νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸν ναὸν τοῦ Προφήτου Ἠλία ὅπου ἔφθασε λίαν πρωί, εἶχεν ἀνοίξει τὸ συρτάρι καὶ εἶχε βγάλει ἓν πλῆθος ὁμόλογα, ἄλλα συμβόλαια, ἄλλα ἐπὶ χαρτοσήμου, κι ἄλλα ἐφ᾿ ἁπλοῦ χάρτου, κ᾿ εἶχε στείλει νὰ καλέσῃ πέντ᾿ ἓξ πτωχοὺς γέρους, παλαιοὺς ναύτας, ἀποζῶντας μὲ 12 δραχμῶν σύνταξιν ἀπὸ τὸ Ἀπομαχικόν, καὶ δέκα ἢ δώδεκα χήρας, κι ἄλλα τόσα ὀρφανὰ κοράσια, κ᾿ ἔδειξε τὰ ὁμόλογα, καὶ τὰ ἔσχισεν ἐπὶ παρουσία των, κ᾿ εἶπε:
― Νὰ παρακαλῆτε γιὰ τὴν ψυχή μου, ἂν πεθάνω.
Αἱ χῆραι μὲ δάκρυα καὶ μὲ σείσματα κεφαλῆς τὸν εὐχαρίστησαν, αἱ ὀρφαναὶ ψιθυρίζουσαι ἐχαμήλωσαν τὰς κεφαλάς, καὶ εἷς ἐκ τῶν γερόντων θαλασσινῶν τοῦ εὐχήθη:
―Ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἀξιώσῃ, καπετὰν Γεωργάκη, νὰ χαρίσῃς ἀκόμα πολλά.
―Ἀμήν! εἶπεν ὁ Γ., ἐννοήσας ὅτι τοῦτο ἐσήμαινε «νὰ ἀποκτήσῃς πολλὰ διὰ νὰ χαρίσῃς ἀναλόγως».
Ἀκολούθως, ἵππευσεν ἐπὶ τοῦ μεγαλοσώμου ζῴου καὶ ἀνέβη τὸν ἀνήφορον διὰ τὸν Ἁι-Λιᾶ. Εἶτα ἐπῆγεν εἰς τὸν πάτερ Γερεμία, ἐξωμολογήθη καὶ δὲν ἄφησε τίποτε ποὺ νὰ μὴν τὸ εἴπῃ, ἐκτὸς ἂν ἐξέχασε μερικά. Κατόπιν, ἐπέβη τοῦ ἡμιόνου κ᾿ ἐξεκίνησε διὰ τὸ κτῆμά του. Εἶχεν ἄλλον τόσον δρόμον νὰ βαδίσῃ, μίαν ὥραν περίπου, ἐπίπεδον καὶ κατήφορον πλαγινόν. Ὁ ἥλιος ἐψήλωνε καὶ ἔκαιε τὰ νῶτα τοῦ ἀναβάτου, καὶ ἦτο ἤδη ἑνδεκάτη καὶ ἡμίσεια ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ κτῆμά του.
Ἔκειτο ἀνάμεσα στὸ Πυργὶ καὶ στὴν Κεχριάν, κ᾿ εἶχεν ἀντικρὺ τὸ μέγα δάσος τῶν δρυῶν, τὸν Ἀραδιᾶν, πρὸς μεσημβρίαν, καὶ δεξιὰ τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς βράχους τοῦ βορεινοῦ Κάστρου, καὶ τὸ θεσπέσιον πέλαγος τὸ [καὶ] φρῖσσον καὶ ἀβυσσαλέον καὶ γλαυκόν. Ὅλον τὸ χωράφι, ἀγύριστον*, περιέχον ὑπὲρ τὰ χίλια δένδρα, ἐλαίας, ἀμυγδαλέας, ἀπιδέας, καὶ συκέας, ἦτο κατήφορος καὶ κρημνός. Διὰ νὰ κατέλθῃ τις ἐκ τῶν ἄνω, ὅπου ἦτο κτισμένη ἡ μικρὰ καλῶς περιποιημένη ἔπαυλις, καὶ ὅπου ὁ Κώστας ὁ Σκαρλᾶτος ἔβοσκε τὰς πέντε ἢ ἓξ αἶγας καὶ τὰ πρόβατά του μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ φυλάττῃ τὰς ἀμυγδαλέας καὶ τ᾿ ἄλλα ὀπωροφόρα, μέχρι τῶν κάτω ὅπου πλάτανοι καὶ καρυδέαι καὶ δρῦς ἐκάλυπτον μέσα στὸ ρέμα τὴν κρυφὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ, ἔπρεπε νὰ ὀλισθήσῃ τρὶς ἐπάνω στὰ χόρτα, νὰ πέσῃ, νὰ πιασθῇ ἀπὸ σχοῖνον ἢ ἀπὸ κορμὸν δένδρου, νὰ βαρέσῃ τὴν πλάτην του, ν᾿ ἀνασηκωθῇ, νὰ ξαναπέσῃ καὶ τέλος νὰ κυλισθῇ ἕως κάτω εἰς τὴν βαθεῖαν ἐσχατιάν, εἰς τὸ κράσπεδον τοῦ κρημνοῦ. Εἶτα ἡ συντροφιά, ἂς εἶχε γλιστρήσει καὶ τρὶς καὶ τετράκις, μὲ γέλια κ᾿ εὐθυμίαν, θὰ ἐστρώνετο ὑπὸ τὰ πλατάνια, σιμὰ στὴν βρύσιν ὅπου ὁ Χρῆστος ὁ Καλογιάννης θὰ ἐλιάνιζε τὸ κοκορέτσι, κι ὁ Φραγκούλης τοῦ Πάνου θὰ ἐσούβλιζε τὸ μπούτι, κ᾿ ἡ Κρατήρα ἡ Σκαρλάταινα θὰ ἔφερνε ζεστὰ ἀχνιστὰ τὰ τυροπ᾿τάρια, μὲ χλωρὸν τυρί, καὶ μὲ δωδεκάδα αὐγῶν κατεσκευασμένα, καὶ ψημένα στὸν φοῦρνον τοῦ καλυβιοῦ της, ἀντικρὺ στὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ. Ἀλλὰ ποῦ τώρα σπληνάντερο καὶ κοκορέτσι, καὶ ποῦ τὰ τυροπ᾿τάρια;
*
* *
Ὁ καπετὰν Γεωργάκης ἐπέζευσεν. Ὁ ἀγωγιάτης ἀπέθεσε τὰ πράγματα ἐντὸς τοῦ καλυβιοῦ κ᾿ ἐπῆρε νὰ δέσῃ τὸ ζῷον. Ὁ Μ. ἐκάθισεν ὑπὸ τὴν σκιὰν μεγάλης ἐλαίας, κάτω τῆς μικρᾶς ἐπαύλεως. (Ὁ πάτερ Ἱερεμίας τοῦ εἶχε δώσει ὡς συνοδίαν τὸν γερο-Πέτρον, λέγων: ἂς ἔλθῃ ὁ ἀδελφὸς νὰ σὲ συντροφεύσῃ ὣς κάτω, νὰ σοῦ εἰπῇ καὶ κανένα λόγον πνευματικόν.) ― Ὁ Γ. δὲν εἶχε προσλάβει συνοδίτην ἀπὸ τὸ χωρίον. Ἐν μελαγχολίᾳ καὶ παραξενιᾷ εἶχεν εἰπεῖ εἰς τὴν γυναῖκα ὅτι θὰ ὑπάγῃ δι᾿ ὀλίγας ἡμέρας ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα στὸ καλύβι, καὶ ὅτι δὲν θέλει κανένα μαζί του. Τὴν ἀπεχαιρέτησεν, ἐφίλησε τὰ τέκνα του (τὸ μεγαλύτερον ἐκ τῶν τριῶν ἦτο δέκα ἐτῶν) καὶ ἀπῆλθεν. Ὁ Γ. δὲν ἠθέλησε νὰ παραβῇ τὸν λόγον τοῦ πνευματικοῦ, καὶ ἐδέχθη τὸν Π. ὡς συνοδίτην. Ὁ γερο-Πέτρος, μοναχὸς μὲ πενιχρὸν ράσον, ἔλεγεν ὅτι ἦτο 98 ἐτῶν. Ἴσως ἔπεφτεν ὄρτσα* καμμίαν δεκάδα. Ἦτο ἀκμαῖος, ἡλιοκαής, μὲ σφιχτὸν κόκκαλον καὶ σκυτοδεμένος. Ἦτο βραχύς, μὲ πενιχρὸν ράσον κ᾿ εἶχε δέκα ἕως δεκαπέντε τρίχας ὑπὸ τὸ χεῖλος καὶ τὸν πώγωνα. (Εἶχεν ὑπηρετήσει, ὡς διηγεῖτο ὁ ἴδιος, στρατιώτης ἐν Τουρκίᾳ, ἦτο δὲ βουλγαρικῆς καταγωγῆς.)
Τὸ καλύβι ἦτο καλοκτισμένον, περιποιημένον, μὲ πολλὰ σκεύη κ᾿ ἐργαλεῖα γεωργικά, μὲ ἀχυρῶνα καὶ στάβλον· μικρὰ ἔπαυλις. Ὁ Μ. ἐκάθισεν ὑπὸ τὴν ἐλαίαν, δέκα βήματα κάτω τοῦ δυτικομεσημβρινοῦ τοίχου, ἐπὶ ὄχθου τινὸς τοῦ κατωφεροῦς ἐδάφους. Ὁ γερο-Πέτρος ἐκάθισεν ἀριστερά του, τρεῖς σπιθαμὰς παρακάτω, μὲ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ τὴν κατατομὴν τοῦ κρανίου πρὸς αὐτὸν νεύουσαν. Ὁ Πέτρος ἐδοκίμασε ν᾿ ἀρχίσῃ ὁμιλίαν.
― Συνηθίζει καὶ λέγει ὁ γέροντας, καπετὰν Γεωργάκη, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, «πᾶσα κεφαλὴ εἰς πόνον, καὶ πᾶσα καρδία εἰς λύπην», ὥστε δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμον ποὺ νὰ μὴν πονέσῃ καὶ νὰ μὴν πικρανθῇ, εἴτε ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ εἴτε ἀπ᾿ τὸ κεφάλι. Κι ὁ Δαυῒδ λέει: «ποτήριον ἐν χειρὶ Κυρίου οἴνου ἀκράτου… πίονται πάντες οἱ ἀμαρτωλοὶ τῆς γῆς». Ὅθεν δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσῃ ὁ ἀμαρτωλὸς νὰ μὴ πιῇ ἀπ᾿ τὸ κατακάθι τοῦ ποτηρίου τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Γ. ἤκουεν, ἀλλὰ δὲν ἐννόει καλῶς, καὶ δὲν ἀπήντησεν. Ὁ γέρων μοναχὸς ἐξηκολούθησε μὲ ἔξαρσιν: «Χρεμέτισον τὴν φωνήν σου, ἡ θυγάτηρ Γαλλήμ». «Καὶ συντρίψει Κύριος τὴν ὕβριν τῆς ὑπερηφανίας σου, ὅτι τὸ στρῆνός σου ἀνέβη εἰς τοὺς μυκτῆράς σου, καὶ τὸ κέρας σου συντριβείη». «Ὅπου κι ἂν χρεμετίσῃ τινὰς τὴν φωνήν του, κι ἂν ψηλώσῃ τὸ κέρατό του, τὸ κέρατό του θὰ συντριφθῇ, κ᾿ ἡ φωνή του θὰ λουφάξῃ».
― Αὐτὸ εἶναι κοντὰ στὸν νοῦ, ἀπήντησε τυχαίως ὁ καπετὰν Γεωργάκης.
― Κ᾿ ἔπειτα, νὰ σοῦ πῶ, ἐπανέλαβε μὲ περισσότερον θάρρος ὁ Πέτρος, δὲν βλέπεις τί κακομοιριά, τί ἀπροκοψιά, τί ἀναχορταγιὰ μᾶς ἐκυρίεψε ὅλους, εἰς αὐτοὺς τοὺς ἐσχάτους χρόνους; Λέει ὁ προφήτης: «Ἱνατὶ τιμᾶσθε ἀργυρίου ἐν οὐκ ἄρτοις καὶ ὁ μόχθος ὑμῶν οὐκ εἰς πλησμονήν;» Ἀνίσως δὲν στείλῃ ὁ Θεὸς βροχή, καὶ χιόνι, καὶ πάχνη, κ᾿ ἥλιο, καὶ ζέστη, καὶ δροσιά, ποίαν σημασίαν ἔχουν τὰ ἀργύρια; Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν καρβέλια, πῶς θ᾿ ἀγοράσουμε ψωμιά; Ἀφοῦ δὲν χορταίνομεν ἀπ᾿ τὸν κόπον καὶ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας, πῶς θὰ χορτάσωμε ἀπ᾿ τὴν ἀδικία καὶ πλεονεξία;
Ἕως ἐδῶ εἶχε φθάσει εἰς τὴν ἀφελῆ διδαχήν του ὁ γερο-Πέτρος. Αἴφνης τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν Γεωργάκης ἀνεσκίρτησεν, ἀνεσηκώθη ἀποτόμως, κ᾿ ἥρπασε τὴν χονδρὴν ράβδον, ἀγριελαΐνην ράβδον, τοῦ γέροντος μοναχοῦ. Ὁ Πέτρος ἔστρεψε βλέμμα πρὸς αὐτόν, καὶ τὸν εἶδεν ἔντρομος. Εἶχον ἐξογκωθῆ βλοσυρὰ τὰ ὄμματά του, αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ἐφρικίασαν καὶ ἀφῆκεν ἀλλόκοτον φωνήν:
― Τί ἦρθες ἐδῶ;
Συγχρόνως ἐσφενδόνησε τὴν ράβδον πρὸς τὰ κάτω, ἥτις στροφοδινήσασα ἐπῆγε τριάντα βήματα μακρὰν τὸν κατήφορον, καὶ πεσοῦσα ἐκτύπησε τὴν ρίζαν μιᾶς νεοφύτου ἐλαίας.
― Τί τρέχει, ἀδελφέ; εἶπεν ὁ Πέτρος.
― Νά τος! νά τος! ἔκραξεν ἔξαλλος ὁ καπετὰν Γεωργάκης, δεικνύων ἀριστερώτερα ὀλίγον τοῦ μέρους, ὅπου εἶχε πέσει ἡ ράβδος.
Ὁ Πέτρος ἐσηκώθη, κ᾿ ἔκαμε τὸν σταυρόν του.
― Δὲν βλέπω τίποτε, ἀδελφέ μου! Ἡσύχασε.
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Σαν σήμερα...27 Δεκεμβρίου.


 

Τα σημαντικότερα γεγονότα της 27ης Δεκεμβρίου 


537: Τελούνται τα θυρανοίξια της Αγια-Σοφιάς, έργο των αρχιτεκτόνων Ανθεμίου και Ισιδώρου. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός αναφωνεί θριαμβευτικά: «Νενίκηκά σε Σολομών».
1813: Σχηματίζεται η Ενωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας (UGLE) από την Πρώτη Μεγάλη Στοά και την Αρχαία Μεγάλη Στοά της Αγγλίας.
1829: Αρχίζει στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας η λειτουργία μικρής βιβλιοθήκης, η οποία θα αποτελέσει τον πυρήνα της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
1831: Ο Κάρολος Δαρβίνος επιβιβάζεται στο πλοίο Beagle για το ταξίδι στην Νότιο Αμερική, που θα τον οδηγήσει στη θεωρία της εξέλιξης.
1833: Συνιστώνται για πρώτη φορά Δήμοι στην Ελλάδα. Με το Νόμο της "Περί συστάσεως των Δήμων", καταργούνται οι κοινοτικές και Επαρχιακές Δημογεροντίες και καθιερώνεται ο θεσμός του Δήμου.
1845: Στις Η.Π.Α, χρησιμοποιείται για πρώτη φορά γενική αναισθησία με αιθέρα για τη γέννηση ενός παιδιού από το δρ. Crawford Williamson Long στο Τζέφερσον της Τζώρτζια.
1871: Τα πρώτα καλλιστεία για γάτες λαμβάνουν χώρα στο Κρίσταλ Πάλας του Λονδίνου.
1877: Επανάσταση κατά των Οθωμανών στην περιοχή Πηλίου, μετά την απόβαση σώματος από 150 άνδρες υπό τον Βούλγαρη.
1911: Γύρω στους 300.000 εργάτες βαμβακουργίας μένουν άνεργοι, μετά από απόφαση των εργοδοτών να κλείσουν τα εργοστάσια στην περιοχή Λανκασάιρ της Βρετανίας, σε μία προσπάθεια να καταστείλουν τη δράση των συνδικάτων.
1918: Αρχίζει η μεγάλη εξέγερση των Πολωνών κατά των Γερμανών.
1929: Με νέο νομοσχέδιο περί συντάξεων αυξάνονται τα συντάξιμα έτη των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα από 25 σε 30.
1939: Σεισμός, μεγέθους 8,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, συγκλονίζει την περιοχή Ερζινκάμ της Τουρκίας, αφήνοντας πίσω του 50.000 νεκρούς.
1943: Στην Ουάσινγκτον, επειδή έχει απειληθεί απεργία των σιδηροδρομικών ο στρατός καταλαμβάνει τους δρόμους με διαταγή του προέδρου, με σκοπό να συνεχιστεί η κίνηση των τρένων.
1945: Τίθεται σε ισχύ η απόφαση της συνόδου του Μπρέτον Γουντς, για την ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που αρχίζουν τη λειτουργία τους.
1945: Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι πρώην σύμμαχοι ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση και Μεγάλη Βρετανία συμφωνούν στην από κοινού διακυβέρνηση της Κορέας για πέντε χρόνια.
1947: Η κυβέρνηση του κεντρώου Θεμιστοκλή Σοφούλη με αναγκαστικό νόμο κηρύσσει παράνομα το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την «Εθνική Αλληλεγγύη». Με τον ίδιο νόμο, ο κομμουνισμός θεωρείται ποινικό αδίκημα και όσοι προπαγανδίζουν τις αρχές του απειλούνται με ποινές, που φθάνουν ως το θάνατο. Επίσης, απαγορεύεται η έκδοση της εφημερίδας «Ο Ρίζος της Δευτέρας», εβδομαδιαίο όργανο του ΚΚΕ.
1949: Η Βασίλισσα της Ολλανδίας Τζουλιάνα παραχωρεί ανεξαρτησία στην Ινδονησία, έπειτα από 400 χρόνια κατοχής.
1960: Ο πατριάρχης της Μόσχας Αλέξιος επισκέπτεται την Αθήνα, όπου χοροστατεί σε δοξολογία.
1963: Ογκώδεις φοιτητικές εκδηλώσεις υπέρ της ένωσης της Ελλάδας με την Κύπρο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
1968: Το «Apollo 8» επιστρέφει στη Γη, αφού έκανε το γύρο της Σελήνης. Σώο το τριμελές πλήρωμά του, οι πρώτοι άνθρωποι που έκαναν το γύρο της σελήνης.
1978: Ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος υπογράφει το πρώτο δημοκρατικό Σύνταγμα της Ισπανίας, έπειτα από 40 χρόνια δικτατορίας.
1985: Τρομοκρατικές επιθέσεις σε αεροπλάνα της ισραηλινής εταιρείας El-Al στα αεροδρόμια Ρώμης και Βιέννης προκαλούν το θάνατο 20 ανθρώπων και τον τραυματισμό 140. Ο αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν κατηγορεί τον λίβυο ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι.
1986: Το περιοδικό TIME ανακηρύσσει προσωπικότητα της χρονιάς την πρόεδρο των Φιλιππίνων, Κορασόν Ακίνο.
1989: Αίγυπτος και Συρία συνάπτουν και πάλι διπλωματικές σχέσεις, μετά από διακοπή 12 ετών.
1991: Αεροσκάφος των Σκανδιναβικών Αερογραμμών (SAS) συντρίβεται λίγα λεπτά μετά την απογείωσή του από τη Στοκχόλμη. Επιζούν και οι 129 επιβαίνοντες σ' αυτό.
1992: Το περιοδικό TIME επιλέγει ως άνθρωπο της χρονιάς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον.
1995: Το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών ενημερώνει την ελληνική πρεσβεία ότι υπάρχει θέμα γενικότερα, ανεξαρτήτως του ποιος θα αναλάβει τη διάσωση του τουρκικού πλοίου που προσάραξε σε αβαθή ύδατα κοντά στην Ανατολική Ίμια.
2007: Δολοφονείται η πρώην πρωθυπουργός του Πακιστάν Μπεναζίρ Μπούτο.
2008: Το Ισραήλ εξαπολύει αεροπορική επιδρομή στη Λωρίδα της Γάζας, με στόχο τη Χαμάς. Τουλάχιστον 225 άτομα σκοτώνονται και 700 τραυματίζονται.

Γεννήσεις

1571 - Ο γερμανός μαθηματικός, αστρονόμος και αστρολόγος, Γιόχαν Κέπλερ, που περιέγραψε την ελλειπτική κίνηση των πλανητών γύρω από τον Ήλιο
1822 - Ο γάλλος χημικός, Λουί Παστέρ, ιδρυτής της μικροβιολογίας και εφευρέτης της παστερίωσης
1832 - Ο ρώσος επιχειρηματίας και συλλέκτης έργων τέχνης Πάβελ Τρετιακόφ (Γκαλερί Τρετιακόφ)
1848 - Ο ιταλός επιχειρηματίας, ιδρυτής της φερώνυμης εταιρίας ελαστικών, Τζιοβάνι Μπατίστα Πιρέλι
1901 - Η γερμανίδα ηθοποιός, Μάρλεν Ντίντριχ, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Μαρίας Μαγδαληνής Φον Λος (Γαλάζιος Άγγελος)
1925 - Ο γάλλος ηθοποιός, Μισέλ Πικολί
1947 - Ο βιρτουόζος μπουζουξής και συνθέτης, Θανάσης Πολυκανδριώτης
1948 - Ο γάλλος ηθοποιός, Ζεράρ Ντεπαρντιέ
1950 - Η μεγάλη τραγουδίστρια, Χάρις Αλεξίου, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Χαρίκλειας Ρουπάκα
1954 - Η τραγουδίστρια, Ελένη Δήμου, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ελένης Γκικοδήμου.

Θάνατοι

1923 - Ο γάλλος μηχανικός, Γκιστάβ Άιφελ, που σχεδίασε και ύψωσε τον πύργο - σύμβολο του Παρισιού
2003 - Ο βρετανός ηθοποιός, Άλαν Μπέιτς (Ζορμπάς, ο Έλληνας)
2006 - Ο γάλλος εφοριακός και στιχουργός μεγάλων επιτυχιών, Πιερ Ντελανοέ (La vie en rose, Les Champs Elysees, Et si tu n'existais pas)
2007 - Δολοφονήθηκε η πρωθυπουργός του Πακιστάν, Μπεναζίρ Μπούτο
http://www.newsbeast.gr
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτή του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος.

 


Τη μνήμη του Αγίου Στεφάνου, του Αρχιδιακόνου και Πρωτομάρτυρος τιμά σήμερα, 27 Δεκεμβρίου, η Εκκλησία μας.

Ο Άγιος Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του Ευαγγελικού Λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε από το Θεό με το Χάρισμα της Θαυματουργίας. Με το Χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις απόψεις των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.
Οι Ιουδαίοι, όμως, ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν σκορπίσει,άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί.
Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, έγινε ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έβγαλαν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό.
Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Δηλαδή, Κύριε μη λογαριάσεις σ’αυτούς την αμαρτία αυτή. Και έτσι μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, τιμώντας τον Αυτός με το ένδοξο Στέφανο της Αγιότητας.
Αξίζει να σημειώσω εδώ, ότι: Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που διάλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη, όπου τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι. Παρόλο που η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς ήταν κουραστική ο Άγιος Στέφανος έβρισκε χρόνο και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ». (Πραξ. Αποστόλων, στ'8-15, ζ'1-60). Δηλαδή, ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.
Ανάλυση ονόματος:
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (από το στέφανος) = ο αθλοφόρος, ο άξιος στεφάνου νίκης.
Απολυτίκιο:
Βασίλειον διάδημα, εστέφθη ση κορυφή, εξ άθλων ων υπέμεινας, υπέρ Χριστού του Θεού, Μαρτύρων Πρωτόαθλε Στέφανε συ γαρ την Ιουδαίων απέλεγξας μανίαν, είδες σου τον Σωτήρα, του Πατρός δεξιόθεν. Αυόν ουν εκδυσώπει αεί, υπέρ των ψυχών ημών.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Σάββατο 27 Δεκεμβρίου.


 Τοπικές βροχές στα ανατολικά και νότια και ηλιοφάνεια με λίγες νεφώσεις στα υπόλοιπα τμήματα, ισχυροί βόρειοι άνεμοι στο Αιγαίο, τις πρωινές και βραδινές ώρες κατά τόπους περιορισμένη ορατότητα και στα βόρεια ηπειρωτικά παγετός, θερμοκρασία σε μικρή πτώση.

Πιο αναλυτικά:

Για το Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025 προβλέπεται ηλιοφάνεια με λίγες νεφώσεις, αυξημένες στα ανατολικά και νότια τμήματα, με τοπικές βροχές σε Χαλκιδική, Σποράδες, Ανατολική Θεσσαλία, Εύβοια, Ανατολική Στερεά, Ανατολική και Νότια Πελοπόννησο, Κυκλάδες και στα βόρεια και ορεινά τμήματα της Κρήτης. Παγετός θα εκδηλωθεί τις βραδινές και πρώτες πρωινές ώρες στα βόρεια ηπειρωτικά, ενώ τοπικά περιορισμένη θα είναι η ορατότητα τις πρωινές και βραδινές ώρες, κυρίως στα ηπειρωτικά.

Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από -1 έως 9 βαθμούς στη Βόρεια Ελλάδα (στη Δυτική Μακεδονία από -3 έως 5 βαθμούς), 4 έως 11 βαθμούς στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, 5 έως 14 βαθμούς στη Δυτική Ελλάδα (στην Ήπειρο από 0 έως 11 βαθμούς), 10 έως 14 βαθμούς στις Κυκλάδες και στην Κρήτη, 5 έως 11 βαθμούς στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και από 11 έως 16 βαθμούς στα Δωδεκάνησα.

Οι άνεμοι θα πνέουν στο Αιγαίο από βόρειες διευθύνσεις μέτριοι 4-5 μποφόρ, τοπικά στο Βόρειο Αιγαίο ισχυροί 6 μποφόρ και στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο από βορειοδυτικές διευθύνσεις ισχυροί έως σχεδόν θυελλώδεις 6-7 μποφόρ, ενώ στο Ιόνιο από μεταβλητές διευθύνσεις ασθενείς και στον Πατραϊκό Κόλπο από ανατολικές διευθύνσεις σχεδόν μέτριοι 4 μποφόρ.

Ηλιοφάνεια με λίγες νεφώσεις παροδικά αυξημένες, με τοπικές ασθενείς βροχές στα βόρεια και ορεινά τμήματα περιμένουμε το Σάββατο στην Αττική. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 8 έως 12 βαθμούς Κελσίου, αλλά στα βόρεια θα είναι 3-4 βαθμούς χαμηλότερη. Οι άνεμοι θα πνέουν από βόρειες διευθύνσεις σχεδόν μέτριοι 4 μποφόρ και στα ανατολικά μέτριοι 5 μποφόρ.

Ηλιοφάνεια περιμένουμε το Σάββατο στη Θεσσαλονίκη. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 1 έως 7 βαθμούς Κελσίου. Οι άνεμοι στο Θερμαϊκό θα πνέουν από βορειοδυτικές διευθύνσεις μέτριοι 4-5 μποφόρ, με βαθμιαία εξασθένηση.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτάζοντες την 27ην του μηνός Δεκεμβρίου.

 Εορτάζοντες την  27ην του μηνός Δεκεμβρίου


 

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ο Γραπτός

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ο Α' Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ο Τριγλινός

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ, ο γιος του ΦΩΤΕΙΝΟΣ & ΟΙ ΑΓΙΟΙ 70 ΜΑΡΤΥΡΕΣ

 

Αναλυτικά

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος
Ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη. Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδελφούς, παρ' όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού.

Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή,

"Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ". Πράξεις των Αποστόλων, στ' 8-15, ζ' 1-60..

Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος. Οι Ιουδαίοι όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλασφημεί το Μωϋσή και το θεό.

Με αφορμή λοιπόν αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί.

Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους.

Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια-κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων.

Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος.

Τότε, ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό.

Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του,

"Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην".

Κύριε, μη λογαριάσεις σ' αυτούς την αμαρτία αυτή.
 


Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, εστέφθη ση κορυφή, εξ άθλων ων υπέμεινας, υπέρ Χριστού του Θεού, Μαρτύρων Πρωτόαθλε Στέφανε· συ γαρ την Ιουδαίων, απελέγξας μανίαν, είδες σου τον Σωτήρα, του Πατρός δεξιόθεν. Αυτόν ουν εκδυσώπει αεί, υπέρ των ψυχών ημών.


Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ο Γραπτός
Ήταν γιος του Ιωανά, από την Παλαιστίνη, και υπήρξε μαθητής μαζί με τον αδελφό του Θεοφάνη, στη μονή του αγίου Σάββα.

Στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ε' ήλθαν στην Κων/πολη, αλλά και οι δύο για το ζήτημα των αγίων εικόνων, περιορίστηκαν σε κάποια Μονή στο Στόμιο της Μαύρης Θάλασσας.

Ο βασιλιάς Μιχαήλ ο Τραυλός τους επανέφερε, αλλά αυτοί δεν θέλησαν να εξαγοράσουν την ησυχία τους με αδιαφορία στα εκκλησιαστικά ζητήματα και να νεκρώσουν τις ιερές πεποιθήσεις τους.

Γι' αυτό εκδήλωσαν με θάρρος τα φρονήματά τους και έτσι πάλι περιορίστηκαν από τον βασιλιά, σε κάποιο τόπο κοντά στο Σωσθένιο.

Αργότερα επί Θεοφίλου του Εικονομάχου, στάλθηκαν στην Αφουσία.

Αν και εκεί είχαν μείνει πολλά χρόνια και είχαν αυστηρή επιτήρηση, αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν κατά της εικονομαχίας. Τότε ο Θεόφιλος, γεμάτος θυμό, τους έφερε στην Κων/πολη, όπου τους μαστίγωσε ανελέητα. Και κατόπιν χάραξε στα μέτωπα τους με πυρακτωμένο σίδερο, δώδεκα στίχους για να τους στιγματίσει.

Απ' αυτή την αιτία ονομάστηκαν και οι δύο Γραπτοί.

Επί δε του Πατριάρχου Ιωάννου Ζ' (836 ή 837), εξορίστηκαν πάλι στην Απάμεια της Βιθυνίας, όπου ο Θεόδωρος πέθανε και τάφηκε από τον αδελφό του Θεοφάνη.

Αργότερα το λείψανό του μεταφέρθηκε στη Χαλκηδόνα.

Ο εορτασμός του μας υπενθυμίζει πόσους αγώνες κίνησαν οι πιστοί, για να διαφυλαχτεί η ορθόδοξη διδασκαλία και λατρεία.

Και για τ' αδέλφια δίνει λαμπρό μάθημα, για το ότι δεν υπάρχει τίποτα συγκινητικότερο και τιμητικότερο, από το να ζουν αφοσιωμένοι μέχρι θανάτου για τη νίκη της ορθόδοξης Εκκλησίας.


Απολυτίκιο, Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείοις στίγμασι, σεσημασμένος, δώρον έμψυχον, τω Ζωοδότη, προσηνέχθης θεοφόρε Θεόδωρε· Ασκητικαίς δωρεαίς γαρ κοσμούμενος, ομολογίας Αγώσι διέλαμψας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ο Α' Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης
Ο Άγιος αυτός ήταν γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινούπολης και έζησε στα χρόνια του Βασιλιά Κωνσταντίνου Δ' του Πωγωνάτου (668-685).

Λόγω της μεγάλης του αρετής και ευλάβειας, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος της Αγίας Σοφίας και κατόπιν έγινε σύγκελλος και σκευοφύλακας αυτής.

Επειδή δε ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντίνος πέθανε, από τον βασιλιά και τη σύγκλητο, αναγκάστηκε να χειροτονηθεί Πατριάρχης ο Θεόδωρος.

Θεάρεστα αφού διακυβέρνησε την Εκκλησία για δύο χρόνια και τρεις μήνες, απομακρύνθηκε του θρόνου (678) από τον βασιλιά Κων/νο Πωγωνάτο.

Η απομάκρυνση αυτή δεν μάρανε τον θείο ζήλο του Πατριάρχη Θεοδώρου και αφού πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του επίσης Θεάρεστα, απεβίωσε ειρηνικά.

(Άλλες Συναξαριακές πηγές αναφέρουν, ότι ο Αγ. Θεόδωρος, επανήλθε στον θρόνο του μετά τον θάνατο του πατρ. Γεωργίου Α' και πατριάρχευσε από το 683 έως το 686).


Ο ΟΣΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ο Τριγλινός
Απεβίωσε ειρηνικά.

Μάλλον είναι ο ηγούμενος της Μονής Βαθέος Ρύακος στην Τρίγλια.


Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ, ο γιος του ΦΩΤΕΙΝΟΣ & ΟΙ ΑΓΙΟΙ 70 ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Αυτοί μαρτύρησαν στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού (286-305) και ήταν στρατιώτες, που διέμεναν στην Απάμεια της Βιθυνίας του Πόντου.

Όταν πέρασε από εκεί ο Μαξιμιανός, καταγγέλθηκαν ότι ήταν χριστιανοί.

Όταν τους κάλεσε ο βασιλιάς, οι Άγιοι ομολόγησαν και μπροστά του ότι ήταν χριστιανοί και αμέσως τότε τους αφαιρέθηκαν οι στρατιωτικές ζώνες και τους έριξαν στη φυλακή.

Όταν μετά τρεις μέρες ρωτήθηκαν και πάλι, έμειναν αμετάθετοι στο φρόνημά τους και έτσι τους κρέμασαν και τους ξέσχισαν τις πλευρές.

Ο δε Μαξιμιανός, για να κάνει πικρότερο το μαρτύριο του Μαυρικίου, αποκεφάλισαν μπροστά του τον γιο του Φωτεινό.

Αυτούς δε, τους πήγε σε τόπο με βρώμικα βαλτόνερα, όπου τους έδεσε γυμνούς σε πασσάλους και τους άλειψε με μέλι.

Οι μάρτυρες, έμειναν έτσι δεμένοι επί 10 ημέρες, τελικά όμως, από τα τσιμπήματα των εντόμων, παρέδωσαν μαρτυρικά το πνεύμα τους στον Θεό.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ... Η πατρίδα.


 Μικρά διηγήματα από τις «Παλιές Αγάπες».

Στη Ρούμελ’ είναι η λεβεντιά
και στο Μοριά είν’ η γνώση,
– Μωρ’ εσύ ’σαι, Πέτρο;
– Γιωργάκη, εσύ!
Και με το σπιθοβόλημα των ματιών, που έδειχνε την ελπίδα της ψυχής· με την αποφασιστική ροπή, που φανέρωνε την ανυπομονησία των νεύρων· με το τρεμούλιασμα της φωνής, που πρόδινε της σάρκας τη συγκίνηση, άνοιξαν οργιές τα χέρια και ρίχτηκαν στην αγκαλιά ο ένας τ’ αλλουνού. Και από τον τόσο λαό, που περνοδιάβαινε έξω στο λιθοστρωμένο δρόμο της Σπηλιάς: τους Εβραίους, που ξυπόλυτοι κουβαλούσανε τ’ ασκιά από τα Τελωνείο· του ψωμά και του μανάβη και του κουρέα, που έκραζαν με ξεφω­νητά τους πελάτες· του σαράφη, που μπροστά στο τραπεζάκι του έπαιζε τα τάλιρα, βασανίζοντας με τον ήχο και τη λαμπρότη τους τον αντικρινό μπα­λωματή, κανείς ούτε πρόσεξε, ούτε ήταν ικανός να αισθανθεί τη λαχτάρα, που είχαν στο αγκάλιασμά τους οι δυο φίλοι.
Εδώ και πέντε λεφτά πριν ο ένας δε γνώριζε τον άλλον. Ο Γιωργάκης Λαμπρόπουλος καθότανε ανά­μεσα στις πραμάτειες του, στα στρώματα και τα σκοι­νιά, τις στοίβες των κεφαλοτυριών και τους σωρούς των γυαλικών, τους ώμους στηρίζοντας στην κάσα του, το κεφάλι μισογυρισμένο, τα μάτια μισοκλεισμένα, κάτω από την πλέχτρα των σκόρδων και του κερά­του, σαν πολεμιστής ανάμεσα στις δάφνες της νίκης του, κάτω από την αγαπημένη του σημαία. Καθώς όμως πάτησε στο κατώφλι ο Πετρολέτσος ψηλός, λεβεντόκορμος, ξεσκλιάρης μα μεγαλόπρεπος, ζητών­τας ένα όβολο τυρί να κολατσίσει, σαν να πλάκωσε ο ίσκιος του τον μπακάλη, σήκωσε το κεφάλι και η φωνή συγκλόνισε για μιας τ’ αποκαρωμένα νεύρα του. Σαν αστραπή πέρασε στο νου του η υποψία πως κάπου τ’ απάντησε το πρόσωπο εκείνο, κάπου την άκουσε κείνη τη φωνή, πως τ’ αγάπησε άλλοτε κείνο το κορμί. Η φαντασία του άρχισε να πλέκει την κλωνά της φωτεινή στα περασμένα, παντού ψηλα­φώντας και πασπατεύοντας, στα κλώσματα και τα παραστρατίσματα της εβδομηντάρικης ζωής του. Νε­κρούς ξέθαψε από τα μνήματα, ξανάνιωσε γερόντους, έσυρε σε λύπες και σε χαρές, σε φιλίες και σ’ έχθρητες, σε γάμους και σε νεκροπομπές. Μα δεν κατόρθωσε άλλο παρά να ζαλιστεί και να πονέσει· για τα χρόνια που έφυγαν, για τα παθήματα που τον ήβραν. Άξαφνα πέταξε μπροστά του ξανθομούστακος και γαλανομάτης παλικαράς, ο Πετρολέτσος, ο φίλος του, ο αδερφός του! Και τώρα ανάμεσα στο μαγαζί οι δυο φίλοι, ψαρομάλληδες, σαρακοφαγωμένοι, σφιχταγκαλιάζονται και γλυκοφιλιώνται με τα δάκρυα βροχή στα μάτια.
– Μωρ’ εσύ ’σαι, Πέτρο;
– Γιωργάκη, εσύ!
Τέλος χωριστήκανε κι ο ένας κοίταξε τον άλλον με περιέργεια. Μεγάλη απορία ζωγραφήθηκε στα πρό­σωπά τους, σαν να μη μπορούσαν να καταλάβουν πως έγινε κι από τα σπαρταριστά νιάτα γκρεμίστηκαν για μιας στ’ άχαρα γεράματα.
– Καημένε, γεράσαμε! είπε αργοκουνώντας το κεφάλι ο Λαμπρόπουλος.
– Γεράσαμε κι αλλάξαμε! πρόσθεσε ο Πετρολέτσος πικραμένος. Σωστός Κορφιάτης μου φαίνεσαι.
Και σφουγγίζοντας με το μανικοπουκάμισο τα δά­κρυά του, κοίταζε και ξανακοίταζε το φίλο του, σαν να ζητούσε κάτω από το βαρύ εκείνο σώμα, το στρογ­γυλό κεφάλι, τα κρεμαστά φρεσκοξουρισμένα μάγουλα, και τον παχύ λαιμό, το λυγερό παλιό του σύντροφο· σαν να ζητούσε κάτω από την υγρή και σουρτή μιλιά ν ακούσει τους στρογγυλούς μοραΐτικους ήχους· σαν να ήθελε να ιδεί τον αλαφρό αέρα του κορμιού και των ματιών το σπιθοβόλημα και το διαβολικό γοργο­παίξιμο του προσώπου, κάτω από το νυσταγμένο πρόσωπο ενού Κορφιάτη νοικοκύρη.
– Μωρ εσύ ’σαι ο Γιώργος, που τα ’βαλες μ’ όλους τους κοντοστάμπελους στην Οβριακή! φώναζε δυσκολόπιστος.
Ήρθε στο νου του άξαφνα η πρώτη φορά, που γνωριστήκανε μέσα στη Οβριακή, στο φοβερό καυγά. Ο Πετρολέτσος από μικρός στο νησί, όταν ο πατέ­ρας του πέρασε συφάμελος από τ’ Αργυρόκαστρο, φεύγοντας τη λύσσα του Αληπασά· ο Λαμπρόπουλος φευγάτος από τον Κάμπο της Γαστούνης για να γλυτώσει από τους μαχαιράδες του δημογέροντα, ήταν αδύνατο να γνωριστούν στον ξένον τόπο, που τον έσφιγγε και κείνον τον Σουλτάν Θωμά η αλύγιστη παλάμη. Μα όσα φέρν’ η ώρα δεν τα φέρνει όλος ο χρόνος. Ο Μοραΐτης στον καυγά εκείνο έδειξε φοβερή παλικαριά. Ξαρμάτωτος, μ’ ένα πόδι σκαμνιού στο χέρι ρίχτηκε στην αρματωμένη εξουσία, άνοιξε κεφά­λια, τσάκισε κόκαλα και τέλος τους σκόρπισε όλους. Ο Ρουμελιώτης από φυσικό του σεβασμό στην παλικαριά, έκρυψε το Μοραΐτη στο μαγαζί του, χωρίς να συλλογιστεί πως αν τον έβρισκαν, θα στέλνανε και κείνον στην κρεμάλα. Κατόρθωσαν όμως να μην ανακαλυφτούν κι έμειναν αιματωμένοι οι κοντοστάμπελοι και φίλοι αχώριστοι οι δυο νέοι. Μα τώρα πώς μπορούσε να πιστέψει ο Πετρολέτσος ότι το πιθάρι που κάθεται μπροστά του είναι κείνος ο παλικαράς; Και πάντα ίδιος, όπως στα νιάτα και στα γεράματα, ετοιμάζεται να σωριάσει θαυμαστικά για το ανδραγάθημα εκείνο. Η παλικαριά όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν παλιώνει.
Μα ο Λαμπρόπουλος του έκοψε τη φόρα:
– Άσ’ τα τώρα, περάσανε· είπε. Παλαβομάρες παιδιάτικες· όλο παλαβομάρες!… Και συ πως βρίσκεται; τι γένεσαι;
– Α! είπε με αδιαφορία μεγάλη· βουκόλος γυ­ρίζω… Αμ’ εσύ;
– Έχω τάλαρα!…
– Τι λες! αλήθεια; φώναξε ο Πετρολέτσος με χαρά. Μπράβο! Μα πώς, μωρ’ αδερφέ, πώς!…
– Πώς; με αγώνες και κόπους… Για φαντάσου πόσα χρόνια είναι που χωρίσαμε!
– Θυμάμαι και γω!… Σαν έφυγα για τον πό­λεμο εσύ πουλούσες σαπούνι στα καντούνια.
– Τι καλά που δε σε άκουσα να έρθω μαζί σου! Τι απόχτησες με τα τρεχάματά σου; Πες μου έχεις τίποτσι;
– Μπα· ό,τι φορώ κλέφτη δε φοβάμαι.
Και μ’ ένα βεργολύγισμα περήφανο, που δε θα το έκανε χρυσοφορεμένο βασιλόπουλο, έδειξε ο Ρουμελιώ­της τα τρυπημένα του γουρνοτσάρουχα, τις ξηλωμέ­νες κάλτσες του, τη λερή και ξεσκλισμένη φουστα­νέλα του τα ξεφτισμένα μεϊντανογέλεκα και το λιγδωμένο φέσι του. Έδειξε ακόμη στη μέση του το σιλάχι μαύρο, καταζαρωμένο, με το ξύγκι απάνω του σαν λέπια ψαριού, με το μαυρομάνικο λάζο μέσα και δυο τρεις αλυσίδες, που βαστούσανε δεξιά τον ασημοσουγιά κι ένα λουρί μισολιωμένο αριστερά με τρεις τοκάδες – μοναχή αρματωσιά και στολίδια του.
– Και βαστιόσουνα καλά σαν έφυγες· είπε κου­νώντας τα κεφάλι ο Λαμπρόπουλος. Το ψωμάδικό σου στην Πόρτα Ριάλα έκανε δουλειά· είχες ούλη την Οβριακή απάνου σου. Αν βάσταγες κεφάλι, τώρα θα είχες μηχανές και θα τάιζες ούλη τη χώρα. Ψεσινός άθρωπος ο Μεϊντάνης κι έχει εκατομμύριο!…
– Και δε θα ’χανα τους γονιούς μου!… πρόσ­θεσε ο Πετρολέτσος, στυλώνοντας το βλέμμα στον κούφιον αέρα, σαν να διάβαζε τα περασμένα.
– Οι γονιοί σου! φώναξε ο Λαμπρόπουλος, Οι γονιοί σου! Διακονιά βγήκανε! Το ξέρεις που βγήκαν διακονιά!… Ακούς ο Πετρολέτσος διακονιά! Ακούς η βαφτισιμιά του Τζαβέλλα διακονιά!… Και στο τέλος ο πατέρας σου γύριζε παλαβός στο Μαντούκι, μπαίγνιο του κόσμου κι η μάνα σου έπεσε στη Γαρίτσα και πνίγηκε…
– Σώπα για όνομα Θεού! σώπα!… είπε ο Πε­τρολέτσος, κουνώντας τα χέρια και γυρίζοντας τα μάτια, λες κι ήθελε να διώξει φοβερό φάντασμα.
Μα ο Μοραΐτης, σα να τον έπιασε ο πειρασμός εκείνος της φυλής του να γελάσει με την απελπισία του άλλου, να φανεί πως είναι έξυπνος, πως όλα με την τσαχπινιά του τα καταφέρνει και πως οι άλλοι χαντακώνονται σε φαντασίες μόνον, άρχισε με περισ­σότερο θυμό:
– Τι τσώπα, μωρέ, τι τσώπα! Ά δα δε σου τα ’λεγα, ο κακόρκος, από τότες: – Μωρέ, κάτσε και τήρα τη δουλειά σου! Καλά καθόμαστε δω· λευτεριά έχουμε με τσ’ Εγγλέζους.
– Μα τ’ αδέρφια μας … η Πατρίδα…
– Τι Πατρίδα; Πού σε είδε σένα η Πατρίδα; Πού την ξέρεις; Τάισε τσου γονιούς σου που πείνασαν;… Εσένα σε τάισε!… Μα να ειπείς ήταν και το μυαλό – παιδιάτικο μυαλό! Πρόσθεσε μαλακότερα ο Μοραΐτης. Να, εγώ που σου μιλώ έτσι, δε μπήκα στο καράβι με τσου Παργινούς να κατεβώ στη φωτιά;
– Α! έκαμε ο Πετρολέτσος, κοιτάζοντας το φίλο του κατάματα, σαν να έλεγε: Βλέπεις; Δεν έχω άδικο· η πατρίδα πάντα πατρίδα είναι· πονιέται!…
– Ναίσκε· εξακολούθησε κείνος χωρίς να τον προσέξει· πήγε τότενες ο Κυριακούλης να βαρέσει τσι Αρβανιτάδες στο Φανάρι και πήγαμε να τσου δώκουμε βοήθεια. Μα ώστε να φτάσουμε κει τελείωσε ο πόλεμος. Οι Μανιάτες με το λείψανο του Κυριακούλη κατεβήκανε στο Μισολόγγι κι οι Αρβανιτάδες αφέντευαν σ’ όλο το περγιάλι. Τότενες οι Παργινοί είπαν να κατέβουμε στο Μισολόγγι· μα εγώ κατάλαβα πως δεν ήμουν για πόλεμο και πέρασα ολονυχτίς στσου Παξούς. Από τότενες ήβρα την τύχη μου…
– Τότε που λες έκανα και γω τον πρώτο μου πό­λεμο· τον έκοψε ο Ρουμελιώτης. Βαρέσαμε τους Τούρ­κους στο Μοριά. Ήταν άμετρη Τουρκιά και λιγοστοί εμείς, μα διαλεγμένοι. Βαστάξανε καλά οι οχτροί, στο τέλος τσακίσανε… Όρε, μάτια μου, θέρο που στον κάναμε!
Κι έριξε τα μάτια του μακριά πύρινα, λες κι ήθελε να φωτίσει τα περασμένα. Είχε τα δασά του φρύδια σμιχτά· έσκαζε το ρουθούνι σαν να μυριζότανε τη μπαρούτη της μάχης· κουνούσε τα χέρια σαν να έδινε ζερβόδεξα σπαθιές θανατοφόρες κι έβλεπε τώρα να φεύγουν τους οχτρούς και νικήτριες την Πίστη και την Πατρίδα. Τα λόγια του φίλου του, το Φανάρι, ο Κυριακούλης, οι Αρβανίτες, λόγια αλησμόνητα στη ζωή του, γιατ’ ήταν της ζωής του τ’ όνειρο, στέγνω­σαν ευθύς τα δάκρυά του, έδιωξαν από τα φυλλοκάρδια του το φαρμάκι και τον φέρανε πάλι στην πρώτη του θέση, που δεν ήθελε ν’ αφήσει παρά νεκρός.
Μα ο Λαμπρόπουλος, κλωθογυρίζοντας κι αυτός στα περασμένα, περήφανος για το κατόρθωμά του, εξακολούθησε χωρίς να τον προσέξει.
– Στσου Παξούς, που λες, ήβρα δυο καλούς συν­τρόφους. Άξιοι αθρώποι! Δε χάνονταν σε λόγια. Βρίσκουμ’ ένα καϊκάκι και τραβούμε στα σκαλώματα του Μοριά και στα πόρτα τση Ρούμελης. Εκεί μας βοήθησε η τύχη στα γερά! Ήβλεπες στους έρμους κάβους και στα περγιάλια γυναίκες, άντρες, παιδιά, κατατρεγμένους από το τούρκικο ασκέρι. Άμα μας αγνάντευαν, αρχινούσαν τα σενιάλα να τους πάρουμε, να τους περάσουμε στα ξερονήσια του Κάλαμου. Κι έδιναν ό,τι είχαν: δαχτυλίδια διαμαντένια, ζουνάρια αξετίμωτα, μεταξωτά και λαχούρια, ό,τι άρπαξαν από τα σπίτια τους στην ώρα του φευγιού, τα ’διναν ούλα για να σωθούν από το λεπίδι, από τη σκλαβιά και την ατιμία. Δε λέω πως δεν κάναμε κι αδικιές· χωρίς αδικιά βιος δε γένεται. Το καϊκάκι μας δεν έπαιρνε πολλούς και μεις βάναμε διαλεόνα. Μπαρκά­ραμε πρώτα εκείνους που έδιναν τα πολλά, κι αν έμενε τόπος, μπαρκάραμε κι από τη φτώχια· είτ’ αλλιώς βουλώναμε τ’ αφτιά μας στα μοιρολόγια τους και κάναμε πανιά. Πολλές βολές θυμούμαι, πλάκωναν άξαφνα οι Τούρκοι και βλέπαμε τους έρμους να σκροπάνε και να γκρεμίζονται από τους βράχους στη θάλασσα για να μας φτάσουν να μας απλώνουν τα παιδιά, τους στην ώρα, που βυθιζόντουσαν στα κύ­ματα… Μα πολλουνώνε σώσαμε τη ζωή…
– Εγώ πήρα ζωές· μα τούρκικες ζωές! Έσπειρα κουφάρια στο διάβα μου, που χορτάσανε τα πετεινά κι αντρείεψε η γη μας… Μα δεν το πήρα τ’ αλλουνού το πράμα. Ό,τι πήρα το πήρα δίκαια, με το σπαθί μου!
– Κι εγώ δίκαια το πήρα. Στο Μισολόγγι…
– Έκαμες στο Μισολόγγι;
– Ναίσκε έκαμα στους δυο μπλόκους και στην έξοδο.
– Μωρέ, τι λες! Εγώ τότες ήμουνα με τον Κώστα Μπότσαρη κι ήρθαμε γυρεύοντάς σας… Μωρέ, πες μου τ’ αδέρφι, πολέμησες στο πλάι του Σιαδήμα! Είδες πώς γλίτωσε ο Μακρής; πώς χάθηκαν τα γυναι­κόπαιδα, πώς σκοτώθηκε ο Ραζικότσικας;
Ο Ρουμελιώτης, όπως όλοι του καιρού του, έτρεφε, άλλου είδους θαυμασμό στου Μεσολογγιού την ιστορία. Έγιναν κι άλλες μεγάλες μάχες, μακελειά φριχτά στον πικρόν εκείνον εννιαχρονίτικον αγώνα· δοξαστήκανε κι άλλες πολλές φορές τα ελληνικά όπλα· μα ό,τι έγινε στο Μεσολόγγι, το νόμιζαν κάτι εξαιρετικό και κείνους, που πολέμησαν εκεί, τους πίστευαν θεούς. Τώρα εκεί που άρχιζε ν’ αηδιάζει το Μοραΐτη, με μιας όλα τα λησμόνησε μπροστά στη σκέψη πως είναι αγωνιστής του Μεσολογγιού. Μα ο Λαμπρόπουλος γέλασε δυνατά.
– Τίποτσι δεν είδα· αποκρίθηκε με απάθεια. Είδα μανάχα που ήφερναν την άλλη μέρα τις Μεσολογγίτισσες αρμαθιασμένες στ’ αράπικο στρατόπεδο…
– Μωρ’ με τους Τούρκους ήσουνα!
– Κι αμέ; Έδινα χούφτα καπνό στους Αρβανιτάδες, χούφτ’ αφιόνι στους Αραπάδες κι έπαιρνα χούφτα μάλαμα και χούφτ’ ασήμι.
– Ου να μου χαθείς! βροντοφώναξε με αηδία ο Πετρολέτσος.
– Να χαθώ; Εσύ χάθηκες, κακόρκε, με τα μυαλά που ’χες!… Τη βλέπεις τούτη την καδένα; δεύτερη δε βρίσκεται στον κόσμο. Την πήρα για μια Μισολογγιτοπούλα, που πούλησα στον πρόξενο της Αούστριας στο Τσιρίγο.
Ο Πετρολέτσος πήγαινε να φρενιάσει από θυμό. Η ξετσιπωσιά του Μοραΐτη έφερνε το αίμα στα μάτια του και δυο τρεις φορές σκέφτηκε να του στρίψει το καρύδι, για να πάψει να λέει τις ατιμίες του. Άξαφνα χωρίς λόγο, βράζοντας από γεροντικά θυμό, σήκωσε βιαστικά το δεξί μανίκι κι έδειξε στο μπράτσο του μια φοβερή σπαθιά.
– Τη βλέπεις τούτη; φώναξε φέρνοντας το στα μάτια του Μοραΐτη· είναι σπαθιά! Την πήρα στο Κερατσίνι με τον Καραϊσκάκη. Ήμαστε λίγοι, στα δάχτυλα, όπως πάντα, κι οι Τούρκοι άμετροι. Με την πρώτη μπαταριά σκοτώνετ’ ο Μπαϊραχτάρης: – «Πετρολέτσο, δικό σου!» φωνάζει ο καπετάνος, με τον κόκκινο ντουλαμά του λάμποντας σαν Αϊ Γιώργης απάνω στ’ άλογό του. Με το λόγο τ’ άρπαξα κιόλας. Μας έμπλεξαν εκεί, μας ζώσανε απ’ ολούθε, μας στρί­μωξαν σε μια φράχτη, μας πήραν τις πλάτες… Κολύμ­πησα στα αίματα, μα το γλύτωσα το μπαϊράκι…
– Και τι απόχτησες; Πού είναι το σπίτι σου; Πού είν’ οι γονιοί σου, πού είν’ η φαμίλια σου;… Δε χάφτω μύγες εγώ, ακούς! Δε χάφτω μύγες!… Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισα φορτωμένος εδώ. Μάζωξα, τους γονιούς μου από τα Καλύβια και τους έβαλα αφεντά­δες. Την αδερφή μου τη Ρήνη – θυμάσαι που της έκανες τα γλυκά μάτια κι έλεγα να σε κάμω γαμπρό; – την πάντρεψα με τιμές και δόξες και ζει αρχοντικά στον Πέλεκα. Εγώ παντρεύτηκα και πήρα μια κον­τέσα. Ετούτο το σπίτι δικό μου είναι και τ’ άλλο στα Μουράγια δικό μου και στη Σπιανάδα το ψηλό πάλε δικό μου. Εκείνος ο σαράφης είναι γιος μου, ο Νικολάκης· ακούς πώς παίζει τα τάλαρα στο χέρι σαν να παίζει κομπολόι; Τον άλλο, το δικηγόρο θαν τον κάνουμε βουλευτή· ετούτο το μαγαζί το κρατεί ο μικρότερος. Το μεγάλο λιοτρίβι στη Γαρίτσα· ένα λιοστάσι στους Άγιους Δέκα, μια περβόλα στον Πο­ταμό, όλα δικά μου!…
Ο Ρουμελιώτης χολοταράχτηκε. Στην ορμητική κουβέντα του φίλου του είδε να συνεπαίρνονται όλα του τα αισθήματα, όπως κάτω από το κατρακύλημα του νερού ξεριζώνονται και τρίβονται και αφανίζονται τα δροσερά πολυτρίχια του βράχου. Και στη θέση τους ένιωσε να φυτρώσει και να τον ενοχλεί μια απο­ρία πρωτόφαντη. Να αυτός, να κι ο φίλος του. Εκεί­νος αναπαύεται στους κόπους της νιότης του, τιμη­μένος από τον κόσμο, ευλογημένος από τους γονέους του, αγαπημένος από τους συγγενείς του. Προσμένει το θάνατο ήσυχος. Χέρια παιδιών θα του κλείσουν τα μάτια· μύριοι θα συναχτούν γύρω στο λείψανό του, να τον κλάψουν ειλικρινά και να βλογήσουν τη μνήμη του. Κι αυτός, που δεν αφιέρωσε ούτε ώρα της μακρι­νής ζωής του στη φροντίδα του εαυτού του, γυρίζει τώρα δίχως το τίποτε, περιφρονημένος από τον κόσμο, καταραμένος, βέβαια, από τους γονέους του, απορριμμένος από τους συγγενείς του. Και όταν κλείσει τα μάτια, θα πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Ποιος λοιπόν είναι ο ίσος δρόμος, Θεέ μου!
Άξαφνα ο ερεθισμένος του λογισμός ύφανε εμπρός του εικόνα ολοζώντανη. Μια ασπροφόρα, με κορμί και πρόσωπο αγγελοκάμωτο, στεκότανε κοντά σε μια μεγάλη φωτιά. Γύρω στη φωτιά λίγος, μα εκλεχτός κόσμος ερχόταν κι έριχνε μέσα πλούτη, ονόματα, γονέους, παιδιά, αδέρφια· αγάπες, πόθους, όνειρα, φιλοδοξίες, πάθη. Η φωτιά τ’ άρπαζε όλα, τα κατά­πινε σαν φάρυγγας θεριού. Και η παρθένα με το πλάνο της χαμόγελο και το αυστηρό της βλέμμα, τους ζητούσε κι άλλα, «κι άλλα!» τους φώναζε πεισματάρα, απαιτητική, αχόρταγη. Και κείνοι, αφού έριχναν ό,τι κι αν είχαν μέσα, δίχως πίκρα, δίχως θυμό, έπεφταν τέλος κι οι ίδιοι και χάνονταν εκεί, όπως έσβησε και χώνεψε πριν κάθε χαρά τους και κάθε τους απόχτημα. Και κάτι του έλεγε μυστικά πως η παρθένα, η λάμια η αχόρταγη, ήταν η Πα­τρίδα. Ανυπόμονα έριξε τα μάτια περίγυρα να έβρει την ελπίδα, την ανταπόδοση να βρει σε κείνο τ ολο­καύτωμα· τίποτα!
– Έχεις δίκιο… δίκιο έχεις! εψιθύρισε με δακρυ­σμένα μάτια, με στήθος βαρύ, λες και καθότανε η Μόρα απάνω του.
Μα σύγκαιρα είδε την κόρη να τον κοιτάζει κατά­ματα και με το χέρι της να δείχνει μακριά. Γύρισε εκεί ο Πετρολέτσος κι είδε μια χώρα μεγάλη. Και μάντεψε αμέσως πως ήταν η Ελλάδα, ελεύθερη πέρα πέρα, δοξασμένη, λαμπροφώτιστη. Είχε πρωτεύουσα της την Πόλη την φτάλοφη και λατρευτό ναό της την Αγιασοφιά. Του Κωνσταντίνου τον τάφο άγιο λείψανο και των κλεφτών τ’ αρμούτια φυλαχτάρια της. Και ήταν ο στρατός της τρόμος της γης και φρίκη της θάλασσας ο χιλιάρμενος στόλος της και δόξα της Δη­μιουργίας ο λαός της, ο ημίθεος! Μονώρας ένιωσε μια μυλόπετρα να κυλά από πάνω του· τα πύρινά του αισθήματα τ’ απείκασε να χύνονται πάλι και να ξανάφτουν το αίμα του. Να τη λοιπόν την ελπίδα και την ανταπόδοση!… Πήδησε αγέρωχος, αυστη­ρός, όπως την ώρα που στο Κερατσίνι αγωνιζότανε με τους οχτρούς για το μπαϊράκι και στο «τι από­χτησες» που του πρόβαλε μ’ επιμονή ο Μοραΐτης,
– Την Πατρίδα μου! φώναξε χτυπώντας τα στήθη του δυνατά.
Ο Λαμπρόπουλος στην απροσδόκητη απάντηση έμεινε άλαλος. Ο Πετρολέτσος φαντάστηκε να στείλει και δεύτερη μπαταριά, να σαρώσει τα κακομοιρια­σμένα λείψανα του οχτρού. Με φωνή μεγάλη, αφεντική, σαν να μιλούσε από μέρος όλου του λαού του Εικοσιένα, του αδικημένου και αμνημόνευτου, ξανα­φώναξε πιο δυνατά.
– Ναι· έκαμα την Πατρίδα μου!
Read more » Διαβάστε Περισσότερα