Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025

Αρκάς...

 



 
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Γιαγιάδες αγράμματες...Ευλογημένες ψυχές.

 


Ήμουν πολύ τυχερή στην ζωή μου, που γνώρισα τις δυο γιαγιάδες μου, τις μητέρες και των δυο γονιών μου. Μ’ αγαπούσαν πολύ και με συμβούλευαν συνέχεια χωρίς να αντιλαμβάνομαι τότε πόσο σοφές ήταν οι κουβέντες τους. Κουβέντες διδάγματα που καθημερινά σχεδόν σκουντουφλάνε στο υποσυνείδητό μου, προσπαθώντας να κάνουν θόρυβο για να τους δώσω σημασία.
Να με ταρακουνήσουν, να με ξυπνήσουν. Να μην ξεχάσω όσα οι «αγράμματες» εκείνες γυναίκες με δίδαξαν. Εκτός από τις συνηθισμένες συμβουλές (που δίνουν όλες οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους), με μάθαιναν πρώτα απ’ όλα πως να είμαι καλή νοικοκυρά. Πως να ανοίγω φύλλα για πίτα, πως να φτιάχνω ψωμί, να διαλέγω τις φακές κλπ. Με μάθαιναν όμως και πως να αυτοσυντηρούμαι για να μην έχω κανέναν ανάγκη, όπως έκαναν κι εκείνες.
Πως, δηλαδή, να καλλιεργώ διάφορα λαχανικά στον κήπο, να αρμέγω την κατσίκα, να περιποιούμαι τις κότες, τα κουνέλια, να πλέκω, πως να στοιβάζω ξύλα στο τζάκι για καλύτερη φωτιά και όλες αυτές τις δουλειές που για εκείνες ήταν δεδομένο ότι έπρεπε κάθε κορίτσι να ξέρη. Απαραιτήτως!
Aνάμεσα στ’ άλλα έβρισκα επίσης πάρα πολύ ενδιαφέρουσες τις γνώσεις τους για διάφορα θαυματουργά γιατροσόφια, χρησιμοποιώντας υλικά από την φύση, όπως χαμομήλι, σκόρδο, τσουκνίδα, κρεμμύδι, λεμόνι κ.ά., που επιβαλλόταν να τα γνωρίζουν γιατί δεν υπήρχαν στην εποχή τους φαρμακεία. Οι «παλιοί» ήξεραν πάντα τί να πιούν, όταν είχαν πονόλαιμο, πονόκοιλο, τί να βάζουν πάνω σε μια πληγή, αλλά και πως να βγάλουν έναν δύσκολο λεκέ από τα ρούχα χρησιμοποιώντας π.χ. ξύδι ή χυμό ντομάτας, καθώς και πως να φτιάχνουν αλισίβα από στάχτη, το καλύτερο απορρυπαντικό ρούχων. Ότι χρειάζονταν για την διαβίωσή τους το έφτιαχναν μόνες τους. Οι γιαγιάδες μου όμως, δυστυχώς, έφυγαν για την άλλη, την αιώνια ζωή, πριν ακόμα κλείσω τα 18. Πριν καλά καλά εμπεδώσω όσα ήθελαν κατά βάθος να καταλάβω.
Η απουσία τους μου ήταν πολύ αισθητή. Ένοιωθα ότι έλειπαν κομμάτια του εαυτού μου, που μόνον εκείνες μπορούσαν να συμπληρώσουν. Αυτές οι απλές αγνές συμβουλές τους με την αυστηρή, αλλά τρυφερή συγχρόνως ματιά, ήταν «τροφή» για μένα, αστείρευτης αγάπης και γνώσης πού δεν την βρίσκεις σε κανένα βιβλίο.Από τότε που τις έχασα, όποτε τύχαινε να βρεθώ με ηλικιωμένα άτομα, πάντα τα πλησίαζα με αγάπη και με λαχτάρα προσπαθούσα να αποκομίσω, όσο το δυνατόν περισσότερα, από την ανεξάντλητη πηγή των εμπειριών και αναμνήσεών τους. Έτσι ακριβώς, όπως έκανα με τις γιαγιές μου. Το ίδιο συνεχίζω να κάνω και σήμερα. Προσπαθώ να σκαλίσω και την πιο μικρή κρυφή γωνιά του μυαλού τους, να φέρω στην επιφάνεια διάφορες λεπτομέρειες τής ζωής τους και να διδαχθώ από αυτούς.
Συναντώντας σήμερα γιαγιάδες και παππούδες πολλές φορές μας φέρνει η κουβέντα και στο θέμα της οικονομικής κρίσης. Όλοι τους σχεδόν σχολιάζουν με τον ίδιο τρόπο την σημερινή κατάσταση. «Άσε μας εμάς, παιδάκι μου» μου λένε. «Εμείς έχουμε ζήσει και στην Κατοχή. Παλέψαμε με τον κατακτητή, την πείνα και την ψείρα. Έχουμε περάσει πολύ χειρότερα. Ακόμα κι αν μας κόψουν την σύνταξη, εμείς που ζούμε στην επαρχία δεν θα πεινάσουμε ποτέ. Θα πάμε να μαζέψουμε χόρτα να φάμε, θα κόψουμε φρούτα από κανένα δένδρο, θα βγάλουμε λάδι από τις ελιές μας, θα μαζέψουμε ξύλα για να πυρωνόμαστε στο τζάκι. Αλλοίμονο σε εκείνους που ζουν στις πόλεις και δεν έχουν μια στάλα γη για να φυτέψουν. Αλλοίμονο περισσότερο στους νέους που δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν ποιά αγριολάχανα είναι φαγώσιμα για να τα μαζέψουν. Τα νέα παιδιά σκεφτόμαστε και κλαίει η ψυχή μας».Αυτά μου λένε οι σοφοί φίλοι μου και τότε σκέφτομαι: «Αχ, καλές μου γιαγιές…
Πόσο δίκιο είχατε, όταν θέλατε να μου μάθετε τόσα απλά, αλλά σημαντικά πραγματάκια. Άλλοτε σάς άκουγα και άλλοτε γέλαγα, νομίζοντας ότι δεν θα χρειαζόταν ποτέ ούτε καν να τα ξαναθυμηθώ. Μακάρι να κατέγραφα σ’ ένα χαρτί όσα μου λέγατε. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να θυμόμασταν τις συμβουλές των γιαγιάδων και των παππούδων μας. Τί ωραία και μεγάλη εκδίκηση θα ήταν προς την κάθε κυβέρνηση, αν ξέραμε πώς να αυτοσυντηρούμαστε, χωρίς να χρειάζεται να πάμε στο σούπερ μάρκετ, στον φούρνο, στον γιατρό, στο φαρμακείο, στο συνεργείο, στην πιτσαρία, στο κομμωτήριο, στην τράπεζα, στην εφορία… Να μην είχαμε ανάγκη από αυτοκίνητο, υπολογιστή, πλυντήριο, κινητό τηλέφωνο, πιστωτικές κάρτες…
Αν ζούσαν οι γιαγιάδες μας θα τα κατάφερναν. Μάλιστα θα γέλαγαν μαζί μας, αν μας έβλεπαν πόσο εξαρτημένοι είμαστε από άψυχα αντικείμενα. Θα έκλαιγαν όμως βλέποντας πόσο “ξένοι” είμαστε μεταξύ μας. Πόσο μίσος, ζήλεια, αγένεια, φιλαργυρία, ψέμα και υποκρισία κυριαρχεί στην ψυχή μας. Και δεν φτάνει που “εξοντώνουμε” τον πλησίον μας σε κάθε ευκαιρία, κάνουμε και ότι είναι δυνατόν για να καταστρέψουμε και τον πλανήτη μας, εφόσον αυτό μάς επιφέρει κέρδος. Αχ, καλές μου γιαγιάδες, μακάρι να σάς είχα πάλι κοντά μου να με συμβουλεύατε πώς να αντιμετωπίσω τα διάφορα προβλήματα. Αχ, καλές μου γιαγιούλες, τί τυχερές ήσασταν που ζήσατε μια άλλη εποχή… Αναρωτιέμαι… Όλοι αυτοί που μας κυβερνάνε δεν γνώρισαν ποτέ γιαγιά;»
(Tης Ζωής Δενδραμή. Αναδημοσίευση από «Το Βήμα των Συντακτών»)

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Κορμός Αϊβασιλιάτικος με μερέντα.

 

Υλικά

  • 4 αυγά
  • 125 γρ. ζάχαρη
  • 75 γρ. αγεύρι
  • 30 γρ. βούτυρο
  • 100 ml σιρόπι βρασμένο για 5 λεπτά  με
  • 60 γρ. ζαχαρη και 100 ml νερό και λίγη υγρή βανίλια στο τέλος
για το γλάσο
  • 120 γρ. τυρί κρέμα
  • 120 γρ. βούτυρο
  • 2 φλ. ζάχαρη άχνη κοσκινισμένη
  • 6 κ.σ. μερέντα

Εκτέλεση

Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180 βαθμούς.
Στρώνουμε ένα χαμηλό ταψάκι παραλληλόγραμμο, 22x33 με αντικολλητικό χαρτί. Λιώνουμε το βούτυρο και μετά το αφήνουμε να κρυώσει. Σε μπεν μαρί χτυπάμε με μίξερ χειρός τα αυγά μαζί με την ζάχαρη μέχρι να ζεσταθούν ελαφρά, περίπου για 5-7 λεπτά. Βγάζουμε από την φωτιά αλλά συνεχίζουμε το χτύπημα για 10 λεπτά ακόμα, μέχρι να φουσκώσουν καλά. 
Κοσκινίζουμε το αλεύρι μέσα στα αυγά σε τρεις δόσεις και ανακατεύουμε πλέον με σπάτουλα πολύ μαλακά. Τέλος ρίχνουμε σιγά σιγά και το βούτυρο, το οποίο θα είναι πλέον σε θερμοκρασία δωματίου. 
Ψήνουμε αμέσως για 5 λεπτά. Καταλαβαίνουμε ότι η βάση ψήθηκε όταν φουσκώσει, χρυσαφίσει και ξεκολλήσει ελαφρά από τα τοιχώματα.
Απλώνουμε στον πάγκο μία καθαρή πετσέτα, στρώνουμε πάνω χαρτί ζαχαροπλαστικής  και πασπαλίζουμε με μπόλικη ζάχαρη άχνη.  Αναποδογυρίζουμε την βάση πάνω στην πετσέτα και ξεκολλάμε και πετάμε το χαρτί από το ταψί. Κόβουμε τις ψημένες άκρες με κοφτερό μαχαίρι. 
Τυλίγουμε προσεκτικά σε ρολό, σκεπάζουμε με μια νωπή πετσέτα κι αφήνουμε  τυλιγμένο σφικτά να κρυώσει πριν το γεμίσουμε. Μόλις κρυώσει καλά αλοίφουμε όλη την εσωτερική μεριά με το σιρόπι  και από πάνω απλώνουμε ισομερώς το 2/3 του γλάσου. Τυλίγουμε σε σχήμα κορμού. 
Απλώνουμε από πάνω  το υπόλοιπο γλάσο και με ένα πηρούνι κάνουμε ρίγες που να τον κάνουν να μοιάζει με κούτσουρο. 
Εναλλακτικά βάζουμε το γλάσο σε κορνέ με ριγωτή μύτη και καλύπτουμε όλη την επιφάνεια.  Διακοσμούμε  τον κορμό ή και την πιατέλα με χριστουγεννιάτικα ζαχαρωτά ή αλλοιώς πασπαλίζουμε  μόλις ένα λεπτό πριν το σερβίρισμα με ζάχαρη άχνη. 
για το γλάσο
Στο μίξερ χτυπάμε το τυρί κρέμα μαζί με το βούτυρο μέχρι το μίγμα ασπρίσει καλά. Προσθέτουμε την μερέντα και σιγά σιγά την ζάχαρη άχνη, μέχρι να ενσωματωθεί, και το μίγμα ομογενοποιηθεί.  
http://newpost.gr
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Οι δώδεκα μήνες - Λαϊκό παραμύθι.

 



Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδέ κάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ’ αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά ’ρθει πάλι η μάνα τους με τ’ άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό. 

Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν: 
 Θρέβονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της τα παιδιά. Γι’ αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.
  Το πίστεψεν η αρχόντισσα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώσει πάλι, δεν την άφησε τη φτωχιά να φύγει με άνιφτα χέρια, μόνο την έβαλε και νίφτηκε καλά καλά, για ν’ απομείνει η τύχη μέσ’ στο σπίτι της. Κι η φτωχιά ήρθε στο σπίτι της με τα δάκρυα στα μάτια.
  Τα παιδιά της, άμα την είδαν και δεν είχαν τα χέρια της ζυμάρια, αρχίσανε να κλαίνε. Κι από ένα μέρος κλαίγανε τα παιδιά κι από τ’ άλλο η μάνα. Τέλος αυτή σα μεγάλη έκανε σίδερο την καρδιά της και μέρωσε και είπε στα παιδιά της: 

 Μερώστε, παιδιά μου, και μην κλαίτε και θα σας βρω ένα κομμάτι ψωμί να σας φέρω.
  Και πήγε από πόρτα σε πόρτα και τρόμαξε να βρει να της δώσουν ένα ξερογώνιαδο και το μούσκεψε καλά καλά με το νερό και το μοίρασε στα παιδιά της, κι αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε και κοιμηθήκανε. Κι αυτή απάνω στα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει, για να μην ιδεί τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα.
  Κει που πήγαινε στην έρημο τη νύχτα, βλέπει σ’ ένα ψήλωμα ένα φέξος και πήγαινε πάνω σ’ αυτό. Κι όταν πήγε κοντά, είδε πως ήταν τέντα και στη μέση της τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλαιος με λαμπάδες και αποκάτω από τον πολυέλαιο κρεμότανε ένα πράγμα στρογγυλό σαν τόπι. Μπήκε μέσα στην τέντα εκείνη, κι είδε και καθότανε δώδεκα παλληκάρια και μιλούσανε για μιαν υπόθεση πώς πρέπει να την κάμουν.
  Η τέντα ήταν στρογγυλή και στο έμπασμα της τέντας από δεξιά καθότανε τρία παλληκάρια κι είχαν τα στήθια τους ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια από τα δέντρα.
  Παρακάτω από αυτά τα παλληκάρια καθότανε άλλα τρία κι ήταν ανασκουμπωμένα ώς τους αγκώνες και χωρίς επανωφόρι και βαστούσαν στα χέρια τους στάχυα ξερά.
  Παρακάτω καθότανε άλλα τρία παλληκάρια και βαστούσαν στο χέρι τους από ένα τσαμπί σταφύλι.
  Παρακάτω καθότανε και άλλα τρία παλληκάρια παραμαζωμένα και φορούσαν από μια γούνα μακριά από το λαιμό ώς κάτω από τα γόνατα.

  Άμα την είδαν τα παλληκάρια τη γυναίκα, είπαν:
 Καλώς τη θείτσα, κάθησε.
  Κι η γυναίκα, αφού τα χαιρέτησε, κάθησε. Κι αφού κάθησε τη ρωτήσανε πώς ήταν και πήγε σε κείνα τα μέρη. Κι η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασή της και τα βάσανά της κι επειδή τα παλληκάρια καταλάβανε πως πεινά η φτωχιά, σηκώθηκεν ένας από εκείνους που φορούσαν τις γούνες και της έβαλε τραπέζι κι έφαγε· κι είδε πως ήταν κουτσός.
  Αφού έφαγεν η γυναίκα και χόρτασε, αρχίσανε τα παλληκάρια να τη ρωτούν για λογής λογής πράματα της χώρας κι η γυναίκα αποκρινότανε ό,τι ήξερε. Στα υστερινά τής λένε τα τρία παλληκάρια, που είχαν τα στήθια τους ανοιχτά:
 

 Ε, θείτσα, πώς περνάτε με τους μήνες του χρόνου; Πώς σας φαίνεται ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης;
 — Καλά περνούμε παιδιά μου, αποκρίθηκεν η χήρα και μάλιστα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά κι οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών των λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε για το Μάρτ’ Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ο Θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας.
  Ύστερα της είπαν και τα άλλα τρία τα παλληκάρια, που ήταν ανασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα:
 Εμ, ο Θεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πώς σας φαίνονται;
  Κι η φτωχιά αποκρίθηκε:

  – Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες, γιατί δεν χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.
  Ύστερα τη ρωτήσανε τ’ άλλα τα τρία τα παλληκάρια, που βαστούσαν τα σταφύλια:

  Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε; Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκεν η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι αλλιώς έχουν αυτό το καλό που δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα, για να ζεσταίνονται.
  Ύστερα τη ρωτήσανε και τα παλληκάρια, που είχαν τις γούνες:

 Eμ, με τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πώς περνάτε; A! αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν, είπεν η φτωχιά, κι εμείς πολύ τους αγαπούμε. Mα θα ρωτήσετε γιατί; Nά γιατί! επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν χρονικίς, για να κερδαίνουν πολλά, έρχονται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν κι οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά και όλα τα χορτάρια. Ώστε, παιδιά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν κάθε ένας τη δουλειά, που τον πρόσταξεν ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί.
  Τότε τα έντεκα τα παλληκάρια γνέψανε στον πρώτο από κείνους που βαστούσαν τα σταφύλια και βγήκεν όξω και σε λίγο ήρθε πάλι μέσα και βαστούσε στα χέρια του μια λαγήνα ταπωμένη και την έδωκε στη γυναίκα και της είπαν:
 Άιντε τώρα θείτσα, πάρε αυτήν τη λαγήνα και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου.
  Φορτώθηκε τη λαγήνα η γυναίκα με τη χαρά και είπε στα παλληκάρια:
 Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου. Ώρα καλή σου, θείτσα, της αποκρίθηκαν κι έφυγε.
  Και ίσια ίσια την ώρα που χάραξε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της κι ηύρε τα παιδιά της ακόμα και κοιμόντανε. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κι είδε πως ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά της.
  Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πεντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε, τα ’βαλε κι είπαν την προσευχή τους κι ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.
  Ύστερα αγόρασε ένα κιλό σιτάρι και το πήγε στο μύλο και το άλεσε, το ζύμωσε και πήγε τα ψωμιά στο φούρνο και ψηθήκανε.
  Και την ώρα που γύριζε απ’ το φούρνο με την πινακωτή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαινε στο σπίτι της, την είδεν η αρχόντισσα κι υποψιάστηκε πως κάτι τι της έτυχε κι έτρεξε καταπόδι της, για να μάθει πού ηύρε τ’ αλεύρι και ζύμωσε. Η αγαθή η φτωχιά είπεν όλη την αλήθεια.
  Ζήλεψε η αρχόντισσα κι έβαλε στο νου της να πάει και κείνη σε κείνα τα παλληκάρια.
  Τη νύχτα λοιπόν, αφού αποκοίμισε τον άντρα της και τα παιδιά της, βγήκε από το σπίτι της και πήρε το δρόμο και πάει κι ηύρε την τέντα, που ήτανε οι δώδεκα μήνες, και τους χαιρέτησε. Κι αυτοί της είπαν:
 Καλώς την κοκώνα, πώς ήταν και καταδέχτηκες και μας ήρθες; Είμαι φτωχιά, αποκρίθηκε, κι ήρθα να με βοηθήσετε. Πολύ καλά, είπαν· πεινάς; θέλεις να φας; Όχι, σας ευχαριστώ, είπε, είμαι χορτάτη. Πολύ καλά, είπαν τα παλληκάρια, και πώς περνάτε στη χώρα; Μη χειρότερα, αποκρίνεται. Εμ, πώς περνάτε με τους μήνες; ξαναρωτήσανε. Πώς να περάσουμε, αποκρίθηκεν εκείνη. Ο κάθε ένας τους έχει και την οργή του. Ενώ από τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στη ζέστα, έρχεται μάνι-μάνι ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας κρυώνουν και άλλον τον πιάνει παροξυσμός και άλλος πουντιάζει. Ύστερα μπαίνουν οι χειμωνιάτικοι οι μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης και Φλεβάρης και μας παγώνουν και γεμίζουν οι δρόμοι χιόνια και δεν μπορούμε να βγούμε όξω και μάλιστα κείνος ο Κουτσοφλέβαρος!… (Τ’ ακούει ο καημένος ο Φλεβάρης). Αμ’ κείνοι πάλι οι ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, Απρίλης και Μάης! Δεν το νιώθουν πως είναι καλοκαιρινοί μήνες, μόν’ θέλουν να κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους, ώστε αυτοί καταντούν τον χειμώνα εννιά μήνες. Και δε μπορούμε να βγούμε όξω την Πρωτομαγιά να πιούμε τον καφέ με το γάλα και να κυλιστούμε στα χορτάρια. Ύστερα έρχονται ο μήνες Θεριστής, Αλωνιστής και Αύγουστος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνίγουν στον ίδρωτα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλιστα απ’ τη ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μας πιάνει παροξυσμός και έρχονται κι οι δρίμες και μας χαλνούν τ’ ασπρόρουχα στις απλωστεριές. Τι να σας πω, παλληκάρια. Περνούμε με τους μήνες (που να μη λαχαίνανε κατάρα) μια ζωή ξεσκισμένη.
  Δεν είπαν τίποτα τα παλληκάρια, μόν’ γνέψανε κείνον, που καθότανε στη μέση κεινών που ήτανε ανασκουμπωμένοι και βαστούσαν στάχυα. Κι αυτός σηκώθηκε κι έφερεν ένα λαγήνι ταπωμένο και το ’δωσε στη γυναίκα και της είπε:
 Πάρε αυτό το λαγήνι, κι όταν θα πας στο σπίτι σου να σφαλιστείς μόν’ μονάχη σ’ ένα δωμάτιο και να τ’ αδειάσεις. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις. Όχι, δεν τ’ ανοίγω, είπε και έφυγε η γυναίκα και ήρθε με τη χαρά στο σπίτι, προτού ακόμα ξημερώσει.
  Και σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη και άπλωσε ένα σεντόνι και ξετάπωσε το λαγήνι και το άδειασε. Και τι ν’ αδειάσει; Όλο φίδια! Και χυθήκανε απάνω της και την φάγανε ολοζώντανη. Κι άφησε τα παιδιά της ορφανά, γιατί δεν είναι καλό να κατηγορεί κανείς τον άλλον.  

Η φτωχιά όμως με την αγαθή της την καρδιά και με την γλυκειά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκώνα και πρόκοψε και τα παιδιά της. Νά! αυτό είναι που λένε «καλά υστερνά».

(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, A΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου και Σια A.E., 1994) 

πηγή

hamomilaki.blogspot.com
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Σαν σήμερα... 30 Δεκεμβρίου.


 

Τα σημαντικότερα γεγονότα της 30ης Δεκεμβρίου 


1703: Καταστροφικός σεισμός στο Τόκιο προκαλεί το θάνατο 37.000 ατόμων.
1822: Μάχη στην Άμφισσα και ανακατάληψη της πόλεως από τους Τούρκους.
1824: Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης παραδίδεται στην κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
1871: Η Βικτόρια Γούντχαλ δημοσιεύει για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς.
1903: Εξακόσιοι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους από μεγάλη φωτιά στο Θέατρο «Ιρακουά» του Σικάγου.
1918: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διατυπώνει με το περίφημο υπόμνημά του προς τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, τη Θράκη, τη Βόρειο Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο.
1922: Συγκροτείται στη Μόσχα η Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ).
1934: Υπογράφεται η σύμβαση για την ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού στην Ελλάδα.
1941: Το πρώτο πλοίο τύπου Λίμπερτι καθελκύεται στις ΗΠΑ. Θα συμβάλει καθοριστικά στην αναγέννηση της ελληνικής ναυτιλίας μεταπολεμικά.
1947: Ο βασιλιάς της Ρουμανίας Μιχαήλ αναγκάζεται να παραιτηθεί και η μοναρχία καταλύεται. Το πολίτευμα της χώρας γίνεται Λαϊκή Δημοκρατία.
1950: Πόλεμος της Κορέας: Το Τάγμα του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος Κορέας, εντεταγμένο στο 7ο Αμερικανικό Σύνταγμα Ιππικού, αναλαμβάνει την πρώτη πολεμική αποστολή στην Κορέα και εγκαθίσταται αμυντικώς στη ζωτική περιοχή Κιούμκο-Ρι, κοντά στη Σεούλ.
1963: Πραγματοποιείται από τους άγγλους η πρώτη διχοτόμηση της Κύπρου. Επιτυγχάνεται κατάπαυση του πυρός, ύστερα από σκληρές μάχες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Την «Πράσινη Γραμμή» στη Λευκωσία τη «χαράσσει» ο στρατηγός Γιανγκ, ο οποίος είναι εφοδιασμένος με πράσινη πένα. Την «Πράσινη Γραμμή» υπογράφουν ο πρόεδρος Μακάριος και ο (Τούρκος) αντιπρόεδρος Κουτσιούκ, με μάρτυρες τους Κληρίδη και Ντενκτάς.
1965: Ο Φερντινάντ Ε. Μάρκος εκλέγεται νέος πρόεδρος των Φιλιππίνων.
1966: Εκδίδεται η απόφαση για τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Καταδικάζονται για θανατηφόρο σωματική κάκωση - συνεργία ο Σπύρος Γκοτζαμάνης (11 χρόνια), ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης (8,5 χρόνια) και για διατάραξη οικιακής ειρήνης άλλα 8 άτομα (ποινές κάτω του έτους).
1972: Μετά από δυο βδομάδες σκληρών βομβαρδισμών του Βορείου Βιετνάμ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Νίξον δέχεται την έναρξη συνομιλιών με την κυβέρνηση του Ανόι.
1974: Οι Beatles διαλύονται και τυπικά με δικαστική απόφαση.
1975: Λήγει η Δίκη του Πολυτεχνείου. Ιωαννίδης, Βαρνάβας και Ντερτιλής καταδικάζονται σε ισόβια. 17 κατηγορούμενοι καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης ανάμεσά τους και ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος. 12 αθωώνονται.
1981: Για την αντιμετώπιση του νέφους στο κέντρο της Αθήνας αποφασίζεται η εφαρμογή κλιμακωτού ωραρίου στην αγορά και η εναλλάξ κυκλοφορία των αυτοκινήτων (μονά-ζυγά).
1991: Οι χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ) αποφασίζουν να μη διατηρήσουν ενιαίο στρατό, αφήνοντας κάθε Δημοκρατία να έχει τον δικό της.
2008: Το κυπριακό σκάφος Dignity της οργάνωσης «Ελευθερώστε τη Γάζα» με ανθρωπιστική βοήθεια προς τη Γάζα εμβολίζεται από σκάφος του ισραηλινού πολεμικού Ναυτικού σε διεθνή ύδατα.
2010: Ισχυρή έκρηξη σημειώνεται στις 8:22 το πρωί έξω από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, που βρίσκεται επί της οδού Λουίζης Ριανκούρ στους Αμπελόκηπους. Η έκρηξη προκαλεί εκτεταμένες ζημιές στο Πρωτοδικείο καθώς και σε παρακείμενα κτίρια, ενώ πολλά αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα στο σημείο καταστρέφονται ολοσχερώς.

Γεννήσεις

39 - ο ρωμαίος αυτοκράτορας, Τίτος (Φλάβιος Σαβίνος Βεσπασιανός), που έμεινε στην ιστορία για την κατάληψη της Ιερουσαλήμ και την καταστροφή του Ναού του Σολομώντα
1865 - ο βραβευμένος με Νόμπελ άγγλος συγγραφέας, Ρούντγιαρντ Κίπλινγκ («Το βιβλίο της Ζούγκλας», «Μόγλης»), 1867- ο αμερικανός επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, Σάιμον Γκουγκενχάιμ
1957- ο τραγουδοποιός, Νίκος Πορτοκάλογλου
1961- ο καναδός πρωταθλητής των δρόμων ταχύτητας, Μπεν Τζόνσον

Θάνατοι

1691- ο άγγλος χημικός και φιλόσοφος, Ρόμπερτ Μπόιλ
1944- ο γάλλος συγγραφέας, Ρομέν Ρολάν
2006 - εκτελέστηκε δι' απαγχονισμού, μετά την καταδίκη του από ιρακινό δικαστήριο, ο δικτάτορας του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν
2009 - πέθανε ο δημοσιογράφος, Νίκος Κακαουνάκης.
http://www.newsbeast.gr
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτή της Αγίας και Οσιομάρτυρος Ανυσίας εκ Θεσσαλονίκης.

 

 

Τη μνήμη της Αγίας και Οσιομάρτυρος Ανυσίας εκ Θεσσαλονίκης τιμά σήμερα, 30 Δεκεμβρίου, η Εκκλησία μας.
Η Αγία Ανυσία, έζησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού 298 μ.Χ. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Αγία Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω».
Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην Εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης.
Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς.
Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και Αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Αγία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Αγία Ανυσία, παρέδωσε μαρτυρικά την ψυχή της στον Κύριο.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2025

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Τρίτη 30 Δεκεμβρίου.

 


ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Τρίτη 30/12

Τοπικές βροχές και καταιγίδες στα δυτικά, νότια και ανατολικά. Μικρή άνοδος της θερμοκρασίας στα ανατολικά και μικρή πτώση της θερμοκρασίας στα βορειοδυτικά. Άνεμοι έως 6-7 μποφόρ στα πελάγη.

Πιο αναλυτικά, την Τρίτη 30/12/2025 αναμένονται τοπικές βροχές και καταιγίδες σε μεγάλο μέρος της δυτικής χώρας, με έμφαση σε τμήματα του Ιονίου, της Δυτικής Στερεάς και της Δυτικής Πελοποννήσου, την Κρήτη, τις Κυκλάδες και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Οι καταιγίδες κατά τόπους σε τμήματα του Ιονίου και του Ανατολικού Αιγαίου είναι πιθανό να συνοδεύονται από χαλαζοπτώσεις μικρού μεγέθους.

Η θερμοκρασία θα κυμανθεί στη Δυτική Μακεδονία από -7 έως 7 βαθμούς Κελσίου, στην υπόλοιπη Μακεδονία και στη Θράκη από -7 έως 11 βαθμούς Κελσίου, στη Θεσσαλία από -4 έως 14 βαθμούς Κελσίου, στην Ήπειρο από -4 έως 10 βαθμούς Κελσίου, στα υπόλοιπα ηπειρωτικά από -2 έως 14 βαθμούς Κελσίου, στα Επτάνησα από 5 έως 13 βαθμούς Κελσίου και στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη από 4 έως 16 βαθμούς Κελσίου.

Στο Αιγαίο και στο Ιόνιο θα πνέουν αρχικά νοτιοδυτικοί γενικά άνεμοι με εντάσεις έως 5-6 μποφόρ, ενώ από τις βραδινές ώρες αναμένεται στροφή των ανέμων από βόρειες διευθύνσεις με εντάσεις έως 6-7 μποφόρ.

Στο νομό Αττικής αναμένονται νεφώσεις παροδικά πιο αυξημένες με πιθανότητα για τοπικές βροχές τις βραδινές ώρες. Οι άνεμοι θα πνέουν γενικά νοτιοδυτικοί με εντάσεις έως 3-4 μποφόρ, με στροφή των ανέμων σε βόρειους τις βραδινές ώρες. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 7 έως 14 βαθμούς Κελσίου.

Στη Θεσσαλονίκη αναμένονται παροδικές νεφώσεις. Οι άνεμοι θα πνέουν από βορειοδυτικές γενικά διευθύνσεις με εντάσεις έως 3-4 μποφόρ. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 2 έως 12 βαθμούς Κελσίου

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτάζοντες την 30ην του μηνός Δεκεμβρίου

 Εορτάζοντες την  30ην του μηνός Δεκεμβρίου


 

  • Η ΑΓΙΑ ΑΝΥΣΙΑ, η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη

  • Η ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ "η από Καισαρίδος"

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΕΤΑΙΡΟΣ

  • ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΟΜΗ & ΕΞΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΛΕΩΝ ο Αρχιμανδρίτης

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΔΕΩΝ ο Νέος Οσιομάρτυρας

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΥΣΙΟΣ Επίσκοπος Θεσσαλονίκης

 

Αναλυτικά

Η ΑΓΙΑ ΑΝΥΣΙΑ, η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη
Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.).

Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων.

Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της.

Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε.

Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει

"τί εστίν ευάρεστον τω Κυρίω". προς Έφεσίους, ε' 10.

Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο.

Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες.

Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα.

Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο.

Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της.

Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.
 


Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας· αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας· και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.


Η ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ "η από Καισαρίδος"
Υπήρξε στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ίσαύρου (717-741).

Ήταν από γένος λαμπρό και επίσημο, τον πατέρα της έλεγαν Θεόφιλο και ήταν πατρίκιος, τη δε μητέρα της Θεοδώρα.

Η Θεοδώρα ήταν στείρα και κατόπιν μεγάλης προσευχής προς τον Θεό, απέκτησε την Οσία.

Όταν η κόρη Θεοδώρα έφτασε σε κατάλληλη ηλικία, αφιερώθηκε στη Μονή της Αγίας Άννας, την ονομαζόμενη Ριγιδίου.

Εκεί διέμενε ασκούμενη στην αρετή, μέχρι τη στιγμή, που ο βασιλιάς Λέων την άρπαξε από τη Μονή για να τη δώσει γυναίκα στον γιο του Χριστόφορο. Την ήμερα όμως του γάμου, ο Χριστόφορος εξεστράτευσε μαζί με τον πατέρα του κατά των Σκυθών και στη συμπλοκή σκοτώθηκε.

Έτσι η Θεοδώρα, αφού πήρε όσα πολύτιμα πράγματα είχε, επέστρεψε στη Μονή της, όπου έκάρη μοναχή.

Εκεί έζησε με μεγάλη εγκράτεια και σκληραγωγία και απεβίωσε με οσιακό τρόπο.


Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΕΤΑΙΡΟΣ
Μεταξύ των χριστιανών της Νικομήδειας, στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (286 μ.Χ.), διακρινόταν για το μεγαλοπρεπές παράστημα και την ωραιότητά του, νέος, που ονομαζόταν Φιλέταιρος (ήταν γιος κάποιου έπαρχου Τατιανού).

Και αυτός μεν, ούτε πρόσεχε καθόλου στα εξωτερικά του αυτά χαρίσματα.

Μία μόνο προσοχή και προσπάθεια είχε, πως να γίνεται από μέρα σε μέρα θεοσεβέστερος.

Και γι' αυτό πρόκοβε ολοένα στην ταπεινοφροσύνη, ξέροντας καλά ότι χωρίς αυτή, κάθε αρετή νοθεύεται και εξαφανίζεται.

Οι ειδωλολάτρες όμως, που πρόσεχαν τα σωματικά του προτερήματα, τον θαύμαζαν και τον σύστησαν στον Διοκλητιανό.

Αυτός τον κάλεσε μπροστά του και του είπε, ότι θα τον κάνει βασιλικό ακόλουθο αν αρνηθεί τον Χριστό.

Ο Φιλέταιρος με ευγένεια απάντησε, ότι ήταν πρόθυμος να υπηρετήσει τον βασιλιά, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα ομολογεί τον Χριστό.

Ο Διοκλητιανός δεν κράτησε την οργή του και αφού τον τιμώρησε τον άφησε ελεύθερο. Κατόπιν όταν ανέλαβε ο σκληρός Μαξιμιανός, ο Φιλέταιρος καταδιώχθηκε και βασανίστηκε ποικιλοτρόπως.

Διασώθηκε όμως και πήγε στη Νίκαια, όπου και εκεί φανέρωσε την πίστη του και συνελήφθη.

Αλλά τα λόγια του και οι τρόποι του, έκαναν χριστιανούς τους φύλακες, με αποτέλεσμα να τον ελευθερώσουν και να τον συνοδέψουν μέχρι τη Μηδία.

Εκεί, σ' ένα όρος επάνω, στα μέρη της Σιγριανής, συνάντησαν ένα άγιο άνθρωπο τον Ευβίοτο.

Και όλοι μαζί έζησαν στο όρος αυτό με αδελφική αγάπη, συμμελέτη και συμπροσευχή.


ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΟΜΗ & ΕΞΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ
Αυτοί πίστεψαν στον Χριστό, δια του Αγίου Φιλεταίρου και απεβίωσαν ειρηνικά.


Ο ΟΣΙΟΣ ΛΕΩΝ ο Αρχιμανδρίτης
Απεβίωσε ειρηνικά.


Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΔΕΩΝ ο Νέος Οσιομάρτυρας
Γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας).

Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα.

Ο Γεδεών, κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος.

Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του.

Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ.

Αλλ' ό Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του.

Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.

Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος.

Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών.

Στη Μονή αυτή έμεινε 35 χρόνια.

Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.

Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγυιά, όπου συνελήφθηκε.

Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια.

Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818.

Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.


Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε*
Όσιων ισότιμος, και Αθλητών κοινωνός, και θείον αγλάισμα, της Καρακάλλου Μονής, εδείχθης μακάριε' συ γαρ στερρώς αθλήσας, τον εχθρόν ετροπώσω ένθεν Οσιομάρτυς, Γεδεών εδοξάσθης, πρεσβεύων υπέρ πάντων, ημών των ευφημούντων σε.


Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΥΣΙΟΣ, Επίσκοπος Θεσσαλονίκης
Υπήρξε Επίσκοπος Θεσσαλονίκης και μαθητής, καθώς και διάδοχος του Α(σ)χολίου, Επισκόπου Θεσσαλονίκης.

Έπαιξε σημαντικό ρόλο για τη δικαίωση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Ο Ανύσιος τοποθετήθηκε στον θρόνο της Θεσσαλονίκης, ως Βικάριος του Πάπα Δαμάσου, ως το τέλος του θανάτου του το 406 ή 407.
 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Διακοπάς τη Χριστού τα ημέρας.

 


Να έτον τ’ ανθρώπ’ η ζήσ’ άμον το εν το βιβλίον, το κιτάπ’ όπως έλεγαν ατο οι παλαιοί εμούν ν’ αγιάζ’νε ταψύ’α τουν, να έκλωθες έναν φύλλον οξοπίς΄και να εΐνουσνε έναν χρόνον κι άλλο μικρίκος. Κι επεκεί να έκλωθες δύο τρία, δέκα, και εγίνους όσον χρονών εθέλ’νες. Εγώ θ’ έκλωθα έναν, δύο πάτσκας, καν σερανταέξ’, σερανταεφτά φύλλα για να έρχουμε σα μικροσέας ημ, εφτά, οχτώ χρονών ’κειές κουτσικόπον.
Α’ σου ’κι επορεί, άμα, ατό να ίνεται, ασπαλώ τ’ ομμάτια μ’ και ξαν έρχουνταν έμπρια μ’, άμον όνερον, τα χρόνια εείνα τ’ ευλοημένα!
Ντριν! Ντριν! Του σκολεί’ το κωδών κρούει! Τα παιδία όλια ετοπλαεύταν να εφτάνε το τελευταίον την πρόβαν σην αίθουσαν όθεν έτον και η σκηνή. Έρθαν τα καλά τα ημέρας! «Διακοπές των Χριστουγέννων!» Αύριον α’ σον πιρνόν θα γυροκλώσκουμες όλια τ’ οσπίτια τη χωρί’ για να ψάλλουμε το «καλήν εσπέραν άρχοντες» με τον διάσκαλον εντάμαν και επ’ εκεί το βράδον κειές θα έρχουν οι γονέοι μουν σην αίθουσαν του σκολεί’ για να παίζουμε έναν, δύο σκετς, λέουμε ένα, δύο ποιήματα και να ψάλλουμε και το «δόξα εν υψήστοις Θεώ και επι γης ειρήνη εν ανθρπώποις ευδοκία». Α’ σ’ άλλ’ την ημέραν κι’ υστερνά θα ησυζλιαέυ’ το σκολείον!
Ο διάσκαλον θα πάει για διακοπάς σον τόπον ατ’ κι’ εμείς παλ’ θ’ αρχινούμε το λασίον! Αμά το τρανόν η χαρά τ’εμέτερον έν’ τα κάλαντα ντο λέουμε εμείς! Για τ’ ατά αρχινούμε και χωρίουμες παρέας, παρέας, ή δύ’, δύ’ νομάτ’, εφτάμε συνεταιρλούκ και αρχινούμε να γυρωκλώσκουμες τ’ οσπίτια και τα μαχαλάδες και ψάλλουμε. Την ορθίαν, αμα, να λέουμε, σο ψάλσιμον συνεταιρλούκ ’κι ίνεται.
Καλλίον να είσαι μαναχός. Ήντιαν δίνε σε, βάλ’τ’ς ατο σ’εσόν το τσhιανταόπον και κάτ’ δεκάρας πα αν τοπλαεύ’ς κι άλλο καλλίον! Όλια τ’ εσά είναι. Αμα ο λόγον έν’ άμον το γλυκύν το κρασίν, πίν’τ’ς ατο και πίν’τ’ς σε, φοούμαι εμέτσε με και θα διαβαίνω πλαν κειες!
Ας βάλλουμ’ ατα σ’έναν σειράν. 23 Χριστιανάρ’, προπαραμονή τη Χριστού. Α’ σο βράδον εποίναμε έλεχον σο τσιανταόπον εμουν γιαμ κάπ’ έν’ τριπεμένον, ζατί α’σο πανίν εποίναμ’ ατο και ρούζ’νε τα καλοσύνιας ντο θα σωρεύουμε. Ολόϊον νύχταν απάν’ ομμάτ’ ’κι εφέρναμε! Ξάϊ ’κι ετσάμωναμε! Πότε θα μερών’ και αρχινούμε το ψάλσιμον! Κάποτε, ισhτε, εχάραζεν ο Θεόν την ημέραν. Ελάγκευαμε κι’ εσκούμ’νες! Ετέρναμε έξ’ ασο τζhιάμ’. Κρύος ψόφος! Τα παγούρια, τ’ άλλα άμον βουδί’ κέρατα και τ’ άλλα άμον αρχάγγελονος ρομφαίας και τ’ άλλα άμον Δαμόκλεια σπαθία εκρεμάουσαν α’σο στέβος. Η πλάσ’ εγρίντζωσεν! Ψh’ή ’κι λαταρίζ’, αμά το ψάλσιμον, ψάλσιμον!! Ν’ αναμέν’ ’κι επορεί!
Ετάλευαμε εφόρναμε κάτ’ ζεστά ορταρόπα σα ποδάρια μουν, κάτ’ ζεστά λωμόπα, τοτσιανταόπον σ’ ωμίν και ερούζναμε έξ’ χαραή, χαραή! Α’ σ’ ημ’σόν ώραν κι’ υστερνά το χωρίον εμελέσhευεν! Όλ’ εσκούσαν σο ποδάρ’. Όλια τ’ αυλαάδες εφέρναν ψh’ήν. «καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας…».
-Ολάν ντο «εσπέραν», κάποτε επείριαζαν εμας, ακόμαν καλά, καλά ’κι εμέρωσεν! Τ’ έναν το παιδίν έφευεν, τ’ άλλο έρχουτον. Τα τσhιανταόπα ολίον, ολίον επρέσκουσαν εΐνουσαν κορτσίδια! Τσιρόπα, ξυλοκέρατα, αμύγδαλα, καρύδια, σύκας, φιρικόπα, κάποτε, κάποτε παλ’ κανέναν βρασμένον κάστανον, τ’ ευλοημένον! Και κάπου, κάπου κανέναν δεκάραν παράν για εικοσάλεπτον! Πενηντόλεπτον που να έβρηκες τσιάνουμ! Μόνον α’ σα κανέναν θείο σ’, ή, α’ ση νονούς. Κάποτε, κάποτε ο πακάλ’τ’ς πα, εδίνε μας αμα εείνος εχρέωνεν ατο σα βερεσέδια, κιαμ ντο! Αμον το εγομούτον το τσιαντάι έτρεχαμε σ’ οσπίτ’ ευκαίρωναμ’ ατο και ξαν εκλώσκουμες με τη σειράν, έναν οσπίτ’ οξούκ ’κι εφήναμε! Το χωρίον εντιβόανεν! Τοι παιδίων τα ψαλσίματα εταράουσαν με τοι μουχτερίων τα τσhιρίγματα π’ εσπάουσαν οξhιωκά α’ σο πέσ’ν ατουν, τ’ άχαρα! Η ημέρα όσον επροάχκουτον τα δουλείας κι άλλο πολλά επερίσσευαν. Α’ σο μεσημέρ’ κι υστερνά ερούζναμε απάν σο ψέσιμον τη καβουρμάς! Το χαλκόν απάν’ σην εμπροστίαν γυρωκλωσμένον α’ σην βρούλαν. Ο αχνόν και η σκουτούλα άμον σύννεφον τσιανίουνταν σην πλάσ’ και παλαλών’νε τ’ ανθρωπίων τα ρωθώνια! Πλαν και κά’ το τραπεζόπον, απάν’ η σhισhέ με το τσίπρον, έναν πιάτον με τα κομμένα βούκας τη ψωμί’, το πιρώνια, τα ποτήρια, το κέiφ’ παλαλωμένον και τα γλώσσας λυμένα!
-Πόσα οκάδες εέντον το γουρούν εσουν;
-Κια, ντ’ έξερω, εκατόν κειές θα έτον.
-Ε, μπράβο! Εσύ άμον το λες θα παστών’τ’ς έπεϊ καβουρμάν! Χώρια τα πριζόλας και τα μαερείας ντο θα κρεμάν’τ’ς α’ σα κιρίσhια και τα τσhίντσhια και το άλοιμαν για τα πίτας και για τα περέκια!
Αρ’ εβραδύνεν ο Θεόν την ημέραν ατ’. Εμείς εκράναμε νεστείαν! Τον πιρνόν α’ σην λειτουργίαν τη Χριστού θα κοινωνίζουμε. Σο παρακάθ’ η κοδέσπενα ετοίμαζεν τ’ εξεργού τα λώματα. Τα τσιλίδια απέσ’ σο σίδερον. Αμάν εντούνεν απ’ αφ’κά’ το δάχτυλον με το φτύσμαν για να τερεί αν έξαψεν και με το τσιζ!… ερχίνανεν το σιδέρωμαν.
Εείνα τα χρόνια, ωρολόϊ πα, ’κι είχαμε ν’ αγνεφίζ’ μας σύννυχτα να πάμε σην εγκλησίαν. Ελαγοκοιμούμνες κάπ’ ’κι παίρουμε χαπέρ το πρώτον την καμπάναν να ταλεύουμε και σκούμες! Η δεξαμένε μ’ ην Δεσποινή, λαφρόν το χώμαν ατ’ς, εγυρωκλώσκουτον και εγνέφιζεν τον κόσμον!
- Ελένε, σκωθέστεν η καμπάνα εντώκεν!
-Πελαΐα, Ποινή, Κερεκή, Παλάση, Σόνα, Παρθένα η καμπάνα εντώκεεεν! Τα λάμπας, αποπές σ’ οσπίτια αμάν, απ’ έναν, έναν τ’ εν΄τ’ άλλ’ απ΄οπίσ’ εφώταζαν. Η μαχαλά και όλιον το χωρίον αμάν ελιαχούσhευεν. Εμείς παλ, είνας, είνας ταυρανευτά, ταυρανευτά ενίφκουμ’νες.
-Οριάσον βάλετεν νερόν σο στόμαν εσουν, θα κοινωνίζουμε, εκούιζεν η Ελένε, η τρανέσα η αδελφή μ’.
Ετάλευαμε εφόρναμε τ’ εξεργουκά μουν και εχπάσκουμ’νες σην εγκλησίαν. Η στράτα, έπεϊ μακρύν. Ο φέγγον, Θεού ημέρα! Τα χhιόνια, ημ’σόν μέτρος παωμένα πατούλια. Έμπρου κειές ο κύρη μ’ κι’ επ’ εκεί όλ’ εμουν ο εις οπίσ’ α’ σον άλλον απάν σα ποδαρέας ατ και χράατς, χράατς σο κάθαν πόδαν εθαρρείς ετσhιγνάευαμε νοχούτια. Έφταναμε σην εγκλησίαν κι άλλ’ έμπρου α’ σον ποπάν. Χαμάν έδούναμε την βρούλαν σον πέσhκον και επαίρναμε τόπον ολόερα τ’. Οι μειζετέρ’, σην καρμενέτσαν τ’ς ενθύμησης ατουν, ο καθαείς, έκαμναν τ’ οψεσνόν τον λόγον!
-Οφέτος ’κι επέτυχαμε σο γουρούν’, άγριον εξέβεν τ’ αφορισμένον και ξάϊ ’κι ετράνυνεν. Έτον, ’κι έτον σεράντα οκάδες κειές!
-Ο οφετισνόν ο χhειμωγκόν’τ’ς έτον πολλά βαρύς. Φοούμαι τα ξύλα πουθέν’κι θα κρούνε.
-Σσσσς, έρθεν ο ποπάς!
-«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε…..» Ο καθαείς εσέβεν σο στασίδ’ν ατ’… -«Χριστός γεννάται δοξάσατε….». Τα κερία, έναν, δύο, τρία, είκοσ’, σεράντα, τα εσκιάδες άμον καλοέρ’ διατρέχ’νε τα τουβάρια και τα ταβάνια τ’ς εγκλησίας και επ’ εκεί -«Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσαί…..». Οι γρεάδες μαυροφορεμέν’ εμπροστά σ’ αεβδήμαν, άμον ιέρειες 
εφτάνε βαθέα γονατοκλισίας, οι ψαλτάδες κωδωνίζ’νε την λαλίαν ατουν και ο καντηλανάφτες με το λαδορόϊ ’κι προφτάν’ τα καντήλας! Ο ποπάς απ’ έσ’ σο ιερόν ατ’ ευκαιρών’ την λαίαν ατ’, αγγέλ’ συνοδείαν και
-«Δεύτε ίδωμεν πιστοί…..» Σοι παιδίων τ’ ωτία ακόμαν αντιβοούν τα «εκ της Περσίας έρχονται….» κι επ’ εκεί η καμπάνα κρούει και… «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών». Άλλο ’κι τελείται η θεία λειτουργία! Κάποτε έμπαιναμε σην σειράν και εκοινώνιζαμε, απαίρναμε το ύψωμαν και εκλώσκουμες σ’ οσπίτια μουν. ΄Αντσhια εμέρωνεν! Τ’ οσπίτ’ εσκουτούλιζεν α’ σα τσhιρέκια και τη γουρουνί’ το κρέας με το λάχανον! Και εείνο η πριζόλα απάν’ σην μασhιάν, ίλιαμ οντές ολίον επαίρνεν σα τσιλίδια και έναν ξhαόπον εχαντσεύκουτον! Ατά έσαν τα φαΐα τη Χριστού την ημέραν. Ντο γαλοπούλας και μεσέλια λέτε με!
Όλιον την ημέραν ελάσκουμνες. Τ’ άλλο σο πεάδ και κά’, τ’ άλλο ση Πεκιρίνας κειές και τ’ άλλο σην πλατέαν τη χωρί’. Το βράδον ετοπλαεύκουμες σ’ οσπίτια μουν. Εείνο ζατι, το χhιόν’ ημ’σόν μέτρος και παράπαν’, σκοτία πίσα και κάποτε, κάποτε έκουαμε και τα λυκούδια σ’ ορμάνια κειές πως εγουρνούσαν και επάωναν τ’ αθρώπ’ το αίμαν! Ετότε, κια είπαμε νε, ηλεκτρικόν, νε ροδιόφωνον, νε τηλεόρασην και νε τιδέν!
Κάποτε, κάποτε εσύρναμε κά’ το φυτίλ’ τη λάμπας και επύρωναμε τον πέσhκον και εσύρνα με απάν ένα δύο σπάνταλα και έναν, δύο πιπιλόπα και κατ’ εγλειάνευαμε με τ’ εείνα!
Αλλομίαν από κάπου εκουσhκιεύκουτον κεμεντσhιές λαλία! Όσον επαίγ’νεν εσήμωνεν κι’ επ’ εκεί έκουαμε, ζατί, κατενά, κατενά την καϊτέν και την τραωδίαν πα!
«Πάντα να έτον τη Χριστού
πάντα να έτον Σάββα
επαίγ’ναμε σου Χρήστονος
έτρωγαμ’ την κοσάραν».
Τα παρέας, τ’ έναν έφευεν, τ’ άλλο έρχουτον είσαμε σα δύο και τρία η ώρα και κάποτε εχάραζεν πα! Εμείς τα μωρά, απάν’ σα τιβανόπα, α’ σο κάμποσον ώραν κι’ υστερνά ετάραζαμε την καϊτέν με τ’ όνερον σίτια επέταναμε σου Μορφέα τα φτερά απάν’.
Τριανταέναν Χριστιανάρ’, παραμονή Καλανταρί’ και τ’ Αε-Βασιλεί’. Α’ σον πιρνόν ξαν εγυροκλώσκουμες τ’ οσπίτια και τα μαχαλάδες με το τσhιανταόπον σ’ ωμίν και εψάλλ’ναμε το «αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος…». Ο κόσμον αν’, κα’. Τρέχ’νε για τα τελευταία τα ετοιμασίας! Τα φουρνία τ’ ολοινέτερον σκουτουλίζ’νε! Τριγώνια, τσhιρέκια, και, ίλιαμ η Βασιλόπιτα! Από μακρόθες η μυρωδία τρυπέν τ’ αθρώπ’ τα ρωθώνια! Το βράδον, αμον τ’ έφτηνεν η οικοκυρά την καζόλαμπαν, μικροί και μειζετέρ’ εκουμουλιάουμες όλ’ εμουν απάν σο τραπέζ’. Σα κάθα έναν έμπρου έναν κουμουλόπον αμύγδαλα και η παρταόλα σην μέσεν του τραπεζί’ άμον μπαλαρίνα. Ένας, ένας επίαναμε με τα τρία τα δάχτυλα α’ σο στελίν και φρτ, φρτ, με την φόραν εγυρώκλωθαματεν κι’ επ’ εκεί εγαρδίλωναμε τ’ ομμάτια μουν και ενεμέναμε να ρουζ και να ελέπουμε ντο γράφ’τ’ σην ρακάναν ατ’ς!
«Βάλε ένα», «πάρε δύο», «βάλτε όλοι» και οντες έγραφτεν το «πάρτα όλα!!» ετότε α’ σην χαράν εμουν έχh’ κι επαλαλούμ’νες! Αέτσ’ σίτια έμ’νες ρουγμέν’, όλ’ εμουν, απάν σην παρταόλαν κάποτε εντούνεν τ’ εξώπορτον! Α’ σ’ ακράνοιγον την πόρταν κάποιος εσύρνεν απές σ’ οσπίτ’ έναν τσhιαντάι δεμένον σο σhκοινίν κι άν’ και ετάλευεν εσπάλ’νεν!
Τα μωμογέρια! Έρθαν τα μωμογέρια!
Ο κύρη μ’, λαφρόν το χώμαν ατ’, επαίγ’νεν ένοιεν την πόρταν κι αλλομίαν, χρου, χρου, χρου… τ’ αφορισμένα τη Νύχτας τ’ εγγόνια εχπάραζαν και εκαρδόκοφταν εμας. Εμείς παλ, εμ εφοούμνες, εμ εθέλναμε να ελέπουμε πα! Ετσhίτιζαμε α σα παραστάρια τη πόρτας κι’ επ’ εκεί έτρεχαμε εκρύφκουμες σ’ οσπιτί’ τα κόρτσας κάπ’ πιάν’νε και… τρώγνε μας!
Αφορισμένα τσιαναβάρια λαλίαν πα τιδέν τογρίν ’κι έκουες, άντσhια έναν χρ,.. χρ,.. χρ, εείνο παλ τσhιαχωμένον και τα μουντσούρια τουν σκεπαγμένα με το μαύρον το λετσhιέκ, η λαλία τουν πα, απ’ όθεν έβγαινεν ’κι εγροίκανες και που και κα’ έν’ το στόμαν ατουν και ντ’ άγνα δόντια πα ατσhια έχνε ’κι επόρνες να εξέρ’ς!! Α’ σα κάποσον ώρας χορολάγκεμαν κι υστερνά έμπαιναν απ’ έσ’ σ’ οσπίτ’ και α’ σου εχπάραζαν εμας καλά, καλά εβγάλναν τα λετσhιέκια τουν και έλεπαμε και τα μουντσούρια τουν! Επ’ εκεί κι’ υστερνά έπιναν έναν τσίπρον έλεαν τα ευχάντας ατουν και επαίναν εταράουασαν σην σκοτίαν με το χρ,.. χρ,.. χρ!
Τα περισσά φοράς ξάι απ έσ’ σ’οσπίτ’ παλ ’κι έμπαιναν, μόνον εσύρναν και επαίρναν το τσιαντάι. Κάποτε, οντες εγροίκανεν ο οικοκύρ’τ’ς ποίος έσαν οι μωμογέρ’, εβάλνεν απέσ’ σο τσhιαντάι τον πάρδον και σο σύρσιμον ετσαρφούλιζεν κι’ εχπάραζεν ατ’ς!
Εμείς ξαν εκλώσκουμες σην παρταόλαν. Μεσανυχτί’ κειές, ζατί ωρολόι που να είχαμε να εξέρουμε ντο ώρα έν’, εκάθουμνες σο τραπέζ’ και έκοφταμε την Βασιλόπιταν. Έναν νόστιμον στριφτάρ πίταν α’ σο κοκίτ’κον το ζυμάρ’ και τη χτηνί’ το τυρίν καλοψεμένον σο σάτσh’, τ’ ευλοημένον, Θεού αμβροσίαν, έτρωες ατο με την μαντζίραν και εσκουτούλιζεν το στόμα σ’! Απάν’ και κά’, άμον γλύκισμαν τεμεκ, σ΄ εμέτερα, πάντα είχαμε και τη καστανίτσας το μανάτ’. Α’ σου εκαλέτρωαμε την πίταν και το μανάτ’, ο κύρη μ’ ετσhιάνιζεν βουρέας, βουρέας τα καρύδια και τ’ αμύγδαλα σ’ όλια τα μερέας τ’ οσπιτί κι επ’ εκεί επαίγναμε εκοίμες κά’. Το τραπέζ’ καμμίαν ’κι έσκωναμ’ ατο. Ους τ’ άλλ’ την ημέραν έτον τονατεμένον. Αέτσ’ έπρεπεν να ευρίκει ατο ο νέον ο χρόνον για να έν’ κάθαν ημέραν γομάτον. Όλιον τη νύχταν ο πέσhκον επίανεν. Όπως έτον σκοτία και τη βρούλας η φως ετσαράνιζεν και εφώταζεν α’ σην πόρταν και α’ σο καπάκ’ και τα πουρία του πέσhκονος και όπως εχορολάγκευεν, εποίνεν κάτ’ εσκιάδες σα τουβάρια κιάν’ και σο ταβάν’, εθαρείς μαυροσκέπαγα μάισας επαίγναν κι έρχουσαν και μίαν έδειχναν εμας τ’ ουράδια τουν και τ’ άλλο τα στουδιάρκα τα δάχτυλά τουν και τ’ άλλο πα, τα μακρέα τα νύχhια τουν ούσαμε να έρχουτον έπέρνε μας ο Ύπνον σην εγκάλιαν ατ’ και εγουρτάρευε μας. Σύναυγα, τ’ άλλ’ την ημέραν επαίγνεν η Ελένε σο μαντρίν, ετσάκωνεν τα τριγώνια απάν σου ζου τα κέρατα, εφάζνεν ατα έναν βούκαν με τ’ άλας, επότιζεν ατα καλαντόνερον και εράντιζεν και το μαντρίν. Επ’ εκεί εφόρναμε και επαίγναμε σην εγκλησίαν. Α’ σην απόλυσιν κι’ υστερνά εκλώσκουμες σ’ οσπίτ’. Σιφτέν εβουκούμνες έναν κομματόπον α’ σα τριγώνια κι’επ’εκεί έτρωαμε το φαΐν. Εμείς τα παιδόπα ολόιον ημέραν ελάσκουμες αδά κι ακεί σα μαχαλάδες και σα στράτας του χωρί’και εντούναμ’ ατο σην παίγνιαν. Το βράδον ξαν ερχίναναν τα παϊσίματα σ’ ονομασέας και τα κεμεντζhιέδες εκωδώνιζαν και εσhιονλίκευαν το χωρίον. Τα ημέρας άμον τεζπιχhί’ χάντρια διαβαίν’νε ληγάρια. Ακόμαν οψέ έτον του Χριστού κι αμάν εδέβεν και τ’ Αε-Βασιλεί’ και ερρούξαμε σην παραμονήν σα Φώτα. Εμείς τα μωρά και τα παιδόπα εδεϊβαίναμε ξαν, τ’ οσπίτια απ’ έναν έναν και έψαλλαμε το «σήμερον τα Φώτα και οι Φωτισμοί…….». Κάποτε παλ, ετσιάτευαμε τον ποπάν τη χωρί’ και το νεωκόρον με το πακρατσόπον και με το καλάθ’ τ’ ωβά. Εκλκώσκουσαν τ’ οσπίτια και ο ποπάς με 
τον βασιλικόν και τον σταυρόν σο χhέρ’ έψαλλεν το «Εν Ιορδάνι βαπτιζομένου Σου Κύριε,…» και εράντιζεν και αγίαζεν ολια τα κόρτσας και τα κεσhιέδες τ’ οσπιτί’ και κι άλλ’ οξοπίσ’ ατουν εμείς με τ’ εμέτερον το ψάλσιμον. Το βράδον ’κειές, αμον τ΄ επαίγ’νεν να σκοτινεύ’ απέσ’ σ’ έναν καρσανόπον γομάτον κοκία ή αλεύρια, έφτιναμε τα κερία για τ’ς αποθαμέν’τ’ς εμουν. H μάννα μ’, άχαρος κάποτε έσπόγγιζεν με το μαντηλόπον ατ’ς τα δάκρυα τ’ς κι εμείς παλ, εθαρείς κάποιος επίανε μας α’ σην γούλαν.
Ανήμερα τα Φώτα επαίγναμε πιρνά, πιρνά σην εγκλησίαν, ελητρουήουμες, επέρναμε τον αγιασμόν και εκλώσκουμες σ’ οσπίτ’ ετσιάνιζαμ΄ατο και εφώτιζαμ’ όλιον τ’ οικοκυρίας την επικράτειαν. Σο χωρίον εμουν το Καπνοχώρ’, Σοφουλάρ’ έτον το παλαιόν τ’ όνομα αθε, ο σχωρεμένον ο Ποπα - Ευστράτιον ο Χατζημανώλης, εκαθιέρωσεν, τον Σταυρόν ύστερα α’ σον αγιασμόν να επαίρναν ατο και εκλώσκουσαν το χωρίων τα παλικάρια που θ’ επαίγναν εείνο τη χρονίαν σον στρατόν. Νε δημοπρασίας και νε τίποτα! Τ’ άλλ’ την ημέραν τ’ Αι-Γιαννί’ ερχίνανεν ξαν το σκολείον!
Ε! κιτι, χρόνια! Έμορφα χρόνια! Ατώρα πα, νε, οναμασέας και νε΄, παρακάθια και νε, κεμεντζιέδες. Ολόερα όλ’ σην τηλεόρασην αχάνουμε και τερούμαι και εείν’ παλ, ήντιαν θέλ’νε φα΄ζ’νε μας! Φοούμαι θ’ ανασπάλουμε και την καλατσhήν εμουν πα!!
Αμα α σου ’κι κλώσκουν οπίσ’ τα χρόνια εμείς οι παλαιοί ζούμε με τ’ ενθυμέματα μουν.
Ύ’αν και ευλογίαν σ’ οσπίτια σουν, χρόνια πολλά και καλόν και ευκεμένον χρονίαν.

Βασίλη Χ. Ταρνανίδη (Αδολέτε)
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Τα Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη..."Τὰ Συχαρίκια"

 

ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ
Τρεῖς χαρὲς εἶχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ κυρα-Γαλάτσαινα τοῦ Κασσανδριανοῦ, χήρα τοῦ μακαρίτου ὁμωνύμου πλοιάρχου, ἀποθανόντος πρό τινων ἐτῶν πτωχοῦ μετὰ πολλὰς ἐπιχειρήσεις. Ἡ πρώτη ἦτο ὅτι εἶχε ἀρραβωνίσει πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν τὴν κόρην της, τὴν Μυρσούδα, μὲ καλὸν γαμβρόν, τὸν Βασίλην τὸν Μπόνον. Ἡ δευτέρα ἦτο ὅτι, σήμερον πρωτοχρονιάν, ἑώρταζε τὴν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματός του ὁ ἴδιος ὁ γαμβρός της. Ἡ τρίτη ἦτο ὅτι ἔμελλον νὰ τελεσθῶσι τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας τὰ «ἐμβατίκια»* τοῦ γαμβροῦ εἰς τὴν οἰκίαν της.
Ἡ ἰδέα τῆς κυρα-Γαλάτσαινας ἦτον νὰ εἶχον τελεσθῆ τὰ «μβατίκια» ἀφ᾽ ἑσπέρας, τὴν νύκτα τοῦ παλαιοῦ χρόνου πρὸς τὴν ἀνατολὴν τοῦ νέου, ὅπως θὰ ἦτο πρέπον. Ἀλλὰ τὰ συμπεθερικὰ ἐπέμειναν ν᾽ ἀναβληθῶσι τὰ μβατίκια διὰ τὴν νύκτα τῆς ἑορτῆς πρὸς τὴν 2 Ἰανουαρίου. Οἱ λογαριασμοί, βλέπετε, τῶν συγγενῶν τοῦ γαμβροῦ δὲν συμφωνοῦν καθ᾽ ὅλα τὰ μέρη πάντοτε μὲ τοὺς λογαριασμοὺς τῆς μητρὸς τῆς νύμφης. Ὁ λογαριασμὸς τῆς κυρα-Γαλάτσαινας ἔλεγεν ὅτι, ἂν ἐτελοῦντο τὰ μβατίκια ἀφ᾽ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς, μεθ᾽ ὃ ὁ γαμβρὸς θὰ ἦτο, κατὰ τὸ ἔθος, ἐλεύθερος νὰ ἐπισκέπτηται δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας τὴν ἀρραβωνιστικήν του εἰς τὴν οἰκίαν της (ἠμποροῦσε, μάλιστα, ἂν ἦτον ἀδιάκριτος, καὶ νὰ τὸ στρώσῃ «κόττα πίττα» εἰς τὸ σπίτι τῆς νύμφης), ἡ μήτηρ τῆς νύμφης θὰ ἐγλύτωνεν ἀπὸ κάμποσα γλυκύσματα καὶ δῶρα, τὰ ὁποῖα ἦτον ὑπόχρεως νὰ κουβαλήσῃ εἰς τὰς οἰκίας τῶν συμπεθερικῶν. Ἐν πρώτοις, αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ γαμβροῦ θὰ ἤγετο εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης. Δὲν θὰ ἦτο τότε ἡ κυρα-Γαλάτσαινα ὑποχρεωμένη νὰ κουβαλήσῃ ὁλόκληρον μέγα σινίον μπακλαβᾶ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς συμπεθέρας της, ἄλλα μεγάλα ταψία ἀπὸ ζαχαροχαμαλιὰ* καὶ ἄλλα τραγήματα εἰς τὰς οἰκίας τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν θείων τοῦ γαμβροῦ, καὶ συγχρόνως νὰ κερνᾷ αὐτὴ ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὴν οἰκίαν της, διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματος, καὶ πάλιν τὴν ἑσπέραν νὰ ἔχῃ ἄλλα μεγάλα βάσανα, δοκιμαστήρια καὶ ἀκροσφαλῆ, εἰς τὴν οἰκίαν της, ὅπου θὰ ἐτελοῦντο τὰ μβατίκια.
Ἀλλ᾽ ὁ λογαριασμὸς τῶν συμπεθερικῶν ἔλεγεν ὅτι δὲν ἦτον πρέπον νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν μητέρα του ὁ γαμβρός, νὰ ἑορτάσῃ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς του, πρὶν στεφανωθῇ ἀκόμη, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης. Τοῦ χρόνου, ὅτε θὰ ἐστεφανώνετο, ἂς ἑορτάσῃ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης, τὴν ὁποίαν θὰ ἔπαιρνεν αὕτη προῖκα, μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της. Ἀλλ᾽ ἐφέτος διὰ τελευταίαν φοράν, ἂς μείνῃ ἀκόμη πλησίον τῆς μητρός του. Θὰ ἦτο σκάνδαλον νὰ ἔφευγε.
Τὰ χαμαλιὰ* «τὰ κρυφὰ» τὰ εἶχαν φάγει ἤδη οἱ συμπέθεροι ὅλοι ― ὅσον τοὺς ἐπέτρεψε νὰ φάγουν ὁ ἴδιος ὁ γαμβρός. Διότι αὐτὸς ὁ γαμβρός, ὁ Βασίλης ὁ Μπόνος, ἅμα εἶδε τὸ ὡραῖον γανωμένον καὶ στίλβον σινίον γεμᾶτον ἀπὸ εὐώδη καὶ προκλητικά, λευκὰ καὶ ροδοκοκκινισμένα χαμαλιά, ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν ζώνην τὸν λάζον του, μακρὰν μάχαιραν τὴν ὁποίαν ἔφερε πάντοτε εἰς τὴν μέσην, καὶ καρφώσας διὰ μιᾶς τέσσαρα ἢ πέντε χαμαλιά, ἤρχισε νὰ τὰ καταβροχθίζῃ, κόπτων αὐτὰ μὲ τοὺς προσθίους ὀδόντας, ἁλωνίζων μὲ τὴν γλῶσσαν, καὶ παραπέμπων ἀμέσως εἰς τὸν οὐρανίσκον, χωρὶς νὰ τὰ μασᾷ μὲ τοὺς τραπεζίτας του.
Αἱ ἀδελφαί του καὶ οἱ γαμβροί του τὸν ἐπέπληξαν δι᾽ αὐτό, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἐνόει τὰς παρατηρήσεις των. Αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ γαμβρός; Δική του δὲν ἦτον ἡ νύμφη; Δικά του καὶ τὰ προικιά. Δικά του καὶ τὰ χαμαλιά, καὶ ὅλοι οἱ μπακλαβάδες καὶ ὅλα. Τὰ χαμαλιὰ μάλιστα τοιαύτην εἶχον συμβολικὴν ἔννοιαν. Διατί τὰ ἔλεγαν χαμαλιά; Ἐσήμαιναν τὰ ἄλλα χαϊμαλιά, τὰ περίαπτα. Ἦσαν φυλαχτικά, τὰ ὁποῖα τοῦ ἔστελνεν ἡ πενθερά του, διὰ νὰ μὴν τὸν ἰδῇ κακὸ μάτι, μὴν τύχῃ καὶ τὸν ἀβασκάνῃ κανείς.
Ἀλλὰ τὰ κρυφὰ χαμαλιὰ δὲν θὰ ἤρκουν, καὶ ἂν ἐπέτρεπεν ὁ γαμβρὸς νὰ τὰ φάγωσιν ὅλα οἱ συγγενεῖς. Τώρα, μὲ τὰ μβατίκια, ἦτον καιρὸς διὰ τὰ ἄλλα δῶρα τὰ ἐπίσημα. Καὶ τὰ συμπεθερικὰ δὲν θὰ ἐταιριάζοντο ποτέ, ἐὰν ἡ συμπεθέρα ἤθελε νὰ τοὺς τὸ «πάῃ καπότο»*, οἰκονομοῦσα μὲ τρόπον νὰ ἐγίνοντο τὰ μβατίκια ἀφ᾽ ἑσπέρας, διὰ νὰ δικαιολογηθῇ ὅτι δὲν θὰ ἐκουβαλοῦσε νέα πράγματα εἰς τὰς πέντε ἢ ἓξ οἰκίας τῶν στενωτέρων συγγενῶν τοῦ γαμβροῦ της, τοῦ Βασίλη.
Ἄλλως, τὰ φανερά, τὰ ἐπίσημα, ἐπήγαιναν μαζὶ μὲ τὰ μβατίκια, τὰ ὁποῖα ἦσαν, αὐτὸ τοῦτο, φανέρωσις καὶ ἐπισημοποίησις τοῦ ἀρραβῶνος, καὶ τὰ κρυφὰ οὐδὲν ἄλλο ἦσαν, εἰμὴ ἀναγκαῖον ἐφόδιον καὶ συμπλήρωμα τῆς τελετῆς τοῦ ἀρραβῶνος, τῆς νυκτὸς ἐκείνης, καθ᾽ ἣν εἶχε κατορθωθῆ τέλος, μετὰ πολλὰ βάσανα, «νὰ δέσουν πανδρειές»*.
*
* *
Ὤ! αὐτὲς οἱ πανδρειές! Πόσα φαρμάκια τὴν εἶχαν ποτίσει τὴν κυρα-Γαλάτσαινα, καὶ πῶς τῆς εἶχαν «ψήσει τὸ ψάρι στὰ χείλη». Κατόπιν ἀπὸ τὴν πρώτην προξενιάν, μετὰ πολλὰ λόγια καὶ «μαναφούκια»* καὶ σκάνδαλα, ὕστερον ἀπὸ πολλὰ ψὶ-ψὶ καὶ πολλὲς ἀβανιὲς καὶ κατηγορίες, ἀφοῦ ραδιοῦργα γύναια ἔβαζαν στὰ λόγια τὸν γαμβρὸν καὶ τὲς συμπεθέρες καὶ ἔψαλλαν πολλὰ ἀνάποδα ἐγκώμια ἐναντίον τῆς πενθερᾶς καὶ τῆς νύμφης, κατωρθώθη τέλος νὰ ὁρισθῇ ἡ ἑσπέρα τοῦ Σαββάτου, τῆς δευτέρας ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων, διὰ νὰ «δέσουν πανδρειές». Ἡ κυρα-Γαλάτσαινα ἐφύλαττεν ἄκραν μυστικότητα, ἀλλ᾽ ὅλη ἡ γειτονιὰ τὸ ἤξευρε, σχεδὸν σίγουρα. Εἰς τοὺς μαχαλάδες, καταλάβατε, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους, ἡ μία γειτόνισσα εἶναι κατάσκοπος τῆς ἄλλης γειτόνισσας. Οἱ τοῖχοι ἀκροῶνται, τὰ παράθυρα βλέπουν, αἱ θύραι μυρίζονται, οἱ «πετεινοὶ» τῶν καπνοδόχων σείουν τὰς λοφιὰς μὲ τοιοῦτον τρόπον ὡς νὰ κατανεύουν τάχα ὅτι ἐνόησαν.
Τὴν ἑσπέραν τοῦ Σαββάτου, ἤναψεν ἡ κυρα-Γαλάτσαινα τὸ μέγα ὀκτάγωνον φανάρι, φανάρι καραβίσιο, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ εἶχε καράβι ὁ μακαρίτης ὁ ἄνδρας της. Εἶχον συνέλθει εἰς τὴν οἰκίαν της ὁ ἀδελφός της ὁ γερο-Λάζος, καὶ ἡ κυρα-Λάζαινα ἡ νύμφη της, καὶ ἡ Μπόζαινα ἡ ἀδελφή της, καὶ ὁ Μπόζας ὁ γαμβρός της. Οἱ τέσσαρες, καὶ αὐτή, ὅλοι πέντε, ἔκαμαν τρεῖς σταυρούς, κ᾽ ἐξεκίνησαν εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτός.
Ἐὰν δὲν ἦσαν πέντε θὰ ἦσαν τρεῖς ἢ ἑπτὰ ἢ ἐννέα. Μονὸς ἀριθμὸς πρέπει νὰ εἶναι οἱ συγγενεῖς τῆς νύμφης, ὅσοι θὰ ὑπάγουν ν᾽ ἀνταλλάξουν ἀρραβῶνα εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ γαμβροῦ, ὄχι ποτὲ ζυγὸς ἀριθμός. Ἀγνοῶ τὸν λόγον, καὶ πολλοὶ τὸν ἀγνοοῦσι, κατὰ τὸν στίχον τοῦ ἀειμνήστου Παπαρρηγοπούλου.
Ἔκαμνε ψῦχος καὶ ἦτο ἐλαφρὰ χιονιά. Ἐπροπορεύετο ὁ Μπόζας κρατῶν τὸ φανάρι, δευτέρα ἤρχετο ἡ κυρα-Γαλάτσαινα φέρουσα τὸν δίσκον μὲ τὰ γλυκά, πέντε κοῦπες τὸ ὅλον, ἀπὸ κυδώνιον καὶ μύγδαλον καὶ μαστίχαν. Τρίτος ἤρχετο ὁ γερο-Λάζος, κατόπιν ἡ Λαζίτσα ἡ σύζυγός του, καὶ τελευταία ἡ Μπόζαινα.
Ἦτο δεκάτη ὥρα, καὶ ἦτο ἐλπὶς ὅτι εἶχον ἀποκοιμηθῆ ὅλοι οἱ γείτονες. Ἀλλὰ μόλις κατέβησαν εἰς τὸ σοκάκι, καὶ πάραυτα ἠκούσθη ἐλαφρὸς τριγμὸς παραθύρου ὑπανοιγομένου. Ἡ γειτόνισσα ἡ Μαριὼ ἡ Μπαλωματοὺ ὑπώπτευε δι᾽ ὅλης τῆς ἡμέρας ὅτι ἔμελλε τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ γίνῃ ὁ ἀρραβὼν τῆς Μυρσούδας τῆς κυρα-Γαλάτσαινας. Αἱ ὑποψίαι της ἐκρατύνθησαν πολὺ ὅταν, ἀφοῦ ἐνύκτωσεν, ἤκουσε καὶ ᾐσθάνθη τὸν γερο-Λάζον μὲ τὴν συμβίαν του, καὶ τὸν Μπόζαν μὲ τὴν φαμίλιαν* του, ἀνερχομένους εἰς τὴν οἰκίαν τῆς χήρας τοῦ Κασσανδριανοῦ. Ἐπιθυμοῦσα νὰ βεβαιωθῇ, δὲν ἐπλάγιασε, μόνον ἔμεινεν ἕως τὰς δέκα παραμονεύουσα, ἑωσοῦ εἶδε τὰ πέντε ἄτομα μὲ τὸ φανάρι ἐξερχόμενα εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομήν. Τότε δὲν τῆς ἔμεινε πλέον ἀμφιβολία, καὶ τὴν ἐπιοῦσαν, ἐνῷ ὁ γαμβρὸς θὰ ἐτραγάνιζε, καρφώνων μὲ τὴν μακρὰν μάχαιράν του, τὰ κρυφὰ τὰ χαμαλιά, αὐτὴ θὰ διηγεῖτο τὸ πρᾶγμα εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν.
*
* *
Τὸ σπίτι τῆς Μπόναινας ἦτο ἀρκετὰ μακρὰν κατὰ τὰς διαστάσεις τοῦ χωρίου καὶ κατὰ τὸ μέτρον μὲ τὸ ὁποῖον ἐμετροῦσαν τὰς ἀποστάσεις οἱ νησιῶται, ἀπεῖχε δηλαδὴ περὶ τὰ διακόσια βήματα. Ἀφοῦ παρῆλθον πολλὰς οἰκίας σκοτεινὰς καὶ ἡσύχους, κατὰ τὸ φαινόμενον, ἀλλὰ τῶν ὁποίων τὰ παράθυρα ἔτριξαν ἅμα τῇ προσεγγίσει των, καθὼς εἶχε τρίξει καὶ τὸ παράθυρον τῆς Μαριῶς τῆς Μπαλωματοῦς, οἱ πέντε ἀντιπρόσωποι τῆς μνηστῆς ἔφθασαν εἰς ἓν στενὸν καὶ δυσῶδες σοκάκι, καὶ ἅμα εἰσῆλθον ἐκεῖ, εἶδον μέγαν λύχνον νὰ φέγγῃ ἀπὸ μέσα, ἀπὸ τὸ γυαλὶ ἑνὸς παραθύρου ἔχοντος ἀνοικτὰ τὰ παραθυρόφυλλα. Ἐκεῖ ἦτο τὸ σπίτι τοῦ γαμβροῦ καὶ τοὺς ἐπερίμεναν.
Ἀνέβησαν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Μπόναινας, ὅπου εὐθὺς ἤνοιξεν ἡ θύρα, καὶ εἰσῆλθον, πρῶτος ὁ Μπόζας, κρατῶν τὸ φανάριον, διὰ νὰ εἶναι καλορρίζικον τὸ ἀνδρόγυνον, νὰ κάμνῃ ὅλο γυιούς, δευτέρα ἡ Λαζίτσα, ἡ νύμφη τῆς Γαλάτσαινας, ἥτις εἶχε λάβει τὰ γλυκὰ εἰς τὰς χεῖράς της τώρα, διὰ νὰ ἔχῃ ὅλο γλύκες καὶ χαρὲς τὸ ἀνδρόγυνον. Αὕτη, ἡ Λαζίτσα, πολὺ νεωτέρα τοῦ ἀνδρός της, συνέβαινε νὰ ἔχῃ ἀμφοτέρους τοὺς γονεῖς της ζῶντας, καὶ δι᾽ αὐτὸ ἐπροτιμήθη νὰ κρατήσῃ τὰ γλυκά, διὰ νὰ ἔχῃ πολλὴν ζωὴν τὸ ἀνδρόγυνον. Τρίτος εἰσῆλθεν ὁ γερο-Λάζος, διὰ νὰ γεράσῃ τὸ ἀνδρόγυνον. Τετάρτη εἰσῆλθεν ἡ Μπόζαινα «ἀνδρογυνάρικα»* διὰ νὰ δείξῃ τὴν ἁρμονίαν τῶν δύο φύλων. Πέμπτη καὶ τελευταία εἰσῆλθεν ἡ πενθερά, διὰ νὰ δείξῃ τὴν ὑπακοὴν καὶ τὴν ὑποταγὴν τῆς νύμφης εἰς τὸν γαμβρόν.
Ἡ κυρα-Μπόναινα δὲν εἶχε παραλείψει νὰ βάλῃ «ἕνα τσεκούρι ἀνάποδα», ἀλλ᾽ εἰς μέρος κρυφόν, ὅπου νὰ μὴ φαίνεται, ὑποκάτω εἰς τὸν καναπέν. Τοῦτο ἐσήμαινεν ὅτι, ἂν ὑπῆρχε καὶ καμμία βασκανία, δὲν ἔπρεπε νὰ τολμήσῃ νὰ βγῇ εἰς τὸ φανερὸν καὶ νὰ ἐνεργήσῃ. Μετὰ τὸ «καλῶς ἤρθατε» καὶ τὸ «καλῶς σᾶς ηὕραμε», ἡ κυρα-Λάζαινα ἀπέθεσε τὸν δίσκον μὲ τὰ γλυκὰ ἐπὶ τῆς ἑτοίμης τραπέζης, καὶ ὅλοι ἐκάθισαν μὲ τὸ «καλῶς ἀνταμωθήκαμε». Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας ὅλοι ἐσηκώθησαν ὄρθιοι, καὶ ὁ γαμβρός, ὑψηλὸς ξανθὸς νέος, φορῶν τὰ κυριακάτικα, ἀφοῦ ἔκαμε τρεῖς σταυροὺς ἐνώπιον τοῦ εἰκονοστασίου τῆς οἰκίας, προσελθὼν εἰς τὴν κυρα-Γαλάτσαιναν, ἔβαλε μετάνοιαν καὶ τῆς ἠσπάσθη τὴν χεῖρα, ἐγχειρίζων ἅμα αὐτῇ μέγα μεταξωτὸν μανδήλιον χρωματιστόν, εἰς μίαν γωνίαν τοῦ ὁποίου ἦσαν κομποδεμένα γυναικεῖον δακτυλίδιον καὶ ἕνδεκα χρυσᾶ φλωρία. Συγχρόνως ἡ Γαλάτσαινα τὸν ἠσπάσθη εἰς τὴν παρειάν, καὶ τοῦ ἐφόρεσεν εἰς τὸν δάκτυλον τῆς ἀριστερᾶς δακτυλίδιον, τὸ ὁποῖον εἶχε φέρει μαζί της.
Ἀκολούθως, ὁ Βασίλης ὁ Μπόνος ἐπλησίασεν ἕνα ἕκαστον τῶν ἄλλων τεσσάρων συγγενῶν τῆς μνηστῆς, καὶ ἀσπαζόμενος τὴν δεξιάν των, τοὺς ἐφίλευσεν ἀνὰ ἓν φλωρίον τρύπιον, μὲ κόκκινην ταινίαν δεμένον, ἢ ἀνὰ μίαν λίραν γαλλικὴν ἢ τουρκικήν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὑπῆρχον ἀκόμη εἰς χεῖρας τοῦ πτωχοῦ λαοῦ φλωρία καὶ λίραι.
Ἔλαβον ὅλοι γλυκὸν καὶ ἔπιον μαστίχαν ἢ ροσόλιον, εὐχηθέντες τὰ «καλορρίζικα» καὶ τὰ «τίμια στέφανα». Εἶτα ἐστρώθησαν εἰς τὸ δεῖπνο, καὶ οἱ ἄνδρες ἔφαγαν καλά, αἱ δὲ γυναῖκες ἐγεύθησαν μὲ ἄκρα χείλη. Καὶ εἶτα ἐτέθησαν εἰς ἐνέργειαν δύο μεγάλαι φιάλαι οἴνου. Καὶ ὁ μπαρμπα-Λάζος καὶ ὁ Μπόζας ἔπιναν γερά, κ᾽ ἐπλήθυναν τὰς εὐχὰς καὶ τὰ συγχαρητήρια, κ᾽ ἐτραγουδοῦσαν:
Σ᾽ αὐτὸ τὸ σπίτι πού ᾽ρθαμε πέτρα νὰ μὴ ραΐσῃ
κι ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ χίλια χρόνια νὰ ζήσῃ.
Εἰς τοῦτο ἐκ μέρους τοῦ γαμβροῦ ἀπήντησαν διὰ τοῦ ἄλλου:
Χίλια καλῶς ὡρίσατε, φίλοι μ᾽ ἀγαπημένοι,
κι ἀπὸ καιροῦ χαρούμενοι καὶ καλοκαρδισμένοι.
Ἀκμαία ἦτο ἡ εὐθυμία, καὶ ὑπῆρχεν ἑκατέρωθεν καλὴ διάθεσις, μόνον ἓν κακὸν σημεῖον ἐφάνη, τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ὅλους νὰ μελαγχολήσουν. Ὁ γερο-Λάζος, ὅταν ἔπινε, συνήθιζε νὰ ὁμιλῇ μὲ πολλὰς χειρονομίας. Ἕνεκα τοῦ ἐλαττώματος τούτου ἀνέτρεψεν ἀπροσέκτως τὸν μέγαν λύχνον, ἐπὶ τῆς τραπέζης τοῦ δείπνου. Ὁ λύχνος ἔσβησεν, ἡ δὲ συντροφία θὰ ἔμενεν εἰς τὰ σκοτεινά, ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ κανδήλιον τὸ καῖον ἐνώπιον τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὡς καὶ δύο κηρία ἀναμμένα ἐπὶ τῆς ἑστίας.
Διὰ νὰ μετριάσῃ τὴν κακὴν ἐντύπωσιν, ὁ γερο-Λάζος ὑπεσχέθη νὰ βαπτίσῃ αὐτὸς τὸ πρῶτον παιδίον, τὸ ὁποῖον θὰ ἐγεννᾶτο ἐκ τοῦ συνοικεσίου, καὶ νὰ εἶναι καὶ γυιός. Ἀφοῦ εἶχε χύσει τὸ λάδι, εἶπεν, αὐτὸς τὸ ἔβλεπε καλὸν σημεῖον, διότι λάδι θὰ ἔχυνε καὶ εἰς τὴν βάπτισιν τοῦ παιδίου.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἐκρούσθη ἡ θύρα τῆς οἰκίας.
*
* *
Ὁ μικρὸς υἱὸς τῆς Γαλάτσαινας, παιδίον ἐννέα ἐτῶν, ὁ Χρῆστος, εἶχε γελασθῆ μὲ χίλια ψεύματα τὴν ἑσπέραν ὑπὸ τῆς μητρός του, ὅτι ὁ ἀρραβὼν θ᾽ ἀνεβάλλετο διὰ τὸ ἄλλο Σάββατον. Εἶχεν ἀποκοιμηθῆ, ἀφοῦ ἔφαγε πολλὰ γλυκὰ καὶ ἔλαβεν ὑπόσχεσιν ὅτι θὰ φάγῃ περισσότερα τὴν ἐπαύριον. Εἶχε τὴν ἀπαίτησιν νὰ εἶναι καὶ αὐτὸς εἷς ἐκ τῶν ἀνδρῶν, ὅσοι θὰ ἐπήγαιναν νὰ «δέσουν τὶς πανδρειὲς» εἰς τοῦ γαμβροῦ τὸ σπίτι. Ἡ μήτηρ του, τοῦ τὸ ὑπεσχέθη κατ᾽ ἀρχάς, ἐλπίζουσα ὅτι θὰ ἦσαν ἑπτὰ τοὐλάχιστον οἱ συγγενεῖς, ὅσοι θὰ πήγαιναν διὰ τὴν ὑπόθεσιν. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ οἱ συγγενεῖς τοῦ γαμβροῦ, οἵτινες ἐκανόνιζον τὰ τοιαῦτα, παρήγγειλαν ὅτι ὁ ἀριθμὸς ὡρίσθη εἰς πέντε, ἡ Γαλάτσαινα, μὴ δυναμένη ν᾽ ἀφήσῃ ἀπ᾽ ἔξω ἄλλους ἡλικιωμένους συγγενεῖς, εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην ν᾽ ἀποκλείσῃ τὸν ἀνήλικον υἱόν της.
Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθῃ, ἀναμασῶν τὰ τόσα γλυκὰ καὶ τὰς ὑποσχέσεις, ἐνωρίς, πρὶν ἔλθωσιν ἀκόμη εἰς τὴν οἰκίαν τὰ δύο συγγενικὰ ἀνδρόγυνα. Ἀλλὰ περὶ τὸ μεσονύκτιον, ἀφοῦ ἐχόρτασε τὸν ὕπνον, ἐξύπνησε καὶ βλέπει τὴν ἀδελφήν του, ἡμιπλαγιασμένην παρὰ τὴν ἑστίαν, βλέπουσαν ρεμβωδῶς τὸ φθίνον πῦρ καὶ μελετῶσαν τὴν ἰδέαν τοῦ γάμου. Ἡ Μυρσούδα δὲν εἶχεν ὕπνον, καὶ οἱ λογισμοί της καὶ τὰ ξυπνητὰ ὄνειρά της, τὰ ὁποῖα ἐπλησίαζαν νὰ γίνουν πράγματα, ἐπετοῦσαν πρὸς τὴν οἰκίαν ἐκείνην τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της, ὅπου εὑρίσκοντο τώρα ἡ μήτηρ της καὶ οἱ θεῖοι καὶ αἱ θεῖαί της. Διότι εἶναι κάτι τι παράξενον, βλέπεις, νὰ πανδρευθῇ ἄνθρωπος. Πρέπει νὰ καμαρώνῃς* καὶ νὰ δαγκώνῃς τὰ χείλη σου, νὰ μὴ γελᾷς. Ἀπὸ τὸ σπίτι ἔξω δὲν βγαίνεις, ἀλλὰ μόλις θὰ προβάλῃς εἰς τὸ παράθυρον διὰ νὰ ποτίσῃς τὴν γάστραν μὲ τὰ λουλούδια, μόλις θὰ φανῇς εἰς τὸν ἐξώστην διὰ νὰ γεμίσῃς τὸ κανάτι νερὸ ἀπὸ τὴν στάμνα, εὐθὺς ὁ κόσμος, δηλαδὴ οἱ γειτόνισσες, σοῦ φωνάζουν: «Μὲ τς γειές, Μυρσούδα!» Τότε τί νὰ πῇς; Νὰ κάμῃς τὸν κωφόν; Θὰ σοῦ τὸ φωνάξουν δυνατώτερα. Νὰ εἰπῇς «φχαριστῶ»; Θ᾽ ἀνοίξῃς τὸ στόμα σου, καὶ σὰν τὸ ἀνοίξῃς θὰ γελάσῃς χωρὶς νὰ θέλῃς. Ὅσο καὶ νὰ καμαρώνῃς, θὰ χαμογελάσῃς, δὲν μπορεῖς. Εἶναι κάτι τι παράξενον, βλέπεις, νὰ πανδρευθῇ ἄνθρωπος.
Εἶδε λοιπὸν ὁ μικρὸς τὴν Μυρσούδαν νὰ ρεμβάζῃ, καὶ τὴν θέσιν τῆς μητρός του τὴν βλέπει κενήν. Τινάζει τότε τὸ πάπλωμα, πετιέται ἀπάνω, καὶ βάζει τὲς φωνές. Ποῦ εἶναι ἡ μάννα; Ἐπῆγαν νὰ δέσουν τὶς πανδρειές, κι αὐτὸν τὸν ἐγέλασαν μὲς στὰ μάτια. Ἡ ἀδελφή του δὲν ἠξεύρει πῶς νὰ εἰπῇ ψεύματα μὲ πιθανότητα. «Γουρούνα, βρωμούσα!» Τὴν πιάνει ἀπὸ τὰ μαλλιά. Τῆς τὰ τραβᾷ δυνατά. Τὴν θανατώνει ἀπὸ τὸν πόνον. Κλαίει ἐκείνη καὶ δοκιμάζει νὰ κρατήσῃ τὰ χέρια του. Ἐπὶ τέλους ἐπικαλεῖται ἓν ψεῦμα εἰς βοήθειάν της.
Ἡ μητέρα ἐπῆγε στην ἐκκλησία. Θὰ γίνῃ πάλιν σήμερα, τὴν Κυριακήν, νύκτα βαθιὰ ἡ λειτουργία, καθὼς προχθὲς τὰ Χριστούγεννα.
Εἶναι τώρα τρεῖς ἀπ᾽ τὰ μεσάνυκτα. Δὲν τὸν ἐξύπνησε διὰ νὰ μὴ τὸν κρυώσῃ. Ἀλλὰ τώρα-τώρα θὰ φέξῃ, καὶ θὰ πάγῃ κι αὐτὸς στὴν ἐκκλησία.
Ὁ μικρὸς ἐκόντευσε νὰ πιστεύσῃ. Ἀλλά, κατὰ συγκυρίαν, βλέπει ἐκεῖ, ὑποκάτω ἀπ᾽ τὰ εἰκονίσματα ἐπὶ μικροῦ τραπεζίου, τὴν προσφοράν, ποὺ εἶχεν ἡ μητέρα του ἀπὸ προχθὲς φυλαγμένην, διὰ νὰ τὴν προσφέρῃ σήμερον εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ προσφορὰ ἦτο ἐκεῖ τυλιγμένη εἰς λευκὸν προσόψιον. Ἂν ἡ μητέρα ἐπήγαινε στὴν ἐκκλησία, θὰ ἔπαιρνε τὴν προσφορὰν μαζί της.
― Τὴν ἐξέχασ᾽ ἡ μητέρα τὴν προσφορά, ἐδοκίμασε νὰ ἰσχυρισθῇ ἡ Μυρσούδα.
― Ψέματα λές. Γουρούνα, γουρούνα!
Κ᾽ ἔκαμε πάλι νὰ τὴν ἁρπάξῃ ἀπὸ τὰ μαλλιά.
Ἡ Μυρσούδα ἔδεσε σφιγκτὰ τὸ λευκὸν τουλουπάνι της, καὶ τὸ κατεβίβασεν ἕως τὰ ὀφρύδια, διὰ νὰ προφυλάξῃ τὰ ὡραῖα καστανὰ μαλλιά της.
―Ἡ προσφορά, ἐπανέλαβεν ἡ Μυρσούδα, συγκεντροῦσα ὅλην τὴν γυναικείαν λογικὴν εἰς τὸν νοῦν της, ἡ προσφορὰ ἔγινε γιὰ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ δέσουν τὶς πανδρειές. Ἀφοῦ ἀπομείναμε αὐτὸ τὸ Σάββατο, τώρα τὴν προσφορὰ θὰ τὴν φᾶμε μεῖς, κ᾽ ἡ μητέρα θὰ ζυμώσῃ ἄλλη τὸ ἄλλο Σάββατο, γιὰ νὰ τὴν πάῃ στὴν ἐκκλησία, γιὰ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ δέσουν τὶς πανδρειές.
― Ψέματα, δὲ μὲ γελᾷς! γουρούνα!
Εἶχεν ἐξασθενήσει πολύ, καὶ ἴσως θὰ ἐπείθετο. Ἀλλὰ τότε ἐνθυμήθη ὅτι ἀφ᾽ ἑσπέρας ὑπῆρχεν ἐπάνω εἰς τὸ ἴδιον τραπέζι μέγας δίσκος, καὶ ὁ δίσκος αὐτὸς ἔλειπε τώρα ἀπ᾽ ἐκεῖ. Ἐκ τούτου ὁδηγούμενος, ἐκοίταξεν ἐπάνω εἰς τὸ ράφι, καὶ εἶδεν ὅτι ἔλειπαν ἀπ᾽ ἐκεῖ αἱ πέντε ἢ ἓξ κοῦπες τοῦ γλυκοῦ, ὁποὺ ὑπῆρχαν τὸ βράδυ.
Τότε ὁ μικρὸς ἔβαλεν ἀγρίαν κραυγήν, καὶ ἥρπασε τὰ δύο κλώνια ἢ τὰ ἄκρα τοῦ κεφαλοδέσμου τῆς ἀδελφῆς του, προσπαθῶν νὰ τὴν ξεμανδηλώσῃ.
― Ψεύτρα! γουρούνα! πῆγαν νὰ δέσουν τὶς πανδρειές.
Ὁ μικρὸς ἐφόρεσε τὸ ἔνδυμά του, κ᾽ ἐζήτησε νὰ φύγῃ. Ἤθελε νὰ ὑπάγῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ γαμβροῦ. Ἐν τῇ παραφορᾷ του δὲν ἐφοβεῖτο πλέον οὔτε τοὺς σκαλικαντζάρους, οὔτε τὰ φαντάσματα.
Ἡ ἀδελφή του κλαίει, φοβεῖται νὰ μείνῃ μοναχή της. Ὁ μικρὸς δὲν τὴν ἀκούει, ἀνοίγει τὴν θύραν, ἐξέρχεται. Ἐκείνη τρέχει κατόπιν του. Ἐκεῖνος γυρίζει.
― Ἄναψέ μου τὸ φανάρι, τώρα εὐθύς, γιατὶ…
Καὶ τὴν ἐφοβέριζε μὲ τὸν γρόνθον.
― Τὸ φανάρι τὸ ἐπῆρε ἡ μητέρα. Κάτσε, παιδάκι μ᾽, ποῦ θὰ πᾷς; Τώρα, ὅπου εἶναι θὰ ᾽ρθοῦνε πίσω.
Τοῦ ἔλεγε πολλά, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ἐπέμενεν. Ἴσως ἐπὶ τέλους ὁ φόβος τῶν σκαλικαντζάρων, θὰ τὸν ἔκαμνε νὰ γυρίσῃ πίσω, ἀφοῦ ἔκαμνεν ὀλίγα βήματα εἰς τὸν δρόμον, ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη φωνή, κάτω ἀπὸ τὸν ἐξώστην.
*
* *
― Τί ἔχετε, θὰ πῶ*; ἔλεγεν ἡ φωνή.
― Θεια-Χρυσῆ, δὲν ἀκοῦς; εἶπεν ἡ Μυρσούδα. Θέλει νὰ πάῃ στὶς πανδρειές.
Ἡ θεια-Χρυσῆ ἦτο πτωχὴ καὶ ἔρημη χήρα, κατοικοῦσα εἰς μικρὸν θάλαμον, εἰς τὸ ἰσόγειον τῆς οἰκίας. Ἤξευρε τὰ περὶ τοῦ ἀρραβῶνος, καὶ ἠγάπα τὴν κόρην καὶ τὴν μητέρα της. Ἦτο δὲ μακρινὴ συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ.
― Γιά νὰ σοῦ πῶ, παιδί μου Μυρσούδα, εἶπεν· ἦρθε κανένας ἀπ᾽ τὸ σπίτι τοῦ γαμβροῦ νὰ σοῦ πάρῃ τὰ σ᾽χαρίκια;
―Ὄχι.
― Πῶς ξέχασαν οἱ μουρλοί! Γιά νὰ σοῦ πῶ, ἔχω ἐγὼ ἕνα μικρὸ φαναράκι, τώρα τὸ ἀνάφτω, καὶ νὰ πᾶμε μαζὶ μὲ τὸ Χρῆστο, καὶ νὰ ᾽ρθῶ πίσω νὰ σ᾽ πάρω τὰ σ᾽χαρίκια. Κλειδώσου μὲς στὸ σπίτι καὶ μὴ φοβᾶσαι.
*
* *
Ἔκρουσαν τὴν θύραν τῆς οἰκίας τῆς Μπόναινας. Ὁ Χρῆστος ἔγινε δεκτός, διότι ἀφοῦ ἐδέθησαν πλέον οἱ ἀρραβῶνες, ἦτο πλέον ἀδιάφορον ἂν ἤρχοντο καὶ ἄλλοι, περιττοὶ ἢ ἄρτιοι.
Ἐφίλησαν τὴν θεια-Χρυσῆ, ἥτις τοὺς συνεχάρη πρώτη, καὶ ἐπανελθοῦσα μόνη μετ᾽ ὀλίγα λεπτά, ἐπῆρε τὰ συχαρίκια τῆς Μυρσούδας, ἥτις τὴν «ἀσήμωσεν», ἤτοι τῆς ἔδωκεν ἀργυροῦν νόμισμα.
Ἡ ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἑωρτάσθη καλῶς εἰς τὰς οἰκίας τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης συμπεθέρας. Ἡ Μυρσούδα δὲν ἐπρόφθανε νὰ φτιάνῃ φουσκάκια (ἢ λοκμάδες) ἀπὸ πρωίας μέχρι μεσημβρίας. Ἡ κυρα-Γαλάτσαινα δὲν ἐπρόφθανε νὰ φιλεύῃ ὅλον τὸν κόσμον φουσκάκια, χαμαλιά, στραγάλια, γλυκὸ καὶ μεγάλες σταφίδες ἀπὸ ραζακὶ σταφύλι. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτας ἤρχοντο δὶς καὶ τρίς, λέγοντες ὅτι ἡ πρώτη φορὰ ἦτο διὰ τὸν ἀρραβῶνα, ἡ δευτέρα διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ γαμβροῦ καὶ ἡ τρίτη διὰ τὰ «μβατίκια». Τὰ «μβατίκια» διεξήχθησαν λαμπρῶς. Ἔρραναν τὸν γαμβρὸν μὲ κοφέτα καὶ μὲ ὀρύζιον, μέγα συμπόσιον παρετέθη, καὶ ὁ γερο-Λάζος, ὅστις ἐπρόσεχε πλέον εἰς τὰς χειρονομίας του, ἔκαμε τόσον κέφι, ὥστε μεταξὺ δύο τραγουδιῶν ἑκάστοτε δὲν ἔπαυε νὰ φωνάζῃ:
― Ἂς φέξῃ!
(1894)
Read more » Διαβάστε Περισσότερα