Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

Εορτάζοντες την 16ην του μηνός Δεκεμβρίου

 Εορτάζοντες την 16ην του μηνός Δεκεμβρίου


 

  • Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΓΓΑΙΟΣ

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΜΟΣ (ή Πρόβος) και ΙΛΑΡΙΟΣ

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΜΝΩΝ Αρχιεπίσκοπος Εφέσου

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΜΟΔΕΣΤΟΣ Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας

  • ΜΝΗΜΗ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ κοντά στον Άγιο Πολύευκτο

  • Η ΑΓΙΑ βασίλισσα ΘΕΟΦΑΝΩ η Θαυματουργή σύζυγος του βασιλιά Λέοντα του σοφού.

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ο Χρυσοβέργης

 

Αναλυτικά

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΓΓΑΙΟΣ
Καταγόταν από την Ιερατική φυλή του Λευΐ και είναι ο 10ος των μικρών λεγόμενων προφητών.

Γεννήθηκε στη Βαβυλώνα, όταν διαρκούσε η αιχμαλωσία των Ιουδαίων.

Ο Αγγαίος ήταν αυτός, που μαζί με τον προφήτη Ζαχαρία αναθέρμαναν το ζήλο των Ιουδαίων για την ανοικοδόμηση του Ναού του Σολομώντος.

Το προφητικό βιβλίο του Αγγαίου είναι χωρισμένο σε δύο κεφάλαια και έχει απλό και αυστηρό ύφος.

Επειδή ο Αγγαίος καταγόταν από λευιτική οικογένεια, όταν πέθανε, τάφηκε στα μνήματα των Ιερέων.

Να όμως και τι συμβουλεύει στους Ιερείς:

"Ούτως πάντα τα έργα των χειρών αυτών, και ος εάν εγγίση εκεί, μιανθήσεται ένεκεν των λημάτων αυτών των ορθρινών" Αγγαίος, Β' 14..

Έτσι, λέει ο Αγγαίος, συμβαίνει με όλα τα έργα των χειρών αυτών. Όποιος Ιερέας δηλαδή, είναι μολυσμένος από δωροδοκίες που πήρε πρωί-πρωί, ή από άλλες αμαρτίες και παρακοές που διέπραξε, αν αγγίξει το θυσιαστήριο θα το μολύνει.

Η προσφορά του δηλαδή, θα θεωρηθεί μολυσμός.
 


Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Προφήτης θεόληπτος, οία θεράπων Θεού, τω κόσμω ενδέδειξαι, ανακαθάρας τον νουν, Αγγαίε πανεύφημε' όθεν εορταζόντων, ένθα πέφυκεν ήχος, ήρθης ως εορτάζων, εν Θεώ φερωνύμως' ω πρέσβευε θεηγόρε, σώζεσθαι άπαντας.


Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ
Έλαβε το μαρτυρικό στεφάνι στα τέλη του 3ου μετά Χριστόν αιώνα.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη και πήρε το αξίωμα του Συγκλητικού. Αλλ' οι πολλές του αγαθοεργίες προς τους χριστιανούς, εξήγειραν εναντίον του τις υπόνοιες των συναδέλφων του, οι όποιοι, αφού εξέτασαν, ανακάλυψαν ότι ο Μαρίνος ανήκε στη χριστιανική Εκκλησία.

Και τότε τον κατήγγειλαν.

Συνελήφθη με αυτοκρατορική διαταγή και επειδή δεν θέλησε να θυσιάσει στα είδωλα, καταδικάστηκε σε θάνατο.

Ενώ τον οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης, είδε μερικούς από τους φίλους του να κλαίνε και αυτός με πραότητα τους είπε:

"Γιατί κλαίτε και λυπάστε: μάθετε ότι πηγαίνω από το σκοτάδι στο αιώνιο φως, από το χώρο του σταδίου στα βραβεία, και από το θάνατο στην παντοτινή ζωή".

Μετά από λίγο η κεφαλή του έπεφτε, η δε ψυχή του πετούσε στα σκηνώματα των δικαίων.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΜΟΣ (ή Πρόβος) και ΙΛΑΡΙΟΣ
Μαρτύρησαν δια ξίφους.


Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΜΝΩΝ Αρχιεπίσκοπος Εφέσου
Απεβίωσε ειρηνικά.

(Ορισμένοι Συναξαριστές, λανθασμένα τον αναφέρουν σαν επίσκοπο Ιεροσολύμων).


Ο ΑΓΙΟΣ ΜΟΔΕΣΤΟΣ Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων
Όσα αναφέρονται για τον Άγιο αυτό στους περισσότερους Συναξαριστές, ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας και μόνο.

Τον πατέρα του Ευσέβιο και τη μητέρα του Θεοδούλη από τη Σεβάστεια της Παλαιστίνης, τους θέλουν επί Μαξιμιανού (286-305) να πεθαίνουν στη φυλακή, ενώ γνωρίζουμε ότι τα χρόνια της πατριαρχίας του Αγίου αυτού ήταν από το 632 μέχρι το 634.

Ο Άγιος Μόδεστος, ανακαίνισε τα Ιερά προσκυνήματα, που καταστράφηκαν από τους Πέρσες και ζήτησε τη συνδρομή των χριστιανών από την Ανατολή.

Οσιακά αφού έζησε και πολλά για τους Αγίους τόπους αφού έκανε, απεβίωσε ειρηνικά.


Απολυτίκιο. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείων έργων σου, τη επιδείξει, πάσαν εύφρανας, Σιών την θείαν, των Αποστόλων πλουτήσας την έλλαμψιν, και τω Σωτήρι οσίως ιερεύσας, ιεραρχία και βίου λαμπρότητι. Πάτερ Μόδεστε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας
Η μνήμη του αναφέρεται στον Συναξαριστή Delehaye σελ. 361, 53 συνοδευμένη με αυτή του Αγίου Μέμνονος επισκόπου Εφέσου.


ΜΝΗΜΗ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ κοντά στον Άγιο Πολύευκτο


Η ΑΓΙΑ βασίλισσα ΘΕΟΦΑΝΩ η Θαυματουργή σύζυγος του βασιλιά Λέοντα του σοφού.
Ευσεβέστατη και ενάρετη βασίλισσα, που εξυμνήθηκε πολύ από τους χρονογράφους της εποχής εκείνης, για την ευαγγελική της ζωή, τις ελεημοσύνες της και την άκρα ευσέβειά της.

Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου του Μαρτινακίου, του Ιλλουστρίου και της Άννας.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ανατράφηκε με επιμέλεια.

Σε κατάλληλη ηλικία, ο βασιλιάς Βασίλειος ο Μακεδόνας την έδωσε για σύζυγο στον γιό του Λέοντα τον Σοφό (886-912 μ.Χ.), με τον οποίο για 12 χρόνια ζούσε με αφοσίωση συζυγική και αναγνωρίστηκε αμέσως από τους συγχρόνους της σαν αγία και θαυματουργή για τα πολλά έργα αγάπης που έκανε.

Ο σύζυγός της, έκτισε ωραιότατο ναό, κοντά στον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου εναποτέθηκε το τίμιο λείψανό της.

Αυτό μετακόμισε ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και από 'κεί αργότερα μεταφέρθηκε στο Πατριαρχείο, όπου μέχρι σήμερα σώζεται.


Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ό υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Προελομένη τα ουράνια πόθω, Θεοφανώ την βιοτήν διεξήλθες, αγγελικώς εν γη περιπολεύουσα· όθεν κατηξίωσαι, ουρανίων χαρίτων, συν Αγγέλων τόξεσι, και Αγίων χορείαις, παριστάμενη τω Παμβασιλεί' όν εκδυσώπει, ευρείν ημάς έλεος.


Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ο Χρυσοβέργης
Ο Νικόλαος ο Β', ο Χρυσοβέργης (και όχι Γραμματικός, όπως τον αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος), διαδέχτηκε στον Πατριαρχικό θρόνο τον παραιτηθέντα Πατριάρχη Αντώνιο τον Γ' (984-995).

Κόσμησε με την ευαγγελική του ζωή τον οικουμενικό θρόνο με οσιακά έργα και απεβίωσε ειρηνικά.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Τρίτη 16/12

 

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Τρίτη 16/12

Πολύ καλές καιρικές συνθήκες με τοπικές νεφώσεις στα ανατολικά και στην Κρήτη. Βόρειοι άνεμοι με εντάσεις έως 6 μποφόρ στο Αιγαίο. Περιορισμένη ορατότητα και ομίχλες τις πρωινές και βραδινές ώρες. Παγετός στα κεντρικά και βόρεια ηπειρωτικά.

Πιο αναλυτικά, την Τρίτη 16 Δεκεμβρίου σε ολόκληρη τη χώρα θα επικρατήσουν καλές καιρικές συνθήκες, ενώ τοπικές νεφώσεις θα αναπτυχθούν στα ανατολικά ηπειρωτικά, στη Χαλκιδική και στην Κρήτη. Τις πρωινές και τις βραδινές ώρες η ορατότητα στη δυτική, κεντρική και βόρεια θα είναι περιορισμένη και θα σχηματιστούν ομίχλες. Παγετός θα εκδηλωθεί τα ξημερώματα στα κεντρικά και κυρίως στα βόρεια ηπειρωτικά.

Η θερμοκρασία θα κυμανθεί στη Δυτική Μακεδονία από -9 έως 9-10 βαθμούς, στην υπόλοιπη Μακεδονία και στη Θράκη από -3 έως 12-14, στη Θεσσαλία από -2 έως 13-15 βαθμούς, στην Ήπειρο από -1 έως 14, στα υπόλοιπα ηπειρωτικά από 2 έως 14-16 βαθμούς, στα Επτάνησα από 7 έως 15-16, και στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη από 6 έως 15-17 βαθμούς Κελσίου.

Στο Αιγαίο θα πνέουν βόρειοι άνεμοι με εντάσεις 4-5 και τοπικά 6 μποφόρ. Στο Ιόνιο θα πνέουν άνεμοι ανατολικών έως νοτιοανατολικών διευθύνσεων με εντάσεις που δε θα ξεπερνούν τα 4 μποφόρ.

Στο νομό Αττικής και στην πόλη της Αθήνας περιμένουμε λίγες. Οι άνεμοι θα πνέουν βόρειοι βορειοανατολικοί με εντάσεις 3-4 μποφόρ και στα ανατολικά του νομού τοπικά 5 μποφόρ. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 7 έως 15-16 βαθμούς.

Στη Θεσσαλονίκη περιμένουμε ηλιοφάνεια. Τη νύχτα και νωρίς το πρωί η ορατότητα θα είναι περιορισμένη. Οι άνεμοι θα πνέουν από διάφορες διευθύνσεις με εντάσεις έως 3 μποφόρ. Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 4 έως 13 βαθμούς.

Ενημέρωση δελτίου: 15/12,14:49

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ – "Η μάνα".


 Μικρά διηγήματα από τις «Παλιές Αγάπες».

Πλάγιασα εκείνη τη νύχτα – φοβερή νύχτα του Δεκέβρη – μέσα σ’ ένα ανεμόμυλο του Τρουμπέ. Πλάγιασα, μα δεν κοιμήθηκα. Ο δρόλαπας έξω σάρωνε απ’ άκρη σ’ άκρη τον Κάμπο κι έκανε τους δρόμους αδιάβατους. Χίλιες φωνές και μύριοι χτύποι άλλαζαν στο λεφτό. Μόλις ξεθύμαινε το αστραπόβροντο, άρχιζε ο βόγκος του ανέμου κι έπειτα των κεραμιδιών ο θρή­νος και των δέντρων ο δαρμός. Και στο αναμεταξύ πηδούσε άξαφνα αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβά­γιας, και κείνη πλάκωνε ανάρια ανάρια η κλαγγή της καμπάνας. Κατά τη χαραυγή όμως ησύχασαν τα πάντα και όταν σηκώθηκα, ήβρα το μυλωνά στον προσηλιακό, κοντά στη σταχτερή γάτα του, να μπαλώνει ένα τρυπημένο σακί.
– Καλή νυχτιά κι απόψε ε; του είπα μόλις τον καλημέρισα.
– Θαρρείς πως μια γυναίκα θα ’κανε λιγότερο, αν της άρπαζαν το παιδί; με ρώτησε κείνος, κοιτάζον­τας περίεργα.
Τον κοίταξα και γω περίεργα, χωρίς να καταλαβαίνω τι έχει να κάμει μια νύχτ’ αγριεμένη με μια γυναίκα που της αρπάζουν το παιδί. Μα ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, βρέθηκε πρόθυμος να μου αποδείξει πως έχει και παράχει και μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:
– Κοίτα δεξιά τους βράχους του Σανταμερού· κοίτα και ζερβά το κάστρο του Χλιμούτσι. Και τα δυο κάστρα τα έχουν χρόνους τώρα και καιρούς δυο νεράι­δες αδερφάδες. Μα κι οι δυο τους είχαν μια χαρά και μια λύπη. Εκείνη που πήρε το Χλιμούτσι χαιρότανε γιατ’ ήταν όμορφη και λυπόταν γιατί δεν είχε παιδιά.
Η άλλη που πήρε το Σανταμέρι λυπόταν γιατ’ ήταν άσκημη και χαιρόταν γιατ’ είχε παιδιά. Τα παιδιά, βλέπεις, είναι η μοναχή ευτυχία στα σπίτι. Όταν τα έβλεπε, το ένα να κυλιέται στο πάτωμα, τ’ άλλο να πηδά και να γελάει χωρίς αίτια, το άλλο να θέλει με το καλάμι να φτάσει το Θεό, λησμονούσε την ασκημιά της και όλα. Αν τηραζότανε καμιά φορά στον καθρέ­φτη κι έβλεπε το σύζαρο πρόσωπό της, τραβιότανε πίσω κι έλεγε χαμογελώντας:
– Τα νιάτα μου τα ’δωκα στα παιδιά μου.
Κι αλήθεια είχε πέντε σερνικά όμορφα σαν αχτίνες. Είχε κι ένα κοριτσάκι ίδια η Πεντάμορφη!
Μα η άλλη νεράιδα, που είχε το Χλιμούτσι, τι να ειπεί και πώς να παρηγορηθεί! Τι κι αν ήταν γαλανομάτα κι όμορφη; Τι κι αν έδινε το βιος της για να την κάμει ταίρι ο Αράπης της Αυλακιάς; Τι κι αν τα Ξωτικά του Λίντζη χαλούσανε τον κόσμο με τα ταμπουρλονιάκαρα, την ομορφιά της τραγουδών­τας. Όταν θυμόταν – και τα θυμόταν κάθε λίγο και λιγάκι, η δόλια! – πως ήταν μοναχή, καταμόναχη, στο κάστρο της· πως οι αυλές κι οι πόρτες και τα δώματα έμεναν έρημα, βουβά, ανατριχίλα την έπιανε κι έπεφτε του θανατά. Κι όλο έκλαιε, έκλαιε. Γιατί τάχα και κείνη να μην έχει ένα παιδί; Γιατί Θε μου, γιατί διάτανε! να μην έχει ένα παιδάκι, μικρό, παχουλό, ροδοκόκκινο παιδάκι, να κλώθει τα σγουρά του μαλλιά με τα δάχτυλά της, να δένει στο λαιμό της τα μικρά χεράκια του, να γελάει με το αθώο του γέλιο, να παίζ’ η γλωσσίτσα του λέγοντας αδιάκοπα:
– Μάνα, μανούλα μου γλυκιά!…
Μια μέρα που πήγε στην αδερφή της και γνώρισε την ευτυχία που χαρίζουν τα παιδιά, κόντεψε να τρελαθεί από τη θλίψη της.
– Να σου ειπώ, καημένη, δε μου δίνεις και μένα ένα παιδάκι; της είπε με τα δάκρυα στα μάτια.
– Τι το θες:
– Να το ’χω συντροφιά. Γένουμε τόσο κακά μοναχή μου! Αρρωσταίνω.
– Ου καημένη! Δε δοξάζεις το Θεό, που σε φύλαξε από δαύτα!
Η άσκημη έκανε τάχα πως είναι βαργομισμένη από τα παιδιά.
– Πάρε όποιο θες· είπε τέλος στην αδερφή της. Έτσι κι έγινε. Όταν έφυγε το βράδυ, πήρε μαζί της και το καμάρι του Σανταμεριού, την όμορφη κόρη της άσκημης νεράιδας.
Πέρασαν μήνες και καιροί, μα ούτε την αδερφή ούτε την κόρη της είδε πια η άσκημη. Χάνει μια ημέρα την υπομονή, κινάει και πηγαίνει στο Χλιμού­τσι. Μα βρίσκει το κάστρο έρημο και βουβό, τις πόρτες μανταλωμένες, χορταριασμένα τα δώματα. Χτυπάει τις πόρτες, δέρνει τους τοίχους, φωνάζει, κλαίει, μα τίποτα. Η νεράιδα η όμορφη με την όμορφη κόρη παίζει μέσα και γελάει και κάνει πως δεν ακούει τη μάνα, τη θλιβερή μάνα, που χτυπιέτ’ έξω και δέρνεται για την κόρη της, για την ίδια της την ομορφιά!…
Ο γερο-Ξηνταράς έκοψε εδώ το λόγο του, έκλεισε άλλη μια τρύπα του σακιού του και με κοίταξε κατάματα. Βέβαια ο μυλωνάς κάπου ήθελε να καταντήσει· μα περίμενε πρώτα να τον παρακινήσω. Έτσι και τα βόδια γνωρίζουν τα τέλος του δρόμου τους, μα στέκονται κάθε τόσο προσμένοντας το κεντρί του ζευγολάτη.
-Έτσι; τον ρώτησα.
– Ναι, είπε· και ξακολούθησε αμέσως. Από τότε η άσκημη δεν έχασε την ελπίδα να πάρει πίσω την κόρη της.. Κάθε τόσο κινάει και πηγαίνει στο κάστρο. Μα πριν κινήσει στολίζεται με τα καλύτερα ρούχα της· βάνει τα λαμπρότερα διαμαντικά και παίρνει μαζί όλες τις δούλες και τις βάγιες της με βιολιά και λαγούτα. Και σαν κινήσει, όλα περίγυρα ψυχωμένα κι άψυχα αναγαλλιάζουν. Ο ουρανός λάμπει ασυγνέφιαστος· η θάλασσα στέκει ακυμάτιστη· ο πλατύς κάμ­πος ανθίζει και μοσχοβολεί, όλα τα ζωντανά γλυκοζευγαρώνουν, πυρώνουν τα δεντρικά και στα χωριά ζεχειλίζ’ η χαρά, λες κι είναι Λαμπρή. Κι από το ένα βουνό ως το άλλο, φυσά στο διάβα της εν’ αεράκι, γεμάτο από μύριες αηδονόστομες λαλιές.
Μα όταν φτάσει στο κάστρο και το ιδεί σιδερομανταλωμένο κι άφωνο, παίρνει ολόγυρα τους πύργους κι αρχίζει με φωνή θλιμμένη και παρακαλεστική να ζητεί την κόρη, από την αδερφή της. Την ζητεί και της τάζει το Σανταμέρι με τους μεγεμένους κήπους και τ’ αεροκάμωτα παλάτια· με τις βρύσες τις δια­μαντένιες και τις μαργαριταρένιες σκάλες και τις ολό­χρυσες αυλές και τις ψηφιδωτές πόρτες και τους τοίχους τους σκαλιστούς. Και τέλος της τάζει να είναι κείνη κυρά κι αφέντρα ν’ αφεντεύει και τούτη να γίνει δούλα της να τη δουλεύει και πλύστρα της να την πλένει· να τρώει τ’ αποφάγια της, να πίνει τ’ απονιψίδια της, φτάνει να έχει μαζί την κόρη της τη χαϊδεμένη.
Τέτοια κι άλλα της τάζει. Μα κείνη κάνει πως δεν ακούει της αδερφής τα λόγια. Τότε απελπισμένη από την αδερφή γυρίζει γλυκομίλητη στην κόρη της και ­της τάζει. Της τάζει άντρα τής κάτω γης το γιο, διαμάντι το ρουμπίνι, που είναι τρανός και δυνατός σαν δράκος κι είν’ η γενιά του μεγάλη και πλατιά κι η μάνα του βαθύπλουτη και φοβερή.
Όμως από μέσα δεν απαντούν παρά τραγούδια κι όργανα, γέλια και χαρές, που μεγαλώνουν την οργή της. Και τότε αρχίζει να καταριέται τη σκύλα και παράνομη αδερφή. Τσαλαπατεί τα ρούχα και τα δια­μαντικά της, σκίζει με τα νύχια τα μάγουλα, ξεπλέκει τα μαλλιά της, σκούζει και ρυάζεται σαν ρύσος. Στηθοχτυπά τους τοίχους, γροθοκοπεί τις πόρτες, αδράζει με τα δόντια της τ’ αγκωνάρια, δέρνει και κλωτσά τ’ άψυχο χτίριο ώσπου πέφτει ξερνώντας αίμα και αφρούς. Οι δούλες τότε τη σηκώνουν να τη φέρουν στο Σανταμέρι. Μα στο γυρισμό της δεν είναι η χαρού­μενη μάνα, που πάει να πάρει το παιδί της. Είναι οργισμένη νεράιδα, δρόλαπας αρματωμένος με νερά και χαλάζι και σιφούνους. Η θάλασσα δέρνεται και βογκά σαν να νιώθει της μάνας τον καημό. Ο ουρανός σκοτεινιάζει θολώνουν τα τρεχούμενα νερά. Τα δεντρικά στρώνονται κοψομεσασμένα στο χώμα. Οι φοράδες απορρίχνουν και κακό θανατικό πλακώνει τα χωριά. Και απ’ άκρη σ’ άκρη του κάμπου φυσά ο δρόλαπας αγριεμένος, χιλιόχρονα ρουπάκια ξεριζώνει, χτίρια γκρεμίζει, ξυλοκεράμιδα συνεπαίρνει, βίσαλα και λιθάρια σαρώνει κι ακούεται στον άλλον κόσμο το κλάμα της.
Μωρέ! δεν είδα να μην έφαγε και τις φτερωτές του μύλου!…
Και ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, πήδησε από το κάθισμά του και πήγε να ιδεί μην έφαγε ο δρόλαπας τις φτερωτές του μύλου του.
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Σαν σήμερα...15 Δεκεμβρίου.


 1654: Μετεωρολογικός σταθμός εγκαθίσταται στην Τοσκάνη της Ιταλίας και αρχίζει να καταγράφει καθημερινά τις μετεωρολογικές ενδείξεις.

1792: Το πρώτο συμβόλαιο ασφάλειας ζωής, ανταποδοτικού χαρακτήρα, υπογράφεται στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ.
1806: Ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα της Επτανήσου Πολιτείας, με το οποίο παραγκωνίζεται ο ρόλος της Υψηλής Πύλης. Αυτό το Σύνταγμα δε θα ισχύσει ποτέ.
1821: Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το Άγιο Όρος, όπου θα παραμείνουν για τα επόμενα εννιά χρόνια.
1828: Ο Ιωάννης Καποδίστριας συνιστά με θέσπισμα τα πρώτα δικαστήρια στην Ελλάδα.
1939: Η ταινία «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» κάνει πρεμιέρα στην Ατλάντα των ΗΠΑ.
1955: Ο πρώτος νεκρός του κυπριακού αγώνα. Ο Χαράλαμπος Μούσκος, αντάρτης της ΕΟΚΑ, φονεύεται κατά τη διάρκεια της μάχης στους Αρχαίους Σόλους. Ήταν ξάδελφος του Αρχιεπισκόπου Μακάριου.
1961: Ο «αρχιτέκτονας» του Ολοκαυτώματος Αδόλφος Άιχμαν, καταδικάζεται σε απαγχονισμό από το δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου στο Τελ Αβίβ.
1970: Πρώτη επιτυχής προσεδάφιση μιας τεχνητής κατασκευής σε έναν άλλο πλανήτη: Το Βενέρα 7 προσεδαφίζεται στην Αφροδίτη.
1971: Ο Παναθηναϊκός, εκπροσωπώντας την Ευρώπη στον τελικό του διηπειρωτικού κυπέλλου, δίνει τον πρώτο αγώνα του στο Στάδιο Καραϊσκάκη με τη Νασιονάλ του Μοντεβιδέο. Ο αγώνας λήγει ισόπαλος 1-1 με γκολ των Φυλακούρη και Αρτίμε.
1978: Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.
1991: Τους 471 φτάνουν οι νεκροί από το ναυάγιο του αιγυπτιακού οχηματαγωγού πλοίου "Σαλέμ Εξπρές", στην Ερυθρά Θάλασσα.
2001: Στην Ιταλία, ο κεκλιμένος πύργος της Πίζας ανοίγει και πάλι για το κοινό, έπειτα από μία δεκαετία και αφού δαπανήθηκαν 27 εκατομμύρια δολάρια για τη συντήρησή του.
2004: Δύο Αλβανοί καταλαμβάνουν λεωφορείο του ΚΤΕΛ Αττικής στη Λεωφόρο Μαραθώνος, στο Γέρακα, με 26 επιβάτες και ζητούν 1 εκατομμύριο ευρώ ως λίτρα για την απελευθέρωσή τους. Η ομηρία θα λήξει αναίμακτα με την παράδοση των δραστών.
2007: Παραιτείται για λόγους ευθιξίας ο Υπουργός Απασχόλησης, Βασίλης Μαγγίνας, λόγω των αποκαλύψεων για απασχόληση ανασφάλιστων αλλοδαπών και πολεοδομικές παραβάσεις στη βίλα του στο Κορωπί. Στη θέση του τοποθετείται η Φάνη Πάλλη - Πετραλιά.
2008: Παραδίδεται στον πρόεδρο της Βουλής, Δημήτρη Σιούφα, το πόρισμα των πέντε μεγάλων κομμάτων για την υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου. Παρουσιάζονται πέντε διαφορετικές εκδοχές.
2008: «Κανόνι» 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τον αμερικανό χρηματιστή Μπέρναρντ Μέιντοφ, στη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή απάτη όλων των εποχών.

Γεννήσεις

1832 - Γουστάβος Άιφελ, Γάλλος μηχανικός και αρχιτέκτονας (Πύργος του Άιφελ)
1852 - Ανρί Μπεκερέλ, Γάλλος φυσικός, βραβείο Νόμπελ 1903
1858 - Λουδοβίκος Λάζαρος Ζαμένχοφ, Ρωσοεβραίος οφθαλμολόγος, φιλόλογος, δημιουργός της γλώσσας Εσπεράντο
1907 - Όσκαρ Νίεμαϊερ, Βραζιλιάνος αρχιτέκτονας
1926 - Νίκος Κούνδουρος, σκηνοθέτης του κινηματογράφου. («Ο δράκος», «Μικρές Αφροδίτες»)
1928 - Φριντενσράιχ Χουντερτβάσερ, Αυστριακός ζωγράφος και αρχιτέκτονας

Θάνατοι

1025 - Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, Βυζαντινός Αυτοκράτορας
1675 - Γιοχάνες Βερμέερ, Ολλανδός ζωγράφος
1855 - Ζακ Σαρλ Φρανσουά Στυρμ, Γάλλος μαθηματικός
1890 - Καθιστός Ταύρος, ηγέτης των Ινδιάνων Σιου
1958 - Βόλφγκανγκ Πάουλι, Αυστριακός φυσικός, βραβείο Νόμπελ 1945
1966 - Ουώλτ Ντίσνεϋ, Αμερικανός δημιουργός κινούμενων σχεδίων
1980 - Κομνηνός Πυρομάγλου, Έλληνας πολιτικός

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Εορτή του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου.

 

Τη μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου τιμά σήμερα, 15 Δεκεμβρίου, η Εκκλησία μας.
Ο Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε στην Ελλάδα και έζησε τον 2o αιώνα μ. Χ., επί αυτοκρατορίας Κόμμοδου και Σεπτίνου Σεβήρου. Ορφανός από πατέρα, ανατράφηκε σύμφωνα με τα διδάγματα του Ευαγγελίου από την ευσεβέστατη και φιλάνθρωπη μητέρα του, ονόματι Ανθία.
Μεγάλη επιθυμία της Ανθίας ήταν να επισκεφτεί τη Ρώμη, που τα χώματά της είχαν βαφτεί με το αίμα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κάποτε, λοιπόν, αποφάσισε και πήγε. Μαζί πήρε και το νεαρό γιό της Άγιο Ελευθέριο.
Ο επίσκοπος Ρώμης, όταν είδε τον Άγιο Ελευθέριο εκτιμώντας την πολλή νοημοσύνη του, τη θερμή πίστη και το αγνό ήθος του, τον έλαβε υπό την προστασία του.

Μετά από λίγα χρόνια τον χειροτόνησε διάκονο και έπειτα ιερέα. Από τη θέση αυτή ο Άγιος αγωνίστηκε με ζήλο για τη διδαχή του ποιμνίου του, και σε έργα φιλανθρωπίας.
Γι’ αυτό και το έτος 182 μ. Χ., με κοινή ψήφο κλήρου και λαού, ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Η φήμη της αρετής του έφτασε μέχρι τη Βρετανία.
Έτσι, ο βασιλιάς της Βρετανίας, Λούκιος, έγραψε επιστολή στον Άγιο Ελευθέριο και του δήλωνε ότι αυτός και ο λαός του επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανοί. Ο Άγιος, αμέσως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο εκπαιδευμένους στην πίστη άνδρες, που κατήχησαν και βάπτισαν χριστιανούς τον Λούκιο με το λαό του.
Όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος εξήγειρε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Άγιος Ελευθέριος τον έλεγξε θαρραλέα. Τότε διατάχθηκε ο μαρτυρικός θάνατός του, μαζί με τη μητέρα του Ανθία.
Έτσι ο Άγιος Ελευθέριος πέρασε «εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Προς Ρωμαίους, η' 21). Δηλαδή στην ελευθερία της ένδοξης κατάστασης των παιδιών του Θεού.
Η Σύναξή του τελείται στο μαρτύριο αυτού, πλησίον του Ξηρολόφου.
Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιερέων ποδήρει κατακοσμούμενος, και αιμάτων τοις ρείθροις επισταζόμενος, τω Δεσπότη σου Χριστώ μάκαρ ανέδραμες, Ελευθέριε σοφέ, καθαιρέτα του Σατάν. Διό μη παύση πρεσβεύων, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.
Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Εορτάζοντες την 15ην του μηνός Δεκεμβρίου

 Εορτάζοντες την  15ην του μηνός Δεκεμβρίου


 

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Ιερομάρτυρας

  • Η ΑΓΙΑ ΑΝΘΙΑ

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΡΕΜΩΝ ο έπαρχος

  • ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΥΟ ΔΗΜΙΟΙ

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ο Κουβικουλάριος

  • Η ΑΓΙΑ ΣΩΣΑΝΝΑ η Οσιομάρτυς

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΚΧΟΣ ο Νέος

  • Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ο ΝΕΟΣ που ασκήτευε στο Λάτριο όρος

  • ΜΝΗΜΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

  • Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Αρχιεπίσκοπος Σουρόζας (Ρώσος).

 

Αναλυτικά

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Ιερομάρτυρας
Ό Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε στην Ελλάδα και έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ.

Τότε αυτοκράτορας ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίμιος Σεβήρος.

Ορφανός από πατέρα, ανατράφηκε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου από την ευσεβέστατη και φιλάνθρωπη μητέρα του, Άνθια.

Διακαής πόθος της Ανθίας, ήταν να επισκεφθεί τη Ρώμη, που τα χώματά της είχαν βαφεί με το αίμα των Αποστόλων, Πέτρου και Παύλου.

Κάποτε λοιπόν, αποφάσισε και πήγε.

Μαζί πήρε και το νεαρό γιο της Ελευθέριο.

Ο επίσκοπος Ρώμης, όταν είδε τον Ελευθέριο, εκτιμώντας την πολλή νοημοσύνη του, τη θερμή πίστη και το αγνό ήθος του, τον έλαβε υπό την προστασίαν του. Μετά από λίγα χρόνια τον χειροτόνησε διάκονο και έπειτα Ιερέα.

Από τη θέση αυτή ο Ελευθέριος αγωνίστηκε με ζήλο για τη διδαχή του ποιμνίου και σε έργα φιλανθρωπίας.

Γι' αυτό και το έτος 182 μ.Χ., με κοινή ψήφο κλήρου και λαού, ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης.

Η φήμη της αρετής του έφθασε μέχρι τη Βρετανία.

Έτσι, ο βασιλιάς αυτής Λούκιος, έγραψε επιστολή στον Ελευθέριο και του δήλωνε ότι αυτός και ο λαός του επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανοί.

Ο Ελευθέριος αμέσως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο εκπαιδευμένους στην πίστη άνδρες, που κατήχησαν και βάπτισαν χριστιανούς το Λούκιο με το λαό του.

Όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος εξήγειρε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Ελευθέριος τον ήλεγξε θαρραλέα.

Τότε διατάχθηκε ο μαρτυρικός θάνατός του, μαζί με τη μητέρα του Άνθια.

Έτσι ο Ελευθέριος πέρασε "εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεοϋ". προς Ρωμαίους, η' 21..

Δηλαδή στην ελευθερία της ένδοξης κατάστασης των παιδιών του θεού.
 


Απολυτίκιο. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον λόγον.

Ιερέων ποδήρει κατακοσμούμενος και αιμάτων τοις ρείθροις επισταζόμενος, τω Δεσπότη σου Χριστώ μάκαρ ανέδραμες, Ελευθέριε σοφέ, καθαιρέτα του Σατάν.  Διό μη παύση πρεσβεύων, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

 

Η ΑΓΙΑ ΑΝΘΙΑ
Πρόκειται για την μητέρα του Αγίου Ελευθερίου, που όταν αγκάλιασε το νεκρό σώμα του γιου της, οι δήμιοι αποκεφάλισαν και αυτή.


Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΡΕΜΩΝ ο έπαρχος
Αυτός ήταν έπαρχος Ρώμης στα χρόνια του βασιλιά Αδριανού (117-138).

Ήταν παρών στο μαρτυρικό θάνατο του Αγίου Ελευθερίου και από τα θαύματα του Αγίου πίστεψε στον Χριστό, τον ομολόγησε και στη συνέχεια τον αποκεφάλισαν.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΥΟ ΔΗΜΙΟΙ
Μαρτύρησαν και αυτοί στη Ρώμη επί Αδριανού (117-138).

Πίστεψαν στο Χριστό από τα θαύματα του Άγιου Ελευθερίου και αποκεφαλίστηκαν.


Ο ΑΓΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ό Κουβικουλάριος
Επίσημος Κωνσταντινουπολίτης, συγκλητικός στο αξίωμα, που ανατράφηκε και μορφώθηκε μέσα στα ανάκτορα.

Μερικοί από τους Συναξαριστές αναφέρουν, ότι το αποκορύφωμα της δόξας του Ελευθερίου ήταν στην εποχή του Μαξιμιανού (286-305), με τον οποίο είχε φιλία, αλλά αυτό δεν φαίνεται πιθανό.

Ο Ελευθέριος θέλησε να γίνει χριστιανός και προφασιζόμενος λόγους υγείας, απομακρύνθηκε των αυλικών θορύβων και εγκαταστάθηκε σ' ένα χωριό κοντά στο Σαγγάριο ποταμό, όπου έκτισε υπόγειο ευκτήριο οίκο.

Εκεί βαπτίσθηκε και κοινωνούσε των αχράντων μυστηρίων.

Όταν ο βασιλιάς έμαθε γι' αυτόν, πήγε στον τόπο αυτό, τον ανακάλυψε και προσπάθησε με πολλούς τρόπους να τον επαναφέρει στην ειδωλολατρία.

Πράγμα που δεν το κατάφερε και έτσι τον αποκεφάλισε.


Η ΑΓΙΑ ΣΩΣΑΝΝΑ η Οσιομάρτυς
Γυναίκα με μεγάλη και αγία αποφασιστικότητα η Σωσάννα, έζησε στα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα.

Γεννήθηκε στην Παλαιστίνη από πατέρα ειδωλολάτρη Ιερέα τον Αρτέμιο και μητέρα Ιουδαία τη Μάρθα.

Η ίδια όμως, από ευσεβείς γυναίκες γνώρισε τη χριστιανική πίστη και κρυφά βαπτίστηκε από τον επίσκοπο Σιλουανό.

Μετά το θάνατο των γονέων της, η επικοινωνία της με τους χριστιανούς έγινε φανερή.

Αυτό εξόργισε τόσο πολύ τους ειδωλολάτρες και τους Εβραίους, ώστε έφτασαν μέχρι του σημείου να ενωθούν με σχέδιο να τη σκοτώσουν.

Ο επίσκοπος το πληροφορήθηκε και επειδή η μανία τους μπορούσε να επεκταθεί και κατά των άλλων χριστιανών, σκεφτόταν τι μπορούσε να κάνει για να αποτρέψει τον κίνδυνο.

Τη λύση όμως, έδωσε η ίδια η Σωσάννα.

Διαμοίρασε όλη της την περιουσία στους φτωχούς, ντύθηκε ανδρικά και εγκατάλειψε τα Ιεροσόλυμα. Στο δρόμο προς την έρημο συνάντησε αναχωρητήριο ευσεβών ανδρών, στο οποίο και ζήτησε καταφυγή.

Λέγεται μάλιστα, ότι εκεί μετονομάστηκε σε Ιωάννης και ασκήτεψε είκοσι ολόκληρα χρόνια.

Αργότερα πήγε στην Ελευθερούπολη, αφού έβαλε πάλι τη γυναικεία της στολή.

Όταν έγινε ο διωγμός κατά της Εκκλησίας υπό του Διοκλητιανού, η Σωσάννα εξακολούθησε φανερά να λατρεύει και να ομολογεί τον Χριστό.

Συνελήφθη γι' αυτό και καταδικάστηκε μαζί με άλλους σε θάνατο.

Και εκείνους μεν αποκεφάλισαν, αυτή δε ρίχτηκε στη φωτιά, μέσα στην οποία και παρέδωσε την αγία ψυχή της.

(Η μνήμη της, από ορισμένους Συναξαριστές, τοποθετείται και την 19η Σεπτεμβρίου).


Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΚΧΟΣ ο Νέος
Καταγόταν από την Παλαιστίνη και υπήρξε στα χρόνια των Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ειρήνης (780-797).

Ήταν γιος γονέων χριστιανών, αλλά ο πατέρας του αρνήθηκε τη χριστιανική πίστη και έγινε μωαμεθανός.

Ένας από τους γιους του όμως ο Δαχάκ, θέλησε να επανέλθει στον χριστιανισμό, παρακινώντας και την ευσεβή μητέρα του κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα.

Από εκεί στη Λαύρα του Αγίου Σάββα, όπου βαπτίσθηκε και έγινε μοναχός με το όνομα Βάκχος.

Αλλ' ο ηγούμενος της Μονής, φοβούμενος τυχών εκδίκηση των Τούρκων, έδιωξε τον Βάκχο από τη Μονή.

Στα Ιεροσόλυμα ο Άγιος βρήκε τη μητέρα και τα αδέλφια του, που επανέφερε στη Χριστιανική πίστη, εκτός από έναν, ο οποίος και τον κατάγγειλε στους Τούρκους.

Οι Τούρκοι αμέσως συνέλαβαν τον Βάκχο και τον οδήγησαν στον κριτή.

Ο Άγιος, μπροστά σ' όλους τους παρευρισκόμενους μωαμεθανούς, ομολόγησε τη χριστιανική του πίστη και έτσι αποκεφαλίστηκε.


Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ο ΝΕΟΣ που ασκήτευε στο Λάτριο όρος
Καταγόταν από την πόλη Ελαία, που βρίσκεται κοντά στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας.

Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς, τον Αντίοχο και την Ευδοκία, οι οποίοι νωρίς πέθαναν και άφησαν τον Παύλο ορφανό και απροστάτευτο.

Έτσι ο Παύλος αναγκάστηκε να βόσκει χοίρους για να ζήσει.

Ο μεγαλύτερος αδελφός του Βασίλειος, που ασκήτευε στο όρος Λάτρος (Δυτική Μ. Ασία, κοντά στην αρχαία Μίλητο), έμαθε την κατάσταση του Παύλου και έστειλε κάποιο μοναχό να τον βρει και να τον φέρει στη Μονή.

Στην αρχή οι χωρικοί αρνήθηκαν να δώσουν τον ορφανό, αλλά ο αδελφός του τον εμπιστεύθηκε στον ασκητή Πέτρο σαν μαθητευόμενο.

Κοντά στον Πέτρο, ο Παύλος διδάχτηκε τη μοναχική ζωή και τόσο πολύ διακρίθηκε σ' αυτή, ώστε μετά τον θάνατο του Πέτρου οι μοναχοί τον κάλεσαν στην ηγουμενία της Μονής.

Αυτός όμως δεν δέχτηκε και έφυγε πιο μέσα στο βουνό και ζούσε με αυστηρή νηστεία και προσευχή.

Έπειτα κατέβηκε στα κάτω μέρη του βουνού και έκτισε ωραίο ναό στο όνομα της Αγίας Τριάδας, όπου και παρέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του, αφού έκανε και πολλά θαύματα.

Μερικοί Συναξαριστές αναφέρουν ότι πέθανε σε βαθιά γεράματα το 896.


ΜΝΗΜΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Αύτη τη μέρα με κοινή γνώμη κλήρου, βασιλέων και λαού ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (15 Δεκεμβρίου 397 μ.Χ.).


Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Αρχιεπίσκοπος Σουρόζας (Ρώσος).
 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Δευτέρα 15/12

 


ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ για Δευτέρα 15/12

Τη Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025 αναμένεται γενικά αίθριος καιρός. Κανονικές για την εποχή θερμοκρασίες. Άνεμοι έως 6 μποφόρ στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο.

Πιο αναλυτικά, αναμένονται νεφώσεις κατά διαστήματα στη Χαλκιδική, στην Ανατολική Θεσσαλία, Στερεά και Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στην Κρήτη και στο Αιγαίο. Σποραδικές και πρόσκαιρες βροχές θα εκδηλωθούν, κυρίως στην Ανατολική Στερεά, στις Σποράδες, στην Εύβοια και στην Κρήτη. Στην υπόλοιπη χώρα θα υπάρχει ηλιοφάνεια με σποραδικές μόνο και πρόσκαιρες νεφώσεις. Στα ηπειρωτικά η ορατότητα έως το πρωί αλλά και προς το τέλος του εικοσιτετραώρου θα είναι τοπικά περιορισμένη.

Η θερμοκρασία στη Δυτική Μακεδονία θα κυμανθεί από -5 έως 9 βαθμούς Κελσίου, στην υπόλοιπη Μακεδονία και στη Θράκη από -2 έως 11, στη Θεσσαλία από 1 έως 14, στην Ήπειρο από 0 έως 14, στην Στερεά από 1 έως 10, στην Πελοπόννησο από 4 έως 16, στα νησιά του Ιονίου από 7 έως 16, στα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου από 6 έως 12, στις Κυκλάδες από 9 έως 14, στα Δωδεκάνησα από 12 έως 17 και στην Κρήτη από 8 έως 17 βαθμούς Κελσίου.

Οι άνεμοι στο Αιγαίο θα πνέουν από βόρειες διευθύνσεις 3 έως 5 μποφόρ. Ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα, αλλά και στα νότια της Κρήτης, οι άνεμοι θα πνέουν από βόρειες διευθύνσεις 4 έως 6 μποφόρ. Στο Ιόνιο οι άνεμοι θα πνέουν από ανατολικές διευθύνσεις έως 3 μποφόρ.

Στην Αττική αναμένονται νεφώσεις κατά διαστήματα, ενώ πιθανότητα σποραδικών και πρόσκαιρων βροχών υπάρχει κυρίως για τα βόρεια του νομού. Οι άνεμοι θα πνέουν από βόρειες διευθύνσεις 2 έως 4 μποφόρ. Η θερμοκρασία στο κέντρο των Αθηνών θα κυμανθεί από 9 έως 15 βαθμούς Κελσίου.

Στον νομό Θεσσαλονίκης αναμένεται ηλιοφάνεια με λίγες πρόσκαιρες νεφώσεις. Οι άνεμοι θα πνέουν από μεταβαλλόμενες διευθύνσεις έως 3 μποφόρ. Η ορατότητα έως το πρωί αλλά και προς το τέλος του εικοσιτετραώρου θα είναι τοπικά περιορισμένη. Η θερμοκρασία στο κέντρο της Θεσσαλονίκης θα κυμανθεί από 5 έως 11 βαθμούς Κελσίου.

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Κυριακή ΙΑ’ Λουκά – Το ουράνιο πανηγύρι.

 

Ουράνιο κάλεσμα

Ένα Σάββατο ο Κύριος προσκλήθηκε και κάθισε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου για φαγητό. Κι ένας απ’ αυτούς που ήταν στο τραπέζι, του είπε: Μακάριος είναι εκείνος που θα φάει γεύμα στη Βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος τότε πήρε αφορμή για να μιλήσει για την αιώνια ευφροσύνη της Βασιλείας του Θεού με την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου. Κάποιος άνθρωπος, είπε, έκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο και κάλεσε πολλούς. Κι έστειλε το δούλο του για να πει στους προσκεκλημένους: Ελάτε, όλα πλέον είναι έτοιμα για το μεγάλο δείπνο.

Μας προκαλεί εντύπωση ότι, ενώ ο Κύριος ρωτήθηκε για γεύμα, μιλάει για δείπνο. Γιατί λοιπόν ονομάζει την ουράνια Βασιλεία του δείπνο και μάλιστα μέγα δείπνο; Ο Κύριος προτιμά να αναφερθεί σε δείπνο, διότι ένα δείπνο έχει μεγαλύτερη διάρκεια από ένα μεσημεριανό τραπέζι και έχει μεγαλύτερη ευφροσύνη. Θέλει έτσι να δείξει ότι το πανηγύρι της Βασιλείας του θα είναι ατελεύτητο και λαμπρό. Μη φαντασθούμε βέβαια με τη λέξη «δείπνο» κάποιο υλικό βραδινό συμπόσιο που κάποτε τελειώνει ή δημιουργεί κορεσμό, αλλά δείπνο πνευματικό, όπου θα απολαμβάνουμε τα πλούσια πνευματικά αγαθά που ετοίμασε ο Θεός για μας. Και ποια είναι τα αγαθά του ουρανίου δείπνου; Ούτε μπορούμε να φαντασθούμε. Πώς να καταλάβουμε τι σημαίνει ότι αιωνίως θα συναναπαυόμαστε με τους δικαίους και όλες τις αγγελικές θείες δυνάμεις και θα γευόμαστε τις άπειρες πνευματικές δωρεές του Θεού; Πώς να κατανοήσουμε τι σημαίνει αιώνια αναψυχή και ευφροσύνη, τι σημαίνει πνευματικός χορτασμός των πτωχών ψυχών μας στην επουράνια Βασιλεία του;

Ο Θεός λοιπόν ετοίμασε για μας άπειρα και απερίγραπτα αγαθά, που δεν μπορούμε να σκεφθούμε και να συλλάβουμε. Και απευθύνεται στον καθένα μας και μας καλεί στη Βασιλεία του για να μας καταστήσει αιώνια ευτυχισμένους. Μας καλεί μέσα από τις περιστάσεις της ζωής μας, με διάφορα πρόσωπα δικά του που στέλνει στη ζωή μας, μας καλεί με την Εκκλησία του και τα Μυστήριά της, με τη μελέτη και την ακρόαση του θείου λόγου, με τις θείες επισκέψεις στο νου και στην καρδιά μας, με θεία σκιρτήματα και νεύσεις. Μας καλεί με μία εσωτερική φωνή στη συνείδησή μας, στα μύχια των καρδιών μας. Ελάτε, μας λέει ο Θεός. Όλα είναι έτοιμα. Το ουράνιο δείπνο σας περιμένει. Μας περιμένει δηλαδή μια ζωή αιώνια, μια κοινωνία με το Θεό και τους αγίους, ένα πανηγύρι που δεν θα τελειώσει ποτέ.

Χωρίς προφάσεις

Οι προσκεκλημένοι της Παραβολής σαν να ήταν συνεννοημένοι άρχισαν να αρνούνται το κάλεσμα του οικοδεσπότη και να δικαιολογούν την απουσία τους από το δείπνο. Ο πρώτος είπε: Αγόρασα ένα χωράφι και πρέπει να πάω εκεί να το δω. Σε παρακαλώ, θεώρησε δικαιολογημένη την απουσία μου. Άλλος πάλι είπε: Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. Σε παρακαλώ, δικαιολόγησε την απουσία μου. Κι ο τρίτος απάντησε πιο ψυχρά: Πριν από λίγο έκανα το γάμο μου και δεν μπορώ να έλθω.

Όταν επέστρεψε ο δούλος στον κύριό του και του διηγήθηκε τα όσα έγιναν, εκείνος θύμωσε και του είπε: Βγες γρήγορα στις πλατείες και τα στενά και φέρε εδώ μέσα τους πτωχούς και τους σακάτηδες, τους χωλούς και τυφλούς. Ύστερα από λίγο επέστρεψε πάλι ο δούλος και είπε: Κύριε, έγινε όπως διέταξες. Υπάρχει όμως ακόμη χώρος στο σπίτι. —Βγες λοιπόν έξω απ’ την πόλη στους δρόμους και παρακίνησε επίμονα όσους βρεις να ‘ρθουν εδώ, να γεμίσει το σπίτι μου, του είπε ο οικοδεσπότης. Κι έκλεισε ο Κύριος την παραβολή λέγοντας: Κανείς από τους ανθρώπους που αρνήθηκαν το κάλεσμα, δεν θα γευθεί το δείπνο μου.

Βέβαια μέσα από την Παραβολή ο Κύριος θέλει να υποδηλώσει ότι οι Εβραίοι, που θεωρούσαν ότι έχουν πρώτοι το δικαίωμα στη Βασιλεία του Θεού, τελικά αποκλείσθηκαν απ’ αυτήν για να την απολαύσουν οι εθνικοί. Όμως η Παραβολή αυτή έχει και γενικότερη εφαρμογή στον καθένα μας. Διότι ο Θεός καλεί όλους μας. Και είναι φοβερό να αρνηθούμε την κλήση του προβάλλοντας τις ανόητες προφάσεις των αρνητών της Παραβολής. Είναι προφάσεις μικρές και υποκριτικές, που ξεσκεπάζουν την κακή διάθεση των προσκεκλημένων. Διότι όλοι τους είχαν ειδοποιηθεί από καιρό για το δείπνο αυτό. Θα μπορούσαν να είχαν ρυθμίσει το πρόγραμμά τους, ώστε να μπορέσουν να συμμετάσχουν. Αυτές οι προφάσεις όμως επιπλέον δείχνουν πόσο μας περισπούν και μας δένουν οι φροντίδες της ζωής, η εργασία μας και οι οικογενειακές μας υποχρεώσεις.

Αν όλοι οι άνθρωποι ιεραρχούσαμε σωστά τα πράγματα και εκτιμούσαμε την πρόσκληση του Θεού, θα λέγαμε: Με καλεί ο Θεός στη Βασιλεία του. Κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να σταθεί ικανό να μου στερήσει τον Παράδεισο. Διαφορετικά περιφρονώντας την πρόσκληση και τη χάρη του Θεού κινδυνεύουμε να τη χάσουμε για πάντα. Κινδυνεύουμε να χάσουμε όχι κάτι μικρό, αλλά το μεγαλύτερο, το άπειρο, τον ίδιο τον Θεό. Κι αν χάσουμε τον Θεό, χάσαμε τα πάντα. Καμία πρόφαση λοιπόν να μη σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μας προς τη Βασιλεία του Θεού. Δεν θα έχουμε καμία δικαιολογία.

Περιοδικό “Ο Σωτήρ“, τ. 199

ΠΗΓΗ

Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς...


Read more » Διαβάστε Περισσότερα

Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Τῆς Κοκκώνας τὸ σπίτι.


 Μικρά διηγήματα

Δὲν ἦτον δρόμος πλέον περαστικὸς εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Ἀδύνατον νὰ μὴν ἐπερνοῦσε κανεὶς ἀπ᾽ ἐκεῖ ὅστις θὰ ἀνέβαινεν εἰς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν ἢ ὅστις θὰ κατέβαινεν εἰς τὴν κάτω. Λιθόστρωτον ἀνηφορικόν, ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τῆς Σταματρίζαινας τὸ σπίτι ἕως ἐπάνω εἰς τὸν ναὸν τῆς Παναγίας τῆς Σαλονικιᾶς. Χίλια βήματα, κάθε βῆμα καὶ ἆσθμα. Ἐφούσκωνεν, ἐκοντανάσαινε κανεὶς διὰ ν᾽ ἀναβῇ, ἐγλιστροῦσε διὰ νὰ καταβῇ.
Ἅμα ἐπάτει τις εἰς τὸ λιθόστρωτον, ἀφοῦ ἄφηνεν ὀπίσω του τὸ μαγαζὶ τοῦ Καψοσπύρου, τὸ σπίτι τοῦ Καφτάνη καὶ τὸ παλιόσπιτον τοῦ γερο-Παγούρη μὲ τὴν τοιχογυρισμένην αὐλήν, εὑρίσκετο ἀπέναντι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Χατζῆ Παντελῆ, μὲ τὸν αὐλόγυρον σύρριζα εἰς τὸν βράχον. Κάτω ἔχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλῶν σκοτοδίνην, σημειούμενος ἀπὸ ὀλίγους ἕρποντας θάμνους ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐφαίνοντο εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτὸς ἐκείνης ὡς νὰ ἦσαν κακοποιοὶ ψηλαφῶντες καὶ ἀναρριχώμενοι ἢ καὶ σκαλικάντζαροι ἐλλοχεύοντες καὶ καραδοκοῦντες ὣς νὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ εἰσβάλουν εἰς τὰς οἰκίας διὰ τῶν καπνοδόχων. Τὸ κῦμα ὑποκώφως ἐφλοίσβιζεν εἰς τὰ κράσπεδα τοῦ κρημνοῦ, καὶ ἀκούραστος βορρᾶς φυσῶν ἀπὸ προχθές, μαλακώσας τὴν ἑσπέραν ταύτην, ἐξήπλωνε τὲς ἀποθαλασσιές του ἕως τὸν μεσημβρινὸν τοῦτον μικρὸν λιμένα, ὁ παγκρατὴς χιονόμαλλος βασιλεὺς τοῦ χειμῶνος.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τοῦ δρόμου, ἀριστερὰ εἰς τὸν ἀνερχόμενον, δίπλα εἰς τὸ σπίτι τοῦ γερο-Παγούρη, καὶ ἀντικρύζουσα μὲ τὸ τοῦ Χατζῆ Παντελῆ, ὑψοῦτο ἀτελείωτος οἰκοδομή, μὲ τέσσαρας τοίχους ὀρθοὺς μέχρι τοῦ πατώματος, μὲ τὰς ξυλώσεις χασκούσας ἕως τῆς ὀροφῆς, μὲ τὴν στέγην καταρρέουσαν, μὲ φαιοὺς καὶ φθειρομένους τοὺς τοίχους, τὴν ὁποίαν ἡ ἐγκατάλειψις, ὁ ἄνεμος καὶ ἡ βροχὴ εἶχον καταστήσει ἐρείπιον καὶ χάλασμα. Τὰ παιδία, ὅσα κατήρχοντο τὴν μεσημβρίαν ἀπὸ τὸ ἓν σχολεῖον καὶ ὅσα ἀνήρχοντο τὴν ἑσπέραν ἀπὸ τὸ ἄλλο, διὰ νὰ ἀφήσωσι τὰ βιβλία εἰς τὴν οἰκίαν, κλέψωσι τεμάχιον ἄρτου ἀπὸ τὸ ἑρμάριον καὶ τρέξωσιν ἀκράτητα διὰ νὰ παίξωσιν εἰς τὸν αἰγιαλόν, τῆς ἔρριπτον ἀφθόνους πέτρας, διὰ νὰ τὴν ἐκδικηθῶσι τὴν ἡμέραν δι᾽ ὅσον τρόμον τοὺς ἐπροξένει τὴν νύκτα, ὅταν ἐτύχαινε νὰ περάσωσιν. Οἱ παπάδες, ὅταν ἐπέστρεφαν τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων ἐν σώματι ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ δημάρχου, μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τὰς φωτιστήρας των, ἁγιάζοντες οἰκίας, δρόμους καὶ μαγαζειά, καὶ διώκοντες τοὺς σκαλικαντζάρους, ἐλησμόνουν νὰ ρίψωσι μικρὰν σταγόνα ἁγιασμοῦ καὶ εἰς τὴν ἄτυχην ἐγκαταλελειμμένην οἰκίαν, τὴν ὁποίαν δὲν εἶχε χαρῆ ὁ οἰκοκύρης ὅστις τὴν ἔκτισε, καὶ ἥτις δὲν εἶχεν ἀξιωθῆ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν οἰκοκυράν της. Τοιαύτη οἰκία ἑπόμενον ἦτο νὰ γίνῃ κατοικητήριον τῶν φαντασμάτων, ἄσυλον ἴσως τῶν βρυκολάκων, καὶ ἴσως ὁρμητήριον καὶ τόπος συγκεντρώσεως τῶν τυράννων τῆς ὥρας ταύτης, τῶν σκαλικαντζάρων.
* * *
Δὲν εἶχεν ἀξιωθῆ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν οἰκοκυράν της. Ὁ καπετὰν Γιαννάκος ὁ Συρμαής, ἀνὴρ αἰσθηματικὸς καὶ γενναῖος, «μερακλὴς» ὅσον κανεὶς ἄλλος ἐκ τῶν συγχρόνων του, εἶχεν ἐρωτευθῆ ποτε εἰς τὸ Σταυροδρόμι τὴν Κοκκώνα-Ἀννίκαν, ὡραίαν, ὑψηλήν, μὲ χρυσόξανθα μαλλιά, λευκὴν καὶ μὲ χαρακτῆρας λεπτοτάτους, μὲ βλέμμα τὸ ὁποῖον κάτι ἔλεγε στὴν καρδιά. Ὁ πλοίαρχος ἠρραβωνίσθη ἐν τῇ Βασιλευούσῃ, καὶ κατῆλθε μὲ τὸ καράβι εἰς τὴν πατρίδα, ὅπου παρήγγειλε νὰ τοῦ κτίσουν, μὲ σχέδιον κομψὸν καὶ ἀσύνηθες ἕως τότε εἰς τὴν πολίχνην, τὴν μικρὰν ὡραίαν οἰκίαν, σκοπεύων μὲ τὸ πρῶτον ταξίδιον νὰ φέρῃ ἔπιπλα ἀπὸ τὴν Βενετίαν, διὰ νὰ εὐτρεπίσῃ, νὰ στολίσῃ τὴν νεόκτιστον οἰκίαν καὶ τὴν κάμῃ ἀξίαν τῆς ἁβρᾶς Κοκκώνας, τὴν ὁποίαν ἐμελέτα νὰ φέρῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν. Ἀλλ᾽ ἡ οἰκία δὲν ἔμελλε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ Κοκκώνα δὲν ἔμελλε νὰ κατέλθῃ. Ἡ Κοκκώνα, ὀκτὼ μῆνας μετὰ τὴν μνηστείαν, ἀπέθνησκε φθισικὴ εἰς τὸ Σταυροδρόμι, καὶ ἡ οἰκία ἔμεινεν ἀτελείωτη, ἔρημη καὶ ἄχαρη, ἀνὰ τὸν λιθόστρωτον ἀνηφορικὸν δρόμον, σιμὰ εἰς τὸν κρημνώδη βράχον. Ὡς ἀόρατος δὲ ἐπιγραφὴ ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς καταρρεούσης οἰκίας, ὡς ἀόριστος τραγικὴ εἰρωνεία ἐπὶ τῆς τύχης της, ἔμενε τὸ ὄνομα «τῆς Κοκκώνας τὸ Σπίτι».
Μνημούρια τοῦ Φερίκ-κιοϊ κι ὁλόρθα κυπαρίσσα…
Ἔχασα τὴν ἀγάπη μου καὶ λαχταρῶ περίσσα.
* * *
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 185… δύο παιδία κατήρχοντο μὲ ζωηρὰ βήματα τὸ λιθόστρωτον καὶ οἱ πόδες των, ἀσυνήθιστοι εἰς τὰ πέδιλα τὰ ὁποῖα εἶχον φορέσει ἴσως ἐκτάκτως τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ἔκαμνον μέγαν κρότον ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους. Ἀμφότεροι ἐκράτουν ἐλαφρὰς ράβδους. Ὁ εἷς ἐκράτει φανὸν μὲ τὴν ἄλλην χεῖρα. Ἦτο ἑβδόμη ὥρα. Νὺξ ἀστροφεγγὴς καὶ ψυχρά. Σφοδρὸς ἄνεμος κατήρχετο παγετώδης ἀπὸ τὰ χιονισμένα βουνά. Ὁ ἄνεμος ἔκαμνε τὰ σφικτοκλεισμένα παράθυρα καὶ τὰς κλειδομανδαλωμένας θύρας νὰ στενάζωσιν ὑπὸ τὴν ψυχρὰν πνοήν του. Τὰ παιδία ἐμάλωναν ὡς δύο γνήσιοι φίλοι.
―Ἐγὼ εἶδα π᾽ σὄδωκε ἕνα εἰκοσιπενταράκι, βρὲ Ἀγγελή, ἔλεγε τὸ ἕν.
―Ὄχι, μὰ τὸ θεριό, ἔλεγε τὸ ἄλλο· μιὰ πεντάρα μὄδωκε. Νά τηνε.
Καὶ ἐδείκνυε μεταξὺ τῶν δακτύλων του μίαν πεντάραν.
―Ὄχι, ἐπέμενε τὸ ἄλλο, τὸ ὁποῖον ἐκράτει τὸ φανάριον. Τὸ εἶδα ἐγὼ ποὺ ἦταν εἰκοσιπενταράκι· δὲ μὲ γελᾷς.
―Ὄχι, μὰ τὴν παναγίδα*, βρὲ Νάσο. Μιὰ πεντάρα, σοῦ λέω.
― Μ᾽ ἀφήνεις νὰ σὲ ψάξω;
― Θὰ σ᾽ πέσῃ τὸ φανάρι.
Διὰ μιᾶς ὁ Νάσος ἄφησε τὸ φανάρι καταγῆς καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ψάξῃ τὸν Ἀγγελήν. Εἶχον λάβει τὸ μέτρον, ἐπειδὴ δὲν ἐνεπιστεύοντο ἀλλήλους (ἦσαν δεκαετεῖς τὴν ἡλικίαν), εὐθὺς ἅμα κατήρχοντο ἀπὸ ἑκάστην τῶν οἰκιῶν, ὅπου ἀνέβαινον κ᾽ ἐτραγουδοῦσαν τὰ Χριστούγεννα, νὰ κάμνωσιν εὐθὺς μερίδιον πεντάρα καὶ πεντάρα καὶ κανεὶς ἐκ τῶν δύο νὰ μὴν εἶναι κάσσα μέχρι τέλους τῆς ἐπιχειρήσεως. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν φορὰν ὁ Νάσος εἶχεν ὑποπτευθῆ τὸν Ἀγγελήν.
Ἐν τῇ θέρμῃ τῆς λογομαχίας των, εἶχον λησμονήσει ὅτι ἔφθασαν ἤδη εἰς τὸ στενὸν τοῦ λιθοστρώτου, τοῦ ἄγοντος εἰς τὴν ἐπάνω συνοικίαν, καὶ εὑρίσκοντο ὑποκάτω εἰς τὸ σπίτι τῆς Κοκκώνας, ὅπου ἔβγαιναν φαντάσματα. Ἐκεῖ εἶχον σταματήσει καὶ ὁ Νάσος ἤρχισε νὰ ψάχνῃ τὸν Ἀγγελήν.
Ὁ Ἀγγελής, ἐνόσῳ ὁ ἄλλος ἠρεύνα τὰ θυλάκια τῆς περισκελίδος του, ἵστατο ἀδιάφορος, ἀλλ᾽ ἅμα ἡ χεὶρ ἀνῆλθε καὶ ἤρχισε νὰ ψαύῃ τὸν κόλπον, ἔπιασεν ὁ ἴδιος τὸ γελέκον του ἀριστερὰ πρὸς τὴν μέσην, καὶ τὸ ἔσφιγγε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του, ἐμποδίζων τὴν χεῖρα τοῦ φίλου του νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ.
― Δὲν μ᾽ ἀφήνεις νὰ σὲ ψάξω!
― Ἄφησέ με! δὲν ἔχω τίποτε.
― Εἶσαι ψεύτης!
Ὁ Ἀγγελὴς ὕψωσε ἀπειλητικὴν χεῖρα.
― Εἶσαι ψεύτης καὶ κλέφτης!
Ἐλαφρὸς κόλαφος ἠκούσθη, καὶ συγχρόνως φωνὴ παραδόξου ὄντος μελανοῦ τὴν ὄψιν, μὲ μαλλιὰ ἀνατσουτσουρωμένα*, μὲ ἀλλόκοτα ράκη ὡς ἐνδυμασίαν, ἀντήχησε:
― Τί μαλώνετε, βρέ;
* * *
Τὰ δύο παιδία ἀφῆκαν συγχρόνως διπλῆν πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ ἐδοκίμασαν νὰ τραπῶσιν εἰς φυγήν, ἀφήνοντα τὸ φανάριον καταγῆς. Ἀλλὰ τὸ παράδοξον ὂν μὲ τὸν πόδα ἀνέτρεψε τὸ φανάριον, τὸ ὁποῖον ἔσβησεν εὐθύς, καὶ μὲ τὰς δύο χεῖρας συνέλαβεν ἀπὸ τοὺς βραχίονας τὰ δύο τρέμοντα παιδία.
― Ποιὸς εἶναι κάσσα, βρέ;
Τὰ δύο παιδία ἤσπαιρον κ᾽ ἐδοκίμαζαν νὰ φύγουν.
― Μὴ φοβᾶστε, δὲ σᾶς τρώω. Δῶστε μου τοὺς παράδες σας, γιὰ νὰ μὴ μαλώσετε καὶ σκοτωθῆτε. Καλὰ ποὺ βρέθηκα ἐδῶ καὶ σᾶς γλύτωσα.
Ἔψαξε τὲς τσέπες τῶν δύο παιδίων, καὶ συγχρόνως τὰ ἔσυρε πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου τῆς κατηρειπωμένης οἰκίας ὁπόθεν εἶχεν ἐξέλθει, ὡς φαίνεται, τὸ παράδοξον ὄν. Ἐκεῖ ἔβαλε τὸν Νάσον ὑπὸ κράτησιν ὄπισθεν τῆς θύρας, ὠχύρωσε τὸ ἄνοιγμα μὲ τὸ ἴδιον σῶμά του καὶ ἔψαξεν ἐν ἀνέσει τὸν Ἀγγελήν. Εὗρε δεκαπέντε ἢ εἴκοσι πεντάρες καὶ δεκάρες εἰς τὰ θυλάκια. Εἶτα ἔψαξε τὸν Νάσον, εὗρεν ἄλλα τόσα καὶ εἰς αὐτοῦ τὸ θυλάκιον. Ἀκολούθως ἀπέπεμψε τὰ δύο παιδία.
― Πηγαίνετε τώρα, καὶ μὴ φοβᾶσθε. Ἄλλη φορὰ νὰ μὴ μαλώνετε.
* * *
Ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ πῶς νὰ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα, ἐκείνην τὴν χρονιά. Ἦτο συνήθως ἄεργος, καὶ οἱ τεμπέλικες μικροδουλειές, τὰς ὁποίας ἐξετέλει κάποτε, πότε κουβαλῶν νερὸ μὲ τὴν στάμναν εἰς τὰς οἰκίας, πότε ὑπηρετῶν τοὺς κηπουρούς, τοὺς ἁλωνιστὰς καὶ τοὺς ἐργάτας τῶν ἐλαιοτριβείων, πότε βοηθῶν τοὺς γριπάρηδες εἰς τὴν ἀνέλκυσιν τοῦ μακροῦ ἀτελειώτου γρίπου ἐπὶ τῆς μεγάλης ἄμμου εἰς τὸν αἰγιαλόν, δὲν τὸν εἶχαν «σηκώσει» κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο. Τί νὰ κάμῃ; Πῶς νὰ περάσῃ, τέτοια χρονιάρα μέρα; Τί ἐσοφίσθη;
Τῆς Κοκκώνας τὸ σπίτι, τὸ ὁποῖον ἐφοβοῦντο τὰ παιδία τῆς πολίχνης, καὶ τὸ ὁποῖον δὲν ἁγίαζαν οἱ παπάδες ὅταν κατήρχοντο ἀπὸ τὴν ἄνω συνοικίαν μὲ τοὺς σταυρούς, ἦτο κατάλληλος σταθμὸς διὰ νὰ κρυβῇ κανεὶς καὶ νὰ περάσῃ ὡς σκαλικάντζαρος, ἐπειδὴ τὸ ἐκαλοῦσαν οἱ μέρες, ἀφοῦ μάλιστα χάριν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν θὰ τὸ ἔκαμνε καὶ ὁ Παλούκας. Ἀπ᾽ ἐκεῖ θὰ ἐπερνοῦσαν ὅλα τὰ παιδία τῆς κάτω ἐνορίας, δηλαδὴ τὰ δύο τρίτα τῶν παιδιῶν τοῦ χωριοῦ, εἰς τὸ γύρισμά των ἀπὸ τὴν ἐπάνω ἐνορίαν, ὅτε θὰ εἶχαν ἱκανὰ κέρματα εἰς τὰ θυλάκιά των. Ὁ Παλούκας δὲν ἐσκέφθη περισσότερον.
Ἔλαβε παλαιὸν σιδηροῦν τηγάνιον, ἐμουντζουρώθη ὅλος εἰς τὸ πρόσωπον ― μετέθεσε, τὸ ἐπ᾽ αὐτῷ, δύο μῆνας πρωιμώτερα τὴν Ἀποκριάν ― ἐφόρεσε παλαιὰ ράκη τὰ ὁποῖα ἐπρομηθεύθη κάπου, καὶ ἀπελθών, ἅμα ἐνύκτωσεν, ἐξεκάρφωσεν ἀθορύβως τὰς παλαιὰς σανίδας, τὰς σχηματιζούσας χιαστὶ πρόχειρον φραγμὸν εἰς τὸ ἰσόγειον τῆς ἐρήμου οἰκίας τῆς Κοκκώνας, καὶ ἐχώθη μέσα. Μίαν ὥραν ὕστερον κατῆλθε διὰ τοῦ λιθοστρώτου, ἡ πρώτη συνωρὶς τῶν ᾀδόντων παιδίων, ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελής. Εἴδομεν πῶς ἦλθαν βολικὰ τὰ πράγματα, καὶ πῶς ὁ Παλούκας κατώρθωσε μάλιστα νὰ περάσῃ ὡς εἰρηνευτὴς μεταξὺ τῶν παιδίων ποὺ ἐμάλωναν.
Ἀφοῦ ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελὴς ἐτράπησαν εἰς φυγήν, αἰσθανόμενοι φεῦγον τὸ ἔδαφος ὑπὸ τοὺς πόδας των, κατῆλθον ἄλλα παιδία, εἶτα ἄλλα. Ὁ Παλούκας ἤκουε μακρόθεν τὸν κρότον τῶν βημάτων των, τὰς εὐθύμους φωνάς των, καὶ ἐψιθύριζε:
― Μᾶς ἔρχεται ἄλλη ζυγιά.
Ἡ τελευταία ζυγιὰ ἥτις κατῆλθε, συνίστατο ἀπὸ τὸν Στάμον καὶ ἀπὸ τὸν Ἀργύρην, δύο φρονίμους παῖδας. Οὗτοι δὲν ἐμάλωναν, ἀλλ᾽ ἐσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τί νὰ τὰ κάμουν τὰ λεπτὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἐμάζωναν ἐκείνην τὴν βραδιάν.
― Νὰ φτιάσωμε κ᾽ ἕνα σκεπαρνάκι, βρέ.
― Νὰ κόψουμε μιὰ λεύκα.
― Νὰ πάρουμε φλαμούρι, νὰ κάμουμε καράβι.
― Νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὸν πεῦκο τ᾽ Ἀλμπάνη τὴν καρίνα καὶ τὰ στραβόξυλα*.
―Ἐσὺ θὰ εἶσαι μαραγκός, κ᾽ ἐγὼ πρωτομάστορας.
― Βρέ! καλῶς τοὺς μαστόρους, ἠκούσθη ἔξαφνα μία φωνή.
Ὁ Παλούκας εἶχεν ἐξορμήσει, τρίτην ἢ τετάρτην φοράν, ἀπὸ τὴν κρύπτην του.
Ὁ Στάμος καὶ ὁ Ἀργύρης ἀφῆκαν πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ ἠθέλησαν νὰ φύγουν. Ἀλλ᾽ ὁ Παλούκας ἐφήρμοσε τὴν μέθοδόν του, καὶ τοὺς ἐλήστευσε.
― Εἶναι ἄλλη ζυγιά; ἠρώτησεν εἶτα.
Τὰ παιδία τὸν ἐκοίταζαν μὲ ἀπλανῆ ὄμματα, ἀπολιθωμένα ἀπὸ τὸν φόβον. Ἀλλ᾽ ὁ Στάμος, ὅστις ἦτο δωδεκαετὴς καὶ ξυπνητός, ἐνόησεν ἐν τῷ μεταξὺ ὅτι δὲν ἦτο φάντασμα. Ὁ φόβος του ἐμετριάσθη, καὶ μετέδωκε θάρρος καὶ εἰς τὸν Ἀργύρην.
― Εἶναι κι ἄλλη ζυγιά; ἐπανέλαβεν ἀκαταλήπτως ὁ παράδοξος ἄνθρωπος.
― Τί ζυγιά; ἠδυνήθη ν᾽ ἀρθρώσῃ ὁ Στάμος.
― Εἶναι ἄλλα παιδιὰ νὰ κατεβοῦν, ἀπ᾽ τὸν ἀπάνω μαχαλά;
― Δὲ ξέρω, εἶπεν ὁ Στάμος.
Τὴν φορὰν ταύτην, ὁ Παλούκας εἶχεν ὀλιγωρήσει νὰ σβήσῃ τὸν φανόν, διότι ἐκ τῆς μέχρι τοῦδε πείρας του ἐπείσθη ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀνεγνώριζαν τὰ παιδία. Ἀλλ᾽ ὁ Στάμος τὸν ἐκοίταξε τόσον καλά, ὥστε «ἐγύριζε μὲς στὸ νοῦ του» ὅτι κάποιος ἦτον καὶ δὲν ἀπεῖχε πολὺ τοῦ νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ.
― Πέστε μου, βρέ, ἂν εἶναι κι ἄλλη ζυγιά, ἐπέμεινεν ὁ Παλούκας.
― Δὲ ξέρουμε, ἐπανέλαβεν ὁ Στάμος.
Τέλος ὁ Παλούκας ἀφῆκε τὰ παιδία ἐλεύθερα.
* * *
Παρῆλθον δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας, καὶ γενναῖον πετροβόλημα ἤρχισε νὰ δέρνῃ τὴν στέγην, τὰς ξυλώσεις, καὶ τὰς δοκοὺς τοῦ ἀφατνώτου πατώματος τῆς ἐρήμου οἰκίας. Πολλοὶ λίθοι, μὲ ὑπόκωφον δοῦπον, διερχόμενοι διὰ τῶν δοκῶν, καὶ ἄλλοι διὰ τῆς θύρας ἔπιπτον εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ ἰσογείου.
Στράτευμα παιδίων εἶχεν ἐξορμήσει ἀπὸ τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τριακόσια ἢ τετρακόσια βήματα ἀπέχοντος, καὶ ἐξετέλει φοβερὰν ἔφοδον κατὰ τοῦ ἀσύλου τοῦ Σκαλικαντζάρου.
Τὰ πρῶτα ληστευθέντα παιδία, ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελής, ἀφοῦ ἔφθασαν ἀσθμαίνοντα εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν τὴν ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ, μὴ ἔχοντα πλέον διὰ τί πρᾶγμα νὰ μαλώσωσιν, ἔκαμαν ἀγάπην. Μετὰ φιλικωτάτην δὲ συζήτησιν ἐκ συμφώνου, ἀπεφάνθησαν ὅτι τὸ παράδοξον ὄν, τὸ ὁποῖον τοὺς ἐπῆρε τὰ λεπτά, ἀφοῦ δὲν τοὺς ἐπῆρε οὔτε τὴν φωνὴν οὔτε τὸν νοῦν των, θὰ εἰπῇ ὅτι δὲν ἦτον φάντασμα, οὔτε βρυκόλακας, καὶ ἀφοῦ δὲν ἐδοκίμασε νὰ τοὺς φάγῃ, θὰ εἰπῇ ὅτι δὲν ἦτον οὔτε σκαλικάντζαρος. Τί ἄλλο θὰ ἦτον λοιπόν; Θὰ ἦτον ἄνθρωπος, χωρὶς ἄλλο.
Ἡ δευτέρα ζυγιὰ τῶν παιδίων ἔφθασε μετ᾽ οὐ πολύ, εἶτα ἡ τρίτη καὶ ἡ τετάρτη. Ὅλα τὰ ὁμοιοπαθῆ παιδία δὲν ἤργησαν νὰ συνεννοηθῶσιν ὁμοῦ. Τέλος ὁ Στάμος, ὅστις ἦλθε τελευταῖος μετὰ τοῦ Ἀργύρη, ἐπρότεινε καὶ ὅλοι ἐψήφισαν νὰ ἐκτελέσωσι τακτικὴν νυκτερινὴν ἔφοδον κατὰ τῆς οἰκίας.
Ὁ Παλούκας, τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐδίσταζε, καὶ εἶχεν ἀποφασίσει πλέον ν᾽ ἀποσυρθῇ ἀφοῦ εἶχε κάμει ἀρκετὴν λείαν, ὅση θὰ ἤρκει διὰ νὰ μεθύσῃ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων, ὡς καὶ τὴν ἡμέραν τῶν Ἐπιλοχίων, καὶ τὴν τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἀκόμη. Ἐνῷ δὲ ἦτο ἕτοιμος νὰ φύγῃ καὶ πάλιν ἔμενεν, ἐπῆλθεν ἡ πρώτη πυκνὴ χάλαζα τῶν λίθων.
― Νά μιὰ ζυγιά! ἐφώναξε φιλέκδικος ὁ Στάμος.
― Νά μιὰ ζυγιά! ἐπανέλαβον ἐν χορῷ τὰ παιδία.
Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον ἂν ἀπεφάσιζεν ὁ Παλούκας νὰ φύγῃ, θὰ ἦτο ἤδη ἐκτὸς βολῆς. Δυστυχῶς ἦτο ἀργὰ τώρα.
Ἀπεφάσισε ν᾽ ἁρπάξῃ μίαν σανίδα καὶ μεταχειριζόμενος αὐτὴν ὡς σπάθην ἅμα καὶ ὡς ἀσπίδα νὰ ἐκτελέσῃ ἔξοδον διασχίζων τὰς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ. Ἀλλὰ δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τὸν ἔκαμε νὰ ὀπισθοδρομήσῃ μὲ δύο πληγὰς εἰς τὴν κνήμην καὶ εἰς τὸν βραχίονα.
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! ἐφώναξεν ἀδιάλλακτος ὁ Στάμος.
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! ἠλάλαξαν τὰ παιδία.
Ὁ Παλούκας ἐκόλλησεν εἰς τὴν ἐσωτέραν γωνίαν τοῦ ἰσογείου, στηρίξας τὰ νῶτα εἰς τὸν τοῖχον, ζαρωμένος ὑπό τινα δοκὸν τοῦ πατώματος, σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον βαλμένην. Ἀλλὰ κ᾽ ἐκεῖ, μέγας λίθος, κτυπήσας ἐπὶ τοῦ τοίχου, ἐλόξευσε καὶ τὸν ἔπληξε μετὰ μετρίας βίας εἰς τὸν ὦμον.
― Βρέ! ἀπὸ σπόντα, ἐμορμύρισε γελῶν ἀκουσίως ὁ Παλούκας.
Εὐτυχῶς δι᾽ αὐτόν, οἱ ἐχθροὶ δὲν ἀπεφάσισαν νὰ ἔλθωσιν ἕως τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου. Λείψανον φόβου ὑπῆρχεν ἀκόμη, φαίνεται, εἰς τὸ βάθος τοῦ παιδικοῦ θράσους.
Τέλος, ἐπειδὴ ἡ μάχη παρετείνετο, ὁ Παλούκας, μετὰ φρόνιμον σκέψιν, ἀπεφάσισε ν᾽ ἀναρριχηθῇ εἰς τὸν τοῖχον (ἐγνώριζε ποῦ ὑπῆρχαν ὀπαὶ ἀπὸ τὰ ἰκρία καὶ τὲς ξυλωσιὲς τῆς οἰκοδομῆς) πατῶν ἀπὸ ὀπὴν εἰς ὀπήν. Τὸ ἔκαμε ταχέως καὶ ἐπιτυχῶς, καὶ ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὸ πάτωμα, ἀόρατος εἰς τὸν ἐχθρὸν ὄπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου, ἀποφασιστικῶς ἐπήδησεν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐντὸς τοῦ ἐδάφους τῆς αὐλῆς τοῦ γερο-Παγούρη.
Ἦτον ὣς δύο μπόγια ὑψηλά, ὄχι περισσότερον. Διότι τὸ ἔδαφος ἦτο ὑψηλότερον κατὰ τρεῖς ἢ τέσσαρας σπιθαμὰς ἔσωθεν τοῦ αὐλογύρου.
Ὁ Παλούκας ἔπεσε βαρύς, ἐκτύπησεν εἰς τὸ γόνυ, ἀνετράπη, ἀνωρθώθη, ἔψαυσε τὰ μέλη του, καὶ βεβαιωθεὶς ὅτι δὲν τοῦ εἶχε σπάσει κανὲν κόκκαλον, ἐτράπη εἰς φυγήν, τρέχων πρὸς τὸ ἄλλο μέρος τοῦ αὐλογύρου, ὅπου ἤξευρεν ὅτι ὁ περίβολος ἐκλείετο ἀπὸ ἁπλοῦν φράκτην, συγκοινωνῶν πρὸς τὴν αὐλὴν συγγενικῆς οἰκίας.
Ὁ δοῦπος τῆς πτώσεώς του ἠκούσθη ἐκεῖθεν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς.
Ὁ Στάμος ἐφώναξε «ἐμπρός!» καὶ δοκιμάσας τὸ μάνδαλον τῆς θύρας τοῦ αὐλογύρου, εἶδεν ὅτι ἡ θύρα ἦτο ἀνοικτή. Εἰσώρμησε πρῶτος καὶ τὰ ἄλλα παιδία τὸν ἠκολούθησαν.
Ἡ φυγὴ τοῦ Παλούκα συνωδεύθη, ἐκτὸς τοῦ δούπου τῆς πτώσεώς του, καὶ ἀπὸ ἄλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτὰ τοῦ εἶχαν πέσει ἀπὸ τὴν τσέπην.
Ὁ Παλούκας δὲν ἐγύρισεν ὀπίσω νὰ τὰ μαζέψῃ.
Ὁ Ἀγγελής, ἓν τῶν παιδίων, ἤκουσε ζωηρότατα τὸν μεταλλικὸν κρότον, ἀγροίκησε πολὺ καλὰ τὸ μέρος εἰς τὸ ὁποῖον εἶχον πέσει τὰ κέρματα, καὶ κύψας καὶ ψηλαφῶν ἤρχισε νὰ τὰ μαζώνῃ μὲ τὴν φούχταν, ἐνῷ τὰ ἄλλα παιδία ἔτρεχαν κατόπιν τοῦ φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους καὶ κράζοντα:
― Νά, κι ἄλλη ζυγιά! Νά, κι ἄλλη ζυγιά!
* * *
Κρότος παραθύρου ἀνοιγομένου ἠκούσθη ἤδη εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ γερο-Παγούρη, ὅστις ἀκούσας τὴν ἀκατανόητον ἔφοδον, τὴν γενομένην τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸν αὐλόγυρόν του, ἤνοιγε τὸ παράθυρον καὶ ἠρώτα ἔκπληκτος:
― Τί εἶναι; Τί τρέχει;… Ποιὸς εἶναι;… Ποιοὶ εἶστε;… Ἔ! δὲν ἀκοῦτε!
Ἐνῷ ὁ Ἀγγελὴς εἶχε μαζέψει ἤδη ὅλα τὰ λεπτὰ ὅσα ηὗρε, καὶ ἔφευγεν ὀπίσω διὰ τῆς μεσημβρινῆς θύρας, καὶ τὰ ἄλλα παιδία πέραν τοῦ βορεινοῦ φράκτου, κατεδίωκον εἰς τὸν βρόντο τὸν Παλούκαν, ὅστις εἶχε γίνει ἄφαντος ἤδη, ἐπαναλαμβάνοντα:
― Νά, κι ἄλλη ζυγιά! Νά, κι ἄλλη ζυγιά!
(1893)

 

Read more » Διαβάστε Περισσότερα