Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Τὰ Κρούσματα


Μικρά διηγήματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Γενικὸν προσκύνημα τῶν κυμάτων, καθολικὴ σύναξις ὅλων τῶν βρυχηθμῶν τῶν ἀνέμων καὶ ὅλων τῶν ἀλαλητῶν τῶν καταιγίδων, ἦτον ὁ ὀρφνὸς καὶ φαλακρός, ὁ ὑψίνωτος τῆς πέτρας πάγος. Παλάτιον τῆς ἐρημίας καὶ τῆς σιγῆς, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ὁ πελώριος βράχος ὁ βορεινός, ὁ θαλασσόπληκτος, ἐπάνω τοῦ ὁποίου ἦτο κτισμένον ποτὲ τὸ παλαιόν, τὸ κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον. Δὲν ὑπῆρχε κῦμα τοῦ θρᾳκικοῦ πελάγους καὶ τῶν κόλπων τῆς Χαλκιδικῆς, δὲν ὑπῆρχε κῦμα ἐξωσμένον ἐκ τῆς Μαύρης Θαλάσσης καὶ τῆς Προποντίδος, διωγμένον ἀπὸ τοὺς κόλπους καὶ διϋλισμένον διὰ τῶν πορθμῶν, ἀποπτυσμένον ἀπὸ τοὺς ἀφροὺς τοῦ πελάγους καὶ ἐξερευγμένον ἀπὸ τὰ ἀβόλιστα βάθη τοῦ πόντου, τὰ κάτωθεν τοῦ πολιοῦ, καταπληκτικοῦ Ἄθωνος, τὸ ὁποῖον νὰ μὴν ἤρχετο νὰ φιλήσῃ τὰ κράσπεδα τοῦ ἀμαυροῦ τιτανείου βράχου.
Ἀνέτεινεν ἐπάνω τῆς θαλάσσης εἰς ὕψος ἔμπληκτον, πλῆρες ἰλίγγου καὶ σκοτοδίνης, καὶ ἦτο ποτὲ καλιὰ πλήρης ψυχῶν καὶ φωνῶν, καὶ τώρα ἦτο ἔρημος πλήρης ἐρειπίων. Καὶ δύο μεγάλοι αἰγιαλοὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἁπλώνονται, κάτω, εἰς τὰ θεμέλια δύο φοβερῶν κρημνῶν. Ὁ εἷς σπαρμένος μὲ βράχους κομμένους εἰς σχήματα πρανῆ καὶ κωνοειδῆ, ὡς λείψανα παλαιᾶς γιγαντομαχίας σωζόμενα εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, στρωμένος μὲ χαλίκια λευκά, ἐρυθρά, μαργαρώδη, ἐπίχρυσα, καὶ μὲ ἄμμον φαιάν, στίλβουσαν· καὶ ἡ ἄμμος κυρτοῦται διὰ μιᾶς, καὶ ὁ βυθὸς ἀποτόμως βαθύνεται· ὁ κολυμβητής, ἂν ἤθελε τολμήσει νὰ ἐπιβῇ εἰς τὸ κῦμα, ἕλκεται πρὸς τὴν σύρτιν τὴν βαθεῖαν, τὴν λευκὴν καὶ πρασινίζουσαν καὶ γαλανήν, τὴν οὖσαν λίκνον τοῦ μικροῦ Τρίτωνος καὶ παστάδα τῆς μελαγχολικῆς Σειρῆνος, ὅπου ἀφρὸς καὶ πόντος, ὅπου κῦμα καὶ ἄβυσσος, φαιδρῶς παίζουσι ποικίλην καὶ ἐνίοτε φοβερὰν παιδιάν.
Δεξιὰ πρὸς ἀνατολὰς ἀντικρύζει ὁ μέγας βράχος, εἰς δέκα πρυμνησίων ἐναέριον ἀπόστασιν μὲ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη τὴν λευκὴν καὶ κυρτήν, ὅπου φαντάσματα καὶ δαίμονες, σπανίως ὁρατοί, δὲν παύουν νὰ κυλίωσι παμμεγέθεις λίθους, ἀπὸ τὴν σάραν* καὶ τὸν κρημνὸν τὸν εὐόλισθον. Κάτω εἰς τὴν βάσιν τοῦ κρημνοῦ, μίαν σπιθαμὴν πρὸ τῆς ἅλμης τοῦ κύματος, ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς προβλῆτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Τὸ πρωὶ πολλάκις πλησιάζουν ἀπὸ τοῦ πελάγους ψαράδες μὲ τὴν βάρκαν, διὰ νὰ πίουν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ βαρέλια. Καὶ τὸ νερὸν ὅλην τὴν ἡμέραν μένει ψυχρὸν καὶ παγωμένον μέσα εἰς τὰ βαρέλια, κατὰ Ἰούλιον μῆνα, ὑπὸ τὰς φλεγούσας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀπὸ τὰς ὁποίας ψήνονται πεταλίδες καὶ πορφύραι καὶ ὀστρείδια ἐπάνω τοῦ μικροῦ φατνώματος τῆς πλώρης τῆς βάρκας.
Πλὴν ἀνίσως, τὴν νύκτα, οἱ ψαράδες, ἀπόκοτοι, τολμήσουν νὰ πλησιάσουν διὰ νὰ ὑδρευθοῦν εἰς τὴν δροσερὰν βρύσιν τὴν μαγικήν, κάτω εἰς τὰ κράσπεδα τῆς ἀκτῆς, ἐπὶ τῆς προβλῆτος χθαμαλῆς πέτρας, τότε βρόντος καὶ πάταγος ριγηλὸς ἀντηχεῖ ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ἄνωθεν, καὶ λίθοι καὶ βράχια τρομακτικὰ κυλίονται κατερχόμενα κατὰ τῶν κεφαλῶν τῶν ψαράδων… Τότε μόλις οὗτοι προφθάνουν νὰ κάμουν τὸν σταυρόν των καὶ νὰ τραπῶσιν εἰς φυγήν… Οἱ λίθοι ἐκεῖνοι θὰ ἦσαν ἱκανοὶ καὶ αὐτομάτως νὰ κυλίωνται ἀπὸ τὸν κρημνὸν ἐκεῖνον… πόσῳ μᾶλλον ὅταν ἀόρατοι δυνάμεις δαιμονίων τοὺς ὠθοῦσι προσκολλώμενοι εἰς τὸ ὀλισθηρὸν τῆς ἀκτῆς, ὅπως συνήθως προσκολλῶνται εἰς τὸ ἀσθενὲς μέρος, εἰς ἔρωτας καὶ μίση, ἐξάπτοντες τὸ πάθος εἰς φλεγμονήν, καὶ τρέποντες τὴν ὀργὴν εἰς λύσσαν…
Ἀριστερόθεν τοῦ γιγαντιαίου βράχου τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, πρὸς δυσμάς, ἄλλος αἰγιαλὸς ἀπρόσιτος, ἄνορμος ἁπλώνεται. Δὲν φαίνεται ἐκεῖ στρῶμα κομψῶν χαλικίων καὶ ἄμμου στιλπνῆς οὔτε εἶναι ὁρατὴ τῆς θαλασσίας νύμφης ἡ παστάς, ὁ θάλαμος τῆς Νηρηίδος. Πέλαγος βαθὺ ἕως τὴν ἀντικρινὴν στερεὰν ἁπλοῦται, καὶ μονόχορδος ὑμνῳδὸς δὲν παύει νὰ τὸ ὀργώνῃ ὁ ἄνεμος, ὁ Ἀργέστης. Καὶ κατέμπροσθεν, ὀλίγον βορειοδυτικῶς εἰς τὸν βράχον τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ἀπεσπασμένοι, βαπτισμένοι εἰς τὸ κῦμα δύο βράχοι παντέρημοι ἀνακύπτουσι. Κάτω εἰς τοὺς πόδας τούτων, εἰς τὰ ἄντρα τὰ θαλάσσια καὶ τὰς σπιλάδας τὰς θαλασσογλύπτους, ἐκεῖ βόσκουσι καὶ λοξοπατοῦσι τὰ θαυμασιώτερα πετροκάβουρα καὶ παγούρια τοῦ κόσμου, μὲ τὰ ἐρυθρὰ προέχοντα ὡς κλαδωτὰ αὐγά των, ψηνόμενα, ψάλλοντα μελῳδικῶς εἰς τὴν ἀνθρακιάν, μεγάλα, εὔχυμα τὴν γεῦσιν. Κ᾽ ἐπάνω εἰς τοὺς δύο ἐκείνους ὑψηλοκρήμνους σκοπέλους, ὅστις θὰ ἐτόλμα ποτὲ ν᾽ ἀναρριχηθῇ, διὰ νὰ συλλέξῃ ἂν δύναται ἐξαίσια λάχανα καὶ θαυμασίας ἀγριοκράμβας, ὀφείλει νὰ ζωσθῇ καλῶς μὲ χονδρὸν σχοινίον περὶ τὴν μέσην, νὰ προσδέσῃ τὸ ἓν ἄκρον εἰς τὸν χονδρὸν κορμὸν τοῦ γηραιοῦ θαλασσίου θάμνου, τοῦ προσφυομένου ἐπὶ τῆς ὀφρύος τοῦ βράχου, εἶτα ν᾽ ἀναρριχηθῇ εἰς τὸ μέτωπον τοῦ κρημνοῦ ἀργὰ καὶ μὲ ἄκραν προφύλαξιν, καὶ πάλιν βέβαιος δὲν θὰ εἶναι ἂν θὰ εὐτυχήσῃ νὰ κατέλθῃ σῷος καὶ ὑγιὴς ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο, ὅπου οἱ γλάροι θρηνωδῶς κρώζοντες περιίπτανται περὶ τὰς γωνίας τοῦ βράχου καὶ τὰς ἐξοχάς, περὶ τὸ μέρος ὅπου κρύπτεται ἡ φωλεά των, εἰς τὴν θέαν τοῦ ξένου ἐπιδρομέως.
Εἶναι τόσον πολύτιμα τὰ ἀγριολάχανα τοῦ θαυμασίου ἐκείνου βράχου, ὥστε ποτὲ δὲν ἀγοράζονται ἀντὶ ὁσουδήποτε ποσοῦ χρημάτων… Μόνον πληρώνονται ἢ μὲ ἀγάπην καὶ μὲ φιλίαν, ἢ ἐνίοτε μὲ κεράσματα, εἰς τὸν ἀφωσιωμένον κουμπάρον μας, τὸν Τζενεγόν, ἢ κάποτε καὶ μὲ ψήφους, ὅταν ἐπίκεινται ἐκλογαί… ἐπειδὴ ὁ κουμπάρος Τζενεγὸς εἶναι λίαν βαθέως ἀφωσιωμένος εἰς τοὺς φίλους του, καὶ τότε μόνον θὰ σὲ φιλέψῃ «λάχανα θαλασσινά», ὅταν εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ δώσῃς ψῆφον εἰς τὸ «κόμμα μας».
Ὀλίγον ἀπωτέρω, πρὸς νότον τῶν δύο βράχων, εἰς τὸ μέσον τοῦ πόντου, πάντοτε σχεδόν, ἐν γαλήνῃ καὶ ἐν τρικυμίᾳ, ἀκούεται μία ὀρχήστρα, ἥτις ἔχει πάντοτε «δικό της σκοπό», καθὼς λέγουν. Εἶναι μία ὕφαλος, ἥτις καλεῖται κοινῶς Καλαφάτης. Διά τινος ὀπῆς ἐκβλύζει ὑποβρυχίως τὸ νερόν, εἶτα ἀναπηδᾷ καὶ ἀποτελεῖ κρότον ὅμοιον μὲ τὸν τῆς «ματσόλας»* ἢ ξυλίνης σφύρας τοῦ καλαφάτη, ―ἢ τοῦ «διανάκτου», ὅπως λέγουν εἰς τὸν Β. Ναύσταθμον,― ἐπὶ τῶν πλευρῶν ἐπισκευαζομένου πλοίου. Ἡ ματσόλα ἢ ἡ σφῦρα αὐτὴ δὲν παύει, ἡμέραν καὶ νύκτα, ἀκούραστος, ἀκοίμητος ν᾽ ἀκούεται. Κατ᾽ ἄλλους ὁ Καλαφάτης ὠνομάσθη οὕτω μετ᾽ εἴρωνος εὐφημισμοῦ, ὡς καλαφατίζων τάχα τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα θὰ ἐξέπιπτον σιμὰ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν του ― οἱονεὶ εἰς τὸ «Καρινάγιο» του.
Ὅλον τὸ παλαιὸν χωρίον ἦτον ἐρείπιον, ἁπλωμένον ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ γίγαντος, τοῦ μὲ τοὺς πόδας θαλασσωμένους βράχου. Μέρος αὐτοῦ εἶχε κατεδαφίσει ὁ χρόνος, μέρος οἱ ἄνθρωποι. Πότε οἱ ἴδιοι πρῴην κάτοικοι τῶν παλαιῶν οἰκιῶν, συχνότερον τὰ τέκνα των, πότε οἱ μαστόροι, οἱ κτίσται, κατ᾽ ἐντολὴν ἢ ἄνευ ἐντολῆς, ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ παλαιὰ κτίρια ὅ,τι στερεὸν εἶχον ταῦτα, τὴν ξυλείαν τῆς στέγης, πόρτες, παράθυρα, πολλάκις τοῦβλα καὶ κεραμίδια, βιαζόμενοι ἐκ τῆς ἀχρηματίας, ἐπειδὴ ἡ «ξύντροφος πενία» ἐμάστιζε καὶ τότε δεινῶς τὸ ἑλληνικόν, καὶ μάλιστα τοὺς κατοίκους τῆς νήσου, μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, κατόπιν τοῦ φοβεροῦ Ἀγῶνος ― τὰ μετεκόμιζον δὲ διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης εἰς τὴν πολίχνην τὴν νεόκτιστον, πρὸς νότον, ἀπέχουσαν δρόμον τριῶν ὡρῶν. Ἀλλ᾽ ὅμως ἡ θεια-Μαχὼ τὸ Φαλκάκι, ἠγάπα τὸ παλαιὸν χωρίον της, τὸ μέρος ὅπου εἶχε γεννηθῆ κι αὐτὴ ἕνα καιρόν, ὅταν τὸ χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, περὶ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀγῶνος, καὶ ὅπου διῆλθε τὰ προσφιλῆ εἰς πᾶσαν μνήμην ἔτη τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Διὰ τοῦτο ἐφρόντισε μὲ κάθε τρόπον νὰ διατηρήσῃ τὸ παλαιὸν σπιτάκι, τὴν φωλεὰν τῶν γονέων της, τὴν κοιτίδα αὐτῆς τῆς ἰδίας. Μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ καθαριότητα, καὶ μὲ συχνὰ ἀσβεστώματα, εἶχε κατορθώσει νὰ διασώσῃ τὴν μικρὰν αὐτὴν γωνίαν, ὅπου ἤρχετο ἐνίοτε νὰ λάβῃ ἀναψυχὴν καὶ νὰ κοιμηθῇ τὴν νύκτα, συνήθως ὁμοῦ μὲ τὴν μητέρα της, ἢ μὲ συντροφίαν ἄλλων γυναικῶν.
Ὁ μικρὸς οἰκίσκος, μία ἐπάνοδος εἰς τὸ παρελθόν, μία ὀπὴ διὰ τῆς ὁποίας ἔβλεπέ τις τὰ περασμένα ὡς εἰς πανόραμα, ζωντανὴ ἀνάμνησις μέσα εἰς τὴν τέφραν τῆς λήθης, ὀρθὴ σκοπιὰ μεταξὺ κοιμωμένων σωμάτων, ἔκειτο πλησίον εἰς τὸν σωζόμενον τότε ὡραῖον ναΐσκον τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας, πέριξ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχον καὶ δύο ἢ τρεῖς οἰκίαι ἀκόμη διατηρούμεναι, ἀπὸ ἄλλας γυναῖκας, ζηλωτρίας τοῦ παρελθόντος. Ὁ ναΐσκος, ἑορτάζων τὸ Σάββατον τοῦ Ἀκαθίστου, ἦτον εὐπρεπής, κ᾽ ἐδέχετο συχνὰ τὸν φόρον τῆς εὐλαβείας αὐτῶν τῶν οἰκοκυράδων, ὅστις διετήρει καὶ τὰς σωζομένας τριγύρω μικρὰς οἰκίας, ὅπως καὶ ἄλλων γυναικῶν.
Ἡ Μαχὼ τὸ Φαλκάκι ἔφθασεν ἐνωρίς, περὶ δύσιν ἡλίου, τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός, κρατοῦσα τὸ καλαθάκι της, τὸ ὁποῖον περιεῖχεν ἄρτον, ἐλαίας χαμάδας, ὀλίγα κυδώνια καί τινας τομάτας. Εἶχεν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν πόλιν τὸ πρωί. Ὅλην τὴν ἡμέραν διῆλθεν εἰς τὸν ἐλαιῶνα συλλέγουσα ἐλαίας, εἶτα τὰς ἔβαλεν εἰς σάκκους, καὶ δι᾽ ἡμιόνου τὰς ἔστειλεν εἰς τὰ ἐλαιοτριβεῖα τῆς πόλεως. Ὁ ἐλαιὼν ἦτο πολὺ πλησίον εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον, ἀπεῖχε δὲ πολὺ ἀπὸ τὴν σημερινὴν πολίχνην. Ἐπειδὴ ἔμελλε καὶ τὴν ἐπιοῦσαν νὰ ἐξακολουθήσῃ τὴν αὐτὴν ἐργασίαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα, ἦλθεν εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον, διὰ ν᾽ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας καὶ διανυκτερεύσῃ, ὅπως ἐνίοτε συνήθιζεν, εἰς τὸν ἐρημικὸν οἰκίσκον της, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν τὸ πρωὶ εἰς τὸν ἐλαιῶνα.
Ἡ Μαχὼ τὸ Φαλκάκι συνωδεύετο εἰς τὴν ἐκδρομὴν αὐτὴν ἀπὸ τὸν υἱόν της τὸν Φάλκον, παιδίον δεκατριῶν ἐτῶν. Ὁ μικρὸς μάγκας εἶχεν ἀκούσει πολὺ συχνὰ ἀπὸ παιδία μεγαλύτερα ἀπ᾽ αὐτὸν παμπόλλας διηγήσεις περὶ φαντασμάτων τὰ ὁποῖα ἔβγαιναν τακτικὰ τὴν νύκτα εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον, ἐν μέσῳ τόσων ἐρειπίων, ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν ὑψηλόν, τὸν μὲ θαλασσωμένα τὰ σκέλη γίγαντα, ὅπου ἡ ἠχὼ τῶν κυμάτων, τὰ ὁποῖα ἐχόρευε μαινόμενος ὁ βορρᾶς νύκτα καὶ ἡμέραν, ἀντήχει εἰς τὰ καθίσματα τῶν βράχων, κάτω, εἰς τὰ ἄντρα τὰ θαλάσσια.
Τὰ φαντάσματα ταῦτα, στοιχειά, ἐξωτικά, λογιῶν-τῶν-λογιῶν κρούσματα* δὲν ἔπαυαν νὰ ἐμφανίζωνται τὴν νύκτα, νὰ ἐπισκέπτωνται μελαγχολικῶς τὰ ἐρείπια, νὰ περιφοιτῶσιν εἰς τὰς κατεδαφισμένας οἰκίας, αἵτινες ἐστέγασαν ποτὲ ζωὰς καὶ ψυχάς, καὶ τώρα ἐκάλυπτον μυστήρια ἄγνωστα ὑπὸ τοὺς σωροὺς τῶν λίθων. Ἑκάστη παλαιὰ οἰκία εἶχε τὸ ζῴδιόν της. Τὸ ζῴδιον τοῦτο ἐλάμβανε τὴν μορφὴν ἐκείνου τοῦ σφαγίου, τὸ ὁποῖον εἶχε θυσιασθῆ κατὰ τὴν θεμελίωσιν τῆς οἰκίας τῆς κτιζομένης ἑκάστοτε, μετὰ τὸν ψαλέντα ἁγιασμόν. Ἐὰν τὸ σφαγὲν ζῷον ἦτο πετεινός, ὁ πετεινὸς ἔβγαινε συχνὰ τὴν νύκτα, ἐξαφνίζων τοὺς ἐνοίκους, ἐνόσῳ ἡ οἰκία ἦτον ὀρθία ἀκόμη, καὶ ἐξακολουθοῦσε καὶ τώρα νὰ βγαίνῃ παραπονετικῶς, λαλῶν μὲ φωνὴν θρηνώδη ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια. Ἐὰν τὸ θυσιασθὲν ἦτο ἀρνίον, ἓν πρᾶγμα λευκόν, πρᾷον, ἥμερον, ὁμοιάζον μὲ ἀρνίον, δὲν ἔπαυε νὰ βγαίνῃ ἀκόμη γύρω εἰς τὰ θεμέλια τῆς οἰκίας, βελάζον θλιβερῶς. Ἐὰν τὸ θῦμα ἦτο μοσχάριον, ἕνα βοϊδάκι μικρόν, μαυροκόκκινον ἐπαρουσιάζετο τριγύρω εἰς τὰ ἐρείπια. Ἐμούγκριζε μὲ σιγανὴν φωνήν, καὶ πολλάκις, ἐνόσῳ ἡ οἰκία ἐκατοικεῖτο, τὸ μούγκρισμά του προεσήμαινε κακὸν διὰ τοὺς οἰκοκυραίους.
Ὅλ᾽ αὐτὰ τὰ διηγοῦντο οἱ μάγκες ὅπως τὰ εἶχον ἀκούσει ἀπὸ τὰς προμήτοράς των, καὶ μάλιστα τὰ ἀβγάτιζαν* κ᾽ οἱ ἴδιοι μὲ τὴν παιδικὴν ψευδομανίαν των. Καὶ τώρ᾽ ἀκόμη πολλοὶ τὰ ἔβλεπον. Αὐτὴ ἡ Μαχὼ εἶχε διηγηθῆ ἄλλοτε εἰς τὸν υἰόν της, τὸν Φάλκον, ὅτι εἶδε μὲ τὰ μάτια της, ἕνα μεσημέρι, νεράιδες νὰ χορεύουν, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ὅπου εὑρίσκετο, μίαν φοράν, ὅταν ἦτο μικρὰ κόρη ἀκόμη, καταντικρύ, ἐπὶ τῆς κρημνώδους ἀκτῆς τοῦ Κουρούπη. Ἐκεῖ ἐπάνω, εἰς τὸν κρημνόν, ἔβλεπε τὶς νεράιδες, ἕνα πλῆθος λευκοφορεμένων γυναικῶν, ποὺ ἦσαν πιασμέναι εἰς χορόν, κ᾽ ἐχόρευαν «στὸν καλό τους καιρό», κ᾽ ἐτραγουδοῦσαν.
― Καὶ τί τραγούδι ἔλεγαν, μάννα; ἠρώτησεν ἡ μικρὰ Τσιτσώ, ἐννέα ἐτῶν παιδίσκη, τὴν μητέρα της.
―Ἔλεγαν, κορίτσι μου: «Ἀκοῦτέ μας· μιλᾶτέ μας· ἡμεῖς, καλὲς κυράδες…»…
―Ἤθελα κ᾽ ἐγὼ νὰ τό ᾽βλεπ᾽ αὐτό, μάννα, εἶπεν ὁ Φάλκος.
―Ὁ Θεὸς νὰ μὴ σ᾽ ἀξιώσῃ, παιδάκι μου. Ἐγὼ ἔπεσ᾽ ἄρρωστη στὸ κρεβάτι, ποὺ τὸ εἶδα, κ᾽ ἐπιάστηκε σαράντα μέρες ἡ γλῶσσά μου.
― Καὶ δὲ μοῦ λές, θειά, ὑπέλαβεν ὁ ἀνεψιός της, ὁ Σταμάτης τὸ παπαδόπουλο, ἕνας ἄλλος μάγκας ὁμήλικος σχεδὸν μὲ τὸν Φάλκον, ποῦ τὸν ηὗραν τὸν τόπο, γιὰ νὰ χορέψουν; Ἀπάνω ἐκεῖ, στὸν κρημνό, στὴν σάρα, πῶς δὲ γλιστροῦσαν νὰ πέσουν;
― Αὐτὲς εἶναι νεράιδες, παιδάκι μου, καὶ πατοῦν στὸν ἀέρα, ἀπήντησεν ἡ Μαχώ.
Τὴν διήγησιν διὰ τὶς νεράιδες ποὺ χόρευαν τὴν ἐπεβεβαίωσε καὶ ἡ γρια-Φαλκίτσα, ἡ μητέρα τῆς Μαχῶς, μία γραῖα κοντὴ καὶ κυρτή, ὁμοία μ᾽ ἕνα κουβαράκι. Αὐτὴ εἶχεν ἰδεῖ στὸν καιρόν της πολλὰ ἀπίστευτα πράγματα.
Ὁ Φάλκος διὰ πρώτην φορὰν εὕρισκε τὴν εὐκαιρίαν αὐτήν, νὰ διανυκτερεύσῃ εἰς τὸ Ἔρημο Χωριό, χωρὶς νὰ εἶναι πολὺς κόσμος, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου θὰ ἦτον ἱκανὴ νὰ διώξῃ τὰ στοιχειά. Εἶχε μεγάλην περιέργειαν μεμειγμένην μὲ μεγαλύτερον φόβον, νὰ ἔβλεπε στοιχειά.
Διὰ νὰ λάβῃ ὀλίγον θάρρος, εἶχεν ἐρωτήσει τὴν μάμμην του ἂν ὅλα τὰ φαντάσματα κάμνουν κακὸν εἰς ὅσους τὰ ἰδοῦν, καθὼς εἶχαν κάμει ἄλλοτε οἱ νεράιδες εἰς τὴν μητέρα του. Ἡ γραῖα τοῦ ἀπήντησε ὅτι εἶναι καὶ στοιχειὰ ἀβλαβῆ καὶ ἀκίνδυνα, καὶ μάλιστα τὰ ζῴδια τῶν σπιτιῶν ὡρισμένως δὲν κάμνουν ποτὲ κακόν.
Μόλις εἶχαν φθάσει, καὶ ἤρχισε νὰ νυκτώνῃ. Ἡ Μαχὼ ἐπίστευεν ὅτι θὰ εὕρισκεν εἰς τὸ Ἔρημο Χωριὸ δύο ἢ τρεῖς ἄλλας γυναῖκας μαζὶ μὲ ἄλλα τόσα παιδία ἢ κοράσια, αἵτινες διενυκτέρευον ἀπὸ ἡμερῶν εἰς τὸν τόπον, διὰ τὸν αὐτὸν λόγον καὶ ἡ Μαχώ. Ἠσχολοῦντο τὴν ἡμέραν εἰς τὴν συλλογὴν τοῦ ἐλαιοκάρπου, κ᾽ ἐπειδὴ τὸ παλαιὸν χωρίον εὑρίσκετο σιμὰ εἰς τὰ κτήματά των, μὴ θέλουσαι νὰ κοιμῶνται εἰς τὸ ὕπαιθρον, καὶ διότι ἔπιπτεν ἄφθονος δρόσος καὶ ὑγρασία τὴν νύκτα, καὶ διότι ἦσαν γυναῖκες, χάριν εὐκολίας κατήρχοντο καὶ διενυκτέρευον αὐτόθι, εἰς τὰς δύο ἢ τρεῖς σωζομένας μικρὰς οἰκίας, διὰ ν᾽ ἀναλάβουν ἐνωρὶς τὴν ἐργασίαν τὴν ἐπαύριον.
Ἤλπιζε λοιπὸν ἡ Μαχὼ νὰ εὕρῃ συντροφιάν, καθόσον δὲν θὰ εὐχαριστεῖτο νὰ μείνῃ μόνη της μὲ τὸ παιδίον τὴν νύκτα εἰς τὸ ἔρημον μέρος, ὅπου «κροτίζει* ὁ τόπος», ἀπὸ τὰς τόσας παλαιὰς ἀναμνήσεις καὶ τὰ τόσα στοιχειά. Ἀλλ᾽ ἡ Μαχὼ ἐγελάσθη. Αἱ γυναῖκες εἶχον τελειώσει πρὸς τὸ παρὸν τὴν πρώτην συλλογὴν τῶν ἐλαιῶν, καὶ δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ εἶχον ἐπιστρέψει τὸ βράδυ εἰς τὴν πολίχνην.
Ἡ Μαχὼ δὲν εὗρε ψυχὴν εἰς τὸ Ἔρημον Χωρίον. Ἐνύκτωνεν ἤδη, ἡ πανσέληνος ἦτον περασμένη, καὶ ἡ σελήνη θ᾽ ἀνέτελλε δύο ἢ τρεῖς ὥρας νύκτα. Ἄλλως, ὁ Φάλκος ἐπεθύμει νὰ διανυκτερεύσῃ εἰς τὸ ἄγριον μέρος, κ᾽ ἐπέμενε νὰ μείνωσιν. Ἤθελε νὰ κάμῃ κι αὐτὸς τὸν ἀνδρειωμένον εἰς τὸν ἐξάδελφόν του Σταμάτην, ―ὅστις συνήθως ἔκαμνε τὸν ἄφοβον μεταξὺ ὅλων τῶν παιδίων,― καὶ νὰ ἔχῃ νὰ τοῦ διηγῆται ὅτι εἶδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, εἰς τὸ Ἔρημο Χωριό, καὶ «δὲν ἵδρωσε τὸ μάτι του».
Ἡ Μαχὼ ἔκαμε τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν κ᾽ ἔμεινεν. Ἐν πρώτοις, ἄναψε τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας. Ἦτον μία μεγάλη εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, ἀρχαϊκή, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, μὲ πρόσωπον τὸ διπλάσιον τοῦ φυσικοῦ, μὲ μεγάλους, πολὺ μεγάλους ὀφθαλμούς, καὶ μὲ τὸν Χριστόν, ἓν βρέφος μὲ παμμεγίστην κεφαλήν, φοροῦν χιτῶνα ἐπίχρυσον, φωτεινόν, «τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον».
Εἶτα ἄναψε φωτιὰν εἰς τὸ στενόν, μεταξὺ δύο ἐρειπίων, ἀντικρὺ τοῦ ναΐσκου, καὶ κατέμπροσθεν εἰς τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου της. Ἔψησε καφὲ διὰ τὸν Φάλκον της, τὸν καλομαθημένον, εἶτα ἐμαγείρευσε φαγητὸν ἀπὸ τομάτες καὶ κρόμμυα μὲ λάδι. Ἀφοῦ ἔφαγαν, ἐκλείσθησαν εἰς τὸν οἰκίσκον διὰ νὰ κοιμηθοῦν.
Ἡ Μαχὼ ἦτον κουρασμένη, καὶ δὲν ἄργησε ν᾽ ἀποκοιμηθῇ. Ὁ Φάλκος ὅμως ἔκαμε τὸν ψόφιον καταρχάς, κι ἄρχισε νὰ ροχαλίζῃ. Ἅμα ἐνόησεν ὅτι ἡ μητέρα του εἶχεν ἀποκοιμηθῆ, ἐσηκώθη, κι ἄνοιξε τὴν πόρταν. Θὰ ἦτον κρῖμα, ἐφαντάζετο, νὰ μὴν ἀπολαύσῃ αὐτὸ τὸ θέαμα, τὸ πρωτοφανὲς δι᾽ αὐτόν, ἂν καὶ δὲν ἤξευρε καλὰ πῶς νὰ τὸ παραστήσῃ· τὴν νύκτα τὴν μυστηριώδη καὶ σιγηλήν, τὸν ἄπειρον οὐρανόν, τὴν ἀχανῆ θάλασσαν, ὑψηλά, ἄνωθεν τοῦ ἐρήμου μαγικοῦ βράχου. Καὶ ἦτον, ἐπὶ τέλους, πιθανὸν νὰ ἴδῃ καὶ κανὲν φάντασμα…
Ἐρρίγησεν. Ἂς ἔλειπαν τὰ φαντάσματα! Καθὼς ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὕπαιθρον ὁ Φάλκος, καταρχὰς ἐστράφη ὀπίσω πρὸς τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου τὴν ὁποίαν ἀφῆκεν ἀνοικτήν, καὶ ἠκροᾶτο διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὴν ἀναπνοὴν τῆς μητρός του κοιμωμένης. ᾘσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ἔχῃ συντροφιὰν τὴν πνοὴν τῆς μητρός του… Εὐτυχῶς ἡ μήτηρ του τοῦ εἶχεν ἀφήσει καὶ ἄλλην συντροφιάν, τὴν φωτιὰν τὴν ὁποίαν εἶχε θρέψει μὲ ξύλα πολλὰ καὶ κουτσοῦρες ἐπίτηδες, καὶ ἀφοῦ τὴν περιώρισε μεταξὺ πλακῶν καὶ λίθων, μακρὰν παντὸς ξηροῦ χόρτου ἢ θάμνου χλωροῦ ἢ ρίζης δένδρου, εἶπεν ὅτι τὴν ἀφήνει «γιὰ συντροφιὰ» καὶ δὲν τὴν ἔσβησε. Τώρα, ὅσον προέβαινεν ἡ νύξ, ὁ βρόμος τοῦ πυρὸς καὶ ἡ λάμψις τῶν καιόντων δαυλῶν, καὶ τὸ θάλπος τὸ ὁποῖον διέχυνεν ἡ ἀνθρακιά, ἦτο πράγματι ἀνεκτίμητος παρηγορία, εἰς τὴν ἐρημίαν ἐκείνην, ἀναμέσον τῶν τόσων ἐρειπίων.
Καθὼς ἐξῆλθεν ὁ Φάλκος ἔξω, εἰς τὸ ὕπαιθρον, ἀντικρὺ τῆς θύρας τοῦ οἰκίσκου εἶδε νὰ φαίνεται ἕνα μαῦρον πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε παρατηρήσει ἀφ᾽ ἑσπέρας. Τοῦτο ὡμοίαζε πολὺ μὲ γραῖαν μαυροφόραν καθημένην εἰς τὸ σκότος, ἥτις τὸν ἐκοίταζε μακρόθεν. Ἐπειδὴ ᾐσθάνετο φόβον, καὶ ἤθελε μὲ κάθε τρόπον νὰ διώξῃ τὸν φόβον ἀπὸ μέσα του, ἔλαβεν ἕνα δαυλόν, ἐπῆγε κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τὸ πρᾶγμα τὸ μαῦρον, καὶ τὸ ἐψηλάφησε κ᾽ ἐβεβαιώθη ὅτι ἦτο μαῦρον κούτσουρον ρίζης πάλαι ποτὲ ὑπάρξαντος δένδρου, τὸ ὁποῖον εἶχε καῆ, καὶ ἦτον ὡς καψάλα. Παραπέρα ἐκεῖ ἵστατο ἓν πρᾶγμα ὄρθιον, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ὡς ἄνθρωπος μὲ τὸν ἕνα βραχίονα ἄνω ἁπλωμένον. Κρατῶν τὸν δαυλὸν ἐπλησίασε, καὶ εἶδε καλά, κ᾽ ἐβεβαιώθη ὅτι αὐτὸ ἦτο κορμὸς ἀγριοσυκῆς ξηραδιάρας, τῆς ὁποίας τὰ φύλλα ἐφαίνοντο νὰ εἶχον φαγωθῆ ἢ μαδηθῆ προσφάτως, καὶ τὸ ἕνα κλωνάρι ἦτο σπασμένον, κ᾽ ἔγερνε κάτω, τὸ δὲ ἄλλο, εὑρισκόμενον εἰς τὴν θέσιν του, ἔτεινε πέραν ὁριζοντίως.
Ἐκεῖ δίπλα, εἶδε τὴν ἀνταύγειαν τῶν κανδηλίων τοῦ ἐκκλησιδίου, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀνάψει ἐνωρὶς ἡ μήτηρ του. Ὁ Φάλκος προέκυψε κ᾽ ἐκοίταξε διὰ τῆς ὑάλου τοῦ παραθύρου. Εἶδε τὴν σκιὰν καὶ τὸ ἱερὸν θάμβος τῶν εἰκόνων καὶ τῶν θυρίδων καὶ τῶν γωνιῶν, τὰς ἀμαυρὰς μορφὰς τῶν Ἁγίων, ὠσφράνθη τὸ μεικτὸν ἄρωμα τοῦ κηρίου, τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ θυμιάματος, κ᾽ ἐκοίταξεν ἐπὶ μακρόν, εἰς τὸ φρῖσσον φῶς τῶν πυρσῶν τῆς κανδήλας, τὰ μεγάλα ὄμματα τῆς Παναγίας, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο νὰ τὸν προσβλέπουν μετ᾽ ἀύλου θωπείας καὶ ἐπιεικίας βασιλοπρεπῶς, μέσον τῶν ὑάλων τοῦ παραθύρου. Ἔκαμε ταχέως δύο σταυροὺς καὶ ἀπεμακρύνθη.
Ἡ ἰαχὴ τῶν κυμάτων ὑπόκωφος, μονότονος, ἀνήρχετο ἀπὸ τὰ θεμέλια τῶν βράχων, ἀπὸ τὰ θαλάσσια ἄντρα. Ὁ οὐρανὸς ἄνω ἐσελάγιζεν ἀπὸ ἄστρα, καὶ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὴν ἀνταύγειαν τῶν ἄστρων ἐφαίνετο νὰ γυαλίζῃ τὸ πέλαγος φρῖσσον, καὶ ἡ ἀκτὴ τοῦ Κουρούπη ἄσπριζεν ἀπέναντι, μελαγχολική, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐχόρευον οἱ νεράιδες τὸ μεσημέρι, ἐνῷ τὴν νύκτα ἔπιπτον μετὰ κρότου οἱ λίθοι, τοὺς ὁποίους ἐκύλιον τὰ δαιμόνια, φυγαδεύοντα τοὺς τολμῶντας νὰ πλησιάσουν εἰς τὴν βρύσιν ἁλιεῖς… Ζέφυρος λεπτός, εὐώδης, δρόσος ζωηφόρος ἔπνεεν. Ὁ Φάλκος ᾐσθάνετο κάτι ὡς ἐλαφρότητα, ὡς διάθεσιν πρὸς πτῆσιν, τὴν ὁποίαν ποτὲ δὲν εἶχε δοκιμάσει εἰς τὸ χωρίον του, ὅταν ἐκυλίετο μέσα εἰς τὰ ποτόκια* καὶ τ᾽ αὐλάκια τῶν λιθοστρώτων στενῶν δρομίσκων, παίζων ὁμοῦ μὲ τ᾽ ἄλλα παιδία.
Ἀνάμεσα εἰς τὸν ρόχθον ἐκεῖνον τῶν θαλασσῶν, ξεχώριζε κάτι ὡς δοῦπος, ὡς κτύπος σφύρας, μονότονον καὶ ρυθμικόν, ἐπίμονον ὅπως τὸ ᾆσμα τοῦ τέττιγος καὶ τὸ λάλημα τῶν στρουθίων. Ὁ Φάλκος, ὅσον καὶ ἂν ἐβασάνιζε τὸν νοῦν του, δὲν ἐνόει τί πρᾶγμα ἦτον ὁ συνεχὴς ἐκεῖνος κρότος.
Ἀνυπόμονος ἐπανῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν διὰ νὰ ἐρωτήσῃ τὴν μητέρα του. Τὴν ἔσεισε διὰ νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ.
― Μητέρα, τί πρᾶμα εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ κάνει τὰκ τάκ, στὴ θάλασσα, κάτω; Μὴν εἶναι κανένα στοιχειό;
Ἡ Μαχὼ ἐσάλευσεν, ἔτριψε τὰ μάτια της καὶ εἶπεν:
― Εἶν᾽ ὁ Καλαφάτης, παιδί μου.
Κ᾽ ἔκαμε νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν.
― Καὶ τί πρᾶμα εἶν᾽ ὁ Καλαφάτης; ἐπανέλαβεν ὁ Φάλκος.
Ἡ Μαχὼ ἐχασμήθη, ἔκλεισε τὰ μάτια, καὶ δὲν ἀπήντησεν. Ὁ Φάλκος ἐπέμεινε.
― Πές μου, μητέρα, τί εἶν᾽ ὁ Καλαφάτης; εἶπε σείων τὸν ὦμον τῆς κοιμωμένης.
― Ὁ Καλαφάτης, εἶπε μετὰ κόπου ἡ Μαχώ, εἶναι μιὰ ξέρα κάτω στὸ γιαλό, ποὺ τὴν λὲν ἔτσι… Κοιμήσου, παιδί μου.
Ἡ Μαχὼ δὲν εἶχεν ἐννοήσει ὅτι ὁ υἱός της ἔλειπεν ἀπὸ πλησίον της, καὶ ὅτι εἶχεν ἐπανέλθει τώρα ἔξωθεν. Ἐνόμισεν ὅτι, πλαγιασμένος πλησίον της εἶχεν ἀκούσει τὸν κρότον τῆς ὑφάλου.
Πάραυτα ἀφοῦ εἶπε τὸ «Κοιμήσου, παιδί μου» ἀπεκοιμήθη πάλιν, ὁ δὲ Φάλκος καὶ πάλιν ἔσπευσε νὰ ἐξέλθῃ.
Μεσονύκτιον ἦτον ἤδη, καὶ ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει πρὸ πολλοῦ. Ὁ Φάλκος, ὅταν ἐξῆλθε τὸ δεύτερον ἔξω, ἔρριψε ξύλα εἰς τὴν φωτιάν, διὰ νὰ μὴ σβήσῃ, ἐπειδὴ μεγάλως τὸν ἔτερπε καὶ τὸν ἐγοήτευε τὸ πῦρ, εἰς τὴν σιγὴν καὶ τὴν γαλήνην τῆς νυκτός, εἰς τὸ μέσον τῶν ἐρειπίων.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ὁ Φάλκος ἤκουσε λάλημα πετεινοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν ἐφαίνετο νὰ εἶναι ἀπὸ πολὺ πλησίον, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ μακρόθεν. Ἂν δὲν ἔπλεε καμμία βρατσέρα ἢ καμμία γολετίτσα τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸ πέλαγος, ὀλίγον ἀνοικτὰ ἀπὸ τὴν ἀκτήν, ἡ ὁποία θὰ ἔτυχε νὰ ἔχῃ ὀρνιθῶνα εἰς τὸ κατάστρωμά της, τὸ λάλημα πιθανὸν νὰ ἤρχετο ἀπὸ τὸ καλύβι μιᾶς ποιμενίδος, τῆς Κοκκινίτσας λεγομένης, τὸ ὁποῖον δὲν ἀπεῖχε πολύ, εὑρισκόμενον ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀντικρύζον μὲ τὸ Ἔρημον Χωρίον.
Ὁ Φάλκος ἐνθυμήθη τὰς διηγήσεις τῶν παιδίων, τὰς παραδόσεις ὅσας εἶχον παραλάβει ἀπὸ τὰς γραίας προμήτορας σχετικῶς μὲ τὰ «ζῴδια» τῶν οἰκιῶν, τὰ ἐμφανιζόμενα κάποτε τὴν νύκτα.
Τότε, ἂν καὶ ἡ μάμμη του τὸν εἶχε βεβαιώσει ὅτι τὰ ζῴδια ταῦτα δὲν ἠδύναντο νὰ βλάψουν, ᾐσθάνθη ἀληθῆ τρόμον, ἔτρεξεν, εἰσῆλθεν εἰς τὴν θύραν ἔσωθεν, ἔκαμε τὸν σταυρόν 〈του〉 κ᾽ ἐπλάγιασε πλησίον τῆς μητρός του.
― Μητέρα, εἶπεν ἔντρομος· ἄκουσα ἕναν πετεινό… εἶναι τὸ ζῴδιο τοῦ σπιτιοῦ μας!
Ἡ μήτηρ του δὲν ἀπεκρίθη, ἐκοιμᾶτο βαθιά.
― Πές μου, μητέρα, ἐπανέλαβεν ὁ Φάλκος, σείων αὐτὴν διὰ νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ ―ἐπειδὴ ᾐσθάνετο τώρα μεγαλυτέραν ἀνάγκην συντροφιᾶς, καὶ πρὸ πάντων τῆς ἀνθρωπίνης ὁμιλίας― πές μου, τί πρᾶμα εἶχαν σφάξει ὅταν τὸ ἔχτισαν αὐτὸ τὸ σπιτάκι; Δὲν ἔσφαξαν πετεινό;
Ἡ Μαχὼ ἐξύπνησε, καὶ ἀνεσηκώθη ἐπὶ τῆς μαλλίνης τσέργας*, ἐφ᾽ ἧς ἦτο πλαγιασμένη.
― Τί ἔχεις, παιδί μου, καὶ δὲν κοιμᾶσαι; εἶπε. Δὲν ἔχεις ὕπνο;
― Ὄχι, ὄχι… εἶπεν ὁ Φάλκος. Ἄκουσα ἕναν πετεινό.
― Ποῦ τὸν ἄκουσες;
―Ἐδῶ ἔξω.
― Στὸ καλύβι τῆς Κοκκινίτσας θὰ λάλησε… Ἔχει ἕνα σωρὸ πετεινάρια… Θέλεις νὰ σοῦ ἀγοράσω ἕνα αὔριο καὶ νὰ σοῦ τὸ σφάξω τὴν Κυριακή;…
―Ἀκοῦς ἐκεῖ; Μακάρι…
― Καλά, Φαλκάκι μου. Κοιμήσου τώρα, καὶ μεθαύριο, σὰν πᾶμε κάτω, ἐγὼ θὰ σὲ φιλέψω πετεινό…
Τώρα ὁ Φάλκος ᾐσθάνετο νυσταγμόν, τὸν ὁποῖον τὸ πρὶν εἶχε νικήσει ἡ περιέργεια. Καὶ πάλιν θὰ ἐπεθύμει νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ ἐξέλθῃ, πλὴν ἤρχισε νὰ ζαλίζεται καὶ νὰ ναρκοῦται ἀπὸ τὴν ἔφοδον τοῦ ὕπνου. Τοὐναντίον, ἡ μήτηρ του, ἀφοῦ εἶχε μισοχορτάσει τὸν ὕπνον, ἐξενύσταξε, κ᾽ ἔμεινεν ἀνακαθισμένη καὶ συλλογισμένη, σιμὰ εἰς τὸ προσκέφαλον τοῦ Φάλκου της.
Μετ᾽ ὀλίγον εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ὁ Φάλκος, ἡ δὲ μήτηρ του, καθισμένη καθὼς ἦτον, καὶ στηρίζουσα μὲ τὴν χεῖρα κεκυφυῖαν τὴν κεφαλήν, ἤρχισε νὰ νυστάζῃ πάλιν καὶ νὰ λαγοκοιμᾶται.
Καὶ οἱ δύο μετ᾽ ὀλίγον ἐξύπνησαν ἀπὸ ἕνα κρότον καὶ μίαν ἀλλόκοτον φωνήν.
Ἔξωθεν τῆς θύρας των ἠκούετο ὡσὰν ἕνα μούγκρισμα.
― Μπ! μοῦ! βοῦ! μοῦ! μποῦ! μοῦ!
Ὁ Φάλκος ἀνετινάχθη. Ἡ Μαχὼ ἐξαφνίσθη εἰς τὸν ἐλαφρὸν ὕπνον της.
― Παναγία μου! τί εἶναι;
Εἰς τὴν ἐπιφώνησιν τῆς Μαχῶς, ἀπήντησε καγχασμός, ὅστις ὅμως οὐδόλως καθησύχασε τὴν γυναῖκα.
Πολλὰ φαντάσματα τῆς νυκτός, καθὼς καὶ οἱ νεράιδες τὴν ἡμέραν, εἶχον ἀκουσθῆ κατὰ καιροὺς ὑπὸ πολλῶν νὰ γελοῦν θορυβωδῶς.
Ἀλλ᾽ ὁ Φάλκος, παραδόξως, μέσα εἰς τὸν φόβον του ἐγέλασε.
―Ἂν εἶναι στοιχειό, εἶπε, θὰ μοιάζῃ μὲ τὸν ἐξάδελφό μου τὸν Σταμάτη…
Τῷ ὄντι εἶχεν ἀναγνωρίσει τὴν φωνὴν καὶ τὸν γέλωτα τοῦ ὁμήλικος ἐξαδέλφου του.
― Βρὲ παιδί, παλάβωσες, θὰ τοὺς σκιάξῃς… θὰ κοπῇ τὸ αἷμά τους, ἀπήντησε φωνὴ ἔξωθεν εἰς τὸν ἀκουσθέντα καγχασμόν.
Δεύτερος γέλως ἀντήχησεν, εἶτα δροσερά, νεανικὴ φωνὴ εἶπε:
― Δὲν τὰ φοβοῦμαι τὰ στοιχειὰ ἐγώ, θεια-Μαχώ.
Ὁ Φάλκος ἤνοιξε τὴν θύραν.
Ὁ Σταμάτης ἐφάνη εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν γρια-Φαλκίτσα, τὴν μάμμην του καὶ μάμμην τοῦ Φάλκου, μητέρα δὲ τῆς Μαχῶς.
Ἡ γρια-Φαλκίτσα, κοντὴ καὶ κυρτή, συμμαζωμένη, ἔβλεπε καλὰ τὴν νύκτα, καθὼς ἔκυπτε πρὸς τὴν γῆν, εἶχε γερὰ πόδια, κ᾽ ἐπάτει μὲ βῆμα ἐλαφρόν.
Ὁ Σταμάτης ἀφῆκε κραυγὴν θριάμβου.
― Καλῶς σᾶς ηὕραμε!… Γιὰ χατίρι σας, κόντεψαν νὰ μᾶς φᾶνε τὰ στοιχειά!
Ὁ Φάλκος ἠρώτησε τὴν μάμμην του:
― Ξέρεις νὰ μοῦ πῇς μαννού*, τὸν καιρὸ ποὺ ἔκτιζαν αὐτὸ τὸ σπίτι, τί εἶχαν σφάξει στὰ θεμέλια;… Μὴν ἔσφαξαν πετεινό;… Γιατὶ ἄκουσα ἕναν πετεινὸ νὰ μιλῇ, πολληώρα…
Ἡ γρια-Φαλκίτσα ἀπήντησεν εὐθύμως:
―Ἀκοῦς ἐκεῖ! Τί ἄλλο θὰ ἔσφαξαν ἀπὸ πετεινό, παιδί μου… καλὰ ἐξεφάντωσαν ἐκεῖνοι μὲ τὸν πετεινό, τὸν μικρὸν ἐκεῖνο. Μακάρι νὰ εἴχαμε κ᾽ ἐμεῖς ἕνανε!
― Τώρα τὸν εἶχα μελετήσει, μάννα, καὶ τοῦ ἔταξα τοῦ γυιοῦ μου ἕνα πετεινάρι, εἶπεν ἡ Μαχώ…
― Καὶ τί νὰ μᾶς κάμῃ ἕνα πετεινάρι, θειά, εἶπεν ὁ Σταμάτης, ποὺ ἔχουμε κι ἄλλους δικούς μας κάτω στὸ χωριό; Μισὸ μοναχὰ θέλω ἐγὼ στὸ μερδικό μου…
― Θὰ πάρω δυὸ ἀπ᾽ τὴν Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει νὰ μοῦ δίνῃ, εἶπεν ἡ Μαχώ.
Εὐθὺς τώρα ἡ γρια-Φαλκίτσα ἤρχισε νὰ διηγῆται πῶς καὶ διατί ἦλθε, μαζὶ μὲ τὸν ἔγγονόν της, εἰς τοιαύτην ὥραν.
― …Σὰν εἴδαμε, πλιό, παιδάκι μ᾽, πὼς ἀργήσατε, καὶ καταλάβαμε πὼς ἤθελε κοιμηθῆτε στὸ χωριὸ τὸ δικό μας πλιό, καὶ θὰ ἤσαστε μοναχοί σας, γιατὶ ἡ Διόμαινα καὶ ἡ Μπάλαινα κ᾽ ἡ γειτόνισσά μας τὸ Γηρακὼ εἶχαν φύγει νωρίς, γιατὶ δὲν εἶχαν ἄλλες ἐλιὲς νὰ μαζέψουν, πλιό, κ᾽ ἦρθε τὸ Γηρακώ, ἡ γειτόνισσα, καὶ μᾶς εἶπε πώς, νὰ τό ᾽ξερε, ἤθελε καθίσει στὸ χωριό μας, γιὰ νὰ σᾶς κάμῃ συντροφιά (χωριό της ὠνόμαζεν ἡ γραῖα τὸ παλαιὸν Ἔρημον Χωρίον) καὶ τῆς κακοφάνηκε ποὺ δὲν τό ᾽ξερε, γιὰ νὰ καθίσῃ· σὰν τ᾽ ἄκουσε κι ὁ Σταματάκης, αὐτὸ τὸ ἁιόπαιδο, δὲν ἤθελε νὰ βασταχθῇ, κ᾽ ἐφοβέριζε νὰ κινήσῃ νὰ ᾽ρθῇ στὸ χωριὸ μεσάνυχτα, μοναχός του· σὰν ἐβγῆκε τὸ φεγγάρι, κ᾽ ἐβλέπαμε νὰ περπατοῦμε, πλιό, γιὰ νὰ μὴν κινήσῃ νά ᾽ρθῃ μοναχός του ὁ Σταματάκης, ὁ ἀπόκοτος, κ᾽ ἔχω δυὸ καημούς, καὶ γιὰ τ᾽ ἐσᾶς καὶ γιὰ τ᾽ αὐτόνε, εἶπα κ᾽ ἐγώ, ἂς κινήσουμε νὰ πᾶμε, τώρα ποὺ βγῆκε τὸ φεγγάρι, πλιό… Κ᾽ ἔτσ᾽ ἤρθαμε.
Εἶχαν ἔλθει ψηλὰ ἀπὸ τὴν ράχιν, ἀπὸ τὰ Καλύβια τοῦ βουνοῦ, ὅπου εἶχαν μείνει νὰ διανυκτερεύσουν, ἡ γραῖα κι ὁ ἔγγονός της. Ἀπὸ τὸ πρωὶ εὑρίσκοντο εἰς τὴν μάνδραν, εἰς τὸ βουνόν. Εἶχαν ὑπάγει διὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ δύο βοσκοὺς κολλήγας των ὀλίγα καθυστερούμενα, εἰς μυζῆθρες καὶ τραχανάν, προερχόμενα ἀπὸ ἀντισπόρους καὶ ἀπὸ ἐνοίκια βοσκῶν. Τὸ βράδυ, αἱ τρεῖς γυναῖκες, αἵτινες εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν γειτονιὰν τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ἐπιστρέφουσαι εἰς τὴν πολίχνην ἐπέρασαν ἀπὸ τὰ Καλύβια, καὶ ἡ Φαλκίτσα γνωρίζουσα ὅτι ἡ κόρη της ἡ Μαχὼ εἶχε πρόθεσιν νὰ μείνῃ εἰς τὸ Ἔρμο Χωριὸ τὴν νύκτα ἐκείνην, ἐξηγήθη μὲ τὰς τρεῖς γυναῖκας, αἵτινες ἐξέφρασαν λύπην διότι δὲν τὸ ἤξευραν νὰ μείνουν χάριν συντροφιᾶς. Τότε, σὰν ἐνύκτωσε, ὁ Σταμάτης, τ᾽ ἁγιόπαιδο, καθὼς τὸν ἐπωνόμαζεν ἡ μάμμη του, ἐσήκωσεν ἐπανάστασιν, ἀπαιτῶν νὰ ὑπάγουν ὁμοῦ εἰς τὸ Παλαιὸν Χωρίον, ἄλλως ἠπείλει ὅτι θὰ ἐπήγαινε αὐτὸς ἢ μόνος ἢ μὲ δύο βοσκόπουλα, τὰ ὁποῖα θὰ ὡδήγουν τὰ μικρὰ κοπάδια τους πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο.
Ἡ γραῖα ἐνέδωκε, καὶ ἅμα τῇ ἀνατολῇ τῆς σελήνης ἀνεχώρησαν ὁμοῦ.
Ὁ Σταμάτης τώρα ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὸν ἐξάδελφόν του τὸ πῶς ἐγέλασε τὰ δύο βοσκόπουλα, τὰ ὁποῖα εἶχαν σχεδιάσει νὰ τὸν «σκιάξουν», καὶ ματαιώσας τὰ σχέδιά των, τὰ ἔσκιαξεν αὐτός, ἀντὶ νὰ τὸν σκιάξουν ἐκεῖνα.
― …Τὰ μυρίστηκα ἐγώ, ποὺ ἤθελαν νὰ κρυφτοῦν κάτω στὸ ρέμα, δίπλα στὸ δρόμο μας… τοὺς ἄκουσα ποὺ μουρμούριζαν οἱ δύο τους: «― Βρὲ σὺ Στάθη, καημένε, νά, μὲ τὴν κάπα νὰ στήσῃς ὁλόρθη τὴν κουκούλα, καὶ τὰ μανίκια τῆς κάπας νὰ τὰ σηκώσῃς ψηλά, νὰ φαίνεται σὰ στοιχειό. ― Ποῦ, βρὲ σύ, Γιάννη; τοῦ λέει, ὁ ἄλλος. ― Νά, κάτω, στὰ σκίνια ἐκεῖ… κ᾽ ἐγὼ νὰ κάνω τὸ βοϊδάκι, τάχα, νὰ μουγκρίζω… κι ἀπέκει, σὰ λακήσουν, τοὺς παίρνουμε μὲ τὰ κοτρώνια». Σὰν τά ᾽κουσα, καλά, νὰ σᾶς δείξω ἐγώ!… Λέγω τῆς γριᾶς νὰ καθίσῃ στὴν ἄκρη, νὰ βαστᾷ τὸν ἀνασασμό της, καὶ νὰ μὲ καρτερῇ, κ᾽ ἔφτασα… «― Ποῦ πᾷς; ― Σιώπα!» Παίρνω τὸ μονοπάτι, στὴν πέρα πάντα… Κατὰ τὰ σκίνια αὐτοί, κατὰ τὰ πρινάρια ἐγώ… Τοὺς βλέπω ἀντίκρυ ποὺ παραμόνευαν κρυμμένοι. Μιὰ πετριά· δεύτερη πετριά· κ᾽ ἐχώθηκα στὰ κλαριὰ μέσα… Ξαφνίζονται, γυρίζουν νὰ ἰδοῦν πόθεν ἔρχονται οἱ πετριές, σηκώνομαι, τοὺς βάζω στὸ κοντό, τοὺς ἀρχινῶ μὲ τὰ βράχια… Κατὰ τὰ σκίνια αὐτοί, κατὰ τὰ πρινάρια ἐγώ… Τό ᾽κοψαν κουμπούρι*… κ᾽ ἐλάκησαν, κι ἀκόμα λακοῦν… πίστεψαν πὼς ἦτον στοιχειὸ ποὺ τοὺς κυνήγησε. Τρέχω, ηὗρα τὴ μαννού μου, καὶ τὸ βάλαμε στὰ πόδια γιὰ δῶ. Καὶ νά μας, ἤρθαμε… Ἄ! δὲν φοβοῦμαι τὰ κρούσματα, θεια-Μαχώ!
Κι ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ὁ Σταμάτης τὸ παπαδοπαίδι, τ᾽ ἁγιόπαιδο, ἥρπασε τὴν φλάσκαν τὴν γεμάτην νερόν, καὶ τὴν ἄδειασε σχεδὸν ὅλην διὰ νὰ ξεδιψάσῃ… Εἶτα ἐξηπλώθη πρηνής, παρὰ τὸ κατώφλιον τῆς θύρας, καὶ ἤρχισε νὰ ροχαλίζῃ ἀκόμη πρὶν κοιμηθῇ.
(1903)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου