Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ – ΤΟ ΖΟΥΔΙΟ


Μικρά διηγήματα από τα «Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ»
Κατὰ τὸν περασμένο Ὀκτώβριο ἐβγῆκα μία ἡμέρα εἰς τὸ κυνήγι. Εἶχε βρέξει καὶ τὸ χῶμα ἦτο μαλακὸ καὶ ἐβούλιαζε εἰς τὸ πάτημα ὡς παχύμαλλο καινούργιο ταπέτο. Αἱ πρῶται πνοαὶ τοῦ φθινοπώρου εἶχαν ἔλθει καὶ τὰ δέντρα ἤρχισαν νὰ χάνουν τὰ φύλλα τους, τὰ ὁποῖα κίτρινα ὑπεχώρουν εἰς τὸ παραμικρὸν φύσημα τοῦ ἀνέμου. Τ᾿ ἀμπέλια ἦσαν ἔρημα. Κανεὶς δὲν ἐγύριζε νὰ τὰ ἰδῇ τώρα ποὺ ἔχασαν τὸν γλυκόχυμον καρπόν τους, ὅπως μία μαραμένην καλλονήν. Ὁ μοῦστος ἔβραζεν εἰς τὰ βαρέλια καὶ ἐπερίμενε τὸν Ἅϊ-Δημήτρη διὰ νὰ χυθῇ εἰς τὰ ποτήρια καὶ νὰ δροσίσῃ τὰ διψασμένα χείλη κάθε κρασοπατέρα.
Ἀφοῦ ἐπλανήθην ἐπὶ πολὺ καὶ ἔκαυσα τὴν μπαρούτη ἀνωφελῶς, ἐκάθισα τὸ μεσημέρι κοπιασμένος κάτω ἀπὸ μίαν λεύκαν, κοντὰ εἰς τὸ χεῖλος διαυγοῦς ρυακίου. Ἔβγαλα ἀπὸ τὴν τσάντα μου ὀλίγον ψωμὶ καὶ τυρί, ἔριξα τὸ ἀνάλογο μερίδιον εἰς τὰ σκυλιὰ καὶ ἔφαγα τὸ ὑπόλοιπον μὲ μεγάλη ὄρεξη. Μετὰ ἐξηπλώθην εἰς τὸν ἴσκιο τῆς λεύκας καὶ ἀφοῦ ἐσκέπασα μὲ τὴν ψάθα τὸ πρόσωπόν μου προσεπάθουν νὰ κοιμηθῶ.
Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν ἦτο πεπρωμένον νὰ κοιμηθῶ, διότι μόλις ἤρχισε νὰ μὲ κυριεύῃ ἡ νάρκη, ἡ προηγουμένη τοῦ ὕπνου, τὰ σκυλιὰ ἤρχισαν νὰ γαυγίζουν δυνατά. Ἐσήκωσα τὸ κεφάλι καὶ εἶδα ἐρχόμενον πρὸς ἐμὲ μὲ τὸ ὅπλον ἐπ᾿ ὤμου τὸν ἀγροφύλακα. Τὸν ἐγνώρισα ἀπὸ τὸν μαῦρον στεμματοφόρον σκοῦφον του.
– Γειὰ χαρά· εἶπε πλησιάζων καὶ στηρίζων κατὰ γῆς τὸ ὅπλον του.
– Καλῶς τόνε.
– Βάρεσες τίποτε;
– Ὄχι… δὲ βρῆκα.
– Ἔχεις καπνό; Ἔχω ἀπὸ προχτὲς νὰ πάω στὸ χωριὸ καὶ κάηκα γιὰ τσιγάρο.
– Ἔχω· πάρε· τοῦ εἶπα, καὶ τοῦ ἔδωσα φύλλον σιγαροχάρτου.
– Δὲ θέλω χαρτί· φουμάρω μὲ πούσι. Καὶ ἔδειξε μικρὸν καὶ λεπτὸν φύλλον ἀραβοσίτου ποὺ μεταχειρίζονται ἀντὶ σιγαροχάρτου γιὰ οἰκονομίαν οἱ περισσότεροι χωρικοί.
Τοῦ ἔδωκα καπνὸ καὶ ἔκαμε τσιγάρο. Ἀλλὰ παρετήρησα ὅτι ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐσήκωνε τὰ μάτια καὶ μὲ κοίταζε μὲ κάποια περιέργεια καὶ ἀνησυχία.
– Ἔλα κάτσε· τοῦ εἶπα. Γιατί στέκεσαι καὶ σὲ βαρεῖ ὁ ἥλιος;
– Ὄχι! μοῦ εἶπε χαμογελώντας. Σ᾿ αὐτὸ τὸ δέντρο δὲν κάθουνται οἱ ἄνθρωποι.
– Γιατί;
Ἀντὶ νὰ ἀπαντήσῃ ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ μοῦ ἔδειξε τὴν ρίζαν τοῦ δέντρου. Γύρω εἰς τὸν κορμὸν τῆς λεύκας τὸ χῶμα ἦτο σκαμμένο καὶ ἀπάνω του ἀφημένο ἕνα σκουριασμένο τσεκούρι. Εἰς τὴν ρίζαν τοῦ κορμοῦ ἦσαν ἀνοιγμένοι τέσσερες λάκκοι καὶ μέσα εἰς αὐτοὺς εἶχαν ἐμπηχθεῖ τέσσερα χοντρὰ καὶ μεγάλα καρφιά. Ἐγύρισα καὶ κοίταξα μὲ ἀπορία τὸν ἀγροφύλακα.
– Πᾶμε ἐκεῖ κάτω καὶ σοῦ λέω· μοῦ ἀπάντησε. Ἐσηκώθην καὶ τὸν ἠκολούθησα κάτω ἀπὸ μικρὰν ἀχυρίνην καλύβα. Ἐκεῖ μοῦ διηγήθη τὰ ἀκόλουθα:
Ἐσεῖς οἱ γραμματισμένοι θαρρεῖτε πὼς τὰ ξέρετε οὖλα· μὰ τίποτα δὲν ξέρετε μὲ συμπάθιο. Τί τὸ ὄφελος σὰν ξέρεις γράμματα καὶ δὲν ξέρεις νὰ φυλάξῃς τὴ ζωή σου;
Ὁ ὀξωμάχος γνωρίζει καλύτερ᾿ ἀπὸ σένα πὼς ἡ καρυδιὰ λόγου χάριν ἢ ἡ καστανιὰ ἔχουν βαρὺν ἴσκιο καὶ δὲν πάει νὰ κάτσῃ ἀπὸ κάτω της. Πόσοι δὲν τὸ ᾿παθαν τὸ κακό! Ἄλλος ξύπνησε πιασμένος· ἄλλος στραβός, ἄλλος ἄλαλος κι ἄλλος μὲ ξυλιασμένα πόδια. Ἂμ τί; ὅσα φέρν᾿ ἡ ὥρα δὲν τὰ φέρν᾿ οὖλος ὁ χρόνος.
Μὲ τοῦτο θέλω νὰ σοῦ εἰπῶ, πὼς τὸ δέντρο ποὺ ἔγειρες νὰ κοιμηθῇς εἶναι στοιχειωμένο. Εἶδες τὰ περόνια καὶ τὸ τσεκούρι: Ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια κάρφωσε ὁ Ζούδιαρης ἐκεῖ τὸ Ζούδιο τοῦ κατακαημένου του Ἀντώνη… Πῆγε ἀπ᾿ ἀγάπη τὸ δυστυχισμένο τὸ παιδί. Καὶ τί παιδί! μάλαμα! Σταλιὰ νερὸ δὲ θόλωνε ποτέ του. Τὴν Κυριακὴ σὰ νύφη περπάταγε στὸ παζάρι· τὴν καθημερινὴ δούλευε σὰ σκυλί. Κοίταζε ὅπως ὅπως νὰ οἰκονομήσῃ τὶς δόλιές του ἀδερφάδες. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀρρωστιάρης· ποτὲ δὲν ἔβλεπε γειά. Μία λυκοφαμελιὰ καὶ ὅλοι ἀπὸ τὸν Ἀντώνη κρεμόσαντε.
Μὰ εἶδες ποὺ λέει: κάθε φτωχὸς κι ἡ Μοίρα του. Δὲν ἔσωναν τὰ τόσα ποὺ τράβαγε, πῆγε ν᾿ ἀγαπήσῃ κιόλα. Καὶ ποιὰ ν᾿ ἀγαπήσῃ; Μία ποὺ δὲν ἦταν γιὰ δαύτονε. Ἦταν πλούσια ἡ κόρη, μὲ γράμματα καὶ μὲ καλὰ πιθέματα. Ἔπειτα ἦταν καὶ ξένη. Ἐγὼ – τί νὰ σοῦ εἰπῶ – τὶς ξένες δὲν τὶς χωνεύω. Ἀλλιῶς εἶναι μαθημένες κι ἀλλιῶς βρίσκουν: Παπούτσι ἀπ᾿ τὸν τόπο σου κι ἂς εἶναι μπαλωμένο.
Ξέχωρ᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ ἡ κόρη ἦταν παιγνιδιάρα ἀλαφαλοῦ. Ἤξερε, ποὺ λές, πὼς τὸν πλούσιο ὅ,τι κι ἂν τὸν ποῦν δὲν τὸν φτάνουν τὰ λόγια. Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἶναι νὰ στεκόμαστε μὴ στάξῃ καὶ μὴ βρέξῃ. Κάλλιο νὰ βγῇ τὸ μάτι σου παρὰ τ᾿ ὄνομά σου.
Ὁ Ἀντώνης ἦταν ὄμορφος, πολὺ ὄμορφος νέος. Ἤξερε κάτι γραμματάκια, ἔλεγε κάποτε καὶ τὸν Ἀπόστολο στὴν ἐκκλησία. Θὲς ἀπὸ δῶ, θὲς ἀπὸ κεῖ ἔπιασαν τὴν ἀγάπη.
Ἐδῶ στὰ δικά μας τὰ χωριὰ τό ᾿χουμε. Κάθε νιὸς δουλευτής, τὰ πρῶτα λεφτὰ ποὺ θὰ πάρει ἀπὸ τὴ δουλειά του, θὰ κάμει μία ἀλλαξιὰ ροῦχα. Ἔπειτα δὲν τὸν γνοιάζει πιά· τὰ δίνει ὅλα στὸ σπίτι. Ἒμ καρολόγος εἶναι, ἒμ τσαγκάρης, ἒμ σκαφτιᾶς, τὴ γιορτὴ θὰ εἶναι φριγγί.
Ἔτσι κι ὁ Ἀντώνης. Μὰ τώρα τὸ παράκανε. Γιορτὴ καθημερνὴ ἕνα τὸ εἶχε: Καθισιὸ κι ἀναπαὴ κι ἀπὸ καιροῦ καζάντι. Στὸ σπίτι του ἄρχισαν νὰ πεινᾶνε.
– Γιατί, παιδί μου, δὲν πιάνεις δουλειά; τὸν ρώταγε ἡ κακομοίρα ἡ μάνα του.
Δὲν ἔχει δουλειά· ἔλεγ᾿ ἐκεῖνος, βάζοντας τὸ κεφάλι κάτου.
Κι ἔφευγε· μὰ ὅποιος τὸν ἔβλεπε ἔνοιωθε μὲ τί ντροπὴ ἔλεγε τὸ λόγο. Ὤχ! κλαῖγε τον ὅποιος πιαστῇ σὲ ἀγάπη. Τοῦ πουλιοῦ ὁ νοῦς στὸ κεχρὶ κρέμεται.
Σὲ λίγο ἐμαθεύτηκε στὸ χωριὸ πὼς ὁ Ἀντώνης ἀγάπαγε τὴ Φροσύνη – ἔτσι τὴν ἔλεγαν τὴ νιά. Ὁ κόσμος, καθὼς ξέρεις, καὶ στὴν ἀγάπη ἀκόμα δὲν κατηγορεῖ παρὰ τὸ φτωχότερο. Ὁ πλούσιος ὅ,τι κι ἂν κάμῃ εἶναι καλὰ καμωμένα: Τοῦ φτωχοῦ εἶναι καρύδια καὶ βροντᾶνε· τοῦ πλούσιου εἶναι σύκα καὶ δὲν ἀκούγονται. Σὰ νὰ λέμε ὁ φτωχὸς δὲν πρέπει νά ῾χῃ καρδιά· δὲν πρέπει ν᾿ ἀγαπάῃ!
Πολλοὶ τοῦ τὸ εἶπαν τοῦ παιδιοῦ. – Ὅπου δὲν φτάνῃ τὸ χέρι σου μὴν ἁπλώνῃς.
Ἡ μάνα του ἡ ἄμοιρη σὰν τ᾿ ἄκουσε τὴν ἔπιασε ὁ χτύπος – ἦταν ἀρρωστιάρα ἡ δόλια – κι ἔμεινε τρεῖς ὧρες ξερή. Ὄχι πὼς δὲν τὸ ἤθελε ἡ γριὰ νὰ πάρῃ ὁ γιός της τὴ Φροσύνη. Θὲς στραβὲ τὰ μάτια σου; μαγάρι νὰ εἶχα τό ᾿να. Ποιὸς δὲ θέλει τὸ καλό; Μὰ ἔνοιωθε πὼς ἦταν δύσκολο νὰ γένῃ καὶ φοβότανε μὴ χάσῃ τὸ παιδί της. – Τὸ παιδί μου δὲν πάει τὸν ἴσιο δρόμο! ἔλεγε κουνώντας τὸ κεφάλι.
– Τ᾿ εἶν᾿ τὸ κακὸ ποὺ σὲ συγκολλήθηκε παιδί μου. Βγάλ᾿ το νὰ μὴ σὲ φάῃ καὶ χαθοῦμε. Ἡ κοπέλα δὲν εἶναι γιὰ τὸ φτωχικό μας.
Ψηλὰ τὴ χτίζεις τὴ φωλιὰ
καὶ θὰ λυγίσῃ ὁ κλῶνος
καὶ θὰ σοῦ φύγῃ τὸ πουλὶ
καὶ θὰ σοῦ μείνῃ ὁ πόνος!
Μὰ ποῦ νὰ ἰδῇ, ποῦ ν᾿ ἀκούσῃ ὁ Ἀντώνης.
– Μ᾿ ἀγαπάει· ἔλεγε.
Κι ἔτσι μὲ τὴν ἐλπίδα ζοῦσε.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια- ἡ Φροσύνη ἦταν στὸν καιρό της· δεκαεφτὰ χρονῶν κορίτσι.
Ἐδῶ στὰ χωριά μας ὅτι εἶναι νὰ γένῃ πρῶτα-πρῶτα θὰ τὸ μάθουν οἱ γυναῖκες. Τὴν ἡμέρα ἔξω, στὶς ἀργατιὲς καὶ τὸ βράδυ-βράδυ στὶς αὐλές τους κάθουνται καὶ τὰ ξομπλιάζουν ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη.
-Τά ῾μαθες κυρα-Γιάννενα: Τὸς καὶ τὸς ὁ τάδε μὲ τὴν τάδε.
– Τί λὲς καλότυχη; ἀλήθεια!
– Ναί, ναί· μὰ τὴν ψυχούλα μου τὴν ἁμαρτωλή! Ἂμ ἐγὼ τὰ μυρίστηκα ἀπὸ καιροῦ, ἀδερφὴ δὲν τὰ ᾿λεγα:… Κι εἶναι – ποῦ εἶσαι – εἶναι κι ἡ ἄλλη δουλειά· ἄκουγε μὲ μένα.
– Θέ μου γλύτωνε ποῦ καταντήσαμε!
Καὶ μαγουλοτραβιόνται τάχα.
Ἔτσι ἐμαθεύτηκε σὲ λίγο πὼς τὴ Φροσύνη τὴν παίρνει ἕνας ἔμπορος ἀπὸ τὴν Πάτρα.
Ὁ Ἀντώνης τὸ ᾿μαθε. – Εἶναι ψέμα! εἶπε. Κι εἶχε δίκιο νὰ εἰπῇ πὼς εἶναι ψέμα τὸ παιδί, ἀφοῦ ἡ κόρη τοῦ ἔκανε νοήματα ἀκόμη.
Σὲ λίγο γίνηκαν καὶ οἱ ἀρρεβῶνες. Ξέρεις πὼς γένονται οἱ ἀρρεβῶνες ἐδῶ. Δύο τρεῖς πᾶνε τὴ νύχτα μὲ τὸ γαμπρὸ καὶ τὸν παπᾶ στὸ σπίτι τῆς νύφης, ἀλλάζουν τὸ δαχτυλίδι καὶ τελειώνει ἡ δουλειά.
Ὁ Ἀντώνης ποῦ ν᾿ ἀκούσῃ, ποῦ νὰ πιστέψῃ τέτοιο πράμα! Βλέπεις ἡ ἀγάπη στραβώνει.
* * *
Ἔπειτ᾿ ἀπὸ λίγο ἔφτασε ὁ κόμπος στὸ χτένι. Ὁ γαμπρὸς ἦρθε καὶ ὁ γάμος θὰ γινότανε τὴν Κυριακή.
Ἀπὸ τότες ἔπαψε καὶ ἡ κόρη νὰ κάνῃ νοήματα τοῦ Ἀντώνη. Ὅπου τὸν ἔβλεπε τοῦ γύριζε τὶς πλάτες… Ἄ! δὲ θέλεις ἄλλο ψευτότερο πράμα ἀπὸ τὴ γυναίκα. Σήμερα μπορεῖ νὰ σοῦ λέῃ πὼς πεθαίνει κι αὔριο νὰ σοῦ κουνάῃ κλαρί. Κάπου μ᾿ εἶδες, κάπου σ᾿ εἶδα.
Ὁ Ἀντώνης ἦταν παιδὶ μὲ καρδιά· δὲν εἶπε τίποτα. Μάλιστα πῆγε μαζὶ μὲ τὸ συμπεθεριὸ στὴν ἐκκλησία, φίλησε καὶ τὰ στεφάνια… Ἐγὼ ἤμουν σ᾿ ἕνα στασίδι ἀντίκρυ καὶ τὸν κοίταζα. Ἦταν κίτρινος σὰν τὸ θειαφοκέρι· τὰ χείλη του μαραμένα ἔτρεμαν. Πῆγε σιγά, φίλησε τὰ στεφάνια, ἔπειτα γύρισε καὶ ἀκούμπησε σὲ μία κολώνα. Ἔβγαλε τὸ μαντήλι καὶ τό ᾿βαλε στὰ χείλη του. Τὸ μαντήλι μάτωσε.
Ἀπὸ τότε τὸ κατάλαβα.
– Κρίμα στὸ νιό! εἶπα μέσα μου.
* * *
Ὅταν γύρισε στὸ σπίτι ὁ Ἀντώνης ηὖρε τὴ μάνα του στὴ γωνιὰ νὰ κλαίῃ… Τὴν ἔτρωγαν τὰ φίδια.
– Σώπα, καημένη μάνα, ποὺ κλαῖς! εἶπε τῆς γριᾶς νὰ τὴν παρηγορήσῃ. Ἔτσι ἦταν γραφτό. Ἐγὼ τὸ ξέρω· πάντα ἄτυχος θὰ εἶμαι.
Κι ἔπεσε στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ καῖνε τὰ καμίνια γιὰ κεραμίδια. Μπῆκε σύντροφος σ᾿ ἕνα καμίνι κι ἔβγαζε παράδες. Δέκα δραχμὲς τὸ μεροκάματο τοῦ ἐρχότανε.
Ἡ κακομοίρα ἡ μάνα του πέταγε ἀπὸ τὴ χαρά της.
Πάει τὸ παιδί μου, ξέχασε! ἔλεγε. Ὁ Θεὸς μὲ λυπήθηκε.
Μὰ δὲν τὸ χάρηκε πολύ. Μία βδομάδα ἦταν ὅλη ἡ προκοπὴ τοῦ Ἀντώνη. Ἔπειτα παράτησε τὸ καμίνι κι ἔτρεχε δῶθε κεῖθε στὶς ἐξοχές· οὖλο τ᾿ ἀπόσκια ἔπιανε.
Μία φορὰ ἔλειψε κάμποσες ἡμέρες ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἡ μάνα του ὑποψιάστηκε.
– Τί νὰ ἔγινε τὸ παιδί μου; εἶπε.
Κι ἐπῆρε τὶς ἀργατιὲς ρωτώντας τοὺς στρατολάτες, καὶ μοιρολογώντας ἀδιάκοπα. Ποῦ δὲν ἐπῆγε: ποιὸν δὲν ἐρώτησε: Τὰ πόδια της ἔβγαλαν νερὸ ἀπὸ τὶς στράτες· τὰ φουστάνια της ἐκουρελιάστηκαν ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια. Τὸ ηὖρε τέλος μέσα σ᾿ ἕναν τράφο καὶ μαυλίζοντάς το σὰν σκυλάκι τὸ ἔφερε στὸ σπίτι της. Μὰ πῶς τὸ ἔχασε, πῶς τὸ ηὖρε! Ὅλοι τὸ ἔνοιωσαν πὼς ἔπαθε ἀπ᾿ ἀγέρι. Κάποιος εἶπε πὼς τὸ εἶδε νὰ ξεμεσημεριάζεται κάτω ἀπὸ μίαν ἀγριλιὰ – ξέρεις ἡ ἀγριλιὰ ἔχει βαρὺν ἴσκιο.
Ἡ γριὰ ἔπεσε στοῦ Θεοῦ τὰ χέρια. Ἔταζε λαμπάδες, ἔκανε παρακλῆσες, ἐπῆγε μὲ τὰ γόνατα στὴν Παναγία· μὰ τὸ παιδὶ ὅλο στὸ χειρότερο. Κάθε Κυριακὴ τὸ ἔφερναν στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὸ ἀπόθεταν σωρὸ κουβάρι μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη. Ἐκαθόταν ὡς τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔβγαιναν τ᾿ Ἅγια ἥσυχο καὶ ἀκίνητο σὰν ζωντόβολο. Μὰ μόλις ἀκουγόταν ἀπὸ μέσα ἡ φωνὴ τοῦ παπᾶ «τὰς θύρας… τὰς θύρας!…» ἔβανε κάτι ἀγριοφωνὲς ποὺ ἔτριζαν τὰ γυαλιὰ τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ ἵδρωναν τὰ εἰκονίσματα. Ἵδρωναν τὰ εἰκονίσματα κι ἐτρόμαζε ὁ λαὸς ἀπὸ τὰ λόγια του. Κατιτὶ λάγνο καὶ κάτι βρομερὸ ἐμόλυνε γιὰ μιᾶς του ναοῦ τ᾿ ἄδυτα, ἔφερνε τὴ ντροπὴ καὶ στῶν γερόντων τὰ πρόσωπα. Καὶ ποιὸς νὰ τὸ κρατήσῃ, ποιὸς νὰ τὸ συμμαζέψῃ τότε; Ἔκοβε τὰ σχοινιά, ἐχτύπαε τὶς ἁλυσίδες, ὅσο ποὺ ἔπεφτε λιποθυμισμένο στὶς πλάκες.
Εἶδαν κι ἀπόειδαν ἔστειλαν νὰ φέρουν τὸ Ζούδιαρη ἀπὸ τὸ Ἰμὰμ Τσαούση.
– Ἔχει τὸν Ἀνάποδο μέσα του· εἶπε ὁ Ζούδιαρης ἅμα εἶδε τὸ παιδί.
Ὁ Ἀνάποδος – θὰ ἔχεις ἀκουστὰ – εἶναι ἕνας διαβολάκος τόσος δά, μία πιθαμή. Ὅπου γίνεται τραπέζι, ὅπου φιλονικοῦν, ὅπου χαρτοπαίζουν ἐκεῖ βρίσκεται. Ἂν τύχῃ καὶ βλαστημήσῃ κάποιος τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄλλος πίνει ἢ χασμουριέται, μπαίνει μέσα του καὶ τοῦ βυζαίνει τὸ αἷμα… Γιὰ κεῖνο – ἄκου ποὺ στὸ λέω – ἅμα ἀκοῦς καὶ βλαστημᾶν νὰ φτῇς… Μὴ γελᾶς· δὲν ξέρω, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τίποτα· κάνε τὸ ἐσύ: Τὸ καλὸ πάντα καλὸ εἶναι.
Τὸ παιδὶ σὰν ἀντίκρισε τὸ μάτι τοῦ Ζούδιαρη ἔπαψε τὶς φωνὲς καὶ λάϊασε. Ηὖρε τὸ μάστορή του εἶδες ποὺ λέει.
* * *
Ὁ Ζούδιαρης εἶπε σὲ καμιὰ δεκαριὰ ἀνθρώπους νὰ πάρουν τὰ ντουφέκια τους καὶ νὰ πᾶνε κοντά του.
Ἐγὼ – εἴμαστε μία πόρτα μὲ τὸν Ἀντώνη – εἶδες ποὺ λέει: ὁ Θεὸς κι ὁ γείτονας· πρῶτα θὰ ἰδῇς τὸ γείτονά σου κι ἔπειτα τὸν ἥλιο – πῆρα τὸ ντουφέκι μου, τὸ γιόμισα μὲ τὸ ζερβὶ χέρι – ἔτσι μᾶς εἶπε ὁ Ζούδιαρης καὶ πῆγα κοντά. Σὲ λίγο ἤμαστε ὄξω ἀπὸ τὸ χωριό. Μπροστὰ πήγαινε τὸ παιδὶ ἥσυχο σὰν ἀρνάκι. Πίσω πήγαινε ὁ Ζούδιαρης μὲ τὰ περόνια καὶ τὸ τσεκούρι στὰ χέρια· καὶ παραπίσω ἐμεῖς.
– Νά ῾τος! βαρεῖτε του! μᾶς λέει ὁ Ζούδιαρης σὰν εἶδε ἕνα δέντρο.
Ἐμεῖς δὲν εἴδαμε τίποτα· ἀπὸ τὸ φόβο μας ρίξαμε στὰ στραβά. Μπάμ! μπούμ! κόσκινο τὸ δέντρο.
– Δὲν τὸν πετύχαμε· λέει ὁ Ζούδιαρης. Νά τος, πέρα πάει…
Καὶ ἄρχισαν τὰ τρεχάματα, μπροστὰ ἐκεῖνος μὲ τὸ παιδὶ καὶ πίσω ἐμεῖς, μέσα στὰ χωράφια καὶ τὶς σταφίδες λαχανιάζοντας. Σὲ κάθε δέντρο ποὺ ἀπαντούσαμε διάταζε ὁ Ζούδιαρης καὶ ἀδειάζαμε τὰ ντουφέκια. – Μπάμ! μπούμ!
Μᾶς παίδεψε ὁ ἀναθεματισμένος. Γυρίσαμε ἀπὸ τὸν Ἅϊ-Θανάση στ᾿ Ἀληκανιωτέικα, τὸ Καταράχι, τὰ Κατσαπέικα, μὰ τίποτα.
Ὁ Ζούδιαρης τὸ εἶχε εἰπωμένο:
– Εἶναι δυσκολοβάρετος ὁ Ἀνάποδος.
* * *
Νὰ μὴν τὰ πολυλογῶ, φτάσαμε καὶ στὴ λεύκα ποὺ ἔγειρες νὰ κοιμηθῇς. Καθὼς βλέπεις, ἄλλο δέντρο μεγάλο δὲν εἶναι ἐδῶ πέρα.
– Σταθεῖτε· μᾶς λέει ὁ Ζούδιαρης· ἐδῶ θὰ κάτσῃ· ἀλλοῦ δὲν ἔχει νὰ πάῃ. Ἑτοιμάστε τὰ ντουφέκια σας καὶ ἅμα σᾶς πῶ βαρᾶτε.
– Μπὰμ μπούμ! ρίξαμε ἅμα μᾶς εἶπε. -Ἄου! ἄου! ἄου! οὔρλιασε τὸ παιδί.
Τὸ πετύχαμε τὸ ζούδιο. Μὰ ἔννοιά σου κι ἐμεῖς διορθωθήκαμε! Ἀλλουνοῦ ἔσπασε τὸ ντουφέκι· ἄλλος αἱματοκυλίστηκε. Ἐμένα μοῦ φάνηκε πὼς μ᾿ ἔπιασε κάποιος ἀπὸ τὴ μπούκα μ᾿ ἔσπρωξε κι ἔπεσα ἀνάσκελα στὸν τράφο.
Μὰ ὁ Ζούδιαρης κάρφωσε στὸ δέντρο τὸ ξωτικό. Ἄξαφνα νοιώθομε μία μυρουδιὰ σὰν καϋμένη θειάφη κι ἀκοῦμε ἕνα φοβερὸ καὶ παράξενο γέλιο κι ἕνα φρού!… ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας, σὰν ὅταν σηκώνονται ἀπὸ τὴ βοσκὴ μπουλούκι ἀγριόπαπια. Τότε ἔδωκε τὸ στερνὸ χτύπημα κι εἶπε τὸ φοβερότερο ξόρκι ὁ Ζούδιαρης.
– Πάει νὰ χαθεῖ· τὸ καρφώσαμε· εἶπε.
Καὶ ἀπίθωσε τὸ τσεκούρι χάμω γιὰ νὰ τὸ βλέπουν οἱ ὀξωμάχοι νὰ μὴ ζυγώνουν.
Πήγαμε τότε νὰ πάρουμε κι ἐμεῖς τὸ παιδί. Ἦταν χάμου ξαπλωμένο, κατακίτρινο καὶ ξυλιασμένο. Τὸ σηκώσαμε, τὸ πήραμε στὰ χέρια, τὸ πήγαμε στὸ σπίτι καὶ τὸ ξαπλώσαμε στὸ κρεβάτι.
Τὸ δόλιο! δὲν ἦταν γραφτό του νὰ σηκωθῇ. Ὁ Ζούδιαρης ἄργησε νὰ βάλῃ τὸ χέρι του. Τὸ ζούδιο ποὺ φώλιαζε μέσα του, τοῦ εἶχε βυζάξει ὅλο τὸ αἷμα.
Δύο τρεῖς ἡμέρες καὶ πάει χάθηκε τὸ παιδί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου