Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Έθιμα Χριστουγέννων στο χωριό Πέλκα/Πελεκάνος Βοΐου...


Σε κάθε σπίτι, μια ή δυο μέρες πριν την παραμονή των Χριστουγέννων, η οικοδέσποινα ζύμωνε τις κουλιαντίνες, μικρά πλαστά είδους λειτουργιάς, άλλες με προζύμι και άλλες ρουφτένιες., ενώ το βράδυ, στις 23 του Δεκέμβρη, έβαζε το κούτσουρο, χοντρό κορμό δρυός, μαζί με τις ρίζες για να κρατήσει περισσότερο. Η φωτιά έπρεπε όλη τη νύχτα να είναι άσβηστη. Το σπίτι προετοιμαζόταν για τις γιορτές.
Τα κόλιαντα ήταν μεγάλη γιορτή για τα παιδιά. Ο χωριανός μας Τάκης Τάρης μιλά με νοσταλγία για εκείνες τις ώρες. « Μέρες πριν, η πρώτη μας έννοια ήταν να πάρουμε καλαμπόκι και κάστανα για να τα βράσουμε την παραμονή των Χριστουγέννων και η άλλη ήταν το σπίτι όπου θα γινόταν η μάζωξη. Δε θέλαμε να υπάρχουν μικρά παιδιά και ανήμποροι για να μη τους ενοχλούμε. Το πιο κατάλληλο, τις περισσότερες φορές, βρίσκαμε το μαγειριό στην αυλή του σπιτιού μας, που είχε και τζάκι, Εκεί μαζευόμασταν, ανάβαμε τη φωτιά, βάζαμε τον τέντζερη ή το γκιούμι στην πυροστιά να βράσει το καλαμπόκι ή τα κάστανα, που άλλες φορές τα ψήναμε στη χόβολη. Καθόμασταν γύρω-γύρω από το τζάκι και λέγαμε παραμύθια και παιδικά κατορθώματα, έως το ξημέρωμα που ξεκινούσαν για τα κόλιαντα.»
«Μόλις λαλήσ’ν τ’ αρνίθια», όχι νωρίτερα, τα αγόρια, λοιπόν, σε μικρές ομάδες, μετά από συνεννόηση συναντιούνταν και κινούσαν για τα κόλιαντα. Στα χέρια κρατώντας τη τζιουμάκα*, ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου ενός μέτρου και περισσότερο που απόληγε σ’ ένα χονδροειδές σφαιρικό εξόγκωμα, και με το σακούλι στον ώμο, συνήθως μάλλινο χρωματιστό, ή με τον τρουβά πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, όχι όμως σε όσα είχαν πένθος, κτυπούσαν την πόρτα με τη τζιουμάκα, τραγουδώντας και φωνάζοντας «κόλιαντα». .
Κόλιαντα, μπάμπου, κόλιαντα κι μένα τ’ κουλιαντίνα.
Κι αν δεν μι δίνεις κόλιαντα, δωσ’ μι ένα σιουτζούκι
κι αν δε μι δίνεις κι σιτζούκ’, δώσ’ μου τη θυγατέρα.
Και τι τη θέλεις, γάιδαρε, τη θκια μ‘ τη θυγατέρα;
Να την τσιμπώ, να τη φιλώ, να μι ζισταίν’ του βράδυ.
Κόλιαντα κόλιαντα κόλιαντα.
Έμπαιναν στο σπίτι τα παιδιά, τα κερνούσαν γλυκό, τα πρόσφεραν τα κόλιαντα: κουλιαντίνα, κάστανα άβραστα, καρύδια, αμύγδαλα. Τα παιδιά μαζεύονταν γύρω από την παρσιά ,σκάλιζαν τη χόβολη με τη τζιουμάκα, λέγοντας «Αρνιά, κατσίκια, πρόβατα κι γκόλιαβα παιδιά». Η οικοδέσποινα ευχότανε «Και του χρόνου». «Και του χρόνου» ανταπαντούσαν τα παιδιά και έφευγαν για άλλο σπίτι. Τα σακούλια γέμιζαν συχνά και τα παιδιά πήγαιναν στο σπίτι να τα αδειάσουν και να συνεχίσουν έως το μεσημέρι. 
Τα μικρότερα παιδιά σε ομάδες, με τα σακκούλια και τη τζιουμάκα , ξεκινούσαν μόλις ξημέρωνε. Το τραγούδι όλων των παιδιών ήταν «Κόλιαντα μπάμπου».
Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, σε κάθε σπίτι έσφαζαν το γουρούνι, που το έθρεφαν από την άνοιξη. Ο παστός κοβόταν σε μικρά 
κομμάτια, βραζόταν στο καζάνι και αναλυόταν σε τσιγαρίδες, που τις 
ζέσταιναν και έτρωγαν μέρες, και σε λίγδα για τις πίτες. Τα έντερα γίνονταν λουκάνικα, γεμίζοντάς τα με κρέας, πράσο και μυρωδικά. Οι 
λουκανίτσες ήταν τα λεπτόχοντρα έντερα, ενώ τα χοντρά τα λέγανε μπάμπις.
Χαρά των παιδιών ήταν η φούσκα, η κύστη του γουρουνιού. Περίμεναν 
το γδάρσιμο και το άνοιγμα του γουρουνιού για να την πάρουν ,να βάλουν μέσα δυο τρεις σπόρους καλαμπόκι, να την φουσκώσουν και να παίξουν. Ήταν το μπαλόνι της εποχής. Οι νοικοκυρές, αμέσως μετά το σφάξιμο του γουρουνιού, έφτιαχναν την τηγανιά που μοσχομύριζε τη γειτονιά και για τα Χριστούγεννα τα σαρμάδια, με κρέας και με λάχανο αρμιά.

Θεοδώρα Λειψιστινού



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου